Ἂς ἀνθίσουν τὰ πλάγια κι’ οἱ κάμποι
κατὰ τ’ ἄστρο ποῦ ὁλόχαρο βγαίνει!
Τὸ στεφάνι τῆς δόξας του λάμπει
καὶ ἀπὸ φῶς πλημμυρίζει τὴ γῆ·
ταὶς ψυχαὶς τῶν Ἑλλήνων θερμαίνει,
ἀλλὰ τόση ἔχουν φλόγα κ’ ἐκείναις
ποῦ ἀναδίνουν στοῦ ἡλίου ταὶς ἀχτίναις
ὅση ἐκεῖθε λαβαίνουν ζωή.
Τέτοια μέρα τὰ στήθη τους ὅλοι
δὲ στολίζουν μὲ δάφνης κλωνάρια·
πρκαλῶντας τὸ τούρκικο βόλι,
νέα στολίδια γυρεύουν πολλοί.
Δὲ φθονοῦνε τ’ ἀνδρεῖα παλληκάρια
τῆς χαρᾶς τὸ γιομάτο ποτῆρι·
ηὗραν ἄλλο ἐθνικὸ πανηύρι
στ’ ἀκουσμένο τῆς Κρήτης νησί.
Μόλις εἶπαν λιβάδια καὶ βράχοι:
ἡ Τουρκιὰ μὲ τὴν Κρήτη παλεύει! –
ἐχυθῆκαν στὴν ἄσπονδη μάχη,
ὡς νὰ ἐτρέχαν σὲ γάμου χαρά.
Τὸ πουλὶ ποῦ μακρυὰ ταξειδεύει
τέτοια ὁρμὴ στὴ φτεροῦγα του βρίσκει,
ὅταν αὔραις, ἀρώματα κ’ ἴσκοι
τὸ προσμένουν στὴ νέα κατοικιά.
Ἄχ! στὴ μέση ἀπὸ χίλιους κινδύνους,
πεῖνα, δίψα καὶ λίθινο στρῶμα
νὰ προσφέρῃ έδυνήθη ‘ς ἐκείνους
τῶν ἡρώων ἡ πολύπαθη γῆ.
Ἀλλ’ ἐκεῖ πολεμοῦν καὶ τὸ χῶμα
ἀπὸ αἷμα θεόργιστο βρέχουν·
πολεμοῦν καὶ στὸ πλάγι τους ἔχουν
τὰ ξεφτέρια τῆς Ἴδας ἐκεῖ.
Μία θερμὴ τοὺς ἀντάμωσε ἀγάπη,
ποῦ κανένας ποτὲ δὲ θὰ σβύσῃ·
τ’ ἄγριο ξίφος τοῦ Τούρκου, τ’ Ἀράπη
πάντ’ αὐτοὺς ἑνωμένους θὰ βρῇ·
μήτε θέλει σκληρὰ τοὺς χωρίσῃ
τῆς Εὐρώπης τουρκόφιλο γράμμα
ἢ θὰ ζήσουν ἐλεύθεροι ἀντάμα,
ἢ στὴ μάχη θὰ πέσουν μαζί.
Τ’ ὡρκιστῆκαν μὲ βία καὶ μὲ πλάνη
τέτοιον ὅρκο νὰ πνίξῃ ζητάει
τὸ χλωμό, τρομασμένο Διβάνι,
μήπως πέρα στὴ Δύση ἀκουστῇ.
Άλλὰ ξάφνου τ’ ἀέρι βροντάει.
Ἀντηχῶντας καὶ κάτου στὸν Ἅδη·
τρέμει, ἀνάφτει, πετιέται τ’ Ἀρκάδι
τέτοιον ὅρκο τοῦ κόσμου νὰ πῇ.
Μὲ ταὶς φλόγαις ὁ κρότος ἐχύθη
στὴ μίαν ἄκρη τῆς γῆς καὶ στὴν ἄλλη·
Ζήτω! ζήτω! ἀναρίθμητα στήθη
ἐφωνάξαν ὥς τ’ ἄστρα παντοῦ.
Τὶ θὰ πράξουν τῆς γῆς οἱ Μεγάλοι;
τὶ στὸ νοῦ τους κρυφὰ μελετοῦνε;
Μὲς τὰ κρύα σωθικὰ δὲν ἀκοῦνε
μήτε σπίθα τοῦ ἐνδόξου Ἀρκαδιοῦ;
Τὴ βουλή τους, λαχτίζοντας, τώρα
ἡ γυναῖκα τῆς Κρήτης προσμένει,
ὅπου λύσσα τοῦ Τούρκου αἱμοβόρα
νὰ ξεφύγῃ ἐδυνήθη κρυφά.
Θὰ γυρίσῃ σὲ λίγο ἡ θλιμμένη
τὸ Σταυρὸ ν’ ἀγναντέψῃ στὴν Ἴδα;
Ἢ θ’ ἀκούσῃ: Δὲν ἔχεις πατρίδα –
νὰ τῆς σφάξῃ τὴ μαύρη καρδιά;
Ἀλλὰ πῶς κάθε φόβο καὶ λύπη
τώρα ξάφνου πετάει στὸν ἀέρα;
Πῶς γενναῖοι καὶ χαρούμενοι χτύποι
τῆς ταράζουν τὰ στήθη μὲ μιᾶς;
Ὦ τῆς δόξας ἀθάνατη μέρα,
εἶσαι σύ, ποῦ, προβαίνοντας πάλι,
μέγα θάρρος, ἐλπίδα μεγάλη
μὲ μίαν αὖρα μονάχη ξυπνᾷς!
Ἄς ἀνθίσουν τὰ πλάγια κ’ οἱ κάμποι
κατὰ τ’ ἄστρο ποῦ ὁλόχαρο βγαίνει!
Τὸ στεφάνι τῆς δόξας του λάμπει
καὶ ἀπὸ φῶς πλημμυρίζει τὴ γῆ·
ταὶς ψυχαῖς τῶν Ἑλλήνων θερμαίνει,
ἀλλὰ τόση ἔχουν φλόγα κ’ ἐκείναις,
ποῦ ἀναδίνουν στοῦ ἡλίου ταὶς ἀχτίναις
ὅση ἐκεῖθε λαβαίνουν ζωή.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου