They dip their wings in the sunset,
They dash against the air
As if to break themselves upon its stillness:
In every movement, too swift to count,
Is a revelry of indecision,
A furtive delight in trees they do not desire
And in grasses that shall not know their weight.
They hover and lean toward the meadow
With little edged cries;
And then,
As if frightened at the earth’s nearness,
They seek the high austerity of evening sky
And swirl into its depth.
***
Τα φτερά τους στο λιόγερμα βουτάν,
στον αέρα ενάντια χιμάν,
σα να 'ταν να σπάγαν ολάκερα στη σκληράδα του απάνω·
σε κάθε τους κίνηση -στη σβελτάδα ασυναγώνιστα-
η αβουλία γλεντά,
μια κλεφτή απόλαυση στις φυλλωσιές των δέντρων δεν ζητάν
και στα χόρτα δε θε το βάρος τους να νιώσουν
Γέρνουν στον αγρό και πετάν,
ψιλοκλαίγοντας·
και τότε σαν κατατρομαγμένα απ' την ίδια τη γη,
την άκρα του απογευματινού ουρανού λιτότητα ζητάν
και στροβιλίζονται μέσα στα βάθη του
Απόδοση στα ελληνικά:
Βασίλης Πανδής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου