Τετάρτη 4 Μαρτίου 2015

Βασίλης Μιχαηλίδης: Διά την ένωσιν της Κρήτης



Αχ, μάνα, σαν να μ' έβγαλε ο Θεός από τον άδη!
Τόσον καιρόν μεσ' στην σκλαβιάν στ' ολόμαυρο σκοτάδι
με της σκλαβιάς τα βάσανα, με της σκλαβιάς τον πόνον
δίχως καμιά παρηγοριά με την ελπίδα μόνον
κάθε στιγμήν σ' επρόσμενα, κ' εδιάβαιναν οι χρόνοι
κι άκουε ο κόσμος να κτυπώ την αλυσίδα, μόνη
δίχως καμιά βοήθεια, καμιάν από κανένα,
κ' είχα μονάχα τον Θεόν ελπίδα μου κ' εσένα.
Μια ώρα δεν επέρασε χωρίς ν' αναστενάξω,
κι όσες φορές επρόβαλα γι ασένα να κοιτάξω
μου δείχν' ο φοβερός εχθρός το φοβερόν σπαθί του.
Τωρά που θέλησ' ο Θεός κ' εδόθ' η προσταγή του
άνοιξεν η ανατολή κ' εβγήκε τούτ' η μέρα
που η καρδιά μ' ολάνοικτη, χρόνια την εκαρτέρα
κ' εσμίχθηκε κ' εχύθηκε μαζί με την ματιά σου
κ' είδα την πλάση ολόφωτη μπροστά μου και μπροστά σου.

Εις την Φραγκιά κ' εις την Τουρκιά αιώνας σκλαβωμένη
αλλόθρησκη σ' αλλόθρησκους, σε ξένα χέρια ξένη
επολεμούσα πάντοτε μ' όλα τα δυνατά μου
κ' εφύλαξα ανέγγιχτη για σένα την καρδιά μου.
Με τέτοι' ανέγγιχτη καρδιά πέφτω στην αγκαλιά σου
με την πνοή σου να λουσθώ και με την μυρωδιά σου
νά 'λθω στην πρώτην μου ζωήν, νά 'λθω στα πρωτινά μου
κι αυτήν την ώραν νά 'ξερες, νά 'ξερες την χαρά μου;
Αχ! με τα λόγια δεν μπορεί να σου την πει το στόμα
θαρρώ πως όλα χαίρουνται, κ' οι πέτρες και το χώμα
και τα νεκρά μου τα παιδιά θαρρώ πως θα πηδήσουν
να βγουν από τα μνήματα να σε ποδοφιλήσουν.

Σ' όλα τα χρόνια της σκλαβιάς που όλ' η γη μου εσείσθη
που από τουφέκι και σπαθί με αίμα εποτίσθη
πάνω μου χέρι εχθρικό δεν άφηκα ν' απλώσει
κι αυτά σου τ' ανεκτίμητα που μού 'χες τότε δώσει
τα έχω, τα εφύλαξα και τα φυλάγω ακόμα,
τα λόγια σου απαράλλακτα τα έχω εις το στόμα
και τον χρυσόν σου τον σταυρόν τον θεοκαμωμένον
τον έχω μες στου στήθους μου τα βάθη φυλαγμένον
ακέραιον, ανέγγιχτον κι αυτόν σαν την καρδιά μου.
Με πόλεμον τα φύλαξα εις όλην την σκλαβιάν μου
κι αιματωμένη πάντοτε από τες λαβωματιές μου,
κι έλα, να δεις μιαν μάχην μου, μιαν απ' τες πολλές μου.
Βλέπεις αυτήν την ρεματιάν δίπλα σ' αυτήν την ράχη;
Οκτώ μέρες κι οκτώ νύκτες εβάσταξε μια μάχη
μάχη με πείσμα φοβερό που δεν έγιν' ακόμα,
που από το αίμα το πολύ άλλαξ' ο τόπος χρώμα
κ' ήσαν χιλιάδες οι εχθροί, δεκάδες τα παιδιά μου,
και μ' όλον τούτο ένιωθα την νίκη στην καρδιά μου.
Χέρια με χέρια ήλθανε, δόντια με δόντι' ακόμα
και τόσοι έπεσαν νεκροί που δεν έβλεπες χώμα.
Τους πήρε τέλος τους εχθρούς τρόμος κ' εσκορπισθήκαν
εφτέρωσε τα πόδια τους ο φόβος κ' εχαθήκαν.
Χιλιάδες άφησαν νεκρούς και είν' εκεί θαμμένοι
και τώρ' απού τον φόβον τους ακόμα πεθαμμένοι
θαρρούν πως γίνεται σεισμός απ' την παρπατησιά σου,
θαρρούν πως είναι μια βροντή το κάθε πάτημά σου
γιατί τ' αστροπελέκημα το ξέρουν του ματιού σου
και τα κορμιά των ξέρουνε την κόψη του σπαθιού σου
και τρέχουν κάτω πιο βαθιά στο χώμα να κρυφθούσιν
μήπως τους δει το μάτι σου και ξανασκοτωθούσιν.

Στην αγκαλιά σου τώρα πια με κάμνει η χαρά μου
να λησμονήσω τα πολλά, τ' άπειρα βάσανά μου.
Εύχομαι τώρ' από καρδιάς και ο Θεός να δώσει
κι όλα τα σκλάβ' αδέλφια μου να τα ελευθερώσει.
Όλα τα σκλάβ' αδέλφια μου, τα σκλάβα τα παιδιά σου
ν' αξιωθούν καθώς κ' εγώ την θείαν αγκαλιά σου
κ' ένα κορμί και μια καρδιά να γίνει η φυλή μας
κ' η πανελλήνιος χαρά να είναι η γιορτή μας.


Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου