Μας είναι γνώριμες από καιρό
αυτές οι θεατρινίστικες χειρονομίες
το σκηνικό σου της απελπισίας
τάχα για να μας πείσουν πως δεν είσαι κ' εσύ
ένα κομμάτι ακατέργαστος βωξίτης
ή ότι πέρασες από την υψικάμινο
να λάμπεις αθώος πεντακάθαρος
αλουμίνιο πια.
Ποιος τα πιστεύει πια τα σάλτα σου
τις μάσκες σου το πιθηκίσιο σου τομάρι
που σ' είδανε τα χαμίνια
να ρίχνεις το πρώτο ζήτω του νέου αρμοστή
κι όμως ακόμα να επιμένεις
να λες ότι σε περιμένουν
τώρα που οι καρέκλες των ελλανοδικών
είναι άδειες στο τέρμα του δρόμου.
Μου ζήταγες τη δική μου θέση
για τη στειρότητα των ελαιοδέντρων
ή ακόμα πως καταστρέφω τη ζωή
και δεν το 'θελες το κλεφτοφάναρό μου
γιατί το φως τα στράβωνε τα νυχτοπούλια σου
και δεν το βλέπεις ότι δεν μπορείς να μείνεις πια
σταματημένο φορτηγό καταμεσίς του δρόμου
γιατί απ' τ' άλλο μέρος το λεπίδι
γυρεύει τη στεφανιαία να χτυπήσει.
Γύριζε λοιπόν τον αργάτη
το αίμα μας ποτάμι απ' τις ρωγμές
αφού ξόφλησες πια με τα έργα μας
και τραβάς του χαμού.
Μα το φινάλε της σκιαγμένης οπερέτας σου
θα γράψουνε με το δικό μου αλφαβητάρι.
ΣΧΙΣΤΟΛΙΘΟΙ, 1984
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου