ΙΙ
Αν απ' το στήθος μου πετάξεις μακριά
απ' το στήθος μου το φλεγόμενο
που ξέρει να κρύβει το βαθύτερο μυστικό σου
αυτό που βρήκα καρφωμένο
στο μεσόκαρδο της μνήμης
και με γυρίζει ξάφνου σε μικρό παιδί
στην αγκαλιά της μάνας του
που έλουσε μόλις τα μαλλιά της με φύλλα καρυδιάς
ή σ' έφηβο που ανακάλυψε μέσα του
έναν άσβηστο πυρσό.
Αν μ' εγκαταλείψεις κυπαρίσσι σε ρεματιά
να δίνει ολοένα απάνω γυρεύοντας τον ήλιο
και χάσω τη ρότα μου σε δάση οδύνης
αν αφήσεις τα βλαστάρια των χεριών σου
να τα πάρει από πάνω μου
το πρώτο φύσημα του ανέμου
και γίνουνε φτερά των κύκνων
που κολυμπούν στην λίμνη όλων των λυπημένων,
τότε είναι που δεν χωράω πια στη νύχτα
που φουσκώνει στη θέση όπου βρισκόσουν ριζωμένη
ένας ποταμός
θολός ως εκ των αιμάτων
γιατί ήρθαν κι έπλυναν τα ρούχα των μαχαιρωμένων
γιατί έβρεξε κάποιος το μαντήλι του
που το 'συρε σε χείλι πορφυρό
και γιατί σε κάθε ίσκιο του
κάθεται μια μάνα και τον πετροβολάει
και βαθιά βαθιά του κυλάει ένα νερό αλειτούργητο
βρύση της λησμονιάς
της μοναξιάς πικρό νερό
που μαραγγιάζει τ' άνθη.
ΕΝΝΕΑ ΧΟΡΟΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ (1995)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου