Εἶπε, τὲς Πύλες ἄφησε κι ἐβγῆκε ὁ μέγας Ἕκτωρ·
καὶ ὁ ἀδελφός του ᾽Αλέξανδρος ἐβάδιζε σιμά του
καὶ ὁλόγυρα τὸν πόλεμον, τὴν μάχην ἐδιψοῦσαν.
Καὶ ὡς ὅταν πρίμος ἄνεμος ἀπὸ θεὸν ἐστάλη,
στοὺς ναῦτες πολυπόθητος, ποὺ κατακουρασμένοι
μὲ τὰ καλόξυστα κουπιὰ τὸ πέλαγος ὀργώνουν,
τόσο κι ἐκεῖνοι ποθητοὶ φανῆκαν εἰς τοὺς Τρῶας.
Ἀμέσως τὸν Μενέσθιον ἐγκάτοικον τῆς ῎Αρνης,
ποὺ γέννησ’ ὁ Ἀρηίθοος, ροπαλοφόρος ἄνδρας,
κι ἡ ὡραία Φυλομέδουσα, νεκρὸν τὸν ρίχνει ὁ Πάρις 10
Ὁ ῞Εκτωρ εἰς τὸν τράχηλον λογχίζει τὸν ᾽Ηονέα
κάτω ἀπὸ τὸ καλόχαλκο στεφάνι, ὥστ’ ἐνεκρώθη.
Καὶ τῶν Λυκίων ὁ ἀρχηγός, ὁ ῾Ιππολοχίδης Γλαῦκος,
τὸν Δεξιάδην κτύπησεν ᾽Ιφίνοον στὴν πλάτην,
ὡς εἰς τ’ ἁμάξι ἀνέβαινε στὴν ταραχὴν τῆς μάχης,
κι ἔπεσεν ἀπ’ τὴν ἅμαξαν κι ἐβγῆκεν ἡ ψυχή του.
Καὶ ὡς τοὺς ἐνόησ’ ἡ Ἀθηνᾶ, ποὺ στὸν δεινὸν ἀγώνα
τοὺς Ἀχαιοὺς ἐσύντρῑβαν, ἐχύθη ἀπὸ τοῦ ᾽Ολύμπου
τὲς κορυφὲς κι ἐστάθηκε στὴν ἱερὴν Τρωάδα.
Τὴν ξάνοιξε ἀπ’ τὴν Πέργαμον ὁ ᾽Απόλλων κι ἦλθ’ ἐμπρός της· 20
τῶν Τρώων ἤθελεν αὐτὸς τὴν νίκην· τότε οἱ δύο
ἀθάνατοι ἀπαντήθηκαν κεῖ πού ᾽ναι ρίζα φράξου.
Πρῶτος ὁ γόνος τοῦ Διὸς ὁ Ἀπόλλων σ’ αὐτὴν εἶπε:
«Τί πάλιν ἀπ’ τὸν ῎Ολυμπον, ὦ κόρη τοῦ Κρονίδη,
ὅρμησες, καθὼς σ’ ἔσπρωξεν ἡ μεγαλοψυχία;
Στοὺς Δαναοὺς σὺ βούλεσαι τὴν νίκην νὰ γυρίσης,
ὅτι ποσῶς τὸν ὄλεθρον δὲν συμπονεῖς τῶν Τρώων.
ἀλλ’ ἂν δεχθῆς ὅ,τι θὰ εἰπῶ, θαρρῶ ποὺ θὰ ὠφελήσης.
Διὰ σήμερον ἂς παύσωμεν τὸν φονικὸν ἀγώνα·
θὰ πολεμήσουν ὕστερον, ἕως ὅτου τῆς ᾽Ιλίου 30
τὸ τέλος νά ᾽βρουν, ἐπειδὴ σᾶς τῶν θεῶν τῶν δύο
τούτην νὰ ἐξολοθρεύσετε τὴν πόλιν τόσο ἀρέσει».
Τότε ἡ γλαυκόματη ᾽Αθηνᾶ τοῦ εἶπε: «Μακροβόλε,
ἂς γίνη αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμεῖς· μ’ αὐτὴν κι ἐγὼ τὴν γνώμην
κατέβηκ’ ἀπ’ τὸν ῎0λυμπον στοὺς Ἀχαιοὺς καὶ Τρῶας.
Ἀλλὰ εἰπέ, πῶς τῶν ἀνδρῶν τὴν μάχην θενὰ παύσης; »
Καὶ ὁ Φοῖβος τοῦ Διὸς υἱὸς σ’ ἐκείνην ἀπαντοῦσε:
«Τοῦ ῞Εκτορος ἂς σπρώξωμε τὴν φλογερὴν καρδίαν,
ἕναν ἀπὸ τοὺς Δαναοὺς νὰ προκαλέση μόνος,
ἀντίπαλοι νὰ κτυπηθοῦν εἰς φονικὸν ἀγώνα, 40
καὶ αὐτοὶ θὰ φιλοτιμηθοῦν ἕναν νὰ σπρώξουν ἄνδρα
ποὺ μὲ τὸν θεῖον ῞Εκτορα νὰ πολεμήση μόνος».
Αὐτά ᾽πε καὶ ἡ γλαυκόματη θεὰ τὸν λόγον στέργει.
Καὶ ὁ Πριαμίδης ῞Ελενος ἐνόησε τὴν γνώμην,
ποὺ ἄρεσε τῶν δύο θεῶν αὐτοῦ ποὺ ἐβουλευόνταν˙
τὸν ῞Εκτορα ἐπλησίασε καὶ τοῦ ᾽πε: «῏Ω Πριαμίδη
῞Εκτορ᾽, ὁποὺ στὴν φρόνησιν ὁμοιάζεις μὲ τὸν Δία,
θὰ ἐδέχοσουν ὅ,τι θὰ εἰπῶ; Εἶμαι ἀδελφός σου· κάμε
οἱ Τρῶες ὅλοι κ’ οἱ ἀχαιοὶ νὰ παύσουν, νὰ καθίσουν,
καὶ σὺ τὸν ἀνδρειότερον τῶν ἀχαιῶν εἰς μάχην 50
προκάλεσε ν’ ἀγωνισθῆ μόνος μὲ σένα μόνον·
ὅτι δὲν ἦλθ’ ἡ ὥρα σου στὸν πόλεμον νὰ πέσης·
στὸν νοῦν μου τὸ ἐφανέρωσε φωνὴ τῶν ἀθανάτων».
Αὐτά ᾽πε καὶ ἀναγάλλιασεν ὁ ῞Εκτωρ εἰς τὸν λόγον·
στὴν μέσην βγῆκε, ἐχώρισε τὲς φάλαγγες τῶν Τρώων
κι ἔσφιγγε λόγχην· καὶ ὅλα εὐθὺς ἐκάθισαν τὰ πλήθη,
ἐκάθισαν κι οἱ Ἀχαιοί, ὡς πρόσταξ’ ὁ Ἀτρείδης·
καὶ ὁ Φοῖβος μὲ τὴν ᾽Αθηνᾶ στοὺς κλάδους ἡσυχάζαν
τοῦ ὑψηλοῦ φράξου τοῦ πατρὸς Διὸς αἰγιδοφόρου,
εἰς τὴν μορφὴν γυπαετοὶ κι ἐχαίροντο τοὺς ἄνδρες· 60
κι ἦσαν οἱ ἀράδες στριμωκτὲς καὶ ὡς λόγγος ἐφαντάζαν
ἀσπίδες καὶ κοντάρϊα καὶ περικεφαλαῖες·
καὶ ὡς τοῦ Ζεφύρου ἡ πρώτη ὁρμὴ τὴν θάλασσαν σουφρώνει
κι ἐκεῖνο τ’ ἀνατρίχιασμα τὴ θάλασσαν μαυρίζει,
ὁμοίως καὶ τῶν Ἀχαιῶν οἱ ἀράδες καὶ τῶν Τρώων
εἰς τὸ πεδίον· κι ἔλεγεν ὁ ῞Εκτωρ εἰς τὴν μέσην:
«ἀκοῦτε, Τρῶες καὶ ᾽Αχαιοὶ λαμπροκνημιδοφόροι,
ὅ,τι στὰ στήθη μου ἡ ψυχὴ νὰ εἰπῶ παρακινεῖ με·
τοὺς ὅρκους δὲν στερέωσεν ὁ ὑψίθρονος Κρονίδης,
ἀλλ᾽ ἑτοιμάζει συμφορὲς καὶ στὰ δυὸ μέρη ὡσότου 70
ἢ σεῖς τὴν Τροίαν πάρετε τὴν καλοτειχισμένην,
ἤ σᾶς συντρίψωμεν ἐμεῖς σιμὰ στὰ κοῖλα πλοῖα·
ἔχετε τῶν Παναχαιῶν ἄνδρες στὴν μάχην πρώτους·
καὶ ὅποιός αὐτῶν ἐπιθυμεῖ μ’ ἐμὲ νὰ πολεμήση,
ἂς ἔλθη ἐδῶ ν’ ἀντιταχθῆ στὸν ῞Εκτορα τὸν θεῖον·
καὶ ἰδοὺ τί λέγω· μάρτυρα σ’ ἐμᾶς καλῶ τὸν Δία·
καὶ ἂν μὲ φονεύσ’ ἡ λόγχη του, ἂς πάρη τ’ ἄρματά μου
εἰς τὰ γοργὰ καράβια σας, ἀλλὰ στὰ γονικά μου
τὸ σῶμα θ’ ἀποδώση αὐτὸς ὅπως εἰς τὸν νεκρόν μου
τὴν τιμὴν δώσουν τοῦ πυρὸς καὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες· 80
καὶ ἂν νὰ τὸν ρίξ’ ἡ λόγχη μου τὴν δόξαν δώση ὁ Φοῖβος,
ἐγὼ θὰ πάρω τ’ ἄρματα στὴν ῎Ιλιον τὴν ἁγίαν
νὰ τὰ κρεμάσω στὸν ναὸν τοῦ τοξοφόρου Φοίβου,
καὶ θ’ ἀποδώσω τὸν νεκρὸν στὰ γρήγορα καράβια,
οἱ κομοτρόφοι Ἀχαιοὶ νὰ τὸν ἐνταφιάσουν
καὶ στὸν πλατὺν ῾Ελλήσποντον νὰ τοῦ σηκώσουν μνῆμα.
Καὶ τῶν κατόπιν γενεῶν κάποιος θὰ εἰπῆ περνώντας
μὲ καράβι πολύσκαρμο στὰ μελαψὰ πελάγη:
«Ἀνδρὸς ὁποὺ ἀπέθανε τὸ πάλαι ἰδοὺ τὸ μνῆμα.
καὶ ὁ μέγας ῞Εκτωρ φόνευσεν αὐτὸν τὸν ἀνδρειωμένον. 90
Αὐτὸ θὰ εἰποῦν καὶ ἡ δόξα μου ποτὲ δὲν θά ᾽χη τέλος».
Αὐτά ᾽πε καὶ ὡς τὸν ἄκουσαν ἄφωνοι ἐμεῖναν ὅλοι·
νὰ τ’ ἀρνηθοῦν ἐντρέποντο, νὰ τὸ δεχθοῦν ἐτρέμαν˙
καὶ τέλος ὁ Μενέλαος σηκώθη πονεμένος
ἐγκάρδια καὶ τοὺς ὕβριζεν: «Ὀιμὲ φοβερολόγοι »,
τοὺς εἶπεν, «ὄχι Ἀχαιοί, ἀλλ’ Ἀχαιίδες πλέον,
αἰσχύνη θά ᾽ναι τρομερὴ τῶν Δαναῶν, ἀνίσως
ἀντίπαλος τοῦ ῞Εκτορος δὲν ἔβγη ἐδῶ κανένας·
ἀλλὰ σεῖς αἷμα καὶ νερὸ γενῆτε, ὅπως σᾶς βλέπω
αὐτοῦ νὰ κάθεσθ’ ἄδοξοι μὲ τὴν ψυχὴν χαμένην· 100
κι ἐγὼ θὰ ζώσω τ’ ἄρματα ν’ ἀντιταχθῶ σ’ ἐκεῖνον·
κι εἶναι στὰ χέρια τῶν θεῶν οἱ κορυφὲς τῆς νίκης».
Αὐτά ᾽πε καὶ ἀρματώθηκε· τότε, Μενέλαε, πλέον
θά ᾽βρες ἀπὸ τὸν Ἑκτορα τὸ τέλος τῆς ζωῆς σου,
ποὺ ἦτο ἐκεῖνος στ’ ἄρματα. πολὺ καλύτερός σου,
ἐὰν δὲν ἐσηκώνοντο καὶ δὲν σ’ ἐπιάναν ὅλοι
οἱ βασιλεῖς τῶν Ἀχαιῶν· καὶ ὁ μέγας Ἀγαμέμνων
σ’ ἔπιασε ἀπὸ τὴν δεξιὰν καὶ σοῦ ᾽λεγε: «Τὸν νοῦν σου
ἔχασες, ὦ Μενέλαε, καὶ αὐτὸ δὲν σοῦ συμφέρει·
ὑπόμεινε, διογέννητε, τὸν πόνον τῆς καρδιᾶς σου· 110
μ’ ἄνδρ’ ἀπὸ σὲ καλύτερον ν’ ἀγωνισθῆς μὴ θέλης,
μὲ τὸν Πριαμίδην ῞Εκτορα ποὺ τὸν τρομάζουν ὅλοι·
καὶ ὁ ᾽Αχιλλεὺς ὁποὺ πολὺ στὴν ρώμην σὲ ὑπερβαίνει
αὐτὸν τρέμει στὸν πόλεμο ὅπου δοξάζοντ’ ἄνδρες.
Ἀλλ’ ἄμε σὺ καὶ ἡσύχαζε μαζὶ μὲ τοὺς συντρόφους,
καὶ ἄλλον σ’ αὐτὸν ἀντίπαλον οἱ Ἀχαιοὶ θὰ βγάλουν·
ὅσον καὶ ἂν εἶναι ἀτρόμητος καὶ ἀχόρταγος πολέμου,
θαρρῶ ποὺ μ’ εὐχαρίστησιν τὸ γόνα θὰ λυγίση,
ἂν ἀπ’ τὸν πόλεμο σωθῆ καὶ ἀπ’ τὸν δεινὸν ἀγώνα».
Εἶπε καὶ αὐτὸς ὑπάκουσε στὸν λόγον τοῦ ἀδελφοῦ του 120
τὸν γνωστικὸν κι ἐπείσθηκε· καὶ ἀμέσως ἀπ’ τοὺς ὤμους
χαρούμεν’ οἱ θεράποντες τὰ ὅπλα τοῦ σηκῶσαν·
καὶ ὁ Νέστωρ τότε ὁμίλησε στὴν μέσην τῶν Ἀργείων:
«Ὀιμέ, στὴν γῆν τῶν Ἀχαιῶν μεγάλο πένθος ἦλθε·
πόσον ὁ ἱππόμαχος Πηλεὺς θὰ ἐγόγγυζεν ὁ γέρος
τῶν Μυρμιδόνων ρήτορας καλὸς καὶ βουληφόρος,
ποὺ ἕναν καιρὸ στὸ σπίτι του χαρούμενος μ’ ἐρώτα
διὰ τοὺς προγόνους καὶ παιδιὰ τοῦ γένους τῶν Ἀργείων.
Καὶ ἂν ἄκουε τώρα ποὺ ὅλοι αὐτὸν τὸν ῞Εκτορα φοβοῦνται,
θ’ ἅπλωνε τὲς ἀγκάλες του πρὸς τοὺς θεοὺς νὰ κάμουν 130
ἀπὸ τὰ χείλη του ἡ ψυχὴ νὰ κατεβῆ στὸν Ἅδην.
Καί, ὦ Ζεῦ καὶ ᾽Απόλλων καὶ ᾽Αθηνᾶ, νὰ ἤμουν πάλι νέος,
ὡς ὅταν στὸν γοργὸν κοντὰ Κελάδοντα ἐμαχόνταν
Πύλιοι καὶ Ἄρκαδες ὁμοῦ καλοὶ κονταροφόροι
σιμὰ στὰ τείχη τῆς Φειᾶς, στὰ ρεῖθρα τοῦ ᾽Ιαρδάνου.
Κι ἐκείνων ἦταν πρόμαχος ὁ ᾽Ερευθαλίων, ἄνδρας
ἰσόθεος καὶ τ’ ἄρματα φοροῦσε τοῦ ᾽Αρηθόου,
τοῦ Ἀρηθόου τοῦ λαμπροῦ ποὺ ἄνδρες καὶ γυναῖκες
ροπαλοφόρον ἔλεγαν, ἐξ ἀφορμῆς ποὺ λόγχην
ἤ τόξον εἰς τὸν πόλεμον δὲν εἶχεν, ἀλλὰ μόνον 140
μὲ σιδερένιο ρόπαλο τὲς φάλαγγες ἐσποῦσε.
Μὲ δόλον, ὄχι ἀντίμαχα, τὸν φόνευσε ὁ Λυκοῦργος
εἰς μονοπάτι ποὺ ποσῶς σ’ αὐτὸν δὲν ὠφελοῦσε
τὸ ρόπαλον· κι ἐπρόφθασε μὲ λόγχην ὁ Λυκοῦργος
νὰ τὸν τρυπήση κι ἔπεσε τ’ ἀνάσκελα στὸ χῶμα.
Καὶ ἀπ’ τ’ ἄρματα πού ᾽χε σ’ αὐτὸν δωρήσει ὁ χάλκεος Ἄρης
ἐγύμνωσέ τον κι ἔπειτα στὸν πόλεμον τὰ ἐφόρει·
καὶ ἀφοῦ στὸ σπίτι ἐγήρασε τὰ χάρισε ὁ Λυκοῦργος
εἰς τὸν ᾽Ερευθαλίωνα καλὸν θεράποντά του.
Τοῦτος μ’ ἐκεῖνα τ’ ἄρματα τοὺς πολεμάρχους ὅλους 150
ἐπροκαλοῦσε κι ἔτρεμε καθείς, δὲν εἶχε τόλμην·
κι ἐμ’ ἔφερε ν’ ἀγωνισθῶ ἡ θαρρετὴ ψυχή μου,
ἂν κι ἤμουν ὁ νεώτερος ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνδρείους·
πολέμησα κι ἡ ᾽Αθηνᾶ μοῦ χάρισε τὴν νίκην˙
τρανὸν καὶ ἀνδρεῖον ὡς αὐτὸν δὲν φόνευσ’ ἄλλον ἄνδρα·
φαρδὺς μακρὺς ἀπέραντος ἐκείτετο στὸ χῶμα.
Ἄχ! μ’ ὅλην τὴν ἀνδρείαν μου νὰ ἤμουν πάλι νέος˙
θά ᾽βρισκε τὸν ἀντίμαχον ὁ λοφοσείστης ῞Εκτωρ.
Καὶ ἀπ’ ὅλους τοὺς Παναχαιοὺς ὅσ’ εἶσθε πολεμάρχοι
τώρα κανεὶς στὸν ῟Εκτορα ν’ ἀντισταθῆ δὲν θέλει». 160
Στοῦ γέρου τοὺς ὀνειδισμοὺς ἐννέα σηκωθῆκαν.
Πρῶτος σηκώθη ὁ δυνατός, ὁ μέγας ᾽Αγαμέμνων·
κατόπιν ὁ ἀνίκητος Τυδείδης Διομήδης,
οἱ Αἴαντες, μ’ ἀδάμαστην ζωσμένοι ἀνδραγαθίαν,
ὁ ᾽Ιδομενεὺς καὶ ὁ σύντροφος ἐκείνου Μυριόνης,
στὴν δύναμιν ἰσόπαλος τοῦ ἀνδροφόνου Ἄρη,
ὁ Εὐρύπυλος τοῦ Εὐαίμονος λαμπρὸς υἱὸς καὶ ὁ Θόας
Ἀνδραιμονίδης καὶ μ’ αὐτοὺς ὁ θεῖος ᾽Οδυσσέας,
μὲ τὸν γενναῖον ῞Εκτορα καθεὶς νὰ πολεμήση.
Καὶ πάλιν ὁ Γερήνιος ἱππότης Νέστωρ εἶπε: 170
«Νὰ τιναχθοῦν τώρα οἱ λαχνοί, νὰ ἰδοῦμε ποιὸς θὰ τύχη˙
ὅτι χαρᾶς θά ᾽ναι ἀφορμὴ στῶν ᾽Αχαιῶν τὸ γένος
καὶ ἡ καρδιά του θὰ αἰσθανθῆ χαράν, ἂν κατορθώση
ἀπὸ τῆς μάχης νὰ σωθῆ τὸν φοβερὸν ἀγώνα».
Αὐτά ᾽πε κι ἐσημείωσε καθένας τὸν λαχνόν του.
Καὶ τοῦ Ἀτρείδη Ἀγαμέμνονος τοὺς ἔβαλαν στὸ κράνος·
καὶ ὅλοι ἐδέοντο οἱ λαοὶ μὲ χέρια σηκωμένα
καὶ μάτια πρὸς τὸν οὐρανὸν κι εἶπαν: «Πατέρα Δία,
δῶσ’ τὸν λαχνὸν τοῦ Αἴαντος ἤ τοῦ Τυδείδ’ ἤ δῶσ’ τον
αὐτοῦ ποὺ στὲς πολύχρυσες Μυκῆνες βασιλεύει». 180
Αὐτά ᾽λεγαν καὶ τοὺς λαχνοὺς ἐτίναξεν ὁ Νέστωρ·
καὶ ἀπὸ τὸ κράνος πήδησε λαχνὸς ὡς τὸν ἠθέλαν,
τοῦ Αἴαντος· καὶ ὁ κήρυκας τὸν παίρνει καὶ τὸν δείχνει
τῶν πολεμάρχων Ἀχαιῶν μὲ τάξιν εἰς καθέναν.
Καὶ τὸν λαχνὸν δὲν γνώρισε κανεὶς ὡσὰν δικόν του
καὶ ὅτ’ ἔφθασε στὸν Αἴαντα ποὺ τὸν λαχνὸν στὸ κράνος
ἔριξε ἀφοῦ τὸν χάραξεν, ἅπλωσεν ὁ γενναῖος
τὸ χέρι του καὶ ὁ κήρυκας σ’ αὐτὸν τὸν παραδίδει·
καὶ τὸ σημάδι ἅμ’ εἶδε αὐτὸς τὸ γνώρισε κι ἐχάρη.
Τὸν λαχνὸν ἔριξε χαμαὶ κι ἐφώναξε: «Δικός μου 190
εἶναι ὁ λαχνός ἀγαπητοί· καὶ χαίρεται ἡ ψυχή μου
ὅτι τὸν θεῖον ῞Εκτορα θαρρῶ πὼς θὰ νικήσω.
Ἀλλ’ ὅσο ἐγὼ μὲ τ’ ἄρματα τὸ σῶμα μου νὰ ζώσω,
ἐσεις ὡστόσον εὔχεσθε πρὸς τὸν πατέρα Δία,
σιγὰ μήπως νὰ εὔχεσθε οἱ Τρῶες σᾶς νοήσουν,
ἢ ἂν θέλετε καὶ φανερά, κανέναν δὲν φοβοῦμαι·
διότι κανεὶς μὲ δύναμιν ἐμὲ δὲν θὰ δαμάση,
μὲ τέχνην οὔτε, ὅτι θαρρῶ πού, γέννημα καὶ θρέμμα
τῆς Σαλαμῖνος, δὲν εἶμαι ἀμάθητος τελείως».
Αὐτά ᾽πε κι εὔχονταν αὐτοὶ πρὸς τὸν πατέρα Δία. 200
Καὶ τὸν μεγάλον οὐρανὸν κοιτώντας κάποιος εἶπε:
«Δία, πατέρα, δοξαστέ, ποὺ βλέπεις ἀπ’ τὴν ῎Ιδην,
ὕψιστε, δῶσ’ τοῦ Αἴαντος τὸ καύχημα τῆς νίκης·
κι ἐὰν τὸν ῞Εκτορ’ ἀγαπᾶς πολὺ καὶ προστατεύης,
δῶσ’ καὶ τῶν δύο δύναμιν καὶ δόξαν παρομοίαν».
Καὶ ὡστόσο τὸν λαμπρὸν χαλκὸν ἐζώνονταν ὁ Αἴας
καὶ στὰ καλὰ τὰ ἄρματα τὰ μέλη του εἶχε κλείσει.
Κινοῦνταν, ὡς θεόρατος ὁ Ἄρης κατεβαίνει
στὸν πόλεμον μὲς στοὺς θνητούς, ποὺ ὁ βροντητὴς Κρονίδης
στῆς διχονοίας ἔριξε τὸν φονικὸν ἀγώνα. 210
Παρόμοιος θεόρατος τῶν ᾽Αχαιῶν ὁ πύργος,
ὁ Αἴας μὲ χαμόγελο στὸ ἄγριο πρόσωπό του
μέγα κοντάρι ἐτίναξε μακροδιασκελώντας.
Ἀναγαλλιάζαν οἱ Ἀχαιοὶ καθὼς τὸν ἐθωροῦσαν,
ἀλλ᾽ ἀπὸ τρόμον φοβερὸν ἐπάγωσαν οἱ Τρῶες,
καὶ ἀκόμα καὶ τοῦ ῞Εκτορος ἐσπάραξε ἡ καρδία·
ἀλλὰ νὰ φύγη, νὰ συρθῆ μὲς στὸν στρατόν του πλέον
δὲν ἠμποροῦσε αὐτὸς ἀφοῦ προκάλεσε εἰς τὴν μάχην.
Καὶ ὁ Αἴας ἐπροχώρησε μ’ ἀσπίδα ὡσὰν πύργον,
χάλκινην μ’ ἑπτὰ δέρματα ποὺ τοῦ ἔκαμε ὁ Τυχίος 220
τῶν σκυτοτόμων ἔξοχος, ἐγκάτοικος στὴν ῞Υλην,
λαμπρὴν τὴν ἐτεχνούργησεν ἑπτάδιπλην μὲ δέρμα
δυνατῶν ταύρων, κι ἔβαλε δίπλαν χαλκοῦ ὀγδόην.
Αὐτὴν στὰ στήθη ἐπρόβαλεν ὁ Τελαμώνιος Αἴας
Κι ἐστάθη ἐμπρὸς στὸν ῞Εκτορα καὶ τοῦ ᾽πε μὲ φοβέρες:
«῏Ω ῞Εκτωρ, θὰ γνωρίσης σύ, μόνος μὲ μόνον τώρα,
ἂν ἄλλοι ἐδῶ τῶν Δαναῶν εὑρίσκονται ἀνδρειωμένοι,
ἔξω ἀπὸ τὸν λεοντόκαρδον Πηλείδην ἀνδροφόνον.
Ἀλλ’ αὐτὸς μένει στὰ κυρτὰ θαλασσοπόρα πλοῖα,
ἀφοῦ στὸν πρῶτον ἀρχηγὸν Ἀτρείδην ἐχολώθη. 230
Ἀλλ’ ἡμεῖς εἴμεθ’ ἀρκετοὶ μὲ σὲ νὰ μετρηθοῦμε
καὶ πάμπολλοι· ἀλλ’ ἀρχίνησε πρῶτος ἐσὺ τὴν μάχην».
Καὶ ὁ μέγας τότε ἀπάντησεν ὁ λοφοσείστης ῞Εκτωρ:
«Αἴα, ὦ δϊογέννητε, μεγάλε πολεμάρχε,
τί τάχα ὡσὰν ἀδύνατο παιδὶ μὲ δοκιμάζεις
ἤ ὡσὰν γυναίκ’ ἀμάθητην στὰ ἔργα τοῦ πολέμου;
Τὲς μάχες ξεύρω ἐγὼ καλὰ καὶ τὲς ἀνδροφονίες.
᾽Αριστερὰ καὶ δεξιὰ νὰ στρέφω τὴν βαρεῖαν
ἀσπίδα ἠξεύρω ἀκούραστος στὸν κόπο τοῦ πολέμου.
Ξεύρω τῶν ἵππων τὴν ὁρμὴν στὴν μάχην νὰ ὁδηγήσω, 240
καὶ πεζὸς ξεύρω τὸν χορὸν τοῦ Ἄρη τοῦ ἀνδροφόνου.
᾽Αλλὰ γενναῖον ὡς ἐσὲ δὲν θέλω νὰ κτυπήσω
ἀπόκρυφ’ ἀλλὰ φανερά, τὸ ἀκόντι μου ἂν πιτύχη».
Εἶπε καὶ τὸ μακρόσκιον ἐτίναξε κοντάρι.
Καὶ τὴν φρικτὴν τοῦ Αἴαντος ἐκτύπησεν ἀσπίδα
καὶ τὸν χαλκὸν ποὺ ὄγδοος ἑπτὰ σκεπάζει δίπλες·
τὲς ἕξι δίπλες ἔσχισε κι ἐστάθη στὴν ἑβδόμην
τῆς λόγχης ὁ σκληρὸς χαλκός· καὶ δεύτερος ὁ Αἴας
ὁ θεῖος τὸ μακρόσκιον ἐτίναξε κοντάρι,
κι ἐκτύπησε τὴν στρογγυλὴν τοῦ ῞Εκτορος ἀσπίδα. 250
Τρύπησ’ ἡ λόγχ’ ἡ δυνατὴ τὴν φωτεινὴν ἀσπιδα,
καὶ στὸν ὡραῖον θώρακα ἐμπήχθη πέρα πέρα,
καὶ στὸ λαγγόνι του ἀντικρὺ τοῦ σχίζει τὸν χιτώνα.
῎Εσκυψε καὶ τὸν θάνατον ἀπόφυγεν ἐκεῖνος.
Καὶ ἀπ’ τὲς ἀσπίδες ἔσυραν τὲς λόγχες των καὶ οἱ δύο˙
μὲ ὁρμὴν ἐπέσαν καὶ ὅμοιαζαν λεόντων ὠμοφάγων,
ἤ ἀγριοχοίρων φοβερῶν ποὺ δύσκολα νικοῦνται·
καὶ ὁ ῞Εκτωρ πρῶτος ἔκρουσε στὴν μέσην τὴν ἀσπίδα,
καὶ ἡ λόγχη δὲν τὴν ἔσπασε, ὥστ’ ἐκυρτώθ’ ἡ ἄκρη·
τότε πηδώντας ἔμπηξε τὴν λόγχην στὴν ἀσπίδα 260
τοῦ ῞Εκτορος καὶ ἀπ’ τὴν ὁρμὴν τὸν ἔκοψεν ὁ Αἴας,
καὶ τὸν λαιμὸν τοῦ λάβωσεν ἡ λόγχη κι ἔσταξ’ αἷμα.
Καὶ ὅμως ὁ ῞Εκτωρ μ’ ὅλ’ αὐτὰ τὴν μάχην δὲν ἀφήνει.
Τραβιέται ὀπίσω κι ἀπ’ τὴν γῆν μὲ τὸ τρανό του χέρι
πέτραν σηκώνει ὁλόμαυρην, μεγάλην καὶ τραχεῖαν·
τοῦ Αἴαντος τὴν φοβερὴν ἑπτάδιπλην ἀσπίδα
μ’ αὐτὴν κτυπᾶ στὸν ὀμφαλὸν κι ἐβρόντησε ὁ χαλκός της.
Βράχον πολὺ τρανότερον ἐσήκωσεν ὁ Αἴας·
σφενδονιστὰ τὸν ἔριξε μ’ ἀμέτρητην ἀνδρείαν
κι ἔσπασεν ἡ μυλόπετρα στὰ βάθη τὴν ἀσπίδα· 270
ἐτρέκλισε καὶ ἀνάσκελα ξαπλώθηκε ἀπὸ κάτω
εἰς τὴν ἀσπίδα· κι ἔξαφνα τὸν ὄρθωσεν ὁ Φοῖβος.
Καὶ μὲ τὰ ξίφη ἀντίστηθα νὰ κτυπηθοῦν θὰ ὁρμοῦσαν,
ἄν τοῦ Διὸς οἱ μηνυταὶ καὶ τῶν θνητῶν ἀνθρώπων,
οἱ κήρυκες ποὺ ἔστελναν καὶ Ἀχαιοὶ καὶ Τρῶες
ὁ ᾽Ιδαῖος καὶ Ταλθύβιος, ἄνδρες σοφοὶ καὶ οἱ δύο
δὲν πρόφθαναν στὸ μέσον των τὰ σκῆπτρα των ν’ ἁπλώσουν˙˙
ὁ ᾽Ιδαῖος τότε ὁμίλησε ποὺ νοῦν καὶ γνῶσες εἶχε:
«Τὴν μάχην πλέον παύσετε, τὸν πόλεμον, παιδιά μου,
διότι ὁ Ζεὺς σᾶς ἀγαπᾶ παρόμοια καὶ τοὺς δύο, 280
εἶσθε κι οἱ δυὸ πολεμισταί· κι αὐτὸ τὸ βλέπομ’ ὅλοι.
Κι ἐνύκτωσεν, εἶναι καλὸ στὴν νύκτα νὰ ὑπακοῦμε».
Σ’ αὐτὸν τότε αποκρίθηκεν ὁ Τελαμώνιος Αἴας:
«Τοῦ Ἕκτορος αὐτὰ νὰ εἰπῆς νὰ τὰ ζητήσ’ ᾽Ιδαῖε,
ἀφοῦ προκάλεσεν αὐτὸς τοὺς πολεμάρχους ὅλους
ἂς ἀρχινήση· καὶ ὅ,τ’ εἰπῆ θέλει κι ἐγὼ τὸ στέρξω».
Καὶ ὁ μέγας τότε ἀπάντησεν ὁ λοφοσείστης ῞Εκτωρ:
«῏Ω Αἴα, σοῦ ᾽δωσε ὁ θεὸς καὶ ἀνάστημα καὶ ἀνδρείαν
καὶ γνῶσιν καὶ τῶν Ἀχαιῶν πρῶτος στὴν λόγχην εἶσαι.
Ἄς παύσωμε διὰ σήμερα τῆς μάχης τὸν ἀγώνα 290
κι ὕστερ’ ἂς πολεμήσωμεν, ὡσότου μᾶς χωρίση
θεὸς καὶ εἰς ἕναν τῶν λαῶν χαρίση αὐτὸς τὴν νίκην.
Κι ἐνύκτωσεν· εἶναι καλὸ στὴν νύκτα νὰ ὑπακοῦμε.
Κι οἱ Ἀχαιοὶ στὰ πλοῖα σας νὰ σὲ χαροῦν, γενναῖε,
καὶ μάλιστα οἱ συντρόφοι σου κι οἱ φίλοι, ὅσους κι ἂν ἔχης,
καὶ στοῦ Πριάμου τὴν λαμπρὴν μεγάλην πολιτείαν
ἐμένα οἱ Τρῶες νὰ χαροῦν κι οἱ σεβαστὲς μητέρες
συναθροισμένες νὰ εὐχηθοῦν στὸν ἁγιασμένον τόπον·
καὶ δῶρ’ ἂς ἀντιδώσωμεν ἐξαίσια μεταξύ μας,
ὥστε νὰ εἰπῆ τῶν Ἀχαιῶν κανένας καὶ τῶν Τρώων: 300
Στῆς διχονοίας πιάσθηκαν τὸν φονικὸν ἀγώνα
καὶ πάλιν ὁμογνώμησαν καὶ ὡς φίλοι ἐχωρισθῆκαν».
Καὶ ὡς εἶπε τοῦ ἐπρόσφερεν ἀργυροκαρφωμένο
ξίφος μὲ τὸ θηκάρι του καὶ κρεμαστήρι ὡραῖο·
ζώνην μὲ κόκκινην βαφὴν τοῦ χάρισεν ὁ Αἴας·
καὶ ἀποχωρῆσαν στὸν λαὸν τῶν Ἀχαιῶν ὁ Αἴας,
ὁ ῞Εκτωρ εἰς τὸν Τρωϊκόν, κι ἐχάρηκαν οἱ Τρῶες,
ὡς ζωντανὸν καὶ ἀλάβωτον τὸν εἶδαν ἀφοῦ μόλις
ἐξέφυγε ἀπ’ τοῦ Αἴαντος τὰ χέρια τ’ ἀνδρειωμένα
ἀνέλπιστα, καὶ ὅλοι φαιδροὶ στὴν πόλιν τὸν ἐπῆραν. 310
Κι οἱ ᾽Αχαιοὶ τὸν Αἴαντα, φαιδρὸν ἀπὸ τὴν νίκην,
τοῦ θείου ᾽Αγαμέμνονος εἰς τὴν σκηνὴν ἐπῆραν·
καὶ τοῦ ᾽Ατρείδη ὅτ ἔφθασαν εἰς τὲς σκηνὲς ἐκεῖνοι
βόδι ἐθυσίασε δι’ αὐτοὺς ὁ μέγας βασιλέας
ἀρσενικὸ πεντάχρονο στὸν ὕψιστον Κρονίδην.
Τὸ γδάραν, τὸ συγύρισαν καὶ ἀφοῦ τὸ τεταρτιάσαν,
μὲ τέχνην τὸ ἐλιάνισαν, τὸ πέρασαν στὲς σοῦβλες
καὶ ἀφοῦ τὸ ψῆσαν εὔμορφα χωρίσαν τὲς μερίδες
καὶ ἅμ’ ἀπ’ τὸν κόπον ἔπαυσαν κι ἑτοίμασαν τὸ γεῦμα,
ἐτρῶγαν καὶ ὅλ’ ἰσόμοιρα χαρῆκαν τὸ τραπέζι. 320
Τότε τὸν θεῖον Αἴαντα ὁ μέγας Ἀγαμέμνων
μ’ όλόκληρην ἐτίμησε τὴν νεφραμιὰ τοῦ μόσχου·
καὶ τοῦ φαγιοῦ καὶ τοῦ πιοτοῦ τὴν ὄρεξη ἀφοῦ σβῆσαν,
πρῶτος ὁ γέρος ἄρχισε σκέψιν ἐμπρὸς νὰ φέρη
ὁ Νέστωρ, ὁποὺ ἡ γνώμη του ὡς πρῶτα ἐπροτιμήθη·
ἐκεῖνος τοὺς ἀγόρευσε καλόγνωμα καὶ εἶπε:
«Ἀτρείδη, τῶν Παναχαιῶν σεῖς ἄλλοι πολεμάρχοι,
τῶν ἀνδρειωμένων ᾽Αχαιῶν πολλοί ᾽ναι ἀποθαμένοι,
ποὺ μὲ τὸ μαῦρον αἷμα τους τὲς ὄχθες τοῦ Σκαμάνδρου
ἔβαψ’ ὁ Ἄρης κι οἱ ψυχὲς κατέβηκαν στὸν Ἅδην· 330
ὅθεν ἀπὸ τὸν πόλεμον θὰ παύσης· καὶ ἅμα φέξη
ἐδῶ θὰ μεταφέρουμε μὲ ἁμάξια τοὺς νεκρούς μας·
καὶ θὰ τοὺς καύσωμε μακρὰν ὀλίγο ἀπὸ τὰ πλοῖα,
καὶ τῶν ἀγαπημένων του τὰ κόκαλα θὰ πάρη
καθεὶς ὅταν γυρίσουμε στὴν ποθητὴν πατρίδα·
καὶ ἀπ’ τὸ πεδίον πάγκοινον θὰ ὑψώσουμ’ ἕναν τάφον
εἰς τὴν πυρὰν ὁλόγυρα, καὶ θὰ κτισθοῦν στὸ πλάγι
πύργ’ ὑψηλοί, προφυλακὴ σ’ ἐμᾶς καὶ στὰ καράβια.
Πύλες κατόπιν στερεὲς θὰ κάμουμε στοὺς πύργους,
πλατιές, διὰ νά ᾽χουν διάβασιν τ’ ἁμάξια μὲ τοὺς ἵππους, 340
κι ἐγγὺς τῶν πύργων ἔξωθεν βαθὺς νὰ γίνη λάκκος,
ποὺ τὸν λαὸν καὶ τ’ ἄλογα θέν’ ἀσφαλίση ὁπόταν
ὁρμήση πόλεμος βαρὺς τῶν ἀγερώχων Τρώων».
῎Επαυσε καὶ ὅλ’ οἱ βασιλεῖς ὅ,τ’ εἶπεν ἐδεχθῆκαν·
καὶ ὡστόσο στὴν ἀκρόπολιν, στὲς πύλες τοῦ Πριάμου,
μὲ κρότον καὶ μὲ θόρυβον συνάζονταν οἱ Τρῶες.
Τὸν λόγον πῆρε ὁ φρόνιμος ᾽Αντήνωρ καὶ τοὺς εἶπε:
«᾽Ακοῦτε, Τρῶες, Δάρδανοι, κι ὅσ’ εἶσθε βοηθοί μας,
ὅ,τι στὰ στήθη μου ἡ ψυχὴ νὰ εἰπῶ παρακινεῖ με.
᾽Ελᾶτ’ εὐθύς, τῶν ᾽Ατρειδῶν τὴν Ἄργισσαν ῾Ελένην 350
μ’ ὅλα τὰ πλούτη ἂς δώσωμε· πατήσαμε τοὺς ὅρκους
καὶ πολεμοῦμ’ ἐπίορκα· διὰ τοῦτο ἂν πράξωμ’ ἄλλο
ἀπ’ ὅ,τι λέγω, ὄχι καλὸ τὸ τέλος μας προβλέπω».
Εἶπεν αὐτὸς κι ἐκάθισε· κι εὐθὺς σηκώθη ὁ θεῖος
Ἀλέξανδρος ὁ σύντροφος τῆς εὔμορφης ῾Ελένης
κι ἐκεῖνον ἐπροσφώνησε μὲ λόγια φτερωμένα:
«Ἀντῆνορ, δὲν ἀρέσκομαι ποσῶς σ’ αὐτὰ ποὺ λέγεις·
καὶ λόγον τούτου ὀρθότερον νὰ βγάλ’ ἠξεύρει ὁ νοῦς σου.
Ἀλλ’ ἂν τὸν λέγης σοβαρὰ καὶ μέτωρο δὲν εἶναι,
τότε θὰ εἰπῶ, πὼς οἱ θεοὶ τὰ λογικὰ σοῦ πῆραν· 360
καὶ θὰ ὁμιλήσω καθαρὰ τῶν ἱπποδάμων Τρώων·
τὸ λέγω κατὰ πρόσωπον δὲν δίδω ἐγὼ τὴν νέαν,
ὅμως νὰ δώσω εἶμ’ ἔτοιμος τοὺς θησαυροὺς ποὺ ἐπῆρα
ἀπὸ τὸ Ἄργος καὶ πολλὰ δικά μου νὰ προσθέσω».
Εἶπεν αὐτὰ κι ἐκάθισε κι ἐμπρός τους ἐσηκώθη
ὁ Δαρδανίδης Πρίαμος ἰσόθεος στὴν γνῶσιν,
καὶ πρὸς αὐτοὺς ὁμίλησε μὲ καλὴν γνώμην κι εἶπε:
«Ἀκοῦτε, Τρῶες, Δάρδανοι κι ὅσ’ εἶσθε βοηθοί μας,
ὅ,τι στὰ στήθη μου ἡ ψυχὴ νὰ εἰπῶ παρακινεῖ με.
Καὶ τώρα, καθὼς γίνεται, δειπνήσετε στὴν πόλιν, 370
καὶ ὅλοι μείνετ, ἄγρυπνοι στὴν νυκτοφυλακήν σας·
καὶ ἅμα χαράξη ἂς πορευθῆ στὰ γρήγορα καράβια
ὁ ᾽Ιδαῖος τοῦ Ἀγαμέμνονος νὰ εἰπῆ καὶ Μενελάου,
ὁ Ἀλέξανδρος πού ᾽ναι ἀφορμὴ τῆς ἔχθρας, τί προβάλλει·
καὶ λόγον νὰ προσθέση ὀρθόν, ὁ πόλεμος ἂν θέλουν
νὰ παύση ὁ ἐπικατάρατος, ὡσότου τοὺς νεκρούς μας
νὰ καύσωμε˙ μετέπειτα θὰ κτυπηθοῦμε πάλι
ὥσπου νὰ δώση ἕνας θεὸς τὴν νίκην σ’ ὅποιον θέλει».
Εἶπε κι ὅλοι τὸν ἄκουσαν κι ἐστέρξαν εἰς τὸν λόγον·
καὶ στὸν στρατὸν ἐδείπνησε στὴν τάξιν του καθένας, 380
καὶ ἅμ’ ἔφεξε στὰ βαθουλὰ καράβια πῆγε ὁ ᾽Ιδαῖος
καὶ στοῦ ᾽Αγαμέμνονος σιμὰ στὴν πρύμνην ἦβρεν ὅλους
τοὺς Δαναοὺς θεράποντες τοῦ Ἄρη συναγμένους·
καὶ ὁ κήρυκας γλυκόφωνος στὴν μέση ἐστάθη κι εἶπε:
«᾽Ατρείδη, τῶν Παναχαιῶν σεῖς ἄλλοι πολεμάρχοι,
ὁ Πρίαμος καὶ οἱ σεβαστοὶ μὲ πρόσταξαν οἱ Τρῶες
νὰ σᾶς εἰπῶ ν’ ἀκούσετε, καὶ ἂν ἀρεστὰ σᾶς εἶναι,
ὁ Ἀλέξανδρος πού ᾽ναι ἀφορμὴ τῆς ἔχθρας τί προβάλλει·
ὅλα τὰ πλούτη ὅπ’ ἔφερεν ὁ Ἀλέξανδρος στὴν Τροίαν
στὰ βαθουλὰ καράβια του - ποὺ νά ᾽χε χαθῆ πρῶτα- 390
νὰ τ’ ἀποδώσ’ εἶν’ ἔτομος καὶ ἄλλα πολλὰ δικά του·
πλὴν τὴν γυναίκα νυμφευτὴν τοῦ ἐνδόξου Μενελάου
νὰ δώση ἀρνεῖται, ἂν καὶ πολὺ τοῦτο ἀπαιτοῦν οἱ Τρῶες.
Καὶ ἄλλο νὰ εἰπῶ μ’ ἐπρόσταξαν, ὁ πόλεμος νὰ παύση,
ἄν θέλετε, ὁ κατάρατος, ὡσότου τοὺς νεκρούς μας
νὰ καύσωμε˙ μετέπειτα θὰ κτυπηθοῦμε πάλι
ὥσπου νὰ δώση ἕνας θεὸς τὴν νίκην σ’ ὅποιον θέλει».
῎Επαυσε καὶ ὅλοι ἐσίγησαν, ἄφωνοι ἐμεῖναν ὅλοι·
τέλος σ’αὐτοὺς ὁμίλησεν ὁ ἀνίκητος Διομήδης:
«Τα πλούτη ἀπ’τὸν Ἀλέξανδρον καὶ μήτε τὴν Ἑλένην 400
δὲν θὰ δεχθοῦμε· φανερὰ κι ἕνα μωρὸ τὸ βλέπει,
πὼς ἤδη κρέμετ’ ὄλεθρος στὴν κεφαλὴν τῶν Τρώων».
Εἶπε, κι οἱ ᾽Αχαιόπαιδες μ’ ἀλαλαγμοὺς τὸν στέρξαν,
ὡς τοῦ Τυδείδη ἐθαύμασαν τὸν λόγον τοῦ ἱπποδάμου.
Καὶ στὸν ᾽Ιδαῖον ἔλεγεν ὁ μέγας Ἀγαμέμνων:
«Τὸν λόγον σὺ τῶν ᾽Αχαιῶν τώρ’ ἄκουσες, ᾽Ιδαῖε,
πῶς σοῦ ἀποκρίνονται· κι ἐγὼ τὴν ἴδιαν ἔχω γνώμην.
Καὶ ὡς πρὸς τὴν καῦσιν τῶν νεκρῶν δὲν θὰ τὴν στερηθῆτε·
καὶ ποιός φιλαργυρεύεται πρὸς τοὺς ἀπεθαμένους
παρηγοριὰ μὲ τὴν πυρὰν στὸ πνεῦμα τους νὰ δώση; 410
Στὸν ὅρκον ἔχω μάρτυρα τὸν ὕψιστον Κρονίδην».
Εἶπε καὶ εἰς ὅλους τοὺς θεοὺς ὕψωσε αὐτὸς τὸ σκῆπτρον.
Ὁ Ἰδαῖος πάλι ἀνέβηκε στὴν ῎Ιλιον τὴν ἁγίαν,
καὶ οἱ Τρῶες τότε εἰς σύνοδον ὁμοῦ καὶ οἱ Δαρδανίδες
ἐκάθονταν κι ἐπρόσμεναν ὁ κήρυκας νὰ φθάση·
ἦλθεν αὐτός, ἐστάθηκε στὸ μέσον καὶ τοὺς εἶπε
τὸ μήνυμα τῶν ᾽Αχαιῶν˙ κι ἐκεῖνοι ἑτοιμαζόνταν
ἄλλοι νὰ φέρουν τοὺς νεκροὺς καὶ ἄλλοι κορμοὺς νὰ κόψουν.
Καὶ ἀπ’ τ’ ἄλλο μέρος οἱ Ἀχαιοὶ σπουδάζαν ἀπ’ τὰ πλοῖα
ἄλλοι νὰ φέρουν τοὺς νεκροὺς καὶ νὰ ξυλεύσουν ἄλλοι. 420
Καὶ τοὺς ἀγροὺς ὁ ἥλιος φωτοβολοῦσε πάλιν
καὶ ἀπ’ τὸν βαθὺν καὶ σιγαλὸν ὠκεανὸν ἐπάνω
στὸν οὐρανὸν ἀνέβαινε· καὶ αὐτοὶ συναπαντῶντο·
μὲ κόπον ἐξεχώριζε καθένας τὸν νεκρόν του·
ἀλλ’ ἔπλεναν τὰ σώματα τὰ αἱματοκυλισμένα
καὶ δάκρυα χύνοντας θερμὰ στ’ ἁμάξια τὰ σηκῶναν.
Καὶ ὁ Πρίαμος δὲν ἄφηνε νὰ ὀδύρωνται· κι ἐκεῖνοι
βουβοί, θλιμμένοι στὴν πυρὰν σωρεῦαν τοὺς νεκρούς των˙
καὶ ἀφοῦ τοὺς κάψαν γύρισαν στὴν ῎Ιλιον τὴν ἁγίαν·
καὶ ἀπ’ τ’ ἄλλο μέρος οἱ Ἀχαιοὶ μὲ τὴν καρδιὰν θλιμμένην 430
κι ἐκεῖνοι ἐπάνω εἰς τὴν πυρὰν σωρεῦαν τοὺς νεκρούς των,
καὶ ἀφοῦ τοὺς κάψαν γύρισαν στὰ βαθουλὰ καράβια.
Ἀκόμη δὲν γλυκόφεγγε καὶ στὴν πυρὰν τριγύρω
ἐκλεκτὸ μέρος Αχαιῶν σηκώθη ἀπὸ τὸν ὕπνον
καὶ ὁλόγυρά της πάγκοινον σηκῶσα τάφον ἕναν
ἀπ’ τὸ πεδίον κι ἔκτισαν σιμά του τεῖχος μέγα
μὲ ὑψηλοὺς πύργους, φύλαξιν δι’ αὐτοὺς καὶ τὰ καράβια·
πύλες κατόπιν στερεὲς στοὺς πύργους μέσα ἐκάμαν,
πλατιὲς διὰ νά ᾽χουν διάβασιν τ’ ἁμάξια μὲ τοὺς ἵππους·
κι ἐγγὺς τοῦ τείχους χάνδακα βαθὺν ἀπ’ ἔξω ἐσκάψαν 440
πλατύν, μεγάλον κι ἔμπηξαν στὴν ἄκρην του πασσάλους.
Σ’ αὐτὰ μ’ ἀγώνα ἐργάζονταν τῶν Ἀχαιῶν τὰ πλήθη·
καὶ ὅλ’ οἱ ἀθάνατοι σιμὰ στὸν βροντητὴν Κρονίδην
θαυμάζαν τὸ κατόρθωμα τῶν ᾽Αχαιῶν ἀνδρείων·
καὶ ὁ Ποσειδὼν τότ’ ἄρχισε νὰ λέγη ὁ κοσμοσείστης:
«Δία, πατέρα, εἶναι θνητὸς κανεὶς στὴν οἰκουμένην,
ὁποὺ νὰ εἰπῆ τὴν σκέψιν του στοὺς ἀθανάτους πλέον;
Τοὺς κομοφόρους Ἀχαιοὺς δὲν βλέπεις πῶς ἐκτίσαν
τεῖχος διὰ τὰ καράβια των καὶ γύρω ἀνοῖξαν λάκκον
καὶ τῶν θεῶν δὲν ἔδωκαν τὲς ἐκλεκτὲς θυσίες; 450
Καὶ ὡς ὅπου χύνεται τὸ φῶς θὰ φθάση τ’ ἄκουσμά του·
κι ἐκεῖνο θὰ λησμονηθῆ, ποὺ τότ’ ἐγὼ κι ὁ Φοῖβος
τοῦ θείου Λαομέδοντος σηκώσαμε μ’ ἀγώνα.»
Βάρυνε ὁ Ζεύς, κι εἶπε σ’ αὐτόν, ὁ νεφελοσυνάκτης:
«Ὀιμέ, τί εἶπες δυνατέ, μεγάλε κοσμοσείστη!
Εἰς ἄλλον θεὸν ἅρμοζε νὰ ἔλθη αὐτὸς ὁ φόβος
στὰ χέρια καὶ στὴν δύναμιν πολὺ κατώτερόν σου·
καὶ ὥς ὅπου χύνεται τὸ φῶς θὰ φθάση τ’ ἄκουσμά σου·
καὶ σκέψου ὁπόταν οἱ Ἀχαιοὶ στὴν ποθητὴν πατρίδα
γυρίσουν μὲ τὰ πλοῖα τους, ἰδοὺ τί θενὰ κάμης· 460
σπάσε, ρίξε στὴν θάλασσαν ἐσὺ τὸ τεῖχος ὅλο
καὶ μ’ ἄμμον πάλι σκέπασε τ’ ἀπέραντο ἀκρογιάλι,
κι ἐχάθηκε τῶν Ἀχαιῶν εὐθὺς τὸ μέγα τεῖχος».
Αὐτοὺς τοὺς λόγους ἔλεγαν ἐκεῖνοι· καὶ τὸ ἑσπέρας
ὡς ἦλθεν, εἶχαν οἱ Ἀχαιοὶ τὸ ἔργο τελειωμένο,
καὶ βόδια σφάζαν στὲς σκηνὲς κατόπιν κι ἐδειπνῆσαν˙
τότε ἀπ’ τὴν Λῆμνον μὲ κρασὶ πάμπολλ’ ἀράξαν πλοῖα,
σταλμέν’ ἀπὸ τὸν Εὔηνον ποὺ ἀπὸ τὴν ῾Υψιπύλην
καὶ ἀπὸ τὸν ἀρχηγὸν ἀνδρῶν ᾽Ιάσονα ἐγεννήθη.
Καὶ κρασὶ μέτρα χίλια στοὺς ἀδελφοὺς Ἀτρεῖδες 470
ὁ ᾽Ιασονίδης ἔδωκε διαλεκτὸ νὰ πάρουν·
κι ἐπρομηθεύοντο κρασὶ τῶν ᾽Αχαιῶν καθένας,
καὶ ἄλλοι χαλκὸν ἀντέδιδαν, λαμπρὸν σίδερον ἄλλοι,
ἄλλοι τομάρια βοδινά, ζωντανοὺς μόσχους ἄλλοι,
ἀνδράποδ’ ἄλλοι· κι ἔπειτα λαμπρὸ τραπέζι ἐστρῶσαν,
καὶ ὁλονυκτὶς τῶν ᾽Αχαιῶν τὸ πλῆθος ἐδειπνοῦσαν,
καὶ οἱ Τρῶες μὲ τοὺς βοηθοὺς στὴν πόλιν καὶ ὁληνύκτα
κακὰ σ’ αὐτοὺς σοφίζονταν ὁ πάνσοφος Κρονίδης
μὲ φοβερὲς βροντές· καὶ αὐτοὶ τρομάζοντας ἐχύναν
ἀπ’ τὰ ποτήρια τὸ κρασὶ στὴν γῆν καὶ δὲν ἐπίναν. 480
εἰς τὸν μεγαλοδύναμον Κρονίδην πρὶν σπονδίσουν·
κατόπιν ὅλοι ἐπλάγιασαν κι ἐχάρηκαν τὸν ὕπνον.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου