Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

Raymond Carver: Το σπίτι του Σεφ



Ο Γουές είχε παρατήσει τη φιλενάδα του, ή τον είχε παρατήσει εκείνη – δεν ήξερα και δεν μ’ ένοιαζε. Απ’ τη στιγμή που πήρα απόφαση να πάω με τον Γουές, έπρεπε να αποχαιρετήσω τον φίλο μου. Ο φίλος μου είπε, κάνεις λάθος. Είπε, μην μου το κάνεις αυτό.
Τι θα γίνει μ’ εμάς; είπε. Είπα, πρέπει να το κάνω για το καλό του Γουές. Προσπαθεί να ξεκόψει απ’ το ποτό. Θυμάσαι πώς είναι αυτό. Θυμάμαι, είπε ο φίλος μου, αλλά δεν θέλω να φύγεις. Είπα, μόνο για το καλοκαίρι. Μετά βλέπουμε. Θα ξαναγυρίσω, είπα. Είπε, κι εγώ τι θα γίνω; Το δικό μου καλό; Να μη γυρίσεις, είπε.
Εκείνο το καλοκαίρι το περάσαμε πίνοντας καφέδες, σόδες και κάθε είδους φρουτοχυμούς. Όλο το καλοκαίρι αυτά είχαμε να πίνουμε. Ευχόμουν να μην τέλειωνε ποτέ αυτό το καλοκαίρι. Μακάρι να ’ξερα, αλλά αφού πέρασε ένας μήνας με τον Γουές στο σπίτι του Σεφ, ξαναφόρεσα τη βέρα μου. Δυο χρόνια είχα να τη φορέσω. Από τότε που ένα βράδυ ο Γουές έγινε σκνίπα και πέταξε τη βέρα του πέρα σε κάτι ροδακινιές.
Ο Γουές είχε κάτι λεφτουδάκια, κι έτσι δεν χρειαζόταν να δουλεύω. Κι όπως αποδείχτηκε, ο Σεφ μάς είχε αφήσει το σπίτι σχεδόν τσάμπα. Τηλέφωνο δεν είχαμε. Πληρώναμε το γκάζι και το ρεύμα και ψωνίζαμε από τις ευκαιρίες στο Σέιφγουεϊ. Μια Κυριακή απόγευμα ο Γουές βγήκε να αγοράσει ένα ποτιστήρι κι επέστρεψε μ’ ένα δωράκι για μένα. Μου έφερε ένα ωραίο μπουκέτο μαργαρίτες κι ένα ψάθινο καπέλο. Τις Τρίτες τα βράδια πηγαίναμε σινεμά. Κάποια άλλα βράδια ο Γουές πήγαινε σ’ αυτό που αποκαλούσε Αντιαλκοολικές συναντήσεις. Περνούσε ο Σεφ και τον έπαιρνε με το αμάξι του κι ύστερα τον έφερνε ξανά σπίτι. Καμιά φορά πηγαίναμε με τον Γουές να ψαρέψουμε πέστροφες στις κοντινές λιμνοθάλασσες. Ψαρεύαμε απ’ την όχθη και τρώγαμε όλη τη μέρα για λίγα μικρά κομμάτια. Κι αυτά μια χαρά ήταν, εδώ που τα λέμε, και τα τηγάνιζα το ίδιο βράδυ να τα φάμε. Έβγαζα μερικές φορές το καπέλο μου και το έκοβα στον ύπνο σε μια κουβέρτα δίπλα στο καλάμι μου. Η τελευταία εικόνα που έβλεπα ήταν σύννεφα να περνάνε πάνω απ’ το κεφάλι μου προς την κεντρική κοιλάδα. Τη νύχτα ο Γουές με έπαιρνε στην αγκαλιά του και με ρωτούσε αν ήμουν ακόμα το κορίτσι του.


RAYMOND CARVER: ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ


Πηγή

Βαρδής Μαρινάκης: Μαύρο Λιβάδι







Μαρία Ντούζα: Το δέντρο και η κούνια










Woody Allen: Μανχάταν

Orson Welles: Μάκβεθ




Γιώργος Λάνθιμος: Ο Αστακός







Jean-Luc Godard: Όνομα: Κάρμεν







Κ.Π. Καβάφης: Ένας νέος, της Tέχνης του Λόγου —στο 24ον έτος του



Όπως μπορείς πια δούλεψε, μυαλό.—
Τον φθείρει αυτόν μια απόλαυσις μισή.
Είναι σε μια κατάστασι εκνευριστική.
Φιλεί το πρόσωπο το αγαπημένο κάθε μέρα,
τα χέρια του είναι πάνω στα πιο εξαίσια μέλη.
Ποτέ του δεν αγάπησε με τόσο μέγα
πάθος. Μα λείπει η ωραία πραγμάτωσις
του έρωτος· λείπει η πραγμάτωσις
που πρέπει νάναι κι απ’ τους δυο μ’ έντασιν επιθυμητή.

(Δεν είν’ ομοίως δοσμένοι στην ανώμαλη ηδονή κ’ οι δυό.
Μονάχ’ αυτόν κυρίεψε απολύτως).

Και φθείρεται, και νεύριασε εντελώς.
Εξ άλλου είναι κι άεργος· κι αυτό πολύ συντείνει.
Κάτι μικρά χρηματικά ποσά
με δυσκολία δανείζεται (σχεδόν
τα ζητιανεύει κάποτε) και ψευτοσυντηρείται.
Φιλεί τα λατρεμένα χείλη· πάνω
στο εξαίσιο σώμα —που όμως τώρα νοιώθει
πως στέργει μόνον— ηδονίζεται.
Κ’ έπειτα πίνει και καπνίζει· πίνει και καπνίζει·
και σέρνεται στα καφενεία ολημερίς,
σέρνει με ανία της εμορφιάς του το μαράζι.—
Όπως μπορείς πια δούλεψε, μυαλό. 

Κ.Π. Καβάφης: Εικών εικοσιτριετούς νέου καμωμένη από φίλον του ομήλικα, ερασιτέχνην



Τελείωσε την εικόνα         χθες μεσημέρι. Τώρα
λεπτομερώς την βλέπει.                Τον έκαμε με γκρίζο
ρούχο ξεκουμπωμένο,        γκρίζο βαθύ· χωρίς
γελέκι και κραβάτα.         Μ’ ένα τριανταφυλλί
πουκάμισο· ανοιγμένο,         για να φανεί και κάτι
από την εμορφιά         του στήθους, του λαιμού.
Το μέτωπο δεξιά         ολόκληρο σχεδόν
σκεπάζουν τα μαλλιά του,         τα ωραία του μαλλιά
(ως είναι η χτενισιά         που προτιμά εφέτος).
Υπάρχει ο τόνος πλήρως         ο ηδονιστικός
που θέλησε να βάλει         σαν έκανε τα μάτια,
σαν έκανε τα χείλη ...         Το στόμα του, τα χείλη
που για εκπληρώσεις είναι         ερωτισμού εκλεκτού. 

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

Giambattista Vico: [Έτσι, κυλούν αιώνες βαρβαρότητας...]



Όπως τα κτήνη, έτσι και οι λαοί έχουν συνηθίσει να μη σκέφτονται τίποτε άλλο ειμή μόνον τα ιδιαίτερα οφέλη και τις ιδιαίτερες προνομίες τους, στη δε φάση της ακραίας ιδιοτροπίας τους –ή, μάλλον, υπερηφάνειάς τους– φουσκώνουν από κτηνώδη οργή και μανία, αρκεί να τους πειράξεις και μια τρίχα μονάχα και, μολονότι έχουν μεγαλώσει και τη φήμη τους και ως προς τον πληθυσμό τους, και τα μέλη τους ζουν δίπλα το ένα στο άλλο, κατ’ ουσίαν διαβιούν χωριστά, το κάθε άτομο για τον εαυτό του –μονήρες μέσα στην απόλυτη μοναξιά– με τα γούστα και τις επιθυμίες του σαν να είναι πραγματικά ζώα, και ούτε καν ανά δύο δεν μπορούν να συμφωνήσουν, μιας και το καθένα κοιτάει τη δική του χαρά και ευχαρίστηση [...] Έτσι, κυλούν αιώνες βαρβαρότητας και μες στα μοχθηρά μυαλά σκουριάζουνε σιγά-σιγά οι κακότροπες μικρολογίες, και οι άνθρωποι τώρα, με τη βαρβαρότητα του στοχασμού, έχουν μετατραπεί σε θηρία αγριότερα από τα θηρία που ήσαν, όταν υπέκυπταν μόνο στην πρώτη βαρβαρότητα, σε αυτή των αισθήσεων δηλονότι. Διότι οι πρώτοι λαοί κατέχονταν από μια γενναιόδωρη αγριότητα, μπροστά στην οποία όλοι μπορούσαν να αμυνθούν και από την οποία όλοι μπορούσαν να ξεφύγουν, αφού τους ήταν δυνατόν να την προβλέψουν, οι παρηκμασμένοι λαοί, αντιθέτως, ασκούν μια δειλή και αχάριστη αγριότητα γεμάτη κολακείες και εναγκαλισμούς, που είναι παγίδες καλοστημένες, για να αρπάξουν την περιουσία των φίλων και των συγγενών τους και για να τους στερήσουν τη ζωή…


GIAMBATTISTA VICO: Η ΝΕΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΓΝΩΣΗ

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

Herman Koch: [Ή μπορείς να τριγυρίζεις την υπόλοιπη ζωή σου με την ανάμνηση του λεκέ]



ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ ΓΥΡΙΖΕΙΣ ΠΙΣΩ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΟΥ, για να δεις σε ποιο σημείο θα μπορούσε ακόμη να είχε πάρει διαφορετική κατεύθυνση. Αλλά καμιά φορά δεν υπάρχει τίποτα να γυρίσεις πίσω – ο ίδιος δεν το ξέρεις ακόμη, αλλά τώρα γυρίζει μόνο μπροστά. Θα ήθελες να ακινητοποιήσεις την εικόνα... Εδώ, λες στον εαυτό σου. Αν εδώ είχα πει κάτι άλλο αν είχα κάνει κάτι άλλο.
Έχεις έναν λεκέ στο παντελόνι σου. Το αγαπημένο σου παντελόνι. Πλένεις το παντελόνι δέκα φορές σερί στους ενενήντα βαθμούς. Σαπουνίζεις και καθαρίζεις και τρίβεις. Χρησιμοποιείς τα μεγάλα μέσα. Λευκαντικά. Μεταλλικά σφουγγαράκια. Αλλά ο λεκές δεν φεύγει. Αν το παρακάνεις με το πλύσιμο και το τρίψιμο, το πολύ πολύ ο λεκές να αντικατασταθεί από κάτι άλλο. Ένα σημείο όπου το ύφασμα είναι πιο λεπτό και πιο ανοιχτόχρωμο. Αυτό το ξεθωριασμένο σημείο είναι η ανάμνηση. Η ανάμνηση από εκείνο τον λεκέ. Τώρα μπορείς να κάνεις δύο πράγματα. Μπορείς να πετάξεις το παντελόνι ή μπορείς να τριγυρίζεις την υπόλοιπη ζωή σου με την ανάμνηση του λεκέ. Αλλά το ξεθωριασμένο σημείο δεν σου θυμίζει μόνο τον λεκέ. Σου θυμίζει και την εποχή που το παντελόνι σου ήταν ακόμη καθαρό.
Αν γυρίσεις την ταινία αρκετά πίσω, τελικά το καθαρό παντελόνι θα ξαναμπεί στην εικόνα. Στο μεταξύ ξέρεις ότι δεν θα παραμείνει καθαρό.


HERMAN KOCH: ΕΞΟΧΙΚΟ ΜΕ ΠΙΣΙΝΑ

Μετάφραση: Ινώ Μπαλτά - Βαν Ντάικ

Θωμάς Γκόρπας: Εποχές



Ο Πορφύρας και τόσοι άλλοι ήταν λυρικοί μεγάλοι στον καιρό τους.
Εμείς ούτε λυρικοί είμαστε ούτε μεγάλοι, κι ο καιρός μας είναι απέραντος.
Δεν είμαστε το πουλί που πάει, αλλά εκεί που το πουλί πάει...
Δεν είμαστε το παιδί που κλαίει, αλλ’ όλ’ αυτά για τα οποία κλαίει
(και θα τα μάθει αργότερα...)
Δεν είμαστε η γυναίκα η όμορφη, αλλ’ αυτό που η γυναίκα η όμορφη
Παθαίνει (και δεν το λέει, και κλαίει μόνη).


ΘΩΜΑΣ ΓΚΟΡΠΑΣ: ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1957-1983)

Jaroslav Hasek: [Αφού δεν θέλω να κρύψω ότι συγκαταλέγομαι στους θαυμαστές μου...]



[…] στην ιστορία όλης της ανθρωπότητας, μόνο ένας άνθρωπος εμφανίστηκε τόσο τέλειος απ' όλες τις απόψεις και αυτός δεν είναι άλλος από εμένα. Πάρτε για παράδειγμα οποιοδήποτε από τα ασυνήθιστα επιτυχή διηγήματα μου. Τι βλέπετε φυλλομετρώντας τα σελίδα σελίδα; Ότι κάθε πρόταση έχει ένα βαθύτερο νόημα, κάθε λέξη βρίσκεται στο κατάλληλο σημείο, τα πάντα συμφωνούν με την πραγματικότητα. Όταν σπεύδω να περιγράψω μια χώρα, εσείς την έχετε κιόλας μπροστά στα μάτια σας, σαν σε φωτογραφία, και τα πρόσωπα που σας παρουσιάζω να εμπλέκονται σε περίπλοκες και γοητευτικές καταστάσεις στέκονται μπροστά σας σαν να ήταν ζωντανά. Συγχρόνως, τα τσέχικα που χρησιμοποιώ στα λογοτεχνικά μου έργα έχουν άφταστη εκφραστικότητα, ξεπερνώντας σε καθαρότητα, γλαφυρότητα και σαφήνεια ακόμη και τη Βίβλο, γεγονός που καθιστά σκέτη απόλαυση το διάβασμα έστω και μιας γραμμής από τα έργα μου. Και αν πράξετε έτσι και διαβάσετε κάποιο απ' αυτά, θα διαπιστώσετε πόσο μαγευτικά επιδρούν στην ψυχή, θα διαπιστώσετε πως σας ανάβουν φωτιά. Με μακάριο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο, δεν πρόκειται να αφήσετε αυτό το βιβλίο με τίποτα από τα χέρια σας, αλλά θα το κουβαλάτε πάντα μαζί σας, σαν φυλαχτό.
Έτυχε πολλές φορές να είμαι αυτόπτης μάρτυρας περιπτώσεων στις οποίες οι άνθρωποι έσκιζαν ένα περιοδικό επειδή δεν περιείχε τίποτα που να φέρει την υπογραφή μου. Μάλιστα, αν θέλετε να μάθετε, κι εγώ προσωπικά έχω πράξει το ίδιο, αφού δεν θέλω να κρύψω ότι συγκαταλέγομαι στους θαυμαστές μου. […]


JAROSLAV HASEK :''Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΤΣΕΧΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ JAROSLAV HASEK'' ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΣΑΤΙΡΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Μετάφραση: Μάριος Δαρβίρας

Fernando Pessoa: [Κάθε μέρα στην ώρα του]



Η άμαξα πέρασε από το δρόμο κι έφυγε
Κι ο δρόμος δεν έγινε ούτε πιο άσχημος ούτε πιο όμορφος.
Έτσι και με των ανθρώπων τη δράση, σε όλο τον κόσμο. Δεν αφαιρούμε και δεν προσθέτουμε τίποτα. Περνάμε και ξεχνιόμαστε.
Κι ο ήλιος έρχεται κάθε μέρα στην ώρα του


FERNANDO PESSOA: ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Μετάφραση: Γιάννης Σουλιώτης

T.S. Eliot: [Και ο πόνος μαζί, για να μπορεί να γυρίζει ο τροχός]



Ξέρουν και δεν ξέρουν, πως πράξη είναι πόνος
Και πόνος είναι πράξη.
Μήτε ο δράστης υποφέρει
Μήτε ο παθός δρα. Μα κι οι δυο τους είναι δεμένοι
Σε μιαν αιώνια πράξη, μιαν αιώνια υπομονή
Που όλοι πρέπει να παραδεχτούν για να γίνει θέλημα,
Που όλοι πρέπει να υπομείνουν για να το θελήσουν,
Για να συντηρηθεί το υφάδι, ’τι το υφάδι είναι η πράξη
Και ο πόνος μαζί, για να μπορεί να γυρίζει ο τροχός
Κι όμως να μένει ακίνητος
Για πάντα.


THOMAS-STEARNS ELIOT: ΦΟΝΙΚΟ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης

Ε.Χ. Γονατάς: [Μπροστά μου υψωνόταν αγέρωχο το πανάρχαιο δέντρο...]



Μπροστά μου υψωνόταν αγέρωχο το πανάρχαιο δέντρο με τη χαλκοπράσινη φυλλωσιά. Μια βραχνή φωνή αντήχησε μες στην ψυχή μου.
Έπεσα στα γόνατα. Καθώς προσευχόμουν, είδα τα χέρια μου, τα απλωμένα ικετευτικά, να φεύγουν απ' τους ώμους μου και σαν περιστέρια να περνούν ψηλά φτερουγίζοντας και να χάνονται μέσα στα φουντωμένα κλαδιά πού σκιρτούσαν.

Ε.Χ.ΓΟΝΑΤΑΣ : ΤΟ ΒΑΡΑΘΡΟ

E.E. Cummings: [Κι ο θάνατος νομίζω δεν είναι παρένθεση...]



Κι ο θάνατος νομίζω δεν είναι παρένθεση
αφού το συναίσθημα έρχεται πρώτο
αυτός που προσέχει έστω και λίγο
τη σύνταξη των πραγμάτων
απόλυτα ποτέ του δεν θα σε φιλήσει'
απόλυτα να 'μαι τρελός
τώρα που η Άνοιξη είναι εδώ
το αίμα μου αποδέχεται,
και τα φιλιά είναι καλύτερη μοίρα
απ' τη σοφία
στ' ορκίζομαι κυρία σε όλα τα λουλούδια.Μην κλαις
- η καλύτερη χειρονομία του μυαλού μου αξίζει λιγότερο απ' το
πετάρισμα των βλεφάρων σου που λέει
είμαστε ο ένας για τον άλλο:ύστερα
γέλασε, γέρνοντας στα χέρια μου
γιατί η ζωή δεν είναι παράγραφος
Κι ο θάνατος νομίζω δεν είναι παρένθεση


CUMMINGS E.E. : 33χ3χ33, ΠΟΙΗΜΑΤΑ / ΔΟΚΙΜΙΑ / ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ

Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός



Γιώργος Κεντρωτής: Όψεις του Σολωμού







Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)/Ω



Και τα παιχνίδια πια σκολνούν, και γύρω στα καράβια
σκορπούν τα πλήθη εδώ κι' εκεί, και νιάζουνται να φάνε
κι' ύπνο γλυκόνε να χαρούν. Μα θρήναε ο Αχιλέας
κι' είχε στο νου τ' αγαπητό συντρόφι, μηδ' ο ύπνος,
του κόσμου ο καταπονετής, τον έπιανε, μόν πάντα        5
πότε από δω πότε από κει παράδερνε γυρνώντας,
και του Πατρόκλου ανάδεβε τη λεβεντιά τη νιότη,
κι' όλα όσα τράβηξαν μαζί —τί κόπους πόσα πάθια—
με τ' άγριο κύμα του γιαλού και με στεριάς πολέμους.
Αφτά θυμούνταν κι' έχυνε πικρά και μάβρα δάκρια,
ώρες στη ράχη πλαγιαστός ή στο πλεβρό γυρμένος        10
ώρες τ' απίστομα. Άλλοτες σηκώνουνταν περπάταε
άσκοπα στ' ακρογιάλι ομπρός. Μα εφτύς το χαραμέρι
μόλις θωρούσε χρύσωνε τη θάλασσα τους άμμους,
κι' έζεβε τότες τ' άλογα στ' αμάξι, κι' από πίσω
τον Έχτορα έδενε κι' εφτύς ναν τον τραβά αρχινούσε.        15

Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)/Ψ



Σαν έτσι αφτοί βογγούσανε στο κάστρο. Μα οι Αργίτες
σαν ήρθαν στον Ελλήσποντο κι' ως στα γοργά καράβια,
γύρω όλοι οι άλλοι σκόρπισαν, στο πλοίο του ο καθένας,
μα τους δικούς του θαρρετούς ο Αχιλιάς συντρόφους
δεν άφινε να διαλυθούν, παρά τους είπε πρώτα        5
« Συντρόφοι ακούστε αγαπητοί, γοργοί μου Μυρμιδόνες,
» τ' άτια μη λύστε απ' τα λουριά, μόν έτσι λίγο ακόμα
» μ' αμάξια ας πάμε κι' άλογα να κλάψουμε μιά στάλα
» τον Πάτροκλο μας· τί πρεσβιό αφτό 'ναι των νεκρώνε.
» Μα αφού κατόπι κλάματα χορτάσουμε και δάκρια,        10
» τότες εδώ ξεζέβουμε κι' όλοι ενωμένοι τρώμε.»

Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)/Χ



Μέσα έτσι οι Τρώες στο καστρί σα λάφια δειλιασμένοι
να ξεδιψάσουν έπιναν και στέγνωναν τον ίδρο
γυρμένοι απάς στα τεχνικά μπροστήθια· κι' οι Αργίτες
ζύγωναν τότες με γυρτά στις πλάτες τους τ' ασπίδια.
Μα απ' όξω αφτού τον Έχτορα η περιπαίχτρα η Μοίρα        5
να μείνει στο πορτί μπροστά τον πεδουκλώνει τότες.
Τότ' είπε στου Πηλιά το γιο ο φυλαχτής Απόλλος
« Γιατί, Αχιλέα, εσύ θνητός μού τρέχεις καταπόδι
» εμένα τ' άλιωτου θεού ; Μα τί λοιπόν, ακόμα
» θεός πως είμαι δε θωράς που κυνηγάς με πείσμα;        10
» Σκοπό μαθές δε θάχεις πια να δεκατίζεις Τρώες—
» αφτοί παν τρύπωσαν—για αφτό στ' απόμακρα αλαργέβεις.
» Μα εμένα δε μπορείς, γραφτό δε σούναι να με σφάξεις.»

Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)/Φ



Και πια σαν ήρθαν στου γοργού το πέρασμα ποτάμου
πούχε του Δία κάνει ο γιος, στου κυματάρη Ξάνθου,
τους κόβει εκεί, και τους μισούς στον κάμπο κυνηγούσε
κατά τη χώρα, οπούτρεχαν κατάφοβοι οι Αργίτες
τη μέρα πριν, σα μάνιαζε τ' αφέντη ο γιος Πριάμου·        5
εκεί τρεχάτοι χύθηκαν, κι' ομπρός ναν τους μπερδέψει
άπλωσε η Ήρα 'να πηχτό σκοτάδι. Οι άλλοι πάλι
σπρωχνόντουσαν προς το βαθύ αφράργυρο ποτάμι.
Και πέφτουν μέσα βάρηχα, σαλαγοσπάει το ρέμα,
οι οχτοί γύρω αντιβογγούν· και με φωνές οι Τρώες        10
κουβάρια μέσα εδώ κι' εκεί στους χόχλους κολυμπούσαν.

Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)/Υ



Έτσι στα κοίλα πλοία ομπρός τριγύρω σου οι Αργίτες,
γιε του Πηλιά, αρματώθηκαν, αχόρταγε πολέμων·
και πάλε οι Τρώες αντικρύ στο καμποβούνι απάνου.
Κι' ο Δίας λέει της Θέμιστας σε συντυχιά να κράξει
κάθε θεό στου ορθόβραχου κορφοβουνιού την άκρη.        5
Κι' αφτή τρεχάτη από παντού προστάζει χέρι χέρι
κάθε θεόνε ως στου Διός τον πύργο να κοπιάσει.
Κανένα, εξόν ο Ωκιανός, δεν έλειψε ούτε ρέμα,
ξωθιά καμιά όσες χαίρουνται χορταριασμένους βάλτους
και βρύσες και πηγές νερών κι' όσες πανώρια δάσα.
Κι' όλοι σαν ήρθαν στου Διός τον πύργο, παν καθίζουν        10
στα μαρμαρόκοφτα θρονιά που του πατέρα Δία
του τάχε κάνει ο Ήφαιστος με τη σοφή του τέχνη.

Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)/Τ



Κι' η κροκοστόλιστη η Αβγή οχ τ' Ωκιανού το ρέμα
ανέβαινε να φέρει φως σ' όλους, θεούς κι' αθρώπους·
και φτάνει η Θέτη φέρνοντας απ' το θεό τα δώρα
κάτου στα πλοία. Κι' ήβρε εκεί το γιο της που πεσμένος
στα στήθια απάνου του νεκρού πικρόλαλα θρηνούσε,        5
κι' ένα σωρό συντρόφοι του μοιρολογούσαν γύρω.
Κι' αφτή στη μέση πρόβαλε, η σεβαστή του η μάννα,
που πήγε τον αγκάλιασε με συμπονιά και τούπε
« Πονάς, παιδί μου, μα άφισ' τον στο νεκρικό του στρώμα
» το μάβρο αφτό, π' απ' των θεών καταδρομή πια πήγε,
» και δέξου αφτά απ' τον Ήφαιστο τα όπλα, ξακουσμένα        10
» πανώρια, π' όμια αντρός κορμί δε ζώστηκε ως στα τώρα.»

Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)/Σ



Σαν έτσι αφτοί χτυπιόντουσαν, που λες φωτιά 'χε ανάψει.
Εκεί ο γοργός Αντίλοχος ως στ' Αχιλέα φτάνει
με τα μαντάτα, κι' ήβρε τον π' ομπρός αφτού στα πλοία
στο νου ίσα ίσα αφτά 'βαζε που τούχαν τύχει κιόλας,
κι' έτσι έλεγε στενάζοντας μες στη γερή καρδιά του        5
« Ώχου, τί πάλι τσάκισαν ως στα καράβια τάχα
» οι Δαναοί, και τρέχουνε στον κάμπο αλαφιασμένοι ;
» Λες οι θεοί πως τους κακούς να μούκαναν σκοπούς τους,
» σαν που μου ξήγαε η μάννα μου και μούλεγε πως όσο
» ακόμα ζω, ένας αρχηγός τρανός των Μυρμιδόνων        10
» θ' αφίσει του ήλιου το φως από κοντάρι Τρώων;
» Ώχου, ναι ο Πάτροκλος θαρρώ θα μούπεσε στη μάχη...
» ο έρμος! μα δεν τούπα εγώ, σα σώσει απ' την κορώστρα
» φωτιά τα πλοία, δίχως πια πολέμους να γυρίσει ; »

Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)/Ρ



Κι' ένιωσε εφτύς τ' Ατρέα ο γιος, ο μαχητής Μενέλας,
το πώς σκοτώθη ο Πάτροκλος στον πόλεμο απ' τους Τρώες.
Και μέσα ορμά απ' τους μπροστινούς χαλκόπλιστος, και στέκει
σιμά του, θάλεγες ομπρός λαφίνα σε ζαρκάδι
χαϊδέφτρα πρωτοβύζαχτη, πριν άγνωρη από γέννα·        5
έτσι σιμά του στάθηκε ο καστανός Μενέλας
κρατώντας στο νεκρό μπροστά ασπίδα και κοντάρι,
μ' απόφαση όπιος αντικρύ του βγει ναν τον σπαράξει.
Όμως αδιάφορος κι' ο γιος δεν έμεινε του Πάνθου
άμα ο λεβέντης Πάτροκλος σκοτώθηκε, μόν πήγε        10
κοντά του εκεί και στάθηκε και του Μενέλα τούπε
« Θεόσπαρτε τ' Ατρέα γιε, Μενέλα πολεμάρχη,
» πίσω! Τα λάφυρα άσ' τα αφτού και το νεκρό παραίτα,
» γιατί απ' τους ξακουστούς βοηθούς ή Τρώες πριν κανείς μου
» με τ' όπλο δεν τον κάρφωσε μες στης σφαγής τ' ανάστα.        15
» Έτσι άφισε να δοξαστώ μες στο στρατό των Τρώων,
» μη σε βαρέσω και ξινή σου βγει η παλικαριά σου.»

Γιώργος Σαραντάρης: Η Ποίηση...



Η Ποίηση περπατάει με τα πόδια κάτω και το κεφάλι ψηλά. Κρατάει στο στόμα μια λουρίδα ουρανού. Κάποιος την κυνηγάει, αλλά αυτή δεν καταλαβαίνει, τόσο την απορρόφησεν ο ήλιος. Και τραγουδάει τόσο σιγά, που ο δρόμος χάθηκε. Κι όλους μάς πιάνει ο φόβος, να μη μπορούμε πια ν' ακολουθήσουμε την Ποίηση.

24.9.1939

Γιώργος Σαραντάρης: Βλέμματα



Τι σημαίνει «θάνατος» και τι σημαίνει «θάλασσα»; Κάποτε μου φαίνεται, πως αν αποκριθώ στο ερώτημα τι σημαίνει «θάνατος», θα μπορέσω να αποκριθώ και στο ερώτημα τι σημαίνει «θάλασσα». Η θάλασσα σαν θέα είναι ασφαλώς κάτι πλατύτερο απ' τον θάνατο, κάτι που σε υψώνει σ' ένα παράθυρο, απ' όπου μονάχα το σύμπαν ατενίζεις. Αναπνέεις βαθιά τη θάλασσα, και νομίζεις πως γίνεσαι τόσον υγιής, ώστε να μη μπορείς να πεθάνεις. Όμως, όταν νοσταλγείς τη «θάλασσα», και δεν την αναπνέεις, δεν τη ρουφάς μ' όλο σου το σώμα, τότε νιώθεις τον «θάνατο», η σημασία του αόριστα σ' αιχμαλωτίζει, σε κάνει δέσμιο, έστω για λίγα δευτερόλεπτα.

25.8.1939

Γιώργος Σαραντάρης: Του κόπου και του μόχθου των περιστεριών




Του κόπου και του μόχθου των περιστεριών
Στάθηκα εραστής

Γιατί μου φάνηκε πως η ζωή τ' ουρανού
Κύλησε ίσαμε το στήθος των πουλιών

Και πια δεν είχα όρεξη να μάθω
Ονόματα χωρών
Πρόσωπα
Πράματα

Δεν με τραβούσε το κελάδημα της γης
Όταν δεν ανεβαίνει

Πάνω απ' τα δέντρα
Ο ψίθυρος της πλάσης γελαστός
Τα σώματά μας λάμπουνε περίφημα
Σε τέτοιες οάσεις

Και ακοντίζουν υπέροχες κραυγές
Τόσες που τα πουλιά δεν λησμονάνε
Το άρωμα το μοσχοβόλημα της χλόης.

Γιώργος Σαραντάρης: Θέλω να πω τη δειλία μου



Θέλω να πω τη δειλία μου
Μπροστά στ' αστέρια
Όταν το φως του φεγγαριού
Αναρριχιέται στην πλαγιά
Και τα πλατιά φύλλα των δέντρων
Ανεβάζουν απ' τις χαράδρες ψυχές

Και η ερημιά στην πλάση παύει

Το φεγγάρι ψαύει τη ράχη των βουνών

Πίσω απ' τις ουρές τους κρύβονται τα ζώα
Και το κακό κατεβαίνει στο πέλαγο ν' αφανιστεί

Τότε θα σας έχω μάτια μου
Ω αστέρια
Η γκρίζα ομίχλη που μας χωρίζει
Θα γίνει κι αυτή παραμύθι.

Γιώργος Σαραντάρης: Κάμε χώρο...



Κάμε χώρο είμαι ένας
Που σπρώχνει τον άνεμο
Ένας που στη ράχη του
Φέρνει βουνά
Για να καθίσουν πουλιά
Και κελαηδήσουν.

Γιώργος Σαραντάρης: Κύριε χρειάζεται...



Κύριε χρειάζεται να θάψω κάπου βαθιά τον εαυτό μου
Και να μη με δει ο ήλιος ένα διάστημα
Να ξαναζήσω ελαφρός
Με τη μοίρα του πουλιού
Που τώρα όλο και μου ξεφεύγει
Νάρθει και για μένα η άνοιξη
Χωρίς ν' αγγίζει με τα πόδια της τη γη
Όταν τραγουδώ κι όταν ευφραίνομαι την πλάση
Να δώσω τ' όνομά μου στο κάθε πουλί
Που από έναν πύργο αόρατο θα με χαιρετά
Με τους ανθρώπους να με δένει το τραγούδι
Με τα ζώα η σιωπή

Γιώργος Σαραντάρης: Ο καημός των αστεριών



Ο καημός των αστεριών
Είναι μελιχρός
Μελιχρότατος
Ο σπασμός
Των βουνών
Δεν είναι
Τόσο διάφανος!

Κι η ζωή των λαών
Μοιάζει τώρα
Με κατσίκι
Από βουνά
Σ' αστέρια

Κι είναι όλο ανατριχίλα
Ο ποταμός
Που μας φέρνει
Αψηλά
Κι είναι
Σα βροχή
Το χάδι
Της σελήνης
Όταν πέφτουμε
Στη γη
Και πλαγιάζουμε.

Γιώργος Σαραντάρης: Αν σ' αγαπούσα...



Αν σ' αγαπούσα η θάλασσα
Θα ήταν όλη για μένα
Ο κήπος τα τριαντάφυλλα
Θα φύτρωναν για μένα
Θα μοιάζανε οι άνεμοι
Με το δικό μου πνέμα
Που σε σηκώνει πούπουλο
Του ήλιου θυγατέρα.

Γιώργος Σαραντάρης: Τ’ αστέρια κάνουν συντροφιά σ’ εμένα



Τ’ αστέρια κάνουν συντροφιά σ’ εμένα
Δεν ξεψυχούν όπως εσύ νομίζεις
Μόνο την ευτυχία απαγγέλλουν
Σε ρυθμό προσευχής

Απάνω από τ’ αστέρια εγώ κοιτάζω
Σαν να είταν κεφαλές παιδιών
Σαν να είτανε φωνές που με ανεβάζουν
Πάνω σε άλλες φωνές
Στη φλόγα τ’ ουρανού καίομαι
Και δεν φθείρομαι πια
Κ’ είναι ωραίο να βλέπω ωραία
Χωρίς τ’ αστέρια να βλέπω
Ενώ αγαπώ τ’ αστέρια
Είναι ωραίο τα πάντα να είναι ωραία

Γιώργος Σαραντάρης: Οι Έλληνες



Μάγειροι και χαροκόποι
Βλάμηδες και ζητιάνοι
Δίνουν-παίρνουν όρκο
Τρώγονται
Ζεσταίνονται σε ίδια φωτιά
Στρώνονται στα χαστούκια
Γκρινιάζουν και ανασταίνονται
Παίζουν τη μέθη τους
Μέρα και νύχτα
Αλλά ξυπνάν με κέφι
Στον όρθρο.

Γιώργος Σαραντάρης: Κοιμήθηκα




Κοιμήθηκα πάνω σ' ένα στίχο
Πάνω σ' ένα ξύλο
Πάνω στην κούρασή μου
Πάνω στο κεφάλι μου
Που δεν ήξερε να προφητέψει
Έναν καλό καιρό
Πάνω στα βυζιά της θάλασσας
Που δεν μας ήθελε άντρες
Μήτε εμένα μήτε τους δικούς μου
Πάνω στο καράβι μας
Που έμοιαζε στο αυτί μου
Σαν αναφομοίωτη μουσική

Αλλ' ήρθε στιγμή που φώναξα
Ας φύγουν όλοι οι τεμπέληδες
Κι εγώ αν είμαι λαίμαργος
Ας σαπίσω πάνω στον ύπνο μου
Οι αμαρτίες ας σκάσουν
Η λεβεντιά κι η αρετή
Σύντομα θ' ανεβούν στο πιο ψηλό κατάρτι
Να δείξουν το δρόμο
Και θα μας περιβρέξουν κρασί
Να ξυπνήσουμε.

Γιώργος Σαραντάρης: Ο άνθρωπος που δεν είχε ειρμό



Ο άνθρωπος που δεν είχε ειρμό
Με πονηριά μελέτησε τα καθέκαστα
Με φρόνιμη σοφία
Και διασκέδαση μελιχρή

Λησμόνησε όμως τα εργαλεία
Που προπαρασκευάζουν το κάλλος
Και το άρτιο σύνολο
Το θάρρος που καλύπτει το σώμα
Το πρόσωπο του άξιου τεχνίτη
Και δεν αφήνει αδοκίμαστο
Κανένα μόριο της ψυχής.

Γιώργος Σαραντάρης: Πέθαναν οι πολλές αμαρτίες



Πέθαναν οι πολλές αμαρτίες
Και μήτε η αρρώστια τους έγινε μνήμη
Μήτε τ' όνομά τους σώθηκε

Ποιος θυμάται τις αμαρτίες
Ποιος άλλος παρά οι άμυαλοι
Που κουβαλάνε θύμησες
Στους δρόμους της πολιτείας
Θύμησες που κανείς δεν αγοράζει
Γιατί κανείς δεν επιθυμεί
Τα πράγματα που πέθαναν μια για πάντα
Τα τέρατα που δεν κατοικούν πια
Μήτε στη φαντασία των παιδιών και των γέρων.

Γιώργος Σαραντάρης: Σ' έναν κόσμο δίχως κύμα



Σ' έναν κόσμο δίχως κύμα
Σ' ένα βράχο με τη μοίρα
Με τη θάλασσα δεμένο
Στο χορό στην προσευχή

Το στροβίλισμα με πιάνει
Μου επαίρεται το σώμα
Μέσα σε άνεμο κοιτάω
Να πληθαίνει ο ήλιος

Και μια στάλα από βροχή
Αφουγκράζεται το φως
Που αρκεί.

Γιώργος Σαραντάρης: Στη θάλασσά μας...



Στη θάλασσά μας πέσανε βροχές
Λίγες βροχές και λίγα περιστέρια.

Γιώργος Σαραντάρης: Ανέπαφη γύρισες το πρόσωπο



Ανέπαφη γύρισες το πρόσωπο προς άλλους ήλιους
Ποιος λέει πως η γυναίκα βλάπτει τον πολιτισμό μας
Ποιος καταριέται τον αχώριστο σύντροφο της φύσης μας
Δεν μας χρειάζεται η στιχουργία για να είμαστε επίσημοι
Για να έχουν αξία και ατράνταχτη σημασία τα λόγια μας
Η στιχουργία θ' ακολουθήσει όταν εμείς θα πεθάνουμε
Θα ισχύσει τότε για τους κατοπινούς μας
Αλλά θα είναι άλλη στιχουργία όχι εκείνη
Των τωρινών καθυστερημένων αδελφών μας

Εμείς οι ίδιοι σήμερα δεν μπορούμε να νικήσουμε τ' όραμά μας
Δεν έχουμε καιρό για φρόνιμη κι υπομονητική εργασία
Πρέπει να πούμε να πούμε πριν μας προφτάσει η σιωπή
Δεν μας δέρνει η ματαιοδοξία δεν μας δέρνει
Αλλά δεν παίζει κανείς με τη μοίρα του
Μετρούμε τα χρόνια μας μ' ένστιχτο και λύσσα
Με το σταγονόμετρο λογαριάζουμε τις δυνάμεις
Τώρα που η νεότητα γίνεται σοφή μάς εγκαταλείπει
Μιλάμε γρήγορα και ζεστά γιατί νιώθουμε σφριγηλή
Την αλήθεια που κατοικεί στο αίμα μας
Αλλά ξέρουμε πως μας φεύγει
Μας εγκαταλείπει κι αυτή όπως η νεότητα.

Γιώργος Σαραντάρης: Οι ώρες της προσευχής



Οι ώρες απόψε γυαλίζουν οι ώρες της προσευχής
Η άσφαλτος μάς καταπίνει η άσφαλτος με τη βροχή
Ο ουρανός απόψε δεν μοιάζει με ουρανό
Μοιάζει με ζώο που δεν το ξέραμε
Και μας ξαφνιάζει μέσα στην πολιτεία
Έρημη πια από ζώα έρημη από φυτά και από λουλούδια
Τρέχουν απόψε οι ώρες τρέχουν σαν τραίνα
Και μας φωνάζουν αλλά εμείς δεν διστάζουμε
Πού θα μας φέρει ένα ταξίδι
Τώρα που ο ουρανός έγινε θηρίο
Πού θ' ακουμπήσουμε τα μέτωπα τώρα
Χτες τραγουδούσαμε ακόμα στο παραθύρι
Τρώγαμε καρπούς νοσταλγούσαμε τα χελιδόνια
Πριν κοιμηθούμε
Αλλά πάνε τ' αστεία με τα πουλιά
Πάει η εγκαρδιότητα με τη φύση
Στην αγκαλιά μας ακουμπάνε οι γυναίκες
Που δεν θέλουν πια να ψεύδονται
Δεν θέλουν πια τον έρωτα που βαστάει όλη τη ζωή
Και όμως και τώρα ο ουρανός
Μοιάζει κάποτε σαν τραγούδι
Κατεβαίνει πάνω στα μάτια μας μας δροσίζει το στόμα
Παρίσταται στους γάμους μας και μας ευλογεί
Τότε είμαστε όλοι χαρούμενοι και δεν το κρύβουμε
Τα νήπια βγαίνουν από τις κούνιες στους εξώστες
Και πετάνε γαρίφαλα στους διαβάτες
Σκορπίζουν στους δρόμους τα ψεύτικα λουλούδια
Που μαζέψαμε όλη τη χρονιά
Κι έχουν τη σιωπηλή μας ευγνωμοσύνη.

Γιώργος Σαραντάρης: Άνθρωποι που δεν ήξεραν να τραγουδάνε...



Άνθρωποι που δεν ήξεραν να τραγουδάνε
Άλλαξαν ζωή και ήρθανε κοντά μας

Κάναμε ειρήνη και τώρα περπατάμε όλοι μαζί
Στην άκρη μιας λίμνης

Δεν μιλάει κανείς όλοι σωπαίνουν
Κι εύχονται να μην πεθάνει ο ήλιος

Σταμάτησαν οι φωνές μας
Σαν να βρεθήκαμε κάποτε μπροστά σε μαγικό ποτάμι.

Γιώργος Σαραντάρης: Η θάλασσα δεν έχει αίμα



Η θάλασσα δεν έχει αίμα
Κι όμως μας τραβά

Μαζεύτηκαν κορίτσια στη γειτονιά
Παρεκτός την καρδιά μας ομορφαίνουν
Το φάρδος της ημέρας

Όμως η θάλασσα δεν έχει αίμα
Δεν είν' γυναίκα η θάλασσα
Και μας τραβά

Γλυκιά η σιωπή της θάλασσας
Όταν τους κάμπους αγκαλιάζει
Και κατεβάζει τον ουρανό στα πόδια μας
Για να περπατήσουμε πάνω του
Γλυκιά η σιωπή της θάλασσας
Όταν στον έρωτα ανοίγουμε τα μάτια
Ο ουρανός μάς περιμένει σαν να ήταν ο τόπος ο σωστός
Για να φιλήσουμε και ν' αγαπήσουμε ειλικρινά τις δικές μας γυναίκες.

Γιώργος Σαραντάρης: Ήταν η ποίηση



Ήταν η ποίηση άνοιξη
Ήταν η ποίηση κόσμος

Επαίρονταν η άνοιξη
Επαίρονταν ο κόσμος

Και με ψυχή αλύγιστη
Μας έτρεφαν το σώμα

Με όνειρα ωραία και αγύριστα
Μας έδεναν στο χώμα

Κι έφταναν κάποτε άλικες
Οι μέρες του χειμώνα

Ρόδα που δεν τα εμάρανε
Το φέγγος που είχε φύγει.

Γιώργος Σαραντάρης: Η φαντασία...



Η φαντασία η αίγλη
Ο αδαής εγώ
Θάλλει το γράμμα

Το κύμα το μνήμα
Με καθαρή την τόλμη
Αυγάζει ποιος θάνατος

Ποια ζωή;