Δεν θέλω κάλλος αύθαδες παρθένου αλαζόνος,
θρασείας εκ της καλλονής, ψυχράς εκ θωπευμάτων.
Βλέμμα δεν έρριψα ποτέ εις πτέρυγας ταώνος
ουδ' εις φιάλην στίλβουσαν, πλην στείραν αρωμάτων.
Την θέλω ασθενή εγώ την φίλην μου ταχείαν,
ωχράν την θέλω και λευκήν ως νεκρικήν σινδόνην,
με είκοσι φθινόπωρα, με άνοιξιν καμίαν,
μ'ολίγο σώμα - άνεμον σχεδόν - ολίγην κόνιν.
Την θέλω επιθανάτιον μ' αθανασίας μύρον,
κόρην και φάσμα, σάβανον αντί εσθήτος σύρον...
Θέλω την φίλην μου ωδήν εκλείπουσαν ηρέμα,
αθανασίας βλέπουσαν οδόν εις τάφου στόμα·
καλήν και μελαγχολικήν, με ήρεμον το βλέμμα,
με φυομένην πτέρυγα εις καταρρέον σώμα.
Την θέλω κόρην, αδελφήν και φίλην μου αγίαν,
αλλ' όχι και νυμφίαν μου, αλλά ποτέ νυμφίαν.
Ω, πώς θα ενοσήλευον την κόρην τελευτώσαν!
με ποίαν, ποίαν άφωνον στοργήν θα την προσείχα·
θα είχε προσκεφάλαιον καρδίαν αγαπώσαν
και μόνον μου αντίζηλον τον θάνατο θα είχα.
Ω, πώς θα ενοσήλευον την ασθενή παρθένον,
ωχρός, συνέχων την πνοήν και άγρυπνος προσμένων...
Ω, πόσας δεν ητένισα νεάνιδας δακρύων,
διότι ήσαν κάτωχροι κι είχον μορφήν νοσούσαν.
Ω, πόσας εσυνόδευσα νεκράς εις το μνημείον,
νομίζων πως ακολουθώ την φίλην μου θανούσαν.
Ποσάκις είδον ν' ανοιχθεί νεκράς αγνώστου στόμα
και μ' είπεν: "ακολούθει με! εγώ είμαι το πτώμα!"
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου