Ο ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη
μαύρος σαν τα νερά του Αχέροντα, χωρίς όνειρα,
χωρίς μνήμη, κι ούτε ένα φυλλαράκι δάφνη.
Ο ξύπνος χαρακώνει τη λησμονιά σαν το μαστιγωμένο δέρμα
κι η παραστρατημένη ψυχή αναδύεται κρατώντας
συντρίμμια από χθόνιες ζωγραφιές, ορχηστρίς
μ' ανώφελες καστανιέτες, με πόδια που τρεκλίζουν
μωλωπισμένες φτέρνες απ' τη βαριά ποδοβολή
στην καταποντισμένη σύναξη εκειπέρα.
Ο ύπνος είναι βαρύς τα πρωινά του Δεκέμβρη.
Κι ο ένας Δεκέμβρης χειρότερος απ' τον άλλον.
Τον ένα χρόνο η Πάργα τον άλλο οι Συρακούσες·
κόκαλα των προγόνων ξεχωσμένα, λατομεία
γεμάτα ανθρώπους εξαντλημένους, σακάτηδες, χωρίς πνοή
και το αίμα αγορασμένο και το αίμα πουλημένο
και το αίμα μοιρασμένο σαν τα παιδιά του Οιδίποδα
και τα παιδιά του Οιδίποδα νεκρά.
Αδειανοί δρόμοι, βλογιοκομμένα πρόσωπα σπιτιών
εικονολάτρες και εικονομάχοι σφάζουνταν όλη νύχτα.
Παραθυρόφυλλα μανταλωμένα. Στην κάμαρα
το λίγο φως χώνουνταν στις γωνιές
σαν το τυφλό περιστέρι.
Κι αυτός
ψηλαφώντας βάδιζε
στο βαθύ λιβάδι
κι έβλεπε σκοτάδι
πίσω από το φως.
Δεκέμβρης 1945
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου