Στον Οδυσσέα Ελύτη
Η απροσδιόριστη εποχή με τα λελέκια της
Επέπλευσε στους ογκοπάγους και φέρεται προς δυσμάς
Γυμνά τα κρύσταλλα γυμνά τα χελιδόνια μες στον ήλιο
Και τραγουδούν τη διασταύρωσι στον κατεβασμό
Ριπή της γης
Φαρέτρες της ανοίξεως
Δε δολιχοδρομούν οι πάγοι δίχως κάποιαν ελπίδα
Η θαλπωρή κάθε φωνής περιέχει ολόκληρη τη σημασία της
Τροπή της εξορμήσεως
Με τα πανίσχυρα λελέκια στον κατεβασμό
Τα πολικά ιριδίσματα ξαναγεννιούνται μες στα σύννεφα
Κι’ από τις χθεσινές σκιές τραβούνε οι συρτές τα ψάρια
Χαίνει ο ουρανός και φτερουγίζουν τα μαμούνια
Η δόσι αυτή είναι της οπτασίας
Δεν είναι ανάγκη να κρυφτούν οι γλάροι
Όρθιοι οι ναύτες ψάχνουν τον ορίζοντα
Μια κιβωτός φάνηκε στο Αραράτ
Κλάδο ελαίας προσκομίζει μια νεράιδα
Κρατά στα δόντια της ένα δαχτυλίδι
Τα δάχτυλά της έχουν ευγλωττία
Το μήνυμά της έρχεται από μακριά
Τριάντα χρόνια περιμέναμε στους ογκοπάγους
τη διασταύρωσι με τη σειρήνα
Όταν ακούσθηκε το σφύριγμα του βαποριού
Και φάνηκε η σειρήνα στο μειδίαμά της
Χωρίς αμφιβολία μας περίμενε απ’ το πρωί
Όταν βιάζονται τα λόγια φθάνει η φωνή
Και τα λελέκια περιίπτανται μέσα στο φως της
Ανατολή ανατολή
Τροπή του ήλιου στα χαράματα
Κατεβασμός των ογκοπάγων
Ο θόλος καθενός μας γεμίζει από ρόδινα πούπουλα
Πολλοί από μας καπνίζουν πίπες από γιούσουρι
Άλλοι τσιμπούκια από αφρό θαλάσσης
Και το πλατάγισμα της προσεγγίσεώς μας
Θυμίζει τ’ όνομα μιας παμπάλαιας πόλεως
Όλοι μας τρέχουμε να δούμε αν φανερώθηκε
Αφού ο ορίζων λάμπει
Αφού της μοιάζει τόσο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου