Ήτανε τάχα η θαλάσσια κορφή
που σε τραβούσε κατακόρυφα τα βράδια
έξαλλο μες στο θόλο του γαλάζιου
κ' είσαι στο λατομείο με τ' άγρια περιστέρια
που ήρθαν και τούτη τη χρονιά στη μπούκα
ήρθαν και χάθηκαν ξανά πετώντας κατά το νοτιά.
Ποιες νύμφες να σε πλύνουν τώρα
ποια Ναυσικά ν' αλείψει λάδι τις λαβωματιές
που με τον ίλιγγο μετάγγισες το αίμα σου
κι αγιάτρευτος όλο τραβάς βιτσίζοντας.
Στα πόδια σου συντρίμμια μένει
το πηδάλιο της προσγείωσης
κ' είσαι στητός στη μεσιανή τη θύρα
κραδαίνοντας τ' αγριεμένο σου ευαγγέλιο,
Δεξιά ζερβά πάνω και κάτω
είναι αδειανός ο άμβωνας και τα στασίδια
του δικού μας ουρανού
κ' έμεινα μόνος μες στον όρθρο
γαβγίζοντας τα σκότη της αβύσσου.
ΣΧΙΣΤΟΛΙΘΟΙ, 1984
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου