Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

Νίκος Καρούζος: Τύμβος




Εκείθε πέρα στην άξεστη γενέτειρα
στ' ανοιξιάτικα ξέφωτα της ηρεμίας
δεν την αντέχεις εύκολα την άνθηση
της Ήρας οπού δεν κρατιέται τη νυμφομανία –
πας να πεθάνεις απ' το άρωμα των πορτοκαλιώνε.
Εκείθε πέρα θυμόμουνα μια μέρα περιδιαβάζοντας
ωσάν άρρωστος απ' αρίφνητην ύπαρξη
τα φιλιά της αβύσσου μη χορταίνοντας: τις πνοές με τα μύρα,
θυμόμουνα την παλιά συχωριανή μου την Τελέσιλλα
οπού σκάμπαζε η θεότρελη να συναλλάζει
τη λαμπράδα του στίχου με μιαν άτρομη σπάθα
τέτοια βαθειά κι ακόρεστη γυναίκα μέσ' στο ένδοξο Άργος
τηνέ θυμόμουνα θρυμματίζοντας το ρόδι της ομιλίας
κ' έλεγα μέσα μου πόσος έρωτας άραγε ναν της έλειψε
μη γνωρίζοντας τους πλημμυριστούς
μ' ένα αήττητο πράσινο πορτοκαλιώνες...
Κι ωστόσο τίποτα κανείς δεν χάνει (το πιο σπουδαίο).
Τ' ανθρώπινα είν' ανέκαθεν πλήρη.
Στην Ελευσίνα σήμερα οργιάζουν από λάμψεις
τα βιομηχανικά μυστήρια.
Βακχεύει η πολιτική και λάμπει η σελήνη.
Πεθαίνουμε γεννιόμαστε μπαινοβγαίνουμε στο Κοσμικό Κλάμα.
Γι' αυτό κ' εγώ μ' ένα τσεκούρι τα 'χω ρημάξει τα νοήματα
κρεουργημένα κι άταφα τ' αφήνω μέσ' στα έρημα δάση.
Σταφύλι λέω ναν την κάνω την πραγματικότητα –
έμπα σ' αυτό το ιερό δευτερόλεπτο. ρίξε κλαριά
κι άλλα κλαριά στην ανεξέλιχτη φωτιά
ρίξε μ' αυτά στη φλόγα της
και τον πελώριο βλάκα τον Προμηθέα.
Η οπλή του Κενταύρου τα μεσάνυχτα
σπιθίζει στο φυτρωμένο στερέωμα.
Είν' ώρα να διώξεις όληνε τη σκέψη απ' το κορμί σου.
είν' ώρα τα κατάμαυρα κι ανύπαρχτα φτερά σου να βλαστήσεις.
Το φως είναι μόνον εικόνισμα
η τραχηλιά της νύχτας: το φεγγάρι.
Πάρε χαμό στα χέρια σου και πλάσε
τη ζωή που σε θάνατο δεν πλαγιάζει.
Της σιγής το μονοπάτι μοιάζει να 'ναι ο φαλλός του Βούδδα.
Στον κόσμο που βαθιά υπάρχουμε διάδημα η φρίκη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου