Γάλα ἔχω χρόνια νά πιῶ. Μοῦ λένε πώς τό ἀπεχθάνονται κυρίως οἱ μπεκρῆδες. Μισῶ κατά βάθος τούς μπεκρῆδες καί τά πιοτά. Πολλούς παρόμοιους τύπους εἶδα στή ζωή μου καί τούς σιχάθηκα. Εἶμαι ἐξαιρετικά εὐαίσθητος σ' αὐτό τό θέμα.
Τόν καιρό τῆς μεγάλης πείνας τό γάλα, μαζί μέ μερικά ἄλλα τρόφιμα, ἦταν ἡ μεγάλη ἰδέα μου. Δέν ξέρω πῶς ἔγινε καί τώρα το έχω ξεχάσει, χωρίς όμως να πάψω να το σέβομαι ως κάτι το ιερό. Η λησμοσύνη μου αυτή δεν οφείλεται στα πιοτά. Παραχόρτασα ἴσως καί δόξα τῷ θεῷ δέν ἔχω γιά πολλά χρόνια ἀρρωστήσει.
Τρεῖς ἤ μᾶλλον δυό φορές μᾶς ἔδωσαν ὅλο κι ὅλο τότε γάλα μέ τό δελτίο. Τήν τρίτη φορά πῆγα ἀλλά ματαιώθηκε ἡ διανομή. Πήγαινα σ' ἕνα γαλατάδικο μακρινό, στήν ἄλλη ἄκρη. Τό μοίραζαν ἀπόγευμα, ἔπρεπε ὅμως νά πᾶς νά πιάσεις οὐρά σχεδόν ἀπ' τό μεσημέρι. Θυμᾶμαι πολύ ζωηρά τήν τρίτη καί τελευταία μετάβασή μου στό ἐλεεινό αὐτό γαλατάδικο.
Ἔφτασα νωρίς ἐκεῖ καί μπῆκα ἀμέσως στήν οὐρά, πού ἦταν κιόλας μεγάλη. Τό χτεσινό πάθημα πολλῶν εἶχε γίνει μάθημα σέ ὅλους. Τό στρίμωγμα ἐξαιτίας καί τοῦ κρύου ὁλοένα μεγάλωνε. Ὁ γαλακτοπώλης ὅμως δέ φαινόταν ν' ἀνοίξει τό γαλατάδικο. Στό μεταξύ ἔγιναν κάνα δυό ἐπεισόδια λόγῳ τῆς στενῆς επαφῆς μας. Παρ' ὅλη τήν πείνα, ὅπως θά θυμοῦνται ἐλπίζω πολλοί, ἄνθιζε καί λουλούδιζε τότε στίς οὐρές τό κολλητήρι.
Κάποια στιγμή ὁ γαλακτοπώλης μέ τό καρότσι του φάνηκε. Ἔρχονταν ὅμως πολύ γρήγορα καί τά γκιούμια χοροπηδοῦσαν. Σάν ἔφταξε κοντά, μᾶς φώναξε: «Χύθηκε τό γάλα στό δρόμο». Κανείς δέ διαμαρτυρήθηκε. Ἔλεγαν ἄλλωστε πώς εἶναι ταγματασφαλίτης. Τή νύχτα γυρνοῦσε καί σκότωνε. Διαλύσαμε περίλυποι τήν οὐρά καί πήραμε τούς δρόμους. Ἦταν φανερό πώς εἶχε τελειώσει κι αὐτή ἡ ὑπόθεση. Ἤμουν ἀπαρηγόρητος.
Στό γυρισμό ἄλλαξα δρομολόγιο γιά νά μήν ξαναπεράσω ἀπό κάτι πεθαμένους πού εἶχα δεῖ πρωτύτερα. Τούς εἶχαν παρατήσει, ποιός ξέρει γιατί, ἐκεῖ πού ἀρχίζει σήμερα ἡ ἔκθεση κι ἀκριβῶς στό σημεῖο, θαρρῶ, ὅπου τώρα ὑψώνεται τό τεράστιο μοντέρνο γλυπτό πού ἐκφράζει, καθώς λένε οἱ εἰδικοί, τήν αἰώνια ὁρμή τοῦ ἀνθρώπου γιά πρόοδο καί ἀνάταση. Ἦταν ἕνα μεγάλο ὀρθογώνιο κασόνι καί τούς εἶχαν μέσα πρόσωπο μέ πρόσωπο.
Ἐπιστρέφοντας ἀργά ἀπό ἄλλους δρόμους γρήγορα ξεχάστηκα κι ἄρχισα, ὅπως συνήθως, νά ὀνειρεύομαι φαγητά. Τά φαγιά πού τρώγαμε τότε ἦταν κάτι ἀπίστευτα πράγματα. Ὅλα ἔμοιαζαν μέ κάτι τό προπολεμικό, μά κανένα δέν ἦταν ἀκριβῶς τό ἴδιο. Θαρρεῖς καί τό πᾶν ἦταν νά διατηρηθεῖ ἡ ὀνομασία. Γιά τό κατσαμάκι ὅμως ὀνομασία εὐγενική δέ βρέθηκε. Θά 'ξιζε νά γραφτεῖ μιά μελέτη γιά τά φαγιά τῆς κατοχῆς. Δέν ἀποκλείεται μερικά νά γίνουν καί τῆς μόδας, ὅλα νά τά περιμένεις. Τά πιό πολλά εἶχαν γιά βάση τους τό καλαμπόκι. Εἶναι μυστήριο πράγμα ἀπό ποῦ ξεφύτρωσε ξαφνικά τόσο πολύ καλαμπόκι. Ἀκόμη καί στίς ἐκκλησίες ἀντίδωρο καλαμποκίσιο μοιράζανε. Ὅλοι ἔσπευδαν νά πάρουν.
Θυμᾶμαι ἕνα σωρό γωνιές πού εἶδα ἀνθρώπους νά πέφτουν. Περνώντας τούς ξαναφέρνω στή μνήμη μου λέγοντας μιά εὐχή. Ἄν ἤμασταν ἄνθρωποι, θά 'πρεπε σέ μερικά ἔστω σημεῖα νά ὑπάρχει κάτι, ἕνα σημάδι γιά μαρτυρία καί ὑπενθύμιση. Σέ μιά μεγάλη ἀπεργία προπολεμική, ἐκεῖ ὅπου εἶχαν πέσει ἀπεργοί, πάνω στά ξερά αἵματα, οἱ φίλοι τους καί σύντροφοί τους εἶχαν βάλει ἀπό μιά τραγιάσκα κι ἕνα κουλούρι. Σχεδόν ἀμέσως, βέβαια, ἐξαφανίστηκαν ἀγρίως ὅλα αὐτά. Πολλοί ἄνθρωποι ἔχουν πεθάνει στούς δρόμους αὐτῆς τῆς πόλης.
Νομίζω πώς μέ ἔχουν σώσει τά ὄνειρα, τά ὁράματά μου μᾶλλον. Τότε μέ εἶχε πιάσει μεγάλη μανία μέ τό γάλα καί τό κακάο. Φανταζόμουν καζάνια ὁλόκληρα μέ γάλα καί κακάο νά τ' ἀνακατεύω μέ μιά τεράστια ξύλινη χοντρή κουτάλα καί νά μέ τυλίγει ἡ θεσπέσια ἐκείνη εὐωδιά. Ἔριχνα, βέβαια, μέσα καί ἄφθονη ζάχαρη, γνήσια, ὄχι ζαχαρίνη, πού τόση ζημιά ἔκανε στήν ἐρωτική ἱκανότητα πολλῶν. Ἀνεβοκατέβαζα συνεχῶς τίς δόσεις ὥσπου στό τέλος μπούχτιζα, βαρυστομάχιαζα σχεδόν, ἀπ' τά τόσο βαριά πράγματα πού ἔτρωγα μέ τό νοῦ μου. Ὁ διεθνής ἐρυθρός σταυρός, εὐτυχῶς, μᾶς μοίρασε μερικές φορές ἀπ' ὅλα αὐτά τά πράγματα. Τί ἔγιναν ἄραγε ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ σεμνοί ξένοι πού μέ τόση κρυφή συγκίνηση κοίταζαν ἐμᾶς τά παιδιά ὅταν πηγαίναμε νά πάρουμε τά εἴδη; Πολλές φορές τούς πρόσεξα νά μοῦ ζυγιάζουν πολύ παραπάνω κάνοντας μάλιστα καί τόν αὐστηρό. Ὅλοι τους ἔχουν λησμονήσει. Ἄν σκότωναν ἀνθρώπους, θά ἦταν σήμερα πασίγνωστοι, ἴσως καί δοξασμένοι. Ἀλλά τί νά μᾶς κάνουν τά τρόφιμα τοῦ ἐρυθροῦ σταυροῦ; Ἡ τροφή ἦταν μιά καθημερινή ὑπόθεση πού μόνο μιά γεμάτη ἀγορά μποροῦσε νά τά λύσει. Γι' αὐτό κι ἐγώ εἶχα καταφύγει στή φαντασία. Χρόνια καί χρόνια, κι ὄχι μονάχα στήν κατοχή, τέτοια ἦταν τά νεανικά μου ὄνειρα. Ὅλο γιά φαγιά, γιά ψωμιά, γιά ροῦχα καί παπούτσια. Δέ μοῦ ἔμενε δυστυχῶς καιρός οὔτε ἰκμάδα γιά πράγματα ὑψιπετῆ καί λεπτεπίλεπτα. Ἀργά τό διαπιστώνω, τί κρίμα! Ἐνῶ κάτι συνομήλικοί μου ἀπό χωριά ἤ πλουσιόσπιτα εἶναι σήμερα μέχρι λιποθυμίας λεπταίσθητοι — καί τί ντροπή! — ἀκόμα καί μπλαζέδες.
Φυσικά, παρόμοια ὄνειρα ἔκαμνα γυρνώντας στό σπίτι μετά ἀπό κεῖνο τό γάλα. Εἶχα τελείως ἀφαιρεθεῖ μές στούς ἀχνούς καί τίς ποσότητες. Ὅταν ὅμως ἄρχισα ν' ἀνεβαίνω τά ἀναρίθμητα σκαλοπάτια τοῦ σπιτιοῦ μας, κόπηκαν τά ποδάρια μου καί τά ὄνειρα. «Πῶς θά τούς τό πῶ τώρα;» Δέχτηκαν τήν εἴδησή μου μέ ψυχραιμία. Εἶχαν στό μεταξύ λάβει μιάν ανείπωτη χαρά. Κάποιος εἶχε δεῖ νά περνοῦν ἀπ' τήν Ἐγνατία κάρα φορτωμένα μέ ἄλευρα. Αὐτό σήμαινε πώς τήν ἄλλη μέρα θά μοίραζαν οἱ φοῦρνοι μπομπότα. Πῆρα, θυμᾶμαι, τό δελτίο καί μέτρησα· δεκατρεῖς ὁλόκληρες μέρες εἶχαν νά μοιράσουν οἱ φοῦρνοι ψωμί. Σχεδόν ντρέπομαι πού τό λέω.
Τό χαρμόσυνο γεγονός ἔπρεπε νά πανηγυριστεῖ καταλλήλως. Μάζεψα τά παιδιά τῆς γειτονιᾶς καί σέ μιά ἀποθήκη παίξαμε τό βραδάκι καραγκιόζη. Παραστήσαμε σέ δική μας διασκευή τήν κωμωδία «Ὁ Καραγκιόζης μάγερας». Ἐγώ ἤμουν ο Χατζηαβάτης.
— Ἀπό γλυκίσματα ξέρεις, Καραγκιόζη μου; ρωτοῦσα ἐγώ.
— Στά γλυκίσματα εἶμαι καί ἐφευρέτης μάλιστα, ἔλεγε ἐκεῖνος. Ἐγώ εἶμαι αὐτός πού ἀνακάλυψε ἐκείνη τήν ὡραία χαρουπόπιτα στήν κατοχή.
— Δέν τό 'χω φάει αὐτό τό γλύκισμα ποτέ μου, ἔλεγα ἐγώ γλυκόφωνα.
— Δέ θά 'σουν ἐδῶ στήν κατοχή.
— Ὄχι, Καραγκιόζη μου, ἤμουνα ταξίδι στήν Πορτοκαλία.
— Ἐάν ἔτρωγες, Χατζατζάρη μου, θά σοῦ ἔμενε ἀνάμνηση σ' ὅλη σου τή ζωή.
— Μά τόσο νόστιμο ἦταν, βρέ ἀδερφέ;
— Νά σοῦ δώσω νά ἐννοήσεις, Χατζατζάρη μου· ἔτρωγες τήν πρώτη μπουκουνιά, ἐγούρλωνες τά μάτια. Ἔτρωγες τή δεύτερη μπουκουνιά, ἐτίναζες τά ποδάρια. Ἔτρωγες τήν τρίτη μπουκουνιά, ἔπεφτες ἀναίσθητος κάτω. Ἐρχόσουν μόνος καί σέ παίρνανε τέσσερεις.
— Καί γιατί ἔμενες ἀναίσθητος, Καραγκιόζη μου;
— Ἀπό τή νοστιμάδα τοῦ γλυκίσματός μου.
— Μπράβο, Καραγκιόζη, τά συγχαρητήριά μου.
Γελοῦσαν, ξεκαρδίζονταν τά παιδιά, οἱ φίλοι μου, παρ' ὅλη τή λόρδα πού μᾶς τυραννοῦσε. Τώρα, ὅσοι ἀπ' αὐτούς ἔχουν σωθεῖ, εἶναι λαμπροί οἰκογενειάρχες, πολύ ἀνώτεροι ἀπ' τούς πατεράδες τους. Οὔτε μπεκρουλιάζουν οὔτε ρεμπελεύουνε ὅπως ἐκεῖνοι οἱ γερομπαμπαλῆδες. Συνήθως ὅμως πᾶνε συλλογισμένοι καί μελαγχολικοί. Μεῖναν ἀνεξίτηλα ἐκεῖνα τά βάσανα μά καί οἱ ἐξάρσεις. Καί κάθε φορά πού συμβαίνει τίποτε τό ὕποπτο, ἀφοῦ τούς βλέπω πρῶτα ν' ἀγωνίζονται ἀπ' ὅλους πιό συνειδητά, τούς συναντῶ ἀργότερα, σάν πάρει ἡ κάμψη, μές στά μπακάλικα καί τά φουρνάρικα νά ἀγοράζουν μέ ἀγωνία ἀσυγκράτητη ὅ,τι βροῦνε μπροστά τους, ἀκόμα καί πράγματα πού οἱ νεώτεροι τά θεωροῦνε περιττά. Κι ἐγώ, φυσικά, τό ἴδιο κάνω. Δέν μποροῦμε νά ἡσυχάσουμε χωρίς ἀποθέματα τροφίμων στό σπίτι. Ὅλα τά θέλουμε σέ μεγάλες ποσότητες. Εἶναι πού φοβόμαστε κατά βάθος πολύ. Ἔχουμε διδαχτεῖ στό πετσί μας πόσο εὔκολα καί ξαφνικά μπορεῖ νά δημιουργηθεῖ μιά παντελής ἔλλειψη. Ξέρουμε πώς ὅλος αὐτός ὁ κοσμάκης πού τώρα χοροπηδάει καί χαχανίζει μές στήν ξενοιασιά μπορεῖ μέ μιά ἀναμπουμπούλα ν' ἀρχίσει ἀφάνταστα σύντομα νά ὑποφέρει ἤ καί νά πεθαίνει ὁμαδικά ἀπό τήν πείνα. Ὁ θεός νά μήν τό ξαναδώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου