Τῶν Τρώων καὶ τῶν Ἀχαιῶν ὁ ἀγώνας ἐμονώθη˙
καὶ ἀπ’ τὰ δυὸ μέρη ὡς ἔριχναν τὰ χαλκοφόρ’ ἀκόντια,
πολὺν καιρὸν κυμάτισεν ἡ μάχη στὴν πεδιάδα,
ποὺ κλείουν μὲ τὲς ὄχθες των ὁ Ξάνθος καὶ ὁ Σιμόεις.
Πρῶτος, τὸ μέγα στήριγμα τῶν Ἀχαιῶν, ὁ Αἴας
ἔσπασε Τρώων φάλαγγα καὶ οἱ σύντροφοι ἀναπνεῦσαν,
ποὺ ἐκτύπησ’ ἕναν τῶν Θρακῶν ἐξαίσιον πολεμάρχον,
τὸν ὑψηλὸν Ἀκάμαντα, λαμπρὸν υἱὸν τοῦ Εὐσσώρου.
Στὸν κῶνον τὸν ἐκτύπησε τῆς περικεφαλαίας
κι ἐμπήχθη μὲς στὸ μέτωπο κι ἐπέρασεν ἠ λόγχη 10
τὸ κόκαλο· κι ἐσκέπασε τοὺς ὀφθαλμούς του σκότος.
Τὸν Τευθρανίδην Ἄξυλον ὁ ἀνδρεῖος Διομήδης
φονεύει, ποὺ στὴν εὔμορφην ᾽Αρίσβην κατοικοῦσε,
πάμπλουτος, κοσμαγάπητος, διότι ὡς εἶχε ἐπάνω
στὸν δρόμον τὴν οἰκίαν του, φιλοξενοῦσεν ὅλους.
Ἀλλ’ ἀπ’ αὐτοὺς τότε κανεὶς δὲν πρόβαλε τὸ στῆθος
διὰ νὰ τὸν σώση, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν καὶ τὸν ἀκόλουθόν του
Καλήσιον, ποὺ στὸ πλάγι του τοὺς ἵππους κυβερνοῦσε,
ἔστειλε κάτω ἀπὸ τὴν γῆν ἡ λόγχη τοῦ Τυδείδη.
Ἀφοῦ τὸν Δρῆσον γύμνωσε καὶ ἀντάμα τὸν ᾽Οφέλτιν 20
ὁ Εὐρύαλος, στὸν Αἴσηπον καὶ Πήδασον ἐχύθη,
πού ᾽χε γεννήσ’ ἡ Ναϊάς, ἡ νύμφη Ἀβαρβαρέη,
τοὺ ἀψόγου Βουκολίωνος, ποὺ τέκνον ἦταν πρῶτο
τοῦ θείου Λαομέδοντος ἀπὸ κρυφὴν μητέρα·
ὡς ἔβοσκε τὰ πρόβατα κοιμήθη μὲ τὴν νύμφη
καὶ δύο τέκνα δίδυμα τοῦ γέννησεν ἐκείνη·
αὐτῶν τῶν δύο νέκρωσε τ’ ἀνδρειωμένα μέλη
ὁ Μηκιστηάδης κι ἔπειτα καὶ τ’ ἄρματα τοὺς πῆρε.
Φονεύει τὸν ᾽Αστύαλον ὁ ἀνδρεῖος Πολυποίτης
καὶ τὸν Περκώσιον λόγχισε Πιδύτην ὁ ᾽Οδυσσέας· 30
τὸν θεῖον ᾽Αρετάονα ὁ Τεῦκρος· καὶ μ’ ἀκόντι
τὸν ῎Αβληρον ὁ ᾽Αντίλοχος ἐπῆρε Νεστορίδης˙
ἡ ὁρμὴ τοῦ ᾽Αγαμέμνονος τὸν ῎Ελατον, ἀνδρεῖον
ἀπ’ τὴν ὑψηλὴν Πήδασον, ποὺ βρέχει ὁ Σατνιόεις.
Τὸν Φύλανον ποὺ ἔφευγεν ὁ Λήιτος φονεύει
καὶ τὸν Μελάνθιον ἔριξεν ἡ λόγχη τοῦ Εὐρυπύλου·
καὶ ζωντανὸν τὸν ῎Αδραστον ἡ ἀνδρειὰ τοῦ Μενελάου
ἔπιασεν˙ ὅτι τ’ ἄλογα στὸν κάμπο ξαφνισμένα
σ’ ἕνα μυρίκι ἐσκόνταψαν κι ἐσπάσαν τὸ τιμόνι
τῆς ἅμαξας στὴν ἄκρη του, κι ἐτρέχαν πρὸς τὴν πόλιν, 40
ἐκεῖ ποὺ πλῆθος ἄλλο ἀνδρῶν ἐφεῦγαν τρομασμένοι˙
ἐκεῖνος στὸν τροχὸν σιμὰ ροβόλησε ἀπ’ τὸν θρόνον
ἐπίστομα στὰ χώματα, καὶ αὐτοῦ κοντά του ἐστήθη
ὁ Ἀτρείδης ὁ Μενέλαος μὲ τὸ μακρὺ κοντάρι.
Τὸν ἔπιασε ἀπ’ τὰ γόνατα καὶ ἱκέτευσεν ἐκεῖνος:
«Πάρε με, Ἀτρείδη, ζωντανὸν καὶ λάβε ἀντάξια λύτρα·
ἀπείρους ἔχει θησαυροὺς ὁ πλούσιος μου πατέρας·
ἔχει χρυσάφι, χάλκωμα καὶ σίδερο ἐργασμένο,
κι ἀπ’ ὅλα πλουσιοπάροχα θὰ σοῦ προσφέρη δῶρα,
ἂν μάθη πού ᾽μαι ζωντανὸς στῶν Ἀχαιῶν τὰ πλοῖα». 50
Εἶπε· καὶ τοῦ ἐπράυνε στὰ στήθη τὴν καρδίαν·
καὶ θὰ τὸν ἐπαράδιδεν εἰς τὸν ἀκόλουθόν του
στὰ πλοῖα νὰ τὸν πάρη εὐθύς, ἀλλ’ ἔτρεξε ὁ ἀδελφός του
σιμά του καὶ τοῦ φώναξε: «Μενέλαε, καλέ μου,
τί κάμνεις; Τὴν ζωήν τους σὺ λυπεῖσαι; Ναὶ τωόντι
οἱ Τρῶες εἰς τὸ σπίτι σου πολὺ καλὸ σοῦ κάμαν·
κανεὶς ἀπὸ τὸν ὄλεθρον, στὰ χέρια μας ἂν πέση,
νὰ μὴ σωθῆ ποτέ· μηδὲ τ’ ἀγόρι, πού ᾽ναι ἀκόμη
μέσα στὰ σπλάχνα τῆς μητρός, νὰ μὴ σωθῆ καὶ ὅλοι
ἄταφοι καὶ ἄφαντοι ἂς χαθοῦν οἱ κάτοικοι τῆς Τροίας». 60
Οἱ ὀρθοί του λόγοι ἐγύρισαν τὴν γνώμην τοῦ ἀδελφοῦ του,
καὶ μὲ τὸ χέρι ἐμάκρυνε τὸν Ἄδραστον· καὶ ὁ πρῶτος
Ἀτρείδης τὸν ἐπλήγωσε στὸ βάθος τῆς λαπάρας·
καὶ ὡς ἔπεσε τ’ ἀνάσκελα, τὸν πάτησεν ὁ Ἀτρείδης
στὸ στῆθος κι ἔξω ἀνέσπασε τὸ φράξινο κοντάρι.
Καὶ ὁ Νέστωρ μεγαλόφωνα πρὸς τοὺς Ἀργείους εἶπε:
«Ἥρωες, φίλοι Δαναοί, θεράποντες τοῦ Ἄρη,
τώρα διὰ λάφυρα κανεὶς ὀπίσω ἂς μὴ ξεμείνη,
διὰ νὰ γυρίση μὲ πολλὰ στὰ γρήγορα καράβια,
ἀλλ’ ἄνδρες ἂς φονεύωμε· κατόπι μὲ ἡσυχίαν 70
τὰ λείψανα θὰ γδύσετε στρωμένα στὴν πεδιάδα».
Εἶπε καὶ εἰς ὅλους ἄναψε τὸ θάρρος τῆς ἀνδρείας.
Καὶ τότε ἀπ’ τὴν σφοδρὴν ὁρμὴν τῶν Ἀχαιῶν οἱ Τρῶες
στὴν ῎Ιλιον πάλε ἀνέβαιναν ἀνάνδρως συντριμμένοι,
ἂν ὁ Πριαμίδης ῞Ελενος, καλὸς ὀρνεοσκόπος,
δὲν ἔρχονταν στὸν ῞Εκτορα νὰ εἰπῆ καὶ στὸν Αἰνείαν:
«Ἀφοῦ σ’ ὅλους ἀνάμεσα τοὺς Τρῶας καὶ Λυκίους,
«Αἰνεία κι ῞Εκτωρ, εἰς ἐσᾶς ὁ ἀγώνας κρέμετ’ ὅλος,
ὅτ’ εἶσθε καὶ στὸν πόλεμον κι εἰς πᾶσαν σκέψιν πρῶτοι,
σταθῆτε αὐτοῦ καὶ τὸν λαὸν κρατεῖτε πανταχόθεν 80
ἐμπρὸς στὲς πύλες καὶ προτοῦ κυνηγημένοι πέσουν
στῶν γυναικῶν τὲς ἀγκαλιὲς καὶ ὅλοι χαροῦν οἱ ἐχθροί μας.
Καὶ ἀφοῦ τὲς φάλαγγες ἐσεῖς παρακινήσετ’ ὅλες,
ἐμεῖς ἐδῶ θὰ μείνωμε τὴν μάχην νὰ κρατοῦμε,
ἂν καὶ μ’ ἀγώνα φοβερόν, ὅτι τὸ θέλ’ ἡ ἀνάγκη.
Καὶ σὺ στὴν πόλιν ν’ ἀνεβῆς καὶ λέγε τῆς μητρός μας
ἐπάνω εἰς τὴν ἀκρόπολιν αὐτὴ νὰ συναθροίση
τὲς σεβαστὲς γερόντισσες καὶ τὸν ναὸν τὸν θεῖον
τῆς γλαυκομάτας ᾽Αθηνᾶς μὲ τὸ κλειδὶ ν’ ἀνοίξη,
καὶ ἀπ’ ὅσους πέπλους διαλεκτοὺς στὸ δῶμα της φυλάγει 90
τὸν μέγαν, τὸν λαμπρότερον, τὸν ἀκριβότερόν της
στῆς καλοπλέξουδης θεᾶς τὰ γόνατα νὰ θέση,
καὶ δώδεκα νὰ ὑποσχεθῆ χρονιάρικες μοσχάρες
θυσίαν, ἴσως ἡ θεὰ νὰ ἐλεηθῆ θελήση
τὴν πόλιν, τὲς γυναῖκες μας καὶ τὰ μικρὰ παιδιά μας,
καὶ ἀπ’ τὴν ἁγίαν ῎Ιλιον μακρύνη τὸν Τυδείδην,
τὸν ἄγριον πολεμιστήν, δεινὸν φυγῆς ἐργάτην,
ποὺ ἐδείχθηκε τῶν Ἀχαιῶν ὁ πρῶτος στὴν ἀνδρείαν.
Τόσο δὲν μᾶς ἐτρόμαζεν ὁ μέγας Ἀχιλλέας,
ἂν κι ἐγεννήθη ἀπὸ θεάν, ὡς λέγουν, ἀλλὰ τούτου 100
ἡ μάνιτα εἶναι ἀκράτητη καὶ ἀντίσταση δὲν ἔχει».
Εἶπε· καὶ ὁ ῞Εκτωρ ἔστρεξε στοὺς λόγους τοῦ ἀδελφοῦ του·
καὶ ἀπὸ τ’ ἁμάξι ἐβρόντησε στὴν γῆν μὲ τ’ ἄρματά του.
Δυὸ λόγχες σείε καὶ παντοῦ στὸ στράτευμα γυρίζει,
στὴν μάχην σπρώχνει καὶ δεινὴν πολέμου ἀνάφτει φλόγα.
Τινάχθηκαν κι ἀντίκρισαν τοὺς Ἀχαιοὺς ἐκεῖνοι
καὶ τοῦτοι ὀπισθοπόδησαν κι ἐπαῦσαν ἀπ’ τοὺς φόνους
κι εἶπαν πὼς ἀπ’ τὸν κάταστρον αἰθέρα πρὸς τοὺς Τρῶας
βοηθὸς κατέβη ἕνας θεός· τόσην ὁρμὴν ἐδεῖξαν·
καὶ ὁ ῞Εκτωρ τότ’ ἐφώναξε παντοῦ νὰ τὸν ἀκούσουν: 110
«Γενναῖοι Τρῶες καὶ βοηθοὶ μακρόθεν καλεσμένοι,
ἄνδρες φανῆτε μ’ ὅλην σας τὴν δύναμιν, ὦ φίλοι,
ὅσο στὴν ῎Ιλιον ν’ ἀνεβῶ νὰ εἰπῶ τῶν γυναικῶν μας
καὶ τῶν γερόντων βουλευτῶν εὐχὲς τῶν ἀθανάτων
νὰ κάμουν κι ἐξιλέωμα νὰ τάξουν ἑκατόμβες».
Εἶπε· κι εὐθὺς ἐκίνησεν ὁ λοφοσείστης ῞Εκτωρ·
τὲς πτέρνες καὶ τὸν τράχηλον τὸ μαῦρο δέρμα ἐκτύπα,
καὶ γύρω τὴν ὀμφαλωτὴν ἐκύκλωνεν ἀσπίδα.
Καὶ τοῦ Τυδέως ὁ υἱὸς καὶ ὁ Γλαῦκος τοῦ ῾Ιππολόχου
τῶν δύο στρατῶν ἀνάμεσα νὰ κτυπηθοῦν ὁρμῆσαν 120
καὶ ὁπόταν ἐπροχώρησαν κι ἐβρέθηκαν ἀντίκρυ,
στὸν ἄλλον πρῶτος ἔλεγεν ὁ ἀνδρεῖος Διομήδης:
«Ἀπ’ ὅσους ἔχ’ ἡ γῆ θνητούς, ὦ θαυμαστέ, ποιός εἶσαι;
Στὴν μάχην, δόξαν τῶν ἀνδρῶν, ποτὲ δὲν σ᾽ εἶδ’ ἀκόμη·
καὶ τώρα μὲ τὴν τόλμην σου κάθ’ ἄλλον ὑπερβαίνεις,
ἀφοῦ σὺ στὸ μακρόσκιον κοντάρι μου ἀντιστέκεις˙
τέκνα γονέων δυστυχῶν τὴν ρώμην μου ἀντικρίζουν.
᾽Αλλ’ ἂν ἀθάνατος θεὸς κατέβης οὐρανόθεν,
μάθε ὄτι ἐγὼ δὲν μάχομαι μὲ τοὺς ἐπουρανίους.
Καὶ ὁ τρομερὸς Λυκόοργος, τοῦ Δρύαντος ὁ γόνος 130
ἐφιλονείκα μὲ θεούς, ἀλλ’ ἔζησεν ὀλίγο,
ποὺ ἕναν καιρὸ τοῦ μανικοῦ Διονύσου τὲς βυζάστρες
σκόρπισε στὰ πανάγια βουνὰ τοῦ Νυσηΐου·
μὲ βούκεντρ’ ὁ Λυκόοργος τὲς ἔπληττε ὁ φονέας,
ὥστε τοὺς κλάδους ἔριξαν, καὶ ὁ Διόνυσος στὰ βάθη
τῆς θάλασσας ἐβύθισε, καὶ ἡ Θέτις στὴν ἀγκάλην
τὸν δέχθηκε ποὺ ἐτρόμαζεν ἀκόμη ἀπ’ τὴν βοήν του.
Αὐτὸν οἱ μάκαρες θεοὶ κατόπιν ὀργισθῆκαν
καὶ ὁ Δίας τὸν ἐτύφλωσε· καὶ ὀλίγες εἶδε ἡμέρες,
ἀφοῦ στὸ μίσος ἔπεσε τῶν ἀθανάτων ὅλων· 140
οὐδ’ ἐγὼ θέλω πόλεμον μὲ τοὺς ἐπουρανίους.
Καὶ ἂν θνητὸς εἶσαι καὶ καρποὶ τῆς γῆς καὶ σένα τρέφουν,
πλησίασε, ταχύτερα νὰ ἰδῆς τὸν ὄλεθρόν σου».
Σ’ αὐτὸν ἀπάντησε ὁ λαμπρὸς τοῦ ῾Ιππολόχου γόνος·
«Τὴν γενεάν μου τί ἐρωτᾶς, ἀτρόμητε Τυδείδη;
Καὶ τῶν θνητῶν ἡ γενεὰ τῶν φύλλων ὁμοιάζει·
τῶν φύλλων ἄλλα ὁ ἄνεμος χαμαὶ σκορπᾶ καὶ ἄλλα
φυτρώνουν, ὡς ἡ ἄνοιξη τὰ δένδρ’ ἀναχλωραίνει·
καὶ τῶν θνητῶν μιὰ γενεὰ φυτρώνει καὶ ἄλλη παύει.
Καὶ μάθε, ἀφοῦ τὸ ἐπιθυμεῖς, καλὰ νὰ τὴν γνωρίσεις 150
τὴν ἰδικήν μας γενεάν, ἀφοῦ πολλοὶ τὴν ξέρουν·
ὑπάρχει πόλις ῎Εφυρα μὲς στὸ ἱπποτρόφον Ἄργος
κι εἶχε τὸν δολιότερον ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους,
τὸν Αἰολίδην Σίσυφον, ποὺ ἐγέννησε τὸν Γλαῦκον,
καὶ ὁ Γλαῦκος τὸν ἀσύγκριτον λαμπρὸν Βελλερεφόντην·
κάλλος τοῦ δῶσαν οἱ θεοί, χάριν ὁμοῦ καὶ ἀνδρείαν,
ἀλλὰ κρυφίως ὄλεθρον ὁ Προῖτος τοῦ ἐσοφίσθη.
Ἀπ’ τ’ Ἄργος τὸν ἐξόρισεν, ὡς ἦτο ἀνώτερός του,
ὅτ’ εἶχ’ ἐπάνω στὸν λαὸν τὸ σκῆπτρο ἀπὸ τὸν Δία.
Ἀπὸ τὸν πόθον ἄναψε κρυφὰ μ’ αὐτὸν νὰ σμίξη 160
ἡ δέσποινα Ἄντεια, γυνὴ τοῦ Προίτου· ἀλλὰ σ’ ἐκείνειν
δὲν ἔστεργε ὁ καλόγνωμος χρηστὸς Βελλερεφόντης
κι ἡ Ἄντεια ψευδολόγησε τοῦ Π ροίτου: «Ν’ ἀποθάνης, »
τοῦ εἶπε, «ὦ Προῖτε, ἢ φόνευσε σὺ τὸν Βελλερεφόντην,
ποὺ θέλ’ ἐμέν’ ἀθέλητην ἐκεῖνος νὰ φιλήση. »
Καὶ ὁ βασιλέας χόλωσε, πλὴν νὰ φονεύση ξένον
ἐντράπη καὶ τὸν ἔστειλε νὰ ὑπάγη στὴν Λυκίαν·
καὶ μέσα εἰς κλειστὸν πίνακα τοῦ ἔδωκε σημεῖα,
ποὺ χάραξε κακόβουλα μὲ νόημα θανάτου,
τοῦ πενθεροῦ του νὰ δειχθοῦν διὰ νὰ τὸν ἀφανίση˙ 170
καὶ μὲ τὸ ἅγιο τῶν θεῶν προβόδισμα κινοῦσε
πρὸς τὴν Λυκίαν κι ἔφθασεν ἐκεῖ ποὺ ὁ Ξάνθος ρέει·
καὶ ὁ βασιλέας πρόθυμα τὸν τίμησε κι ἐννέα
ἡμέρες τὸν ἐξένισε κι ἔσφαξ’ ἐννέα μόσχους.
Ἀλλ’ ὡς ἡ αὐγὴ στὸν οὐρανὸν ἐρόδισε ἡ δεκάτη
ἐκεῖνος τὸν ἐξέτασε κι ἐζήτα νὰ γνωρίση
ὅ,τι σημάδι τοῦ ᾽φερεν. ἀπ’ τὸν γαμβρόν του Προῖτον.
Καὶ ὡς ἔλαβε τ’ ὀλέθριο σημάδι τοῦ γαμβροῦ του,
πρῶτον τὴν φρικτὴν Χίμαιραν τὸν στέλνει νὰ φονεύση·
καὶ αὐτὴ γένος ἀνθρώπινο δὲν ἦταν, ἀλλὰ θεῖον, 180
δράκος ὀπίσω, λέοντας ἐμπρός, στὴν μέσην αἴγα,
κι ἦσαν τὰ σπλάχνα της φωτιὰ καὶ φλόγες ἡ πνοή της.
Τὴν φόνευσ’ ὅμως, θαρρετὸς στὰ θεϊκὰ σημεῖα·
δεύτερον, ἐπολέμησε τοὺς δοξαστοὺς Σολύμους,
κι εἰς μάχην τόσον τρομερὴν δὲν εἶχεν ἔμπη ἀκόμη·
τρίτον τὲς ἀνδρικότατες ἐφόνευσε ᾽Αμαζόνες.
Καὶ ὡς γύριζεν, ἐπιβουλὴν τοῦ πλέκει ἐκεῖνος ἄλλην·
καρτέρι σταίνει διαλεκτῶν ἀνδρῶν ἀπ’ τὴν Λυκίαν,
ἀλλ’ ἀπ’ αὐτοὺς δὲν γύρισε κανεὶς εἰς τὴν πατρίδα·
τοὺς ἔστρωσ’ ὅλους τοῦ λαμπροῦ Βελλερεφόντ’ ἡ λόγχη. 190
Καὶ ὅταν καλῶς ἐνόησε πὼς ἦταν θεοῦ γόνος,
τὸν κράτησε στὸ σπίτι του, τὸν ἔκαμε γαμβρόν του
καὶ τὴν βασιλικὴν τιμὴν ἐμοίρασε μαζί του·
καὶ οἱ Λύκιοι τοῦ χώρισαν ἐξαίσιο περιβόλι
νὰ τό ᾽χη κῆπον εὔμορφον καὶ κάρπιμο χωράφι.
Τρία παιδιὰ γεννήθηκαν ἀπὸ τὴν νυμφευτήν του·
ὁ ῎Ισανδρος, ὁ ῾Ιππόλοχος, κι ἡ Λαοδάμεια, κόρη
ὁποὺ σιμά της πλάγιασεν ὁ πάνσοφος Κρονίδης,
κι ἔλαβ’ υἱὸν τὸν μαχητὴν ἰσόθεον Σαρπηδόνα.
Ἀλλ’ ὅταν ὅλ’ οἱ ἀθάνατοι κι ἐκεῖνον ἐμισῆσαν, 200
νὰ φύγη ἀνθρώπου πάτημα παράδερνε στὸ Ἀλήιον
πεδίον μόνος κι ἔτρωγε τὰ ἔρμα σωθικά του.
Τὸν ῎Ισανδρον μαχόμενον μὲ τοὺς λαμπροὺς Σολύμους
ὁ Ἄρης τοῦ ἐθανάτωσε· στὴν κόρην του ἐχολώθη
ἡ χρυσοχάλινη Ἄρτεμις καὶ τὴν ζωὴν τῆς πῆρε·
ὁ ῾Ιππόλοχος ἐγέννησεν ἐμέ, κι αὐτὸς στὴν Τροίαν
μ’ ἔστειλε καὶ πολὺ θερμὰ μοῦ ἔχει παραγγείλει
πάντοτε μέγας νὰ φανῶ καὶ τῶν ἀνδρείων πρῶτος,
καὶ ὡς πρέπει τῶν πατέρων μας τὸ γένος νὰ τιμήσω,
ποὺ ἔλαμψαν καὶ στὴν ῎Εφυραν καὶ στὴν πλατιὰν Λυκίαν. 210
Τὴν γενεάν, τὸ αἷμ’ αὐτό, καυχῶμαι ἐγὼ πὼς ἔχω».
Στὰ λόγια τοῦτα ἐχάρηκεν ὁ ἀνδρεῖος Διομήδης,
κι ἐστύλωσε τὴν λόγχην του στὴν γῆν τὴν πολυθρέπτραν,
καὶ εἰς τὸν ποιμένα τῶν λαῶν γλυκομιλοῦσε κι εἶπε:
«Μάθε ὅτι ξένος παλαιὸς μοῦ εἶσαι πατρικός μου·
ὅτι ἄλλοτε τὸν ἄψεγον λαμπρὸν Βελλερεφόντην
ὁ Οἰνεὺς ἐφιλοξένησεν εἴκοσ’ ἡμέρες ὅλες·
καὶ λαμπρὰ δῶρα ἐχάρισεν ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον,
ὁ Οἰνεὺς ζωστήρα πορφυρὸν καὶ ὁ πάππος σου ποτήρι
δίκουπο τοῦ ᾽δωκε χρυσὸ πού, ἐκεῖθεν ὅταν ἦλθα, 220
στὰ δώματά του ἐσώζονταν ἀλλ’ ὅμως τὸν Τυδέα
δὲν τὸν θυμοῦμαι, ὅτι μικρὸν στὸ σπίτι μ’ ἔχει ἀφήσει,
ὅταν στὲς Θῆβες ὁ λαὸς ἐχάθη τῶν Ἀργείων.
Ὅθεν στὸ Ἄργος μέσα ἐγὼ φίλος σοῦ εἶμαι ξένος
καὶ σὺ σ’ ἐμένα, στὸν λαὸν ἂν ἔλθω τῶν Λυκίων.
Καὶ ἄς μὴ σμιχθοῦν οἱ λόγχες μας οὐδ’ ὅπου ἡ μάχη βράζει·
πολλοί ᾽ναι Τρῶες κι ἔνδοξοι βοηθοί, διὰ νὰ φονεύω
ὅποιον θεὸς μοῦ φέρη ἐμπρὸς κι οἱ πόδες μου προφθάσουν·
καὶ Ἀχαιοὶ πάλι, ἂν δυνηθῆς, δὲν λείπουν νὰ φονεύσης·
καὶ τ’ ἄρματα ἄς ἀλλάξωμεν, ὅπως καὶ τοῦτοι μάθουν 230
πού ᾽μαστε ξένοι πατρικοὶ κι εἶναι τιμὴ δική μας».
Εἶπαν· καὶ ἀπὸ τ’ ἁμάξι των ἐπήδησαν καὶ οἱ δύο,
τὰ χέρια πιάσαν κι ἔδωκαν βεβαίωσιν φιλίας.
Τοῦ Γλαύκου τότε ἀφαίρεσε τὲς φρένες ὁ Κρονίδης·
ἔλαβε χάλκιν’ ἄρματα ποὺ εννέα βόδι’ ἀξίζαν
κι ἔδωκεν ἄρματα χρυσὰ ποὺ ἀξίζαν ἐνενήντα.
Στὲς Σκαιὲς πύλες ἔφθασεν ὁ ῞Εκτωρ καὶ στὸ φράξον,
κι οἱ κόρες τὸν τριγύρισαν τῶν Τρώων κι οἱ μητέρες
νὰ μάθουν διὰ τὰ τέκνα των, τοὺς ἀδελφούς, τοὺς ἄνδρες
καὶ συγγενεῖς· καὶ δέησες πρὸς τοὺς θεοὺς νὰ κάμουν 240
εἰς ὅλες εἶπε· ἀλλ’ ἔμελλαν πολλὲς ν’ ἀναστενάξουν.
Καὶ ὡς ἔφθασε στὸ μέγαρο τ’ ὡραῖο τοῦ Πριάμου,
μὲ σκαλισμένες αἴθουσες κτισμένο, κι ἦσαν μέσα
θάλαμοι καλοσκάλιστοι μαρμάρινοι πενήντα,
ὅλοι κτισμένοι σύνεγγυς· καὶ αὐτοῦ μέσα ἐκοιμόνταν
μὲ τὲς μνηστὲς γυναῖκες των οἱ παῖδες τοῦ Πριάμου˙
καὶ ἀπ’ τ’ ἄλλο μέρος στὴν αὐλήν, ἀντίκρυς, εἰς τ’ ἀνώγι,
θάλαμοι καλοσκάλιστοι μαρμάρινοι ἐκτισθῆκαν
δώδεκα σύνεγγυς καὶ αὐτοί· καὶ αὐτοῦ πάλι ἐκοιμόνταν
μὲ τὲς σεβάσμιες κόρες του οἱ ἀγαπητοὶ γαμβροί του, 250
κεῖ τὸν ἀπάντησ’ ἡ ἀγαθὴ μητέρα ὁποὺ περνοῦσε
στὴν Λαοδίκην κόρην της στὸ κάλλος ἐξαισίαν·
τὸ χέρι τοῦ ᾽πιασε σφικτά, προσφώνησε τον κι εἶπε:
«Τέκνον, πῶς ἦλθες κι ἄφησες τὸν ἄγριον ἀγώνα;
Οἱ ἐπικατάρατοι Ἀχαιοὶ στενὰ μᾶς περιορίζουν
κάτω ἀπ’ τὰ τείχη· κι ἔρχεσαι, καθὼς σοῦ ᾽πε ἡ καρδιά σου,
τὰ χέρια ἀπ’ τὴν ἀκρόπολην νὰ ὑψώσης πρὸς τὸν Δία.
Ἀλλ’ ἐδῶ μεῖνε, ὅσο γλυκὸ κρασὶ νὰ σοῦ προσφέρω,
καὶ νὰ σπονδίσης τοῦ Διὸς καὶ ὅλων τῶν ἀθανάτων,
καὶ σὺ νὰ λάβης ἄνεσιν, ἂν τὸ γευθῆς ὀλίγο· 260
ἐνδυναμώνει τὸ κρασὶ τὸν κατακουρασμένον,
ὡς εἶσαι σύ, μαχόμενος νὰ σώσης τοὺς δικούς σου».
Καὶ ὁ μέγας τῆς ἀπάντησεν ὁ λοφοσείστης ῞Εκτωρ:
«Μὴ μοῦ προσφέρης τὸ γλυκὸ κρασὶ, σεπτὴ μητέρα,
καὶ ἀπολυθοῦν τὰ μέλη μου καὶ χάσω τὴν ἀνδρειά μου·
ἄνιφτος τὸ γλυκὸ κρασὶ δὲν χύνω ἐγὼ στὸν Δία·
δὲν γίνεται μὲ αἵματα καὶ χῶμα μολυσμένοι
νὰ κάμωμεν στὸν βροντητὴν Κρονίδην τὲς εὐχές μας.
Ἀλλὰ σὺ τὲς γερόντισες πάρε σιμά σου καὶ ἄμε
εἰς τὸν ναὸν τῆς Ἀθηνᾶς με ἀρώματα μαζί σου· 270
καὶ ἀπ’ ὅσους πέπλους διαλεκτοὺς στὸ δῶμα σου φυλάγεις
τὸν μέγαν, τὸν λαμπρότερον, τὸν ἀκριβότερόν σου˙
στῆς καλοπλέξουδης θεᾶς τὰ γόνατα νὰ θέσης,
καὶ δώδεκα νὰ ὑποσχεθῆς χρονιάρικες μοσχάρες
θυσίαν, ἴσως ἡ θεὰ νὰ ἐλεηθῆ θελήση
τὴν πόλιν, τὲς γυναῖκες μας καὶ τὰ μικρὰ παιδιά μας,
καὶ ἀπ’ τὴν ἁγίαν ῎Ιλιον μακρύνη τὸν Τυδείδην,
τὸν ἄγριον πολεμιστήν, δεινὸν φυγῆς ἐργάτην.
Καὶ στὸν ναὸν τῆς ᾽Αθηνᾶς σὺ πήγαινε, ὦ μητέρα,
κι ἐγὼ τὸν Πάριν τώρα εὐθὺς θὰ εὕρω νὰ καλέσω, 280
ἂν θὰ μ’ ἀκούση· ν’ ἄνοιγαν τῆς γῆς τὰ βάθη ἐμπρός του!
Διότι ὁ Ζεὺς τὸν ἔτρεφε μέγα κακὸ στοὺς Τρῶας,
εἰς τὸν γενναῖον Πρίαμον καὶ εἰς ὅλα τὰ παιδιά του.
Τὰ μάτια μου ἂν τὸν ἔβλεπαν νὰ κατεβῆ στὸν Ἅδη,
θαρρῶ πὼς ὅλοι θά ᾽παυαν οἱ πόνοι τῆς ψυχῆς μου».
Τὸν ἄκουσε καὶ πρόσταξε τὲς κόρες νὰ συνάξουν
γύρωθεν τὲς γερόντισες· κατέβη ὡστόσο ἐκείνη
στὸν μυροβόλον θάλαμον, ὁποὺ πολλοὶ ἦσαν πέπλοι,
ἔργα θαυμάσια γυναικῶν ἀπ’ τὰ Σιδώνια μέρη,
ὁπόθεν ὁ θεόμορφος Ἀλέξανδρος τὲς πῆρε, 290
τὰ πέλαγα ὅταν ἔσχιζεν εἰς τὸ ταξίδι ἐκεῖνο,
ὁποὺ τὴν λαμπρογέννητην ἀνέβαζεν ῾Ελένην.
Καὶ νὰ προσφέρη τῆς θεᾶς ἡ ῾Εκάβη ἐσήκωσ’ ἕναν
ἀπ’ ὅλους τὸν πλατύτερον κι ἐξαίσια κεντημένον,
ποὺ ὡσὰν ἀστέρας ἔλαμπε καὶ κάτω ἀπ’ ὅλους ἦταν·
καὶ ὡς πήγαινε γερόντισσες πολλὲς ἀκολουθοῦσαν.
Καὶ ὁπόταν στὴν ἀκρόπολιν καὶ στὸν ναὸν ἐφθάσαν,
ἡ καλοπρόσωπη Θεανὼ τοὺς ἄνοιξε τὴν θύραν,
τοῦ Ἀντήνορος ἡ ὁμόκλινη καὶ κόρη τοῦ Κισσέως·
τῆς Ἀθηνᾶς ἱέρειαν τὴν εἶχαν βάλ’ οἱ Τρῶες· 300
καὶ ὅλες μὲ θρήνους ὕψωσαν στὴν ᾽Αθηνᾶ τὰ χέρια,
καὶ ἡ κᾳλοπρόσωπη Θεανὼ τὸν πέπλον ποὺ τῆς δῶσαν
στῆς λαμπρομάλλας Ἀθηνᾶς τὰ γόνατ’ ἀποθέτει,
καὶ πρὸς τὴν κόρην τοῦ Διὸς κεραυνοφόρου εὐχήθη:
«Θεὰ θεῶν, ὦ Ἀθηνᾶ, σωσίπολις, ἁγία,
τοῦ Διομήδη σύντριψε τὴν λόγχην, καὶ αὐτὸν κάμε
ἔμπροσθεν τῶν Σκαιῶν πυλῶν, ἐπίστομα νὰ πέσν,
κι εὐθὺς θὰ λάβης δώδεκα χρονιάρικες μοσχάρες,
ἂν εὐδοκήσης, ὦ θεά, νὰ ἐλεηθῆς τὴν πόλιν
τῶν Τρώων, τὲς γυναῖκες των καὶ τὰ μικρὰ παιδιά των». 310
Εὐχήθη, ἀλλ’ ὅμως ἡ θεὰ σ’ αὐτὰ δὲν εὐδοκοῦσε.
Κι ἐνῶ τὴν κόρην τοῦ Διὸς αὐτὲς παρακαλοῦσαν,
ὁ ῞Εκτωρ πρὸς τὰ δώματα κινοῦσε τοῦ Ἀλεξάνδρου,
ποὺ ὡραῖα τά ᾽χε κάμει αὐτὸς μὲ διαλεκτοὺς τεχνίτες
καὶ ἦσαν τότ’ ἐξαίσιοι στὴν κάρπιμην Τρωάδα·
αὐλὴν εἰς τὴν ἀκρόπολιν καὶ θάλαμον καὶ δῶμα
τοῦ ἔκτισαν στοῦ ῞Εκτορος σιμὰ καὶ τοῦ Πριάμου˙
καὶ ὁ θεῖος ῞Εκτωρ βάδιζ’ ἐκεῖ μέσα κι ἐκρατοῦσε
κοντάρι ἑνδεκάπηχο, ποὺ μὲ χρυσὸ στεφάνι
σπιθοβολοῦσε ἡ λόγχη του· κι ἦβρε τὸν ἀδελφόν του 320
στὸν θάλαμο ποὺ τὰ λαμπρὰ συγύριζε ἄρματά του,
τὸ τόξο καὶ τὸν θώρακα καὶ τὴν καλὴν ἀσπίδα·
κι ἡ ῾Ελέν’ ἡ ᾽Αργεία κάθονταν καὶ ὁλόγυρα οἱ γυναῖκες
κι ἔφτιαναν ἔργ’ ἀμίμητα καθὼς τὲς ὁδηγοῦσε.
Καὶ ὁ ῞Εκτωρ τὸν ὀνείδισε πικρῶς ἅμα τὸν εἶδε:
«Ἄθλιε, καλὰ δὲν ἔκαμες τόσην χολὴν νὰ πάρης·
πέφτουν μαχόμενοι λαοὶ στὰ τείχη μας τριγύρω
καὶ ἐξ ἀφορμῆς σου ἀλαλαγμός, φλόγα πολέμου ζώνει
τὴν πόλιν τούτην· καὶ ὅμως σὺ θὰ ὀνείδιζες καθέναν
ἄλλον ποὺ νά ᾽βλεπες μακρὰν νὰ φύγη ἀπ’ τὸν ἀγώνα· 330
ἀλλὰ σηκώσου πρὶν τὸ πῦρ τὴν πόλιν καταλύση».
Τοῦ ἀπάντησε ὁ θεόμορφος Ἀλέξανδρος καὶ τοῦ ᾽πε:
«῞Εκτορ᾽, ἀφοῦ μὲ δίκαιον μ’ ἐλέγχεις καὶ ὄχι ἀδίκως,
θὰ σοῦ ὁμιλήσω καθαρὰ καὶ πρόσεχε ν’ ἀκούσης·
στοὺς Τρῶας πεῖσμα μήτε ὀργὴ δὲν μ’ ἔκαμε νὰ μείνω
στὸν θάλαμον, ἀλλ’ ἤθελα τὴν θλίψιν μου νὰ τρέφω·
τώρα μὲ λόγια μαλακὰ μ’ ἐκίνησε ἡ γυνή μου
νὰ πολεμήσω· καὶ ὡς κι ἐγὼ καλύτερο τὸ κρίνω·
τοὺς ἄνδρες εἰς τὸν πόλεμον συχνὰ ξαλλάζ’ ἡ νίκη.
Ἀλλ’ ὅσο ἐγὼ ν’ ἀρματωθῶ, σὺ μὴν ἀναχωρήσης, 340
ἤ, ἂν θέλης, πήγαινε, κι ἐγώ, θαρρῶ, θὰ σὲ προφθάσω».
Εἶπε˙ καὶ δὲν τοῦ ἀπάντησεν ὁ λοφοσείστης ῞Εκτωρ·
κι ἡ ῾Ελένη γλυκομίλητα τοῦ εἶπε: «Ἀνδράδελφέ μου,
ὀιμένα τῆς κακόπρακτης, τῆς ὀργισμένης σκύλας·
ἄχ! τὴν ἡμέρα ποὺ στὸ φῶς μὲ ἔφερε ἡ μητέρα,
νὰ μ’ εἶχε ἁρπάξει ἀνεμικὴ κακή, νὰ μ’ εἶχε ρίξει
εἰς ὄρος ἢ στῆς θάλασσας τὸ φουσκωμένο κύμα
νὰ μὲ ρουφήση καὶ ὄχι αὐτὰ ποὺ ἐγίνηκαν νὰ γίνουν.
᾽Αλλ’ ἀφοῦ τοῦτα τὰ κακὰ οἱ ἀθάνατοι διορίσαν,
ἂς εἶχα κὰν καλύτερον τὸν ἄνδρα νὰ γνωρίζη 350
τοῦ κόσμου τὴν κατακραυγὴν καὶ τοὺς ὀνειδισμούς του·
καὶ τοῦτος τώρα νοῦν ποσῶς δὲν ἔχει οὔτε θὰ λάβη,
ὥστε θὰ πάθη· ἀλλ’ ὅρισε, ἀνδράδελφε, ἐδῶ μέσα,
κάθισε εἰς τοῦτο τὸ θρονί· γνωρίζ’ ὅτ’ ἡ ψυχή σου
μάλιστα ἐκείνη αἰσθάνεται τὸν μόχθον ποὺ ἀπὸ ἐμένα
τὴν σκύλαν καὶ ἀπ’ τὸ ἀνόμημα προῆλθε τοῦ Ἀλεξάνδρου,
ὁποὺ μᾶς κακομοίρανε ὁ Ζεὺς διὰ νὰ γενοῦμε
καὶ τῶν κατόπι γενεῶν τραγούδι ξακουσμένο».
Καὶ ὁ μέγας τῆς ἀπάντησεν ὁ λοφοσείστης Ἕκτωρ:
«᾽Εὰν κι ἐγκάρδια μὲ καλεῖς, δὲν θὰ καθίσω, ῾Ελένη, 360
ὅτ’ ἡ ψυχή μου ἐπιθυμεῖ σφόδρα βοηθὸς νὰ δράμω
τῶν Τρώων ποὺ μὲ ἀναζητοῦν, ἀφοῦ μακράν τους εῖμαι˙
ἀλλὰ σὺ παρακίνησε τὸν Πάριν κι ἂς φροντίση
καὶ ἀφ’ ἑαυτοῦ του ὅσο εἶμ’ ἐγὼ στὴν πόλιν, νὰ μὲ φθάση,
ὅτι θὰ ὑπάγω σπίτι μου νὰ ἰδῶ τοὺς σπιτικούς μου,
τὴν ποθητὴν συμβίαν μου καὶ τὸ γλυκό μου βρέφος,
Δὲν ξεύρω ἄν θὰ ξαναϊδοῦν ᾒ θέλει βουλὴ θεία
σήμερ’ ἀπὸ τῶν Ἀχαιῶν τὰ χέρια νὰ ἀποθάνω».
Αὐτὰ εἶπε· κι ἐκίνησεν ὁ λοφοσείστης ῞Εκτωρ.
Καὶ εἰς τὸ λαμπρό του μέγαρο δἕν ἄργησε νὰ φθάση. 370
Ἀλλ’ ὅμως τὴν λευκόχερην δὲν ηὗρεν Ἀνδρομάχην·
ἐκείνη μὲ τὸ βρέφος της καὶ τὴν καλὴν βυζάστραν
ἄνω στὸν πύργον ἔστεκε νὰ ὀδύρεται, νὰ κλαίη·
καὶ ἀφοῦ μέσα δὲν εὕρηκε τὴν ἄψογην συμβίᾱν,
εἰς τὸ κατώφλι ἐστάθηκε καὶ πρὸς τὲς κόρες εἶπε:
«῏Ω κόρες, τὴν ἀλήθειαν εἰπῆτε μου νὰ μάθω·
ἐδῶθεν ἡ λευκόχερη ποῦ ἐβγῆκεν Ἀνδρομάχη
Νὰ εὕρη συννυφάδα της ἢ ἀνδράδελφην ἐπῆγεν,
ἤ στὸν ναὸν τῆς Ἀθηνᾶς ὅπου κι οἱ ἄλλες εἶναι
δέσποινες καὶ τὴν τρομερὴν θεὰν ἐξιλεώνουν; » 380
Τότε σ’ αὐτὸν ἀπάντησεν ἡ ἔξυπνη οἰκονόμα:
«῏Ω ῞Εκτωρ, τὴν ἀλήθειαν θὰ εἰπῶ, καθὼς προστάζεις˙
δὲν πῆγε εἰς συννυφάδα της ἤ ἀνδράδελφην καθόλου
ἤ στὸν ναὸν τῆς Ἀθηνᾶς, ὅπου κι οἱ ἄλλες εἶναι
δέσποινες καὶ τὴν τρομερὴν θεὰν ἐξιλεώνουν·
ἀλλὰ στὸν πύργον ἔτρεξε τῆς πόλεως ἄμ’ ἀκούσθη
νίκη τρανὴ τῶν Ἀχαιῶν καὶ συντριμμὸς τῶν Τρώων·
καὶ ὡς φρενιασμένη θά ᾽φθασε στὰ τείχη τώρα κείνη,
κι ἔχει σιμά της ἡ τροφὸς τὸ βρέφος στὴν ἀγκάλη».
Καὶ ὡς τ’ ἄκουσε ἐπετάχθη εὐθὺς ὁ ῞Εκτωρ ἀπ’ τὸ δῶμα 390
πάλι στοὺς δρόμους τοὺς λαμπροὺς πού ᾽χε περάσει πρῶτα,
κι ἔφθασε, τὴν πολύχωρη περνώντας πολιτείαν.
στὲς Σκαιὲς πύλες· στὴν στιγμὴν ποὺ ἐκίνα εἰς τὸ πεδίον,
μὲ ὁρμὴν ἐμπρός του ἐπρόβαλεν ἡ ἀσύγκριτη Ἀνδρομάχη
πολύδωρη συμβία του καὶ κόρη τοῦ γενναίου
Ἀετίωνος, ποὺ κάτωθεν τῆς δενδρωμένης Πλάκου
τῆς Θήβης ἐβασίλευε καὶ τῶν Κιλίκων ὅλων.
Τοῦ πολεμάρχου ῞Εκτορος αὐτή ᾽ταν ἡ συμβία
ποὺ τότε τὸν ἀπάντησε μὲ τὴν τροφὸν σιμά της,
ὁποὺ βαστοῦσε τὸ μικρὸ μονάκριβο παιδί της, 400
τὸν ῾Εκτορίδην, ὅμοιον μὲ εὔμορφον ἀστέρα·
Σκαμάνδριον ὁ πατέρας του, Ἀστυάνακτα τὰ. πλήθη
τὸν λέγαν, ὅτι ἔσωζεν ὁ ῞Εκτωρ τὴν Τρωάδα.
᾽Εκεῖνος χαμογέλασε κοιτώντας τὸ παιδί του
ἥσυχα˙ κι ἀπ’ τὸ χέρι του πιασμένη ἡ Ἀνδρομάχη
ἐδάκρυσε καὶ τοῦ ᾽λεγεν: «Ὀιμέ! Θὰ σ’ ἀφανίση
τούτη σου ἡ τόλμη, ὦ τρομερέ˙ τὸ βρέφος δὲν λυπεῖσαι
τοῦτο κι ἐμὲ τὴν ἄμοιρην ποὺ χήρα σου θὰ γίνω
ὀγρήγορα, ὅτι ὀγρήγορα θὰ ὁρμήσουν ὅλοι ἀντάμα
νὰ σὲ φονεύσουν οἱ ἀχαιοί καὶ ἅμα σὲ χάσω, κάτω 410
στὸν μαῦρον Ἅδη ἂς κατεβῶ, διότι ἂν ἀποθάνης
καὶ σύ, καμιὰ παρηγοριὰ δι’ ἐμὲ δὲν θ’ ἀπομείνη,
καὶ πόνοι μόνον· ἔχασα πατέρα καὶ μητέρα·
τὸν μέγαν Ἀετίωνα μοῦ φόνευσεν ὁ θεῖος
Πηλείδης, ὅταν ἔριξε τὴν πόλιν τῶν Κιλίκων,
τὴν Θήβην τὴν ὑψίπυλον· ἀλλὰ τὸν ἐσεβάσθη
νεκρόν, δὲν τὸν ἐγύμνωσε, καὶ μ’ ὄλην τὴν λαμπρήν του
ἀρματωσιὰ τὸν ἔκαυσε κι ἐσήκωσέ του μνῆμα,
κι ὁλόγυρά του ἐφύτευσαν πεῦκα μεγάλα οἱ νύμφες
᾽Ορεστιάδες, τοῦ Διὸς αἰγιδοφόρου κόρες· 420
ἦσαν ἑπτὰ στὸ σπίτι μας γλυκεῖς αὐτάδελφοί μου,
κι εἰς μιὰν ἡμέραν ὅλοι ὁμοῦ ροβόλησαν στὸν Ἅδη·
ὅλους τοὺς ἐθανάτωσεν ὁ θεῖος ᾽Αχιλλέας
τῶν μόσχων μέσα εἰς τὲς κοπὲς καὶ τῶν λευκῶν προβάτων.
Καὶ τὴν σεπτὴν μητέρα μου, βασίλισσαν στὴν Θήβην,
δούλην ἐδῶ τὴν ἔφερε μὲ τ’ ἄλλα λάφυρά του.
Καὶ ἀφοῦ μὲ δῶρ’ ἀμέτρητα κατόπι ἐξαγοράσθη,
τὴν ἔσβησεν ἡ ἄρτεμις στὸ σπίτι τοῦ πατρός μου.
῞Εκτωρ, σὺ εἶσαι δι’ ἐμὲ πατέρας καὶ μητέρα,
σὺ ἀδελφός, σὺ ἀνθηρὸς τῆς κλίνης σύντροφός μου. 430
Ἀλλὰ λυπήσου μας, καὶ αὐτοῦ μεῖνε στὸν πύργον, μήπως
ὀρφανὸ κάμης τὸ παιδὶ καὶ χήραν τὴν γυναίκα.
Κι ἐκεῖ στὴν ἀγριοσυκιὰ τοὺς ἄνδρες στῆσε ὁπού ᾽ναι
ἡ πόλις καλοανέβατη, καλόπαρτο τὸ τεῖχος·
τρεῖς τὸ δοκίμασαν φορὲς τῶν Ἀχαιῶν οἱ πρῶτοι,
οἱ Αἴαντες, και ὁ δοξαστὸς ᾽Ιδομενεὺς καὶ οἱ δύο
Ἀτρεῖδες καὶ ὁ ἀτρόμητος Τυδείδης ἑνωμένοι·
ἢ τὸ φανέρωσε σ’ αὐτοὺς χρησμῶν ἐξαίσιος γνώστης,
ἤ τοὺς κινεῖ μόν’ ἡ ψυχὴ σ’ αὐτὸ καὶ τοὺς διδάσκει »
Καὶ πρὸς αὐτὴν ἀπάντησεν ὁ λοφοσείστης ῞Εκτωρ: 440
«Ὅλα τὰ αἰσθάνομαι κι ἐγώ, γυνή μου, ἀλλὰ φοβοῦμαι
καὶ τῶν ἀνδρῶν τὸ πρόσωπο καὶ τῶν σεμνῶν μητέρων,
ἂν μ’ ἔβλεπαν ὡς ἄνανδρος νὰ φεύγω ἀπὸ τὴν μάχην·
οὐδ’ ἡ καρδιά μου θέλει το, ποὺ μ’ ἔμαθε νὰ εἶμαι
γενναῖος πάντοτε κι ἐμπρὸς νὰ μάχωμαι τῶν Τρώων
χάριν τῆς δόξας τοῦ πατρὸς καὶ τῆς δικῆς μου ἀκόμη·
ὅτ’ εἶναι τοῦτο φανερὸ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου·
θὰ φθάσ’ ἡ μέρα νὰ χαθῆ κι ἡ ῎Ιλιος ἡ ἁγία
καὶ ὁ Πρίαμος ὁ δυνατὸς μὲ ὅλον τὸν λαόν του.
Ἀλλὰ τῶν Τρώων ἡ φθορὰ δὲν μὲ πληγώνει τόσο 450
καὶ τοῦ πατρός μου ὁ θάνατος καὶ τῆς σεμνῆς μητρός μου
καὶ τῶν γλυκῶν μου ἀδελφῶν, ὁποὺ πολλοὶ καὶ ἀνδρεῖοι
ἀπὸ τὲς λόγχες τῶν ἐχθρῶν θὰ κυλισθοῦν στὸ χῶμα
ὅσ’ ὁ καημός σου, ὅταν κανεὶς τῶν Ἀχαιῶν σὲ πάρη
εἰς τὴν δουλείαν, ἐνῶ σὺ θὰ ὀδύρεσαι, θὰ κλαίης,
εἰς τ’ Ἄργος ξένον ὕφασμα θὰ ὑφαίνης προσταγμένη·
ἀπ’ τὴν ῾Υπέρειαν πηγὴν ἢ ἀπὸ τὴν Μεσσηΐδα
νερὸ θὰ φέρνης στανικῶς, ἀπὸ σκληρὴν ἀνάγκην·
κι ἐνῶ σὺ κλαίεις θενὰ εἰποῦν: «᾽Ιδέτε τὴν συμβίαν
τοῦ ῞Εκτορος ποὺ πρώτευε τῶν ἱπποδάμων Τρώων 460
στὸν πόλεμον, ποὺ ὁλόγυρα στὴν ῎Ιλιον πολεμοῦσαν».
Αὐτὰ θὰ εἰποῦν καὶ μέσα σου θὰ ξαναζήση ὁ πόνος
τοῦ ἀνδρὸς ἐκείνου, ὁποὺ δὲν ζῆ διὰ νὰ σὲ ἐλευθερώση.
Ἀλλὰ παρὰ τὸν θρῆνον σου καὶ τ’ ὄνειδος ν’ ἀκούσω
βαθιὰ στὴν γῆν καλύτερα νὰ μὲ σκεπάση ὁ τάφος».
Καὶ ὁ μέγας ῞Εκτωρ ἅπλωσε τὰ χέρια στὸ παιδί του·
ἔσκουξ’ ἐκεῖνο κι ἔγειρε στὸ στῆθος τῆς βυζάστρας·
φοβήθη τὸν πατέρα του καθὼς εἶδε ν’ ἀστράφτουν
τ’ ἄρματα καὶ ἀπ’ τὴν κόρυθα τῆς περικεφαλαίας
τὴν χαίτην ποὺ τρομακτικῶς ἐπάνω του ἐσειόνταν· 470
ἐγέλασε ὁ πατέρας του καὶ ἡ σεβαστὴ μητέρα·
καὶ ὁ μέγας ῞Εκτωρ ἔβγαλε τὴν περικεφαλαία
καὶ καταγῆς τὴν ἔθεσεν ὁποὺ λαμποκοποῦσε.
᾽Εφίλησε κι ἐχόρευσε στὰ χέρια τὸ παιδί του
κι ἔπειτα εὐχήθη στοὺς θεοὺς κι εἶπε: «῏Ω πατέρα Δία,
κι ὅλ’ οἱ ἐπουράνιοι θεοί, δώσετε εἰς τὸ παιδί μου
τοῦτο, ὡς ἐδώκατε εἰς ἐμέ, στὸ γένος του νὰ λάμπη,
στ ἄρματα μέγας, δυνατὸς στὴν ῎Ιλιον βασιλέας,
καὶ ὡς ἔρχεται ἀπ’ τὸν πόλεμον μ’ ἄρματα αἱματωμένα
ἐχθροῦ ποὺ ἐφόνευσε, νὰ εἰποῦν: καλύτερος ἐδείχθη 480
καὶ τοῦ πατρός του, καὶ χαρὰν θὰ αἰσθάνεται ἡ μητέρα».
῾Ως εἶπε αὐτά, στὴν ἀγκαλιὰ τῆς ποθητῆς συμβίας
τὸ βρέφος ἔβαλε καὶ αὐτὴ στὸ μυροβόλο στῆθος
τὸ πῆρε γελοκλαίοντας· τὴν ἐλυπήθη ἐκεῖνος,
ἐχάιδευσέ την κι ἔλεγε: «Ἀγαπητή, μὴ θέλης
τόσο δι’ ἐμὲ νὰ θλίβεσαι, στοχάσου ὅτι στὸν Ἅδη
δὲν θὰ μὲ στείλη ἄνθρωπος ἡ ὥρα μου πρὶν φθάση·
καὶ ἄνθρωπος ἅμα γεννηθῆ εἴτε γενναῖος εἶναι,
εἴτε δειλὸς δὲν δύναται τὴ μοίρα ν’ ἀποφύγη.
᾽Αλλ’ ἄμε σπίτι, ἔχε στὸν νοῦν τὰ ἔργα τὰ δικά σου, 490
τὴν ἠλακάτην, τ’ ἀργαλειό, καὶ πρόσταζε τὲς κόρες
νὰ ἐργάζωνται· στὸν πόλεμον θὰ καταγίνουν ὅλοι
οἱ ἄνδρες ποὺ ἐγεννήθησαν στὴν Τροίαν κι ἐγὼ πρῶτος».
Εἶπε καὶ πάλι ἐφόρεσε τὴν περικεφαλαίαν.
Καὶ πρὸς τὸ σπίτι ἐκίνησεν ἡ ἀγαπητὴ γυνή του
κι ἐσυχνογύριζε νὰ ἰδῆ μὲ μάτια δακρυσμένα.
Εἰς τοῦ ἀνδροφόνου ῞Εκτορος τὴν ὑψηλὴν οἰκίαν
ἔφθασε κι εὕρηκεν ἐκεῖ τῶν γυναικῶν τὸ πλῆθος
κι ἀπ’ τὴν ψυχήν τους ἔκαμεν ὁ θρῆνος ν’ ἀναβρύση.
Καὶ ζωντανὸν τὸν ῞Εκτορα στὸ σπίτι του ἐθρηνοῦσαν, 500
θαρρώντας ποὺ ἀπ’ τὸν πόλεμον κι ἀπ’ τ’ ἀνδρειωμένα χέρια
τῶν Ἀχαιῶν δὲν θὰ σωθῆ καὶ δὲν θὰ γύρη πλέον.
Ἀλλὰ δὲν ἀργοπόρησε στὰ δώματά του ὁ Πάρις˙
ἐζώσθη τὰ πολύχαλκα καὶ ὑπέρλαμπρα ἄρματά του,
τὴν πόλιν γοργὰ διάβηκεν, ὡς ἦταν πτεροπόδης˙
καὶ ὡς ὅταν σπάση τὸν δεσμὸν καλοθρεμμένος ἵππος,
βροντᾶ τετραποδίζοντας στὴν ἀνοικτὴν πεδιάδα,
νὰ λούεται στὸ καθαρὸ ποτάμι μαθημένος·
τὴν κεφαλὴν κρατεῖ ὑψηλά, τὴν χαίτην ἀνεμίζει,
καὶ ὑπερηφανευόμενον στα κάλλη του τὸν φέρνουν 510
στὲς μαθημένες του βοσκὲς γοργὰ τὰ γόνατά του,
ὁμοίως ἀπ’ τὴν Πέργαμον ὁ Πριαμίδης Πάρις
περήφανος κατέβαινε μὲ πόδια φτερωμένα
καὶ στ’ ἄρματα ὡσὰν ἥλιος λαμποκοποῦσεν ὅλος.
Τὸν θεῖον εὕρηκε ἀδελφὸν κεῖ πόμελλε νὰ στρέψη
ἀπ’ ὅπου μὲ τὴν ποθητὴν γυναίκα του ὁμιλοῦσε.
Καὶ πρῶτος ὁ θεόμορφος ᾽Ἀλέξανδρος τοῦ εἶπε:
«῎Εγκαιρα δὲν ἐπρόφθασα, καθὼς ἔχεις προστάξει,
ὦ σεβαστέ μου˙ σὲ κρατῶ καὶ σὺ πολὺ σπουδάζεις».
Καὶ πρὸς αὐτὸν ἀπάντησεν ὁ λοφοσείστης ῞Εκτωρ: 520
«Γλυκέ μου, ἂν εἶναι δίκαιος, κανεὶς δὲν θὰ σὲ ψέγη
στὰ ἔργα τὰ πολεμικὰ καὶ ἀνδρειωμένος εἶσαι·
τὸ θέλεις καὶ ὀκνηρεύεσαι, καὶ μέσα μου λυποῦμαι,
ὅταν πολλοὺς ὀνειδισμούς ἐνάντια σου προφέρουν
οἱ Τρῶες ποὺ ἐξαιτίας σου βαρὺν ἔχουν ἀγώνα.
Ἄς πᾶμε καὶ θὰ διορθωθοῦν τοῦτ’ ἂν θελήση ὁ Δίας
νὰ στήσωμεν στὰ σπίτια μας ἐλεύθερον κρατήρα,
προσφορὰν ὅλων τῶν θεῶν μεγάλων, αἰωνίων,
ἅμ’ ἀπ’ τὴν Τροίαν διώξωμεν τῶν Ἀχαιῶν τὰ πλήθη».
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου