Ι
Έλα και σήκωσε τον εσφραγισμένο λίθο
της ανοίξεώς μου
ανάσυρε απ' το βάραθρό μου
όλα τα στοιβαγμένα τριαντάφυλλα των αιώνων
τις φύτρες των πιο φωτεινών χρωμάτων
παραμέρισε τα εφτά πέπλα της λύπης μου
τα μαστίγια της ενετοκρατίας
στα σύνορα της νύχτας βγες και πότισε
το δέντρο της καρδιάς μου
και θα δεις στο ξάστερο νερό
που κυλάει στα βάθη μου
να καθρεφτίζεται ξανά το πρόσωπό σου.
Το τρυφερό σου χέρι θα δεις
ν' αγγίζει τα όνειρά μου και να εγείρονται
θα δεις του πάθους μου το αγέρωχο μαχαίρι
να ταξιδεύει με τον ήχο της καμπάνας κατ' εσένα.
Θα καταλάβεις πόσες αιφνίδιες επελάσεις άστρων
χρειάστηκαν για να 'ρθεις και να ριζώσεις
στην καθημερινή μου δίψα
πόσες ανηφοριές για να σκύψουμε μαζί
σ' ενός άνθους τον κάλυκα
γεμάτου με το ύδωρ της πικρίας μου.
Αφού είσαι ένα κατακόκκινο σπλάχνο
ανέμου μέσα μου
που πέρασε δεητικός από πεδία μαχών
κι από κρεββάτια νυφικά
αφού είσαι ένας λυγμός
πάντοτε όρθιος κι αλύγιστος
μες στη σιωπή σου
πώς μπορώ χωρίς εσένα
να ξανασκύψω στο βυθό μου;
ΕΝΝΕΑ ΧΟΡΟΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ (1995)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου