Ἀπὸ μικρὸ κι ἀπ’ ἄφαντο πουλάκι, σταυραϊτέ μου,
παίρνεις κορμὶ μὲ τὸν καιρὸ καὶ δύναμη κι ἀγέρα
κι ἁπλώνεις πῆχες τὰ φτερὰ καὶ πιθαμὲς τὰ νύχια
καὶ μὲς στὰ σύγνεφα πετᾶς, μὲς στὰ βουνὰ ἀνεμίζεις·
φωλιάζεις μὲς στὰ κράκουρα, σχυνομιλᾶς μὲ τ’ ἄστρα,
μὲ τὴν βροντὴ ἐρωτεύεσαι κι ἀπιδρομᾶς καὶ παίζεις
μὲ τ’ ἄγρια ἀστραποπέλεκα καὶ βασιλιάν σὲ κράζουν
τοῦ κάμπου τὰ πετούμενα καὶ τοῦ βουνοῦ οἱ πετρίτες.
Ἔτσι ἐγεννήθηκε μικρὸς κι ὁ πόθος μου στὰ στήθη
κι ἀπ’ ἄφαντο κι ἀπ’ ἄπλερο πουλάκι, σταυραϊτέ μου,
μεγάλωσε, πῆρε φτερά, πῆρε κορμὶ καὶ νύχια
καὶ μοῦ ματώνει τὴν καρδιά, τὰ σωθικά μου σκίζει·
κι ἔγινε τώρα ὁ πόθος μου ἀϊτός, στοιχειὸ καὶ δράκος
κι ἐφώλιασε βαθιὰ βαθιὰ μὲς στ’ ἄσαρκο κορμί μου
καὶ τρώει κρυφὰ τὰ σπλάχνα μου, κουφοβοσκάει τὴ νιότη.
Μπεζέρισα νὰ περπατῶ στοῦ κάμπου τὰ λιοβόρια.
Θέλω τ’ ἀψήλου ν’ ἀνεβῶ· ν’ ἀράξω θέλω, ἀϊτέ μου,
μὲς στὴν παλιά μου κατοικιά, στὴν πρώτη τὴ φωλιά μου,
θέλω ν’ ἀράξω στὰ βουνά, θέλω νὰ ζάω μ’ ἐσένα.
Θέλω τ’ ἀνήμερο καπρί, τ’ ἀρκούδι, τὸ πλατόνι,
καθημερινή μου κι ἀκριβῆ νὰ τὰ ’χω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, κάθε αὐγή, θέλω τὸ κρύο τ’ ἀγέρι
νὰ ’ρχεται ἀπὸ τὴν λαγκαδιά, σὰν μάνα, σὰν ἀδέρφι,
νὰ μοῦ χαϊδεύη τὰ μαλλιὰ καὶ τ’ ἀνοιχτά μου στήθη.
Θέλω ἡ βρυσούλα, ἡ ρεματιά, παλιὲς γλυκές μου ἀγάπες,
νὰ μοῦ προσφέρουν γιατρικὸ τ’ ἀθάνατα νερά τους.
Θέλω τοῦ λόγγου τὰ πουλιὰ μὲ τὸν κελαηδισμό τους
νὰ μὲ κοιμίζουν τὸ βραδύ, νὰ μὲ ξυπνοῦν τὸ τάχυ.
Καὶ θέλω νὰ ’χω στρῶμα μου, νὰ ’χω καὶ σκέπασμά μου
τὸ καλοκαίρι τὰ κλαδιὰ καὶ τὸν χειμῶ τὰ χιόνια.
Κλωνάρια ἀπ’ ἀγριοπρίναρα, φουρκάλες ἀπὸ ἐλάτια
θέλω νὰ στρώνω στοιβανιὲς κι ἀπάνου νὰ πλαγιάζω,
ν’ ἀκούω τὸν ἦχο τῆς βροχῆς καὶ νὰ γλυκοκοιμιέμαι.
Ἀπὸ ἡμερόδεντρον, ἀϊτέ, θέλω νὰ τρώω βαλάνια,
θέλω νὰ τρώω τυρὶ ἀλαφιοῦ καὶ γάλα ἀπ’ ἄγριο γίδι.
Θέλω ν’ ἀκούω τριγύρω μου πεῦκα κι ὀξιὲς νὰ σκούζουν,
θέλω νὰ περπατῶ γκρεμούς, ραϊδιά, ψηλὰ στεφάνια,
θέλω κρεμάμενα νερὰ δεξιὰ ζερβιὰ νὰ βλέπω.
Θέλω ν’ ἀκούω τὰ νύχια σου νὰ τὰ τροχᾶς στὰ βράχια,
ν’ ἀκούω τὴν ἄγρια σου κραυγή, τὸν ἴσκιο σου νὰ βλέπω.
Θέλω, μὰ δὲν ἔχω φτερά, δὲν ἔχω κλαπατάρια.
Καὶ τυραννιέμαι καὶ πονῶ καὶ σβηέμαι νύχτα μέρα.
Παρακαλῶ σε, σταυραϊτέ, γιὰ χαμηλώσου ὀλίγο
καὶ δώσ’ μου τὲς φτεροῦγες σου καὶ πάρε μὲ μαζί σου,
πάρε μὲ ἀπάνω στὰ βουνά, τί θὰ μὲ φάει ὁ κάμπος!
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου