Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2018

Κική Δημουλά: [Μακρύ κουραστικό ταξίδι]




Μακρύ κουραστικό ταξίδι
το πεπρωμένο
μα το χειρότερο

πας ή έρχεσαι δεν ξέρεις.


ΑΝΩ ΤΕΛΕΙΑ (2016)

Nick Cave: [God is a work in progress]




The Red Hand Files / ISSUE #11 / DECEMBER 2018

As an atheist I find other people’s belief in a god both incomprehensible and fascinating. Is there any way you can explain your faith?
ALI, LONDON, UK

Do you believe in God? I mean personal, not through your songs.
MAGGIE, LONDON, UK

Does God exist?
JOÃO, RIO, BRAZIL

Can it be you’ve given up the quest for God?
PETER, DENVER, USA


Dear Ali, Maggie, João and Peter and the many people who have asked similar God related questions.

I’ve been circling around the idea of God for decades. It’s been a slow creep around the periphery of His Majesty, pen in hand, trying to write God alive. Sometimes, I think, I have almost succeeded. The more I become willing to open my mind to the unknown, my imagination to the impossible and my heart to the notion of the divine, the more God becomes apparent. I think we get what we are willing to believe, and that our experience of the world extends exactly to the limits of our interest and credence. I am interested in the idea of possibility and uncertainty. Possibility, by its very nature, extends beyond provable facts, and uncertainty propels us forward. I try to meet the world with an open and curious mind, insisting on nothing other than the freedom to look beyond what we think we know.

Does God exist? I don’t have any evidence either way, but I am not sure that is the right question. For me, the question is what it means to believe. The thing is, against all my better judgement, I find it impossible not to believe, or at the very least not to be engaged in the inquiry of such a thing, which in a way is the same thing. My life is dominated by the notion of God, whether it is His presence or His absence. I am a believer – in both God’s presence and His absence. I am a believer in the inquiry itself, more so than the result of that inquiry. As an extension of this belief, my songs are questions, rarely answers.

In the end, with all respect, I haven’t the stomach for atheism and its insistence on what we know. It feels like a dead end to me, unhelpful and bad for the business of writing. I share many of the problems that atheists have toward religion – the dogma, the extremism, the hypocrisy, the concept of revelation with its many attendant horrors – I am just at variance with the often self-satisfied certainty that accompanies the idea that God does not exist. It is simply not in my nature. I have, for better or for worse, a predisposition toward perverse and contradictory thinking. Perhaps this is something of a curse, but the idea of uncertainty, of not knowing, is the creative engine that drives everything I do. I may well be living a delusion, I don’t know, but it is a serviceable one that greatly improves my life, both creatively and otherwise.

So, do I believe in God? Well, I act like I do, for my own greater good. Does God exist? Maybe, I don’t know. Right now, God is a work in progress.

Love, Nick



Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

Τάκης Παπατσώνης: Χριστουγεννιάτικη αγρυπνία




Εξωτικός στην άκρια των κοιλάδων
περίμενα τη σημερινή γιορτή στο σκότος των λαμπάδων
απόκληρος της φωταψίας των ημερήσιων ήλιων
γονατιστής, και νηστευτής, και αποβλητής των χίλιων
δαιμονικών ταξιαρχιών… Μ’ άδικα εταλαιπώρουν
τη θύελλα των νοημάτων μου, τη ρώμη των γονάτων,
γιατί – το ξέρω αλίμονον! – τις πανοπλίες εφόρουν
τα εκατομμύρια των λαών, που ερείπια στρατευμάτων
κατάντησαν τα ελεεινά… Και θλίβω των ματιών σου
το φέγγος με το πίκραμα των λυπηρών δακρύων
που ο αμαρτωλός εσώριασα στων άλλων των δεινών μου
τα πλήθη και το πιο φριχτόν: το ίδιο άβουλο θηρίον
αντίς πανήγυρη ευλαβή να στήσω και ιερουργίαν
αρμονικήν, υμνητική της θείας καλωσύνης
να διαλαλώ, εγώ δέχομαι με ανόητη απαραξία
τον Άρχοντα, το Άλφα και Ωμέγα της Χριστιανοσύνης!..
Αλίμονο· των άγριων λαών η ορμητική αντάρα
και την ειρήνη τάραξε της μέσα μου ευλογίας,
κ’ αιστάνομαι απειλητικά του θεού μου την κατάρα
και μακρυνάμενο από με το Τέκνο της Μαρίας…
Και ο ανελέητος ασκητής τρέμω μην τάχα σφάλλω·
μην ενωθώ με τους θνητούς πολεμιστές και γίνω
υου Σατανά η συνέργεια – που τότε πια θα ψάλω
όχι ύμνο των Χριστουγέννων, μα θρήνο!…

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Ο Αμερικάνος




ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟΝ ΔΙΗΓΗΜΑ

   Του Δημήτρη του Μπέρδε το μαγαζί ωμοίαζε, την εσπέραν εκείνην, με βάρκαν, κατά το φαινόμενον φουρτουνιασμένην, δευτερόπρυμα πλέουσαν, πληττομένην υπό των κυμάτων την μίαν πλευράν, με το ύδωρ εισπηδών από την κωπαστήν και περιρραντίζον τους δυστυχείς επιβάτας, όπου ο κυβερνήτης και ο ναύτης του φαίνονται περιφρόντιδες, δίδοντες και λαμβάνοντες προστάγματα εις ακατάληπτον γλώσσαν, ο μεν ιθύνων μετά βίας το πηδάλιον, ο δε λύων και δένων τα ιστία, βοηθών διά της κώπης εκ του υπηνέμου, αμφότεροι τρέχοντες από την πρύμνην εις την πρώραν, καταπτοούντες τους απειροτέρους των επιβατών, περιρραινομένους από το αφρίζον κύμα, οσφραινομένους εγγύθεν και γευομένους την άλμην. Εξημέρωναν δε Χριστούγεννα, και έκαστος των πελατών επεθύμει να κάμει τα οψώνιά του. Ο κυρ Δημήτρης ο Μπέρδες έτρεχεν εμπρός, οπίσω, εκέρνα νοθευμένα τους πελάτας, επώλει ξίκικα εις τους αγοραστάς, με την τρικυμίαν εσκορπισμένην εις την όψιν και την γαλήνην ταμιευμένην εν τη καρδία, γοητευόμενος από τας φωνάς των θαμώνων, ενθουσιών από τον κρότον των κερμάτων, των πιπτόντων διά της άνωθεν οπής, ως τα στρουθία εις την παγίδα, εις το καλώς κλειδωμένον συρτάρι του. Το παιδί, ο δεκαπεντούτης Χρήστος, ανεψιός του εξ αδελφής, δεν επρόφθανε να γεμίζει φιάλας εκ του βαρελίου, να κακοζυγίζει βούτυρον εκ του πίθου, να κενώνει μέλι εκ του ασκού, με την ποδιάν υψηλά εις το στήθος περιδεδεμένην, κι εξελαρυγγίζετο να φωνάζει αμέσως! εις οκτώ διαφόρους τόνους και ύψη· λέξιν την οποίαν με τον καιρόν είχε κατορθώσει να κολοβώσει εις αμές! είτα να συντάμει εις ’μες! και τέλος ν’ απλοποιήσει εις ες!
   Εις μίαν γωνίαν του μαγαζείου όμιλος εκ πέντε ανδρών εκάθηντο κι έπιναν την μαστίχαν των, πριν διαλυθώσι και απέλθωσιν οίκαδε διά το δείπνον. Ήσαν όλοι εμποροπλοίαρχοι του τόπου, περιμένοντες την κατάδυσιν του Σταυρού διά ν’ αποπλεύσωσι, κι εδεξιούντο ένα συνάδελφόν των, εκείνην την εσπέραν φθάσαντα αισίως με την σκούναν του, τον καπετάν Γιάννην τον Ιμβριώτην· έκαμαν όλοι με την σειράν τα μουσαφιρλίκια, είτα ο καπετάν Γιάννης ηθέλησε και αυτός να τους κάμει τα σαλαμετλίκια. Είτα είς έκαστος των φίλων επροθυμήθη να κάμει κι εκ δευτέρου τα μουσαφιρλίκια, και πάλιν ο καπετάν Ιμβριώτης εξανάκαμε τα σαλαμετλίκια. Έως εδώ ευρίσκοντο και ωμίλουν ζωηρώς περί πραγμάτων του επαγγέλματός των, περί ναύλων, κεσατίων, περί σταλίας, περί φορτώσεων κι εκφορτώσεων, περί ναυαγίων και αβαριών. Ο καπετάν Γιάννης διηγείτο διά μακρών τα του τελευταίου ταξιδίου του, και είπεν ότι, ακουσίως του, ένεκα δυστροπίας τών τουρκικών αρχών, ηναγκάσθη να διατρίψει επί ημέρας εν Βόλω, όπου είχε προσεγγίσει προς μερικήν εκφόρτωσιν.

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

«Γιώργος Νταλάρας….και το καλοκαίρι κρυώνω!»







Για το βιβλίο μιλούν:
Διονύσης Χαριτόπουλος
Γιώργος Κακουλίδης
Όλγα Μπακομάρου
Παύλος Τσίμας
Θανάσης Λάλας
Γιώργος Νταλάρας
Χαρούλα Αλεξίου
Γιώργος Κιμούλης
Λαυρέντης Μαχαιρίτσας
Μιχάλης Μυτακίδης
Χρήστος Νικολόπουλος

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018

Νίκος Φωκάς: Πρωτόγονος συνοικισμός




Καθώς η νύχτα άρχιζε πάντα απ' τη μεριά του δάσους
Σκοτεινιάζοντας τα πρόσωπα ολοένα
Εμπιστευόμασταν ολοένα περισσότερο στις φωνές
Κι εμπιστευόμασταν ότι τα χαρακτηριστικά
Θα προκύψουν και πάλι την άλλη μέρα.

Ύστερα σταματούσαν κι οι φωνές μια μια
Όπως πριν αρχίσει η μουσική
Μια μουσική που θ' άρχιζε οπωσδήποτε, το ξέραμε,
Με τύμπανα που ξαναφέρναν συμβολικά τον ήλιο
Πάνω στο σκούρο της νύχτας -σαν εναλλαχτική εμπειρία.

Γιατί όπως και να κάναμε βρισκόμασταν έτσι κι αλλιώς
Πάνω σ' ένα από δυο φόντα: φως ή σκότος-
Για δράση και ζωή, για φόνο ή έρωτα...
Και να πώς ζήσαμε! Δε ζητάμε παρά να συνεχιστεί
Η εναλλαγή νύχτας και μέρας - τίποτ' άλλο.

1980


ΠΡΟΒΟΛΕΑΣ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ (1985)

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

Χρήστος Βακαλόπουλος: [Η ονειρική υφή της πραγματικότητας]




Ο κινηματογράφος αποδεικνύει ότι η ζωή είναι ένα συλλογικό όνειρο σκηνοθετημένο από πολιτιστικές μνήμες. Το Χόλυγουντ χαρακτηρίστηκε βιομηχανία ονείρων από αρκετούς γκρινιάρηδες κοινωνιολόγους, αλλά ο ίδιος χαρακτηρισμός θα μπορούσε να αφορά οποιονδήποτε θεσμό παράγει εικονοπλασία, από το σχολείο μέχρι την εκκλησία. Όμως ο κινηματογράφος έθεσε ως θεμελιώδες αξίωμα την ονειρική υφή της πραγματικότητας κι αυτό έσπρωξε τον δυτικό ορθολογιστικό κόσμο στην τηλεόραση, όπου κυριαρχεί το ομοίωμα και όχι το όνειρο της καθημερινής ζωής. Σ’ ένα κόσμο όπου η τηλεόραση επαναλαμβάνει μονότονα ότι η ζωή είναι ένα καταναλωτικό θερμοκήπιο, είναι φυσικό οι άνθρωποι να σκεπάζουν με κινηματογραφικό μανδύα τα όνειρα τους. Ακόμα και στον ύπνο τους, ο λησμονημένος κινηματογράφος, η πιο ουτοπική τέχνη του 20ού αιώνα, τους απελευθερώνει. Νομίζουν ότι βλέπουν ερωτικές ή κοινωνικές ταινίες, γιατί αυτές οι ακαθόριστες σειρές εικόνων (και ήχων;) που τους επισκέπτονται όταν κλείνουν τα μάτια ζητάνε ένα αντίκρισμα, ένα πλαίσιο, ένα χρώμα, ένα σενάριο που να τις κάνει υποφερτές, λιγότερο βασανιστικές, κάπως οικείες. Ο κινηματογράφος τα προσέφερε όλα αυτά σε υπερβολικές δόσεις κι έτσι οι φοβισμένοι άνθρωποι της τηλεοπτικής εποχής εγκατέλειψαν τις κινηματογραφικές αίθουσες και μετέφεραν τον κινηματογράφο στον ύπνο τους.
Τουλάχιστον έτσι νομίζουν. Στην πραγματικότητα τα όνειρα είναι εντελώς ελεύθερα, αινιγματικά και αδέσμευτα. Κανείς δεν γνωρίζει το χρώμα τους και κάθε απόπειρα να ερμηνευτούν, ψυχαναλυτική ή άλλη, καταλήγει σε πενιχρά αποτελέσματα.
Οι πιο αμήχανες κινηματογραφικές σκηνές είναι συνήθως αυτές που μιμούνται τα όνειρα, ενώ οι πιο πετυχημένες ταινίες είναι εκείνες που ονειρεύονται την πραγματικότητα την ίδια στιγμή που την καταγράφουν. Μια ταινία του Μπουνιουέλ είναι πολύ πιο κοντά στο όνειρο από το καλύτερο βιντεοκλίπ κι αυτό συμβαίνει γιατί ο Μπουνιουέλ δεν κατασκευάζει ένα παράξενο κόσμο από κουρέλια καλογυαλισμένων εικόνων, αλλά αναγνωρίζει το παράξενο στην καθημερινή ζωή και το αποδίδει αυτούσιο.Πιστεύω ότι το καλύτερο κομμάτι στα πρόσφατα Όνειρα του Κουροσάβα είναι «Το όρος Φουτζιγιάμα σε κόκκινο», όπου η στιγμή της πυρηνικής καταστροφής αποδίδεται με ντοκιμαντερίστικο τρόπο, αυτό τον τρόπο που οι γνωστοί γκρινιάρηδες κοινωνιολογίζοντες ονόμασαν «αφελή» και «διδακτικό». Τα όνειρα όμως είναι αφελή όσο δεν παίρνει άλλο – κι αυτή είναι η δύναμη τους!
Είμαι σίγουρος ότι ο Μπόρχες θα θεωρούσε μια δημοσκόπηση γύρω από αυτό το θέμα σαν άλλο ένα κακό όνειρο…


«Ε» Ελευθεροτυπία, 22/9/91. *Απάντηση σε δημοσιογραφική έρευνα της Ελευθεροτυπίας, σχετικά με τα όνειρα.

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2018

William Shakespeare: [Life's but a walking shadow...]




MACBETH
[...]
To-morrow, and to-morrow, and to-morrow,
Creeps in this petty pace from day to day
To the last syllable of recorded time,
And all our yesterdays have lighted fools
The way to dusty death. Out, out, brief candle!
Life's but a walking shadow, a poor player
That struts and frets his hour upon the stage
And then is heard no more: it is a tale
Told by an idiot, full of sound and fury,
Signifying nothing.
[...]



Macbeth | Act 5, Scene 5

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2018

Γιώργος Σεφέρης: Το ναυάγιο της Κίχλης




«Το ξύλο αυτό που δρόσιζε το μέτωπό μου
τις ώρες που το μεσημέρι πύρωνε τις φλέβες
σε ξένα χέρια θέλει ανθίσει. Πάρ’ το, σου το χαρίζω·
δες, είναι ξύλο λεμονιάς…»
Άκουσα τη φωνή
καθώς εκοίταζα στη θάλασσα να ξεχωρίσω
ένα καράβι που το βούλιαξαν εδώ και χρόνια·
το ’λεγαν «Κίχλη»· ένα μικρό ναυάγιο· τα κατάρτια,
σπασμένα, κυματίζανε λοξά στο βάθος, σαν πλοκάμια
ή μνήμη ονείρων, δείχνοντας το σκαρί του
στόμα θαμπό κάποιου μεγάλου κήτους νεκρού
σβησμένο στο νερό. Μεγάλη απλώνουνταν γαλήνη.
Κι άλλες φωνές σιγά σιγά με τη σειρά τους
ακολουθήσαν· ψίθυροι φτενοί και διψασμένοι
που βγαίναν από του ήλιου τ’ άλλο μέρος, το σκοτεινό·
θα ’λεγες γύρευαν να πιουν αίμα μια στάλα· [1]
ήτανε γνώριμες μα δεν μπορούσα να τις ξεχωρίσω.
Κι ήρθε η φωνή του γέρου, αυτή την ένιωσα
πέφτοντας στην καρδιά της μέρας
ήσυχη, σαν ακίνητη:
«Κι α με δικάσετε να πιω φαρμάκι, ευχαριστώ· [2]
το δίκιο σας θα ’ναι το δίκιο μου· πού να πηγαίνω
γυρίζοντας σε ξένους τόπους, ένα στρογγυλό λιθάρι.
Το θάνατο τον προτιμώ·
ποιός πάει για το καλύτερο ο θεός το ξέρει». [3]

Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον ήλιο.
Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον άνθρωπο.

ΤΟ ΦΩΣ
Καθώς περνούν τα χρόνια
πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν·
καθώς περνούν τα χρόνια και κουβεντιάζεις με λιγότερες φωνές,
βλέπεις τον ήλιο μ’ άλλα μάτια·
ξέρεις πως εκείνοι που έμειναν, σε γελούσαν,
το παραμίλημα της σάρκας, ο όμορφος χορός
που τελειώνει στη γύμνια.
Όπως, τη νύχτα στρίβοντας στην έρμη δημοσιά,
άξαφνα βλέπεις να γυαλίζουν τα μάτια ενός ζώου
που έφυγαν κιόλας, έτσι νιώθεις τα μάτια σου·
τον ήλιο τον κοιτάς, έπειτα χάνεσαι μες στο σκοτάδι·
ο δωρικός χιτώνας
που αγγίξανε τα δάχτυλά σου και λύγισε σαν τα βουνά,
είναι ένα μάρμαρο στο φως, μα το κεφάλι του είναι στο σκοτάδι.
Κι αυτούς που αφήσαν την παλαίστρα για να πάρουν τα δοξάρια
και χτύπησαν το θεληματικό μαραθωνοδρόμο
κι εκείνος είδε τη σφενδόνη ν’ αρμενίζει στο αίμα
ν’ αδειάζει ο κόσμος όπως το φεγγάρι
και να μαραίνουνται τα νικηφόρα περιβόλια·
τους βλέπεις μες στον ήλιο, πίσω από τον ήλιο.
Και τα παιδιά που κάναν μακροβούτια απ’ τα μπαστούνια [4]
πηγαίνουν σαν αδράχτια γνέθοντας ακόμη,
σώματα γυμνά βουλιάζοντας μέσα στο μαύρο φως
μ’ ένα νόμισμα στα δόντια, κολυμπώντας ακόμη,
καθώς ο ήλιος ράβει με βελονιές μαλαματένιες
πανιά και ξύλα υγρά και χρώματα πελαγίσια·
ακόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξά
προς τα χαλίκια του βυθού
οι άσπρες λήκυθοι.

Αγγελικό και μαύρο, φως,
γέλιο των κυμάτων στις δημοσιές του πόντου,
δακρυσμένο γέλιο, [5]
σε βλέπει ο γέροντας ικέτης
πηγαίνοντας να δρασκελίσει τις αόρατες πλάκες [6]
καθρεφτισμένο στο αίμα του
που γέννησε τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη.
Αγγελική και μαύρη, μέρα·
η γλυφή γέψη της γυναίκας που φαρμακώνει το φυλακισμένο
βγαίνει απ’ το κύμα δροσερό κλωνάρι [7] στολισμένο στάλες.
Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη, τραγούδησε, τραγούδησε…
δε σου μιλώ για περασμένα, μιλώ για την αγάπη·
στόλισε τα μαλλιά σου με τ’ αγκάθια του ήλιου,
σκοτεινή κοπέλα·
η καρδιά του Σκορπιού [8] βασίλεψε,
ο τύραννος μέσα απ’ τον άνθρωπο έχει φύγει, [9]
κι όλες οι κόρες του πόντου, Νηρηίδες, Γραίες [10]
τρέχουν στα λαμπυρίσματα της αναδυομένης·
όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ’ αγαπήσει,
στο φως·
και είσαι
σ’ ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά
τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας [11] από πού να κοιτάξεις πρώτα,
γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά και το τιτίβισμα των πουλιών
θ’ αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά και νότο
θ’ αδειάσουν τα μάτια σου απ’ το φως της μέρας
πως σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια.


Πόρος, "Γαλήνη", 31 του Οχτώβρη 1946

Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2018

Δημήτρης Καρύδης: Η αίθουσα των λεόντων


[Ο Δημήτρης Καρύδης φωτογραφημένος από τον Ευριπίδη Κλεόπα]

μνήμη Νίκου Καρούζου

Τώρα σταυρώνεις τα λινά χεράκι σου στο στήθος.

Κρέμασες το σάκκο στα δόντια του χάροντα.

Πάλι εμείς με το αρχαίο φτέρωμα
θηράματα των φθόγγων
Κρεμόμαστε απ' την κοιλιά της νύχτας
Χρόνος κι έρωτας δεν κοστίζουν δωρεάν κομματιάζουν
Εγγίζοντες κόκκινα περπατάμε στα νερά της σιωπής
Ανοίγουμε δρόμο στον ουρανό
για να κρατάς την Αττική
την εκκλησιά της ύαινας

Ήδη σε άλλους εμφυλίους μαίνονται οι λέξεις

Μ' ένα κλαδί χαράζεις την ομίχλη
που διασχίζουν τα κυπαρίσσια
οι σκύλοι και οι πεταλούδες

καθώς ελάφι βαστάζεις τη λευκότητα
εραστής γαλήνιος κήπων που φλογίζονται λογής θεότητες

Ο θάνατος απ' τη ζωή δεν έχει απόσταση
και άνθος κάθε έριδας τα όνειρα ακόμα.

Δημήτρης Καρύδης: [Μόνος...]


[Ο Δημήτρης Καρύδης φωτογραφημένος από τον Ευριπίδη Κλεόπα]

Μόνος όπως τότε όπως συμβαίνει στον ύπνο
με τις λέξεις πριν και μετά, φως και σκοτάδι
όπως όταν χωρίζεται από τη δαίμονα σιωπή
και κάτι παράξενα τυφλές σαρκώδεις απολήξεις
της ύλης πειράγματα θες της όρασης κραιπάλη
ζητούν να σε τραβήξουν στους ήχους τους πανθέστιους καλοφαγάδες
σε μακρυμάλληδες μελανορημονούντες ουρανούς ανέγγικτους
βιάζονται νε σε στήσουν με τρόπο που κι εσύ να εκλιπαρείς
σε τέτοιαν ηλικία μια κάποια εύνοια

Όπως όταν χάνονται ή εμφανίζονται τα έντομα
και αχρηστεύονται τα ορυχεία
όπως όταν καταπίνουμε σάλιο και τροφές κινώντας
μηχανικά τα βιδωτά ποδάρια μας
ή ανοιγοκλείνοντας τ' αβυσσαλέο μάτι που 'χει όνειρα αφρισμένα
δοκιμάζουμε μιαν άλλη μηχανή υπάρξεως

Διομήδης Βλάχος: [Είναι που η ανοιξιάτικη βροχή...]




ΙΙΙ

Είναι που η ανοιξιάτικη βροχή
δεν δύναται να γεμίσει τον γκρεμό της απουσίας σου
με στάλες από ροδόσταμο
είναι που δεν μπόρεσα να στύψω ακόμη
το πηγάδι του θανάτου
επειδή χωρίς τη φλόγα σου βρίσκομαι καθημερινά
αντίκρυ σε χιλιάδες εκτελεστικά αποσπάσματα.
Είναι που σου λέω σ’ αγαπώ
σ’ όλες τις γλώσσες των λουλουδιών
των εντόμων και των δέντρων
κι εσύ μπορεί να μη μ’ ακούς
που τόσες φορές φόρεσα το ρούχο της απελπισίας
κι ήρθα ικέτης στην Παράδεισο σου
μια βάτος καιομένη χωρίς έλεος.
Είναι πού το φεγγάρι κυλάει κατά πάνω μου
που όλο μεγαλώνει κι έρχεται ανελέητο
κι άλλη δεν έχω έπαλξη απʼ το γυμνό σου σώμα
δεν έχω άλλη παράκληση
απʼ αυτόν τον ακονισμένο Απρίλιο
που σκέφτομαι να τον καρφώσω
μ’ όλη τη δύναμη του σκότους μου
ανάμεσα ακριβώς στα φυλλοκάρδια της νύχτας
και τότε
«φυλάξου αγάπη μου» να σου φωνάξω
γιατί πάλι απόψε
θα πλεύσει στο αίμα ο έρωτάς μας
κι απʼ το πυρακτωμένο στήθος μου
μη φεύγεις μακριά
που ξέρει να φυλάττει τα ζεστά σου χέρια
στʼ αρώματα των γιασεμιών
και στη σιωπή του.


ΕΝΝΕΑ ΧΟΡΟΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ (1995)

Διομήδης Βλάχος: [Αν απ' το στήθος μου πετάξεις μακριά...]




ΙΙ

Αν απ' το στήθος μου πετάξεις μακριά
απ' το στήθος μου το φλεγόμενο
που ξέρει να κρύβει το βαθύτερο μυστικό σου
αυτό που βρήκα καρφωμένο
στο μεσόκαρδο της μνήμης
και με γυρίζει ξάφνου σε μικρό παιδί
στην αγκαλιά της μάνας του
που έλουσε μόλις τα μαλλιά της με φύλλα καρυδιάς
ή σ' έφηβο που ανακάλυψε μέσα του
έναν άσβηστο πυρσό.
Αν μ' εγκαταλείψεις κυπαρίσσι σε ρεματιά
να δίνει ολοένα απάνω γυρεύοντας τον ήλιο
και χάσω τη ρότα μου σε δάση οδύνης
αν αφήσεις τα βλαστάρια των χεριών σου
να τα πάρει από πάνω μου
το πρώτο φύσημα του ανέμου
και γίνουνε φτερά των κύκνων
που κολυμπούν στην λίμνη όλων των λυπημένων,

τότε είναι που δεν χωράω πια στη νύχτα
που φουσκώνει στη θέση όπου βρισκόσουν ριζωμένη
ένας ποταμός
θολός ως εκ των αιμάτων
γιατί ήρθαν κι έπλυναν τα ρούχα των μαχαιρωμένων
γιατί έβρεξε κάποιος το μαντήλι του
που το 'συρε σε χείλι πορφυρό
και γιατί σε κάθε ίσκιο του
κάθεται μια μάνα και τον πετροβολάει
και βαθιά βαθιά του κυλάει ένα νερό αλειτούργητο
βρύση της λησμονιάς
της μοναξιάς πικρό νερό
που μαραγγιάζει τ' άνθη.


ΕΝΝΕΑ ΧΟΡΟΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ (1995)

Διομήδης Βλάχος: [Έλα...]




Ι

Έλα και σήκωσε τον εσφραγισμένο λίθο
της ανοίξεώς μου
ανάσυρε απ' το βάραθρό μου
όλα τα στοιβαγμένα τριαντάφυλλα των αιώνων
τις φύτρες των πιο φωτεινών χρωμάτων
παραμέρισε τα εφτά πέπλα της λύπης μου
τα μαστίγια της ενετοκρατίας
στα σύνορα της νύχτας βγες και πότισε
το δέντρο της καρδιάς μου
και θα δεις στο ξάστερο νερό
που κυλάει στα βάθη μου
να καθρεφτίζεται ξανά το πρόσωπό σου.
Το τρυφερό σου χέρι θα δεις
ν' αγγίζει τα όνειρά μου και να εγείρονται
θα δεις του πάθους μου το αγέρωχο μαχαίρι
να ταξιδεύει με τον ήχο της καμπάνας κατ' εσένα.
Θα καταλάβεις πόσες αιφνίδιες επελάσεις άστρων
χρειάστηκαν για να 'ρθεις και να ριζώσεις
στην καθημερινή μου δίψα
πόσες ανηφοριές για να σκύψουμε μαζί
σ' ενός άνθους τον κάλυκα
γεμάτου με το ύδωρ της πικρίας μου.
Αφού είσαι ένα κατακόκκινο σπλάχνο
ανέμου μέσα μου
που πέρασε δεητικός από πεδία μαχών
κι από κρεββάτια νυφικά
αφού είσαι ένας λυγμός
πάντοτε όρθιος κι αλύγιστος
μες στη σιωπή σου
πώς μπορώ χωρίς εσένα
να ξανασκύψω στο βυθό μου;


ΕΝΝΕΑ ΧΟΡΟΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ (1995)

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2018

Στέφανος Ροζάνης: Τραύμα




Με το δικό μου τραύμα σε θανάτωσα
Κι όλες οι γλώσσες που μιλώ είναι το όνομά σου

Στο όνομά σου αλλάζω των γραμμάτων τις θέσεις
Προκαλώ τη σταθερότητά τους κι έννα σύννεφο με καλύπτει
Ανατρέπω την τάξη τους και εισβάλλει ο άνεμος
Δεν μιλώ και τ' όνομά σου λέγει
Μιλώ και τ' όνομά σου σιωπά

Κάπου κάπου ανάμεσα σε μένα και στ' όνομά σου
Οι λέξεις συρρέουν ακατάπαυστα
Έρχονται ωσάν εξόριστοι στοιβαγμένοι σε άθλιες συνοικίες
Ωσάν μέτοικοι και μετανάστες
Όπως το βουητό πριν απ' την κοσμοχαλασιά

Έρχονται και μένουν εκεί ανάμεσα σε μένα και στ' όνομά σου
Τους μιλώ σαν κάποιος που το κακό τον βρήκε αναπάντεχα
Σαν κάποιος που δεν μπόρεσε να αποδράσει
Έγκλειστος μες στ' όνομά σου κι ανυπεράσπιστος

Σαν κάποιος που δεν είδε τους μιλώ
Κι  ο κόσμος στένεψε και μετετέθη
Μέσα στη νύχτα
Ένας ολολυγμός που έμεινε στη μέση

Τους μιλώ και τ' όνομά σου σιωπά


QUASI UNA FANTASIA (1996)

Στέφανος Ροζάνης: Ένας τρόπος θα βρεθεί




Τώρα σου λέω ένας τρόπος θα βρεθεί να μάθεις
Πώς στέκονται τα δέντρα και πώς αντέχουνε στη θύελλα
Που με λυμένα τα μαλλιά της χύνεται και τα κτυπά
Τα φύλλα τους αρπάζοντας απ' την αγκάλη τους
Και τρέμουν τα κλαριά και συγκλονίζονται

Τώρα ένας τρόπος θα βρεθεί να μάθεις επιτέλους
Πώς στέκομαι και πώς αντέχω στη νύχτα
Που γδέρνει με τα νύχια της τα όνειρα
Και συναρπάζει τα μάτια μου ακατάληπτα
Και υποσκάπτει με σκοτάδι τις μέρες και τα έργα μου

Ο θάνατος δεν θα με προλάβαινε
Αν δεν συλλάβιζα τόσα ονόματα στο σώμα σου


QUASI UNA FANTASIA (1996)

Στέφανος Ροζάνης: Quasi una fantasia




Όταν μιλώ παράταιρα σα να συλλαβίζω τον ερχομό σου
Κι αγαπώ τις λέξεις που σε καλούν τα μεσάνυχτα
Θάνατο μ' ολόγιομο φεγγάρι από φως και θάνατο
Και ξεχνώ να φανερωθώ μπροστά σου με τις λύπες μου
Του χρόνου αντίπαλος κι αγαπημένος

Όταν λούζεσαι στη νύχτα σαν σε αθάνατο νερό
Κι εγώ εντούτοις συλλαβίζω τον ερχομό σου από μακρυά
Κάνοντας τάχα πως δεν πιστεύω στην εγγύτητα
Και ρωτώ έναν τόπο και η φωνή σου αποκρίνεται σαν αντίλαλος στην ερημιά

Όταν περιγελώ την ακοή μου που άλλα έφερε
Ανήκουστα πράγματα και θαυμαστά
Κι εσύ επιμένεις να μου θυμίζεις το σώμα σου
Φεγγάρι ολόγιομο από φως και θάνατο

Τότε είναι σχεδόν σαν φαντασία


QUASI UNA FANTASIA (1996)

Στέφανος Ροζάνης: Nocturne




Καθώς οι ήχοι πλανιώνται στο σώμα σου ανεβαίνοντας
Και οι λέξεις στα χείλη σου σέρνονται
Κι απ' τ' όνομά σου το λάμδα υγραίνει τα μάτια μου
Καθυστερώ απορώντας πώς έτυχε να σκοτωθεί τόσο νωρίς στα δάχτυλά σου κι αυτό το σκίρτημα


QUASI UNA FANTASIA (1996)


Παντελής Μπουκάλας: Πέτρα πατρίδα




Πέτρα πατρίδα
Πότε το άγαλμα μιας ανέκδοτης ωραιότητας
και πότε ο λίθος
στην κεφαλή των τέκνων σου εμφύλιος
Πέτρα πατρίδα
Πότε νησί που ανθεί ορθόπλωρο
και πότε θήκη τάφου
Πότε ψωμί να ξεγεννάς
πότε τα δόντια μας να τα συντρίβεις
Πέτρα πατρίδα
Πότε ένα όρος που μαστεύει τα ουράνια
πότε τροχός το δρεπάνι που οξύνει
το έμπορο
πότε το τείχος που μας κλείνει
έξω απ' το ήρεμο
Και πάντοτε το ποίημα που με υποσκελίζει
Πέτρα πατρίδα
Πότε γυμνή εξορία
και πότε ο τόπος όπου συνάζονται οι πολλοί
και κλώθουν παραμύθια ελευθερίας
Πότε της φλόγας μήτρα
πότε ο λίθος όπου βηματίζει η δημοκρατία
πότε του Προμηθέα το εγκάθειρκτο άλγος

Κι άλλοτε πάλι γραφή απόκρημνη
που σε πετάμε πίσω μας
μην και μας κάψει το νόημα του μαύρου σου
Κι ανέρχονται τότε όντα της γης
ο Έλλην η Μελανθώ η Πρωτογένεια ο Αμφικτύων
να υπάρξουν το ερώτημά τους το πύρρειο
«Και σα βουβή, και σαν τυφλή,
και σαν το λίθο στέκεις»
μητρίδα μου
οπού με θέλει ποταμό
μα εμέ καρκίνος μ' έχει της δίψας
και του πέλαγου τ' ατρύγητου ο πόθος
Εύφορη των δακρύων
αγαπημένη όσων δεν σε κατέχουν
και των κατόχων σου νόμισμα

Κυλάς και τρέχεις του χαμού -
μ' αλλιώς, χαμένη θά 'σουν


ΛΙΘΙΝΗ ΕΠΟΧΗ (1999)

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

Walter Benjamin: Η τεχνική του συγγραφέα σε δεκατρείς θέσεις




Ι. Όποιος σκοπεύει να προβεί στη συγγραφή ενός μεγάλου έργου, πρέπει να καλοπερνά, κι όταν τελειώσει τη σύλληψή του να επιτρέψει στον εαυτό του οτιδήποτε δεν εμποδίζει τη συνέχιση του έργου.
ΙΙ. Αν θέλεις, μίλα γι΄ αυτό που ΄χεις ήδη γράψει, ενόσω όμως διαρκεί η εργασία μη διαβάζεις κομμάτια από τη δουλειά σου με άλλους. Κάθε ικανοποίηση που θα σου δώσει κάτι τέτοιο ανακόπτει το ρυθμό σου. Ακολουθώντας την αγωγή αυτή, η επιθυμία ανακοίνωσης που εντείνεται γίνεται τελικά κινητήριος μοχλός για την ολοκλήρωση του έργου.
ΙΙΙ. Προσπάθησε μες στις συνθήκες της δουλειάς σου ν΄ αποφεύγεις τη μετριότητα της καθημερινότητας. Μισή γαλήνη συνοδευόμενη από ανόητους θορύβους είναι αναξιοπρεπής. Αντίθετα, η συνοδεία μιας μουσικής σπουδής ή η συγκεχυμένη βουή της δουλειάς μπορούν να αποβούν καθοριστικές για τη δουλειά όσο η ηχηρή σιωπή της νύχτας. Αν αυτή οξύνει την εσωτερική ακοή, η άλλη αποβαίνει η λυδία λίθος ενός ύφους που η πληθωρικότητά του θάβει μέσα της ακόμα και τους εκκεντρικούς θορύβους.
IV. Απόφευγε τα τυχαία εργαλεία. Χρήσιμη είναι η επιμονή σε ορισμένα χαρτιά, πένες, μελάνια. Δεν είναι η πολυτέλεια, μα η αφθονία αυτών των εργαλείων που είναι απαραίτητη.
V. Μην αφήνεις καμία σκέψη να σου ξεφύγει λαθραία και ενημέρωνε το σημειωματάριό σου αυστηρά όπως οι αρχές τον κατάλογο των αλλοδαπών.
VI. Φρόντισε η πένα σου να μην ενδίδει εύκολα στην έμπνευση, όποτε θα την τραβά με τη δύναμη του μαγνήτη. Με όσο πιο μεγάλη σύνεση αναβάλεις την καταγραφή μιας ξαφνικής ιδέας, τόσο πιο ώριμη θα σου παραδοθεί. Η ομιλία κατακτά τη σκέψη, η γραφή όμως κυριαρχεί πάνω της.
VII. Μη σταματάς ποτέ να γράφεις επειδή δεν σου ΄ρχεται πια καμιά ιδέα. Επιταγή της λογοτεχνικής τιμής είναι να διακόπτεις τη δουλειά σου μόνον όταν πρέπει να σεβαστείς κάτι που έχεις κανονίσει (ένα γεύμα, μια συνάντηση) ή όταν το έργο έχει ολοκληρωθεί.
VIII. Κάλυπτε την παροδική έλλειψη έμπνευσης με την αντιγραφή στο καθαρό αυτού που έχεις γράψει. Μ΄ αυτό θα σου ξυπνήσει η διαίσθηση.
IX. Nulla dies sine linea (Να μην περάσει μέρα χωρίς γραμμή) -κάλλιστα ωστόσο, εβδομάδες.
X. Μη θεωρήσεις ποτέ ένα έργο ολοκληρωμένο αν δεν έχεις ξενυχτήσει μία φορά επάνω του ώσπου να ξημερώσει.
ΧΙ. Μην αποπερατώνεις το έργο σου μέσα στον συνηθισμένο χώρο εργασίας. Μέσα εκεί δεν θα βρεις το κουράγιο.
XIΙ. Στάδια της συγγραφής: Ιδέα - ύφος - καταγραφή. Το νόημα του καθαρογραψίματος είναι, την ώρα της αποτύπωσης η προσοχή να στρέφεται πια μόνο στην καλλιγραφία. Η σκέψη σκοτώνει την έμπνευση, το ύφος δεσμεύει τη σκέψη, η γραφή αποδίδει το ύφος.
XIII. Το έργο είναι η νεκρική μάσκα της σύλληψης.

μετάφραση: Νέλλη Ανδρικοπούλου

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2018

Γιώργος Σκούρτης: Νταντάδες





Σταύρος Τσιώλης: Έρωτας στη Χουρμαδιά






Ιάσων Δεπούντης: Το ναυάγιο της ομίχλης (απόσπασμα)



Η Κέρκυρα πάλι ντύθηκε τη σιωπή της.
Κι η Σιωπή τον τελευταίο αντίλαλο του θρύλου.

Οι νεκροί μένουν στους τάφους. Κι ίσως, απόψε,
Π' αναζητούσε τα ίχνη τους η νύχτα, Ήρθαν-
Ήρθαν για 'μας!
Ήρθαν, για να μοιράσουν
Σ' εμάς τους μεθυσμένους, τους χιμαιρικούς,-

Σαν το ζεστό ψωμί στο πατρικό τραπέζι,
                                                                   Την Ιθάκη!
Σαν τον άρτο. Σαν το κρασί. Σαν το Σώμα.
Σαν το αίμα. Σαν τη θυσία τους!
Οι ναυαγοί της σιωπηλής ομίχλης. Του πολέμου!

Όταν ναυάγησε η "Ομίχλη"
Τα κύματα δεν είχαν χέρια να τη σώσουν.

Χέρια έχει το πάθος αυτής της άγριας νύχτας
Που κρατάει, ζηλότυπα, το μυστικό των ναυαγών της.

Μιχάλης Κατσαρός: Κορέκτ IV




Ποίος ήτο αυτός που εν τάξει έλεγε
για ό,τι θέλεις για μια νύχτα όχι
Ποίος
Νύχτα έλεγε κορέκτ στο Κέμπριτζ
Ποίος και ποίος είχε το πράμα κορέκτ
πράμα η Τσαγκ ποίος χαρτοσακούλες
το ποίος παπα-Πίος κορέκτ ευρώ
και ου Πυλώνες και βασιλικές.

Αυτός η νέα απατηθείσα κολόνα
και όχι μόνο αλλά κολλώ
κολλώ σε πάρτι και θεόλακκο δημώδη.
Αυτό όπου συμπλήρωσε τις δυο
του Ολυμπίου Διός μετέπειτα
Διαγόρας.
Είχε κορέκτ ωραίου σώματος
κι είχε ως και Χεώπων
και εσύ τόνε έκρυβες
για να μη λάβω
λαβ κορέκτ και κτήμα
υπερασπιζόμενος λαλαλώ την πατρίδα
"την οποίαν λέγομεν υπερηφάνως
είναι η πρώτη όλων κ.τ.λ."
εσύ που με κατέστησες παράνομο
στο χάδι το κρασί του έρωτά του.
Τώρα λαλώ εγώ λάλα του Σινόν
και δε μου φέρθηκες κορέκτ ποτέ σου.
Μα τώρα στα εφτάβουνα τον έχεις
και τον ένα περασμένο και τον άλλον.
Από τον Παρθενώνα του έμεινε μονάχα
Το Παρέ
το Αρέ
το Ρε
το Ε
και πρόσθεσες μια πτώση.


ΚΟΡΕΚΤ / ΦΟΒΟΣ ΠΟΙΗΤΗ (1996)

Μιχάλης Κατσαρός: Κορέκτ ΙΙΙ




Δεν έχω αντίρρηση. Θέλεις;
Να 'μαι εγώ γυμνός ολόγυμνος
σ' ερωτικό κρεβάτι.
Δεν είμαι όρθιος αλλά Κορέκτ -
Σύμφωνος. Να γίνω.
Όρθιος ορθίας Αρτέμιδος όρθρος
Να γίνω
παλμός Παλμύρας ποιητής ή Πάλλης
Να γίνω από σένα κορέκτ -
σύμφωνος -
το χρυσό σου το φλωράκι σου ό,τι θες
αρκεί να γίνω
ό,τι εγώ τις νύχτες σε κάνω.
Μα δεν έχω αντίρρηση
Γι' αυτό ζητώ τι θέλεις
έναν γυμνό Αδάμ
σ' έναν Παράδεισο
ή τον Μπουριντάν τον Μπόρις
τον Μπορ τον ορ του Μωρέως.


ΚΟΡΕΚΤ / ΦΟΒΟΣ ΠΟΙΗΤΗ (1996)

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018

Κώστας Βρεττάκος: Τα Παιδιά της Χελιδόνας






Τάσος Κόρφης: Για νέα λιμάνια


Τάσος Κόρφης, Δημήτρης Ι. Σουρβίνος, Έκτωρ Κακναβάτος
(φωτογραφία του Δημήτρη Κονιδάρη)

Έλεγα να ησυχάσω απ' τη ζωή, να βρω
μιαν άκρη ν' ακουμπήσω την καρένα μου,
να ξεκουράσω τους κουρασμένους μου νομείς,
να κλείσω τα φινιστρίνια μου να μη βλέπω,
να σκουριάσουν οι σειρήνες μου να μη φωνάζω,
τα φύκια να σκεπάσουν τις λαβωματιές μου, να μην αισθάνομαι.

Μα ο βυθός, ο τάφος μου, φουντώνει από χυμούς
με τα κοχύλια, τα λουλούδια, τις διαθλάσεις του φωτός
στα βάθη, τ' ασημένιο, έντρομο
λίκνισμα των ψαριών.

Φλέγομαι, πυρπολούμαι για νέα λιμάνια!

Διομήδης Βλάχος: Επιστροφή




Το χάραμα γυρίζουμε ξανά κοντά σου
ακολουθώντας πάντοτε την ίδια ρότα
το σιρόκο πού χρόνια ατέλειωτα καραδοκούσαμε.
Αστράφτει η μνήμη σου στους έλικες
χίλιες στροφές το δευτερόλεφτο.
Και ξάφνου είδα τούς γλάρους χαμηλά
κάτι σαν τούς προάγγελους της θύελλας,
από τη γέφυρα τα ξερονήσια
ένα κοπάδι πόρφυρες κατόπι μας,
την προκυμαία αδιάβατη
ζωσμένη σ’ ένα δάσος σιωπηλές περικοκλάδες
κι από τις γρίλιες να παραμονεύουμε τα δίκαννα.
Πώς να περάσω απέναντι χωρίς κουπιά;
Η θάλασσα που γνώριζα
είναι ένʼ αδιέξοδο στο στήθος σου.
Φυσά αγέρας παγωμένος, μεσοζωικός.

Ω πώς τόσον καιρό μετά την καταιγίδα
ανάμεσα σ’ αυτές τις πέτρες
που ριζώσαμε αγριάδα
ακόμα παίζουν πένθιμα
τα βιολοντσέλα σου Βιβάλντι;


ΣΧΙΣΤΟΛΙΘΟΙ, 1984

Διομήδης Βλάχος: Αναμονή




Με το μακρύ του ράμφος κατακόρυφο
και μένοντας ακίνητος δεν ξεχωρίζει
μιμείται τα ψηλά καλάμια ο βούταυρος
εισέρχεται βαθιά μες στο στρατόπεδο
βρίσκει τις τρομαγμένες μέλισσες των λέξεων
διαλύοντας τις φάλαγγες
που στο λιγνό τους φως θαλασσοπνίγηκαν.

Δικά μου τώρα μόνο τα μάτια σου
σε διάσταση πελώρια
κατάμαυρα σαν τα πουλιά της ερημιάς μου
όπου μπορώ να ψηλαφήσω πάλι
των ημερών την αναγέννηση
τόσο πολύ που κοπιάσαμε
στο εναγώνιο πλησίασμά της
κι ο έβενος των μαλλιών σου
ανατριχιάζοντας στην υπόσχεση
πως δεν μπορεί, ό,τι δεν ειπώθηκε ακόμη
είναι η εκτυφλωτική λάμψη
κρυμμένη στο υπόγειο
διαστέλλοντας επικίνδυνα το χώρο της.

Το αδικαίωτο όνειρο που περιμένει.


ΣΧΙΣΤΟΛΙΘΟΙ, 1984

Διομήδης Βλάχος: Πέτρα του ανθρακασβεστίου




Αναριγάς ματώνοντας
στην επαφή της στιβανόπροκας
πέτρα γυμνή στου Αύγουστου τον ήλιο
μυζώντας μέρα νύχτα αγριοκύδωνα
ακόμα δεν πλημμύρισε
η χαραμάδα της οδύνης σου
να ξεχυθεί Δούναβης τον κατήφορο
συμπαρασέρνοντας στο διάβα του
τους νεοσσούς του μελισσοδηγού
προτού σπαράξουν αύριο
τ' αμάλαγα πουλιά σου.


ΣΧΙΣΤΟΛΙΘΟΙ, 1984


Διομήδης Βλάχος: Αρχαιοπτέρυξ




Αγνάντευα ξανά τον τερατώδη σχηματισμό του
μισό ερπετό μισό πουλί
τον αρχαιοπτέρυγα να τραβάει κρώζοντας
κατά τη στεριά
θανατερή βουτιά πάνω στις στέγες
κι οπισθοφυλακή με μισοπαράλυτες φτερούγες
συρμένα στανικώς
ένα κοπάδι αγριόπαπιες τα γιούχα μας
βουβά, φυλάγοντας τα ουρλιαχτά τους
για την στιγμή που θα τα κυνηγάνε
οι νοσοκόμοι του με τους ναρκωτικούς μανδύες.


ΣΧΙΣΤΟΛΙΘΟΙ, 1984


Διομήδης Βλάχος: Στη μεσιανή θύρα




Ήτανε τάχα η θαλάσσια κορφή
που σε τραβούσε κατακόρυφα τα βράδια
έξαλλο μες στο θόλο του γαλάζιου
κ' είσαι στο λατομείο με τ' άγρια περιστέρια
που ήρθαν και τούτη τη χρονιά στη μπούκα
ήρθαν και χάθηκαν ξανά πετώντας κατά το νοτιά.
Ποιες νύμφες να σε πλύνουν τώρα
ποια Ναυσικά ν' αλείψει λάδι τις λαβωματιές
που με τον ίλιγγο μετάγγισες το αίμα σου
κι αγιάτρευτος όλο τραβάς βιτσίζοντας.
Στα πόδια σου συντρίμμια μένει
το πηδάλιο της προσγείωσης
κ' είσαι στητός στη μεσιανή τη θύρα
κραδαίνοντας τ' αγριεμένο σου ευαγγέλιο,

Δεξιά ζερβά πάνω και κάτω
είναι αδειανός ο άμβωνας και τα στασίδια
του δικού μας ουρανού
κ' έμεινα μόνος μες στον όρθρο
γαβγίζοντας τα σκότη της αβύσσου.


ΣΧΙΣΤΟΛΙΘΟΙ, 1984

Μιχάλης Κατσαρός: Αρετή




Έχω μια κόλλα ριγέ
και γράφω
ό,τι μου έρθει από βουνό
και μελίσσι.
Όχι δεν υπάρχει
η λύση,
είμαι κόλλα εξωτερική.

Γράφω το βράδυ τη νύκτα
που ακόμα δεν είναι νικημένη.
Η νύκτα καλό κάνει
ή σε κόπους βάνει;

Γράφω ακόμα ζωγράφο
χωρίς κανόνες στιχουργικής
είναι πνεύμα νέο
στη γραφή
αναγνώστη
γιαγιάς πικρής.

Ακόμα τη λέω γιαγιά τη σοφία.
Για ποιον τότε το γράφω
ο 3Μ και ο 3Μ είναι στο 6Μ
με κάνει ζωγράφο,

Έχω χαρ-
τι
έχω άρτι
      αρετή.


3Μ+3Μ=6Μ (1981)

Μιχάλης Κατσαρός: Τυφλή εποχή




Άγνωστη μέρα δείξε μας το πρόσωπό σου.

Κάτω
στο βάθος
τόσα πέλματα βαριά
τόση βουή με καταρράχτες
ακούγονται να σπάζουν επιφάνειες
κατρακυλάν στις φλέβες μας ποτάμια-
εγώ
με φωτεινό το μέτωπο να χάνομαι
να μην μπορώ να καταλάβω
πώς γίνηκε ν' αναζητάμε όραμα
τώρα που όλα στερεώθηκαν επίσημα
τώρα που ένας πρίγκηπας επέθανε
τώρα που οι δείχτες ύψωσαν τα φέρετρα
κει που βουλιάζουν οι αετοί τις ώρες.

Δείξε μας δείξε μας το μπόι σου
μέρα με τις πληγές ορθές στο βάδισμά σου
εγώ μαζί με το Βλαδίμηρο
θα σε στεγάσουμε
να μη φοβάσαι
οι άλλοι πέτρωσαν δίπλα στους χωροφύλακες
έντρομοι θα σαλπίσουν
θα κλείσουν οι πύλες
θα κλείσουν τα τείχη
θα παρατάξουν τα στρατεύματα
εσύ θα τους διαπερνάς αθόρυβα
θα προβαδίζεις
και πίσω θα σ' ακολουθάν
οι Ασσύριοι οι Βαβυλώνιοι οι Ιουδαίοι
οι Ισπανοί πριν προδοθούν τα όνειρα
οι Γάλλοι μεταλλωρύχοι
ο σύντροφός μου Γκαρώ πριν γίνει διευθυντήριο
οι πρόεδροι θ' αλλάξουν έντρομοι τα διατάγματα
οι άλλοι θα υποκρίνονται  τους έμπιστους
εγώ μαζί με την ακολουθία μου
     θ' ανακηρύσσομαι ήρωας
το αργυρό σπαθί των ιπποτών θα λάμπει
ο πρίγκηπας ένα χλωμό παιδί με πορφυρούν χιτώνα
πάλι θα στερεώνονται οι αυλοκόλακες
κ' εγώ θα φεύγω
θ' αναζητάω έντρομος την όψη σου.

Κάτω
στο βάθος
τόσα πέλματα βαριά.

Ακούω νάρχεται καινούργιο βήμα.


ΚΑΤΑ ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΩΝ (1953)

Μιχάλης Κατσαρός: 3 Ιουνίου 1951




Θα περιμένω το αποτέλεσμα.
Κάπου εδώ μπορεί να υπάρχω.
Η συντριβή, ο θάνατος, η απουσία
ή το φριχτό ξαναζωντάνεμα;

Ό,τι κι αν είναι,
γέφυρα, έπαλξη -
εγώ τώρα υπάρχω.
Αυτή τη στιγμή υπάρχω.
Υπάρχω παντού.
Η μορφή μου πάνω στο πρόσωπό σου.
Η μορφή μου ξανασυνθεμένη στο πρόσωπό σου.
Ο χρόνος μου,
οι μέρες μου,
ήσαν γυμναί και ενεδύθησαν,
τυφλαί και ανέβλεψαν.
Απουσιάζουν τώρα τα σκοτεινά ποτάμια του στήθους μου.
Αυτές οι επιστροφές της φωνής μου χάθηκαν.
Εγώ, χωρίς το αδιαπέραστο τείχος μου,
χωρίς το παγωμένο μου γέλιο.

Η κίνηση κυρίαρχη.
Τα δεσμά μου,
εγώ,
εσύ,
η γέφυρα,
κάποτε θα μιλήσουν για μας.
Σε ονομάζω Παντοκράτορα.
Σε ονομάζω Διοικητή επαρχιακής πόλεως.
Αγάπη. Τίποτ' άλλο.

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2018

Κατίνα Βλάχου: Έναν καφέ μαζί




Έναν καφέ μαζί
πεθύμησα να πιούμε
ακόμα έναν
για να σου πω τα όσα
δεν πρόλαβα όταν ήσουν

Απαγγέλλει ο Δημήτρης Ι. Σουρβίνος





Διομήδης Βλάχος: Τότε μόνο




Μάταιος κόπος ανέλπιδος
οι σαράντα αξίνες που αστράφτουν ατσάλι
η ρίζα του τετράνευρου και της αγριορίγανης
τραβάει τρεις οργιές του βάθους.
Θα μείνουμε αδελφοί του χαλαζία
κι άγρυπνες πεταλίδες των βράχων
ίσαμε ν' αγναντέψουμε τις ανθισμένες κοκοκιές
να πλένε στο μαβί τους
που σημαίνει πως πάει πια
στρατίζει η νέα γενιά.

Τότες μπορούμε να της παραδώσουμε
τ' όσιο πείσμα μας
ντυμένο στ' άμφια και στα χρυσά
ας ακουστεί τότες ύστατο χαίρε
στο κρύο μάγουλο, ο τελευταίος ασπασμός.


ΣΧΙΣΤΟΛΙΘΟΙ, 1984

Διομήδης Βλάχος: Την ώρα αυτή




Την ώρα που η νύχτα
τροχίζει, τα μαχαίρια της
την ώρα που ανύποπτοι μες στο γαλάζιο
οι ελαιώνες αρμενίζουν

την ώρα αυτή
πέρα στο διάζωμα της θάλασσας
φυσάει άνεμος δυτικός
κι αθόρυβα τα οχηματαγωγά
αδειάζουνε τους φοβερούς μισθοφόρους τους.


ΣΧΙΣΤΟΛΙΘΟΙ, 1984

Διομήδης Βλάχος: Ακατέργαστος βωξίτης




Μας είναι γνώριμες από καιρό
αυτές οι θεατρινίστικες χειρονομίες
το σκηνικό σου της απελπισίας
τάχα για να μας πείσουν πως δεν είσαι κ' εσύ
ένα κομμάτι ακατέργαστος βωξίτης
ή ότι πέρασες από την υψικάμινο
να λάμπεις αθώος πεντακάθαρος
αλουμίνιο πια.
Ποιος τα πιστεύει πια τα σάλτα σου
τις μάσκες σου το πιθηκίσιο σου τομάρι
που σ' είδανε τα χαμίνια
να ρίχνεις το πρώτο ζήτω του νέου αρμοστή
κι όμως ακόμα να επιμένεις
να λες ότι σε περιμένουν
τώρα που οι καρέκλες των ελλανοδικών
είναι άδειες στο τέρμα του δρόμου.

Μου ζήταγες τη δική μου θέση
για τη στειρότητα των ελαιοδέντρων
ή ακόμα πως καταστρέφω τη ζωή
και δεν το 'θελες το κλεφτοφάναρό μου
γιατί το φως τα στράβωνε τα νυχτοπούλια σου
και δεν το βλέπεις ότι δεν μπορείς να μείνεις πια
σταματημένο φορτηγό καταμεσίς του δρόμου
γιατί απ' τ' άλλο μέρος το λεπίδι
γυρεύει τη στεφανιαία να χτυπήσει.

Γύριζε λοιπόν τον αργάτη
το αίμα μας ποτάμι απ' τις ρωγμές
αφού ξόφλησες πια με τα έργα μας
και τραβάς του χαμού.
Μα το φινάλε της σκιαγμένης οπερέτας σου
θα γράψουνε με το δικό μου αλφαβητάρι.


ΣΧΙΣΤΟΛΙΘΟΙ, 1984

Διομήδης Βλάχος: Οι δυο μας




Εσύ λοιπόν τραβάς τη στράτα σου.
Οι γάντζοι του ρεσάλτου σαπισμένοι χρόνια
και σκόρπισαν στο πρώτο τράνταγμα.
Φεύγεις με το νου σου τυλιγμένο στις αιθάλες
κ’ είσαι πια στην αυλή του αυτοκράτορα
αντάμα με τους αυλοκόλακες
κ’ εγώ ξανά με γρανιτένια σάνταλα
σα χέλι φωσφορίζον στο βυθό
τεντώνω το κεφάλι περισκόπιο
για ν’ αγναντέψω μιαν ιδέα θάλασσα.
Εσύ, ένας γυρολόγος ένας πραματευτής
πού άνοιξες την κασέλα της μάνας
και ξεπουλάς τα μεσοφόρια της
όπως τότε χαράματα στο Λαζαρέτο
τραβώντας το μοχλό της γκιλοτίνας
τώρα σεγγούνια χρυσοκέντητα, υποκλίσεις
κι άλλα τέτοια της παρακμής
κ’ εγώ γυμνός στο πόστο μου
να κράζω τις Ερινύες χρόνια
και να τους δείχνω το μητροφόνο στιλέτο του Ορέστη

το σώμα του εγκλήματος.


ΣΧΙΣΤΟΛΙΘΟΙ, 1984

Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

Δημήτρης Ι. Σουρβίνος: Μονογενής




Ολομόναχος
ολονύχτιος
στο επάνω
χαλασμένο δωμάτιο
με τα φιλέρημα
πολυκάνδηλα των άστρων
εγώ
ο του Φόβου
και του Ύπνου ανώτερος
ασκεπής και αστέγαστος
αχτένιστος
νηστευτής
στο κίτρινο σανίδι
σκυφτός
στα χαρτιά μου βυθίζομαι
ωσάν στρατιώτης
χτυπημένος στο στήθος
- άλλοτες γόης
παρηγορητής
εξηγητής
των ονείρων αρμόδιος -
τώρα πλέον
απλώς
των νεκρών το παράπονο
ακούω
και τα γυμνά των πέλματα
στης Νυχτός
τον ωχρότατο αυλόγυρο
εγώ
ο ανυπεράσπιστος των πουλιών
ο πρόθυμος
και ο έτοιμος της Έγνοιας
ο Μονογενής της Σελήνης
της Αγάπης ο έρμαιος

ολομόναχος

ιδού ακούω
γράφω και κλαίω



Δημήτρης Σ. Καρύδης: Ατίθασο πρωί Τετάρτης 2013




Τα υελώδη χέρια μου ο πυρετός τα παίρνει.
(Ν’ απαλλαγώ απ’ τα τρισύλλαβα δεσμά της τονικότητας
με τετρασύλλαβα της αποξένωσης).
Ο έρωτας ήταν ανέκαθεν μία μορφή γλωσσικής ασυδοσίας
κι εγώ δεν τόχω σε τίποτα να τραγουδήσω:
Βλέπω να χάνονται οι σκιές που ζήσαν στο ημίφως
βλέπω να σβήνονται οι φωνές που δάγκωναν το στήθος
χαίρετε ουρανοί και χαίρετε σταγόνες
χαίρετε μέρες του καϋμού και του δρυμού ελάφια
χαίρετε άνθη του κρημνού και χαίρετε γαλάζια
χαίρετε λίμνες, χαίρετε ποτάμια.

Ευριπίδης Κλεόπας: [Δάνειο θανάτου]




Δάνειο θανάτου
η ζωή
και τόκοι του
ο ύπνος.


ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΕΙΝΑΙ ΣΙΩΠΗ (2016)

Ευριπίδης Κλεόπας: [Εδώ είσαι στη σχολική φωτογραφία]




Εδώ είσαι στη σχολική φωτογραφία.
Και γελάς.
Μετά, έγινες κι εσύ κάτι συνηθισμένο,
μηχανικός, γιατρός, εκδότης, μουσικός.
Μα εδώ είσαι ακόμα
στη σχολική φωτογραφία.
Και είσαι τα πάντα


ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΕΙΝΑΙ ΣΙΩΠΗ (2016)

Ευριπίδης Κλεόπας: [Οι σκιές των κλαδιών]




Οι σκιές των κλαδιών
έξω απ' το τζάμι της εξώπορτας
δίνουν μιαν αίσθηση κίνησης.

Το ζεστό νερό
δεν μου υπενθυμίζει
τίποτα.


ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΕΙΝΑΙ ΣΙΩΠΗ (2016)



Ευριπίδης Κλεόπας: Ομίχλη




Η ομίχλη
ω, η ομίχλη
προέκταση της πόλης στο αχανές.
Βλέπω τον Μάκη Λαχανά
μοναχικό περιπατητή
απάνω στα Μουράγια
εξώστη του παλιού σου λιμανιού
και τη Ρόζα Πουλημένου
να διασχίζει αέρινα το χρόνο
του Σολωμού και του Μαντζάρου
στο άλλο άκρο σου
στον όρμο της Γαρίτσας.
Πόλη, μου λείπεις
άχραντη κι ηδονική
τα χρόνια της ζωής μου
εκεί
ο έρωτας
εκεί
κι ο θάνατος.


ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΕΙΝΑΙ ΣΙΩΠΗ (2016)

Μάκης Λαχανάς: [Το νοιώθεις όταν ζεις στο νησί των Φαιάκων]




Το νοιώθεις όταν ζεις στο νησί των Φαιάκων. Υπόγεια, βαθιά, δυο πλάκες σεισμικές στην Αδριατική, σε αιώνια προστριβή.
Άλλοτε μεγαλειώδεις άλλοτε ηπιώτερες αναδύονται ποιητικές φωνές από τον αναστεναγμό της γης και το ρόχθο της θάλασσας, κατακλύζοντας την χερσόνησο της Ιταλίας και το νησί της Σχερίας.
Ντάντε, Φώσκολο, Σολωμός, Κάλβος, μια ποιητική αντίστιξη που διαρκεί ως τις μέρες μας.


(Από το σημείωμα του Μάκη Λαχανά στο 50ο τεύχος του περιοδικού Σπαρμός, Αύγουστος - Νοέμβριος 1993)

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2018

Μάνος Ελευθερίου: Χρόνια σαν τριαντάφυλλα



Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης
Πρώτη εκτέλεση: Σταμάτης Κραουνάκης
Δίσκος: Πόσο σ’ αγαπώ (2007)
Άλλες εκτελέσεις: Δημήτρης Μητροπάνος (2011)




Χρόνια σαν τριαντάφυλλα ξερά μες στα βιβλία.
Τα δέντρα που ήταν άνθρωποι έχουν μαρμαρωθεί.
Χιόνι παλιό και μάλαμα, σαν ακριβή φιλία,
κορίτσια που γεννήθηκαν κρατώντας το σπαθί.

Άρχισες πάλι ανέκδοτα, τα επαρχιακά σου.
Φόρεσες όλα τα βουνά και τα μεταξωτά.
Τη νύχτα που ’χεις μέσα σου τη λες με τ’ όνομά σου.
Πίνεις το τσάι σου καυτό με δυο ζαχαρωτά.

Χρόνια πολλά, απ’ το ’20 είν’ η λιθογραφία
σερβίρονται τα παγωτά, καφέδες αχνιστοί.
Παραθαλάσσιος καφενές σε κάποια επαρχία,
εκεί που ζουν οι άνθρωποι μόνο γονατιστοί.

Άρχισες πάλι ανέκδοτα, τα επαρχιακά σου.
Φόρεσες όλα τα βουνά και τα μεταξωτά.
Τη νύχτα που ’χεις μέσα σου, τη λες με τ’ όνομά σου.
Πίνεις το τσάι σου καυτό με δυο ζαχαρωτά.