Πρώτα ήρθε και στάθηκε στην άδεια πλατεία ένα ποδήλατο και στεκόταν για κάμποση ώρα έτσι μόνο του, αργότερα κάθισε επάνω στο ποδήλατο ο ποδηλάτης κι επάνω στους ώμους του ποδηλάτη ένα μικρό αγοράκι και στην παλάμη του μικρού παιδιού το αλογάκι της Παναγιάς και μες στ' αλογάκι της Παναγιάς, Εγώ! Κατόπιν μαζεύτηκαν —πρώτα ένας άνθρωπος περαστικός και στάθηκε και χάζευε— αργότερα έφυγε αυτός κι ήρθε ένας άλλος που στάθηκε και θαύμαζε —κατόπιν φεύγοντας αυτός ένας τρίτος που στάθηκε και κοίταζε απορώντας σαν κουτός και δεν έβγαζε νόημα— πέρασε κι αυτός και πήγε στη δουλειά του. Αφού έφυγαν αυτοί ήρθαν οι έξυπνοι τρεις-τρεις και συζητούσαν φωναχτά ανάμεσα τους κι έλεγαν ότι δε γίνεται και δεν μπορεί να 'ναι αληθινό —ένας ποδηλάτης αγών— στέκεται μόνος του χωρίς να πέφτει στη μέση του πελάου και στα νερά επάνω και να μη βουλιάζει, αυτό είναι βλαστήμια γιατί ένας μόνο περπάτησε τα νερά και τα νερά είναι της βροχής μια σπιθαμή μονάχα και δεν είναι αρκετά για να ανθέξουν το βάρος ενός κοτζάμ ποδηλάτου με αναβάτη με καταβάτη και με παιδί στον ώμο του και με τ' άλογο της Παναγιάς και με μένα μες στ' αλογάκι τον εμπνευσμένο. Τότε παρατώντας τα οι έξυπνοι άνθρωποι ήρθαν οι σχολαστικοί και μας εξετάζανε με προσοχή. Μέτρησαν τους παλμούς των φρένων και τα λάστιχα της αλυσίδας, την απόχη και την καμπύλη, ζύγισαν τα ρούχα, έδωσαν τροφή κι ανέλυσαν τ' απορρίμματα —συμπέρασμα μηδέν, δε φτάνουν τα συναισθήματα όταν πρόκειται περί ισορροπίας, ούτε τα επιχειρήματα όταν έχουμε να κάνουμε με πρωτόκολλο. Παρατώντας τα οι σχολαστικοί ήρθαν οι αμέτοχοι, οι άγνωστοι, οι ουδέτεροι κι έριχναν δεκάρες και γέμισε ο ντενεκές τρεις φορές έως επάνω και τον αδειάσανε και τότες ξεπέζεψε ο ποδηλάτης και το αγοράκι κατέβηκε από τον ώμο του και άνοιξε το χεράκι του και πέταξε τ' αλογάκι της Παναγιάς κι έφυγε ο ποδηλάτης και το ποδήλατο κι εγώ —κι έμεινε άδεια η πλατεία ως ήταν πριν και μετά και όπως θα 'ναι πάντα.
ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ : ΠΑΡΑΜΥΘΟΛΟΓΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου