Είχαν ξεχάσει ο ένας τον άλλον. Το μακρύ μονοπάτι που, ανάμεσα από ψηλές αναρριχώμενες τριανταφυλλιές, οδηγούσε σε μέρη απομακρυσμένα, τους έβγαλε απρόσμενα και ξαφνικά σ' ένα ψήλωμα, στο φως, κι έδειξε τους δυο νέους στη Φλωρεντία: πάρ' τους. Κι η πόλη από μάρμαρο πήρε το ΔΩΡΟ. Πήρε το αγόρι και πήρε την κοπέλα κι έτσι τους χώρισε. Γιατί ήτανε άλλη η Φλωρεντία που είχε αποπλανήσει τον καθέναν τους. Πατρίδα της Σιμονέτας ήταν η πόλη του Μπεάτο Αντζέλικο κι εκείνη, λευκοντυμένη κι άφοβη, τη διέσχιζε πηγαίνοντας στη Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε. Ο νεαρός άνδρας με το σκούρο, στενό πορφυρό ρούχο έμοιαζε με τα απόκρημνα κάστρα της πόλης και ψήλωνε μαζί με τους άγρυπνους πύργους τους. Τα χαρακτηριστικά του σταθεροποιήθηκαν, ωρίμασαν και τελειοποιήθηκαν σαν να τα σμίλευε σμίλη αόρατη. Κατόπτευσε τον Άρνο κατά μήκος κι αφουγκράστηκε με το βλέμμα καρφωμένο. Ύστερα είπε γεμάτος ένταση: «Κι ακόμα καπνίζει.»
Η Σιμονέτα επέστρεψε στο γνώριμο της δρομάκι προς την εκκλησία, κάλεσε με δυνατή φωνή, μπερδεύτηκε και δεν τον βρήκε αμέσως τον Τζουλιάνο, γιατί είχε γεράσει.
Εκείνος γέμισε ανυπομονησία και τέντωσε το χέρι, με δύναμη, σαν να 'θελε να εξακοντίσει βέλος από τόξο αόρατο: «Δεν το βλέπεις;»
Η κοπέλα τρόμαξε. Έστρεψε τα μάτια προς τα έξω, αβοήθητη, με βιάση, προς μια τυχαία κατεύθυνση.
Ψάχνοντας γύριζαν με το βλέμμα γύρω γύρω στους θόλους και τις μετόπες, φτάνοντας μέχρι πέρα στα βουνά του Φιέζολε που ακόμα χρύσιζαν, γέμισαν έγνοια και φόβο, απόστασαν και γύρισαν πίσω. Το ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων τους έμοιαζε με φτεροκόπημα.
Ο Τζουλιάνο ξύπνησε, είδε πόσο απαίσια είχε καταδιώξει τα έρημα τα μάτια της. Και μετανιώνοντας έγινε νέος, όσο πιο νέος γινόταν. Κι η αγαπημένη, που το ένιωσε, ψήλωσε, απλώθηκε σχεδόν μητρικά περιβάλλοντας τον.
Άδραξε ένα άγριο τριαντάφυλλο, το τράβηξε κοντά της δίχως να το κόψει και στο λευκό δοχείο που σχημάτιζαν τα πέταλα διάβασε τούτη τη σιγανή παράκληση: «Κάθε πληροφορία, να ξέρεις, για μένα είναι πολύτιμη. Τίποτε δεν μαθαίνω εδώ. Μα πες μου: τι εννοούσες; Δείξε μου τον καπνό που αντίκρισες. Βοήθα με να τον βρω και δίδαξε με τι σημαίνει.»
Κομπιάζοντας ο νεαρός της αφηγήθηκε: «Έγινε μια μεγάλη φωτιά στη Φλωρεντία. Ένας καλόγερος, μαύρος, διέσχιζε κάθε σοκάκι και δίδασκε: Μέσα σε καθετί που αγαπάτε πυρακτώνεται ο πειρασμός. Εγώ θα σας λυτρώσω από τη λάμψη.»
Τότε ακούστηκε ο Άρνος να φουσκώνει.
Ο Τζουλιάνο κοίταξε κατά το δειλινό. Όλα εκεί ήταν μεγαλείο και σπατάλη. Σαν ντροπιασμένος εξακολούθησε να μιλά, αργά και δισταχτικά.
«Φέρανε στον καλόγερο ό,τι αγαπούσαν: ένα μικρό ξίφος, ένα βιβλίο αγαπημένο, μια βενετσιάνικη ζωγραφιά, χρυσάφι, πετράδια, περιδέραια..., πολλές γυναίκες μετάξι και πορφύρα και τα ίδια τα μαλλιά τους, κι όλα γίνανε παρανάλωμα μες στα σκληρά του χέρια.» Η νεανική φωνή του αγρίεψε και έσβησε με τα λόγια: «και μετά τη φωτιά - καπνιά και στάχτη και φτώχεια.»
Με το κεφάλι κατεβασμένο ο νέος βάδισε πιο κάτω. Δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τις αναστολές του και να ομολογήσει πως είχε και ο ίδιος συνεισφέρει τα χρυσαφικά του για καυσόξυλα, δέκα μέρες νωρίτερα. Συνεσταλμένα βάδιζε αριστερά, στην άκρη του μονοπατιού. Στην άλλη άκρη, δεξιά, βάδιζε η Σιμονέτα. Ο δρόμος ήταν άδειος. Ο ήλιος έπεφτε πάνω του. Έγινε κάτι σαν ρεύμα ανάμεσα στους δυο τους. Το άκουγαν να κελαρύζει.
Ησυχία.
Ύστερα φώναξαν ο ένας τον άλλον. Βγαίνοντας ο καθένας τους από το φόβο και το μάγκωμα.
«Τζουλιάνο.»
Ησυχία.
«Σιμονέτα.»
Ησυχία. Το ρεύμα ολοένα και πλάταινε.
«Μη φοβάσαι», ήρθε από δεξιά η φωνή, από μακριά, απ' το βάθος.
Ησυχία. Μετά ακούστηκε απ' τ' αριστερά:
«Τι σκέφτεσαι;»
«Τότε λοιπόν είναι φτωχοί τώρα οι άνθρωποι;»
«Ναι»
Κι από δεξιά: «Κι ο Θεός;»...
Κάτι μέσα απ' τον νεαρό ακούστηκε να ουρλιάζει: «Ναι, κι ο Θεός.» Κοντοστάθηκε, τρέκλισε, ψηλάφησε κι ύστερα τα δυο κορμιά ένιωσαν το ένα το άλλο κι απόμειναν σφιχταγκαλιασμένα, καταμεσής του δρόμου, σαν ένας άνθρωπος. Κρατήσανε τα μάτια τους κλειστά. Ήταν ακόμα πολύ αδύναμοι για να υπάρξουν κάπου αλλού μαζί, εκτός από τούτη την κοινή ελάχιστη νύχτα.
Μετά σκέφτηκε η Σιμονέτα: Πώς είσαι, αγαπημένε;
Και θολά αναρωτήθηκε ο Τζουλιάνο: Πώς να ονομάσω την ομορφιά σου;
Λύπη τους κυρίευσε• γιατί κανένας απ' τους δυο τους δεν είχε εικόνα του άλλου.
Εντέλει σήκωσαν ταυτόχρονα το βλέμμα -ψηλά, σαν να 'τανε να βρει τον ουρανό.
Τότε όμως βρέθηκαν και χαμογέλασαν καθώς αναγνωρίστηκαν. Σαν να 'λεγαν ο ένας στον άλλον με δυνατή φωνή: Πόσο είσαι βαθύς.
Κι ύστερα δεν υπήρχε πια δρόμος ανάμεσα τους ούτε ρεύμα.
Τα πέρατα εξακολούθησαν να βυθίζονται ολοένα στο ημίφως και γύρω τους απόμεινε ξύπνιος τόσος μονάχα κόσμος όσον χρειαζόντουσαν για να νιώσουν προστατευμένοι και μόνοι.
Αργότερα, όταν η κοπέλα άρχισε σιγά σιγά να κουράζεται, είπε: «Άκου, σήμερα θέλω σε κάποιον να σε πάω αλλά δεν έχω πια μητέρα.»
Είχαν αρχίσει κιόλας ν' ανάβουνε τ' αστέρια κι ο αιθέρας τρεμούλιαζε με τη μικρή χαρμόσυνη εσπερινή καμπάνα της εκκλησίας του Σαν Νικολό.
Εκείνος τότε παρακάλεσε: «Οδήγησε με στον Θεό.»
Εκείνη προπορεύτηκε στο δρόμο για την πύλη Σαν Νικολό κι έμοιαζε στο πλάι του σαν φως στην ψυχρή σκιά που έπεφτε στα σοκάκια. Πιασμένοι χέρι χέρι, σάμπως να βρίσκονταν στην κεφαλή πομπής γιορταστικής ανέβηκαν τα σκαλοπάτια του μικρού ναού. Στο εσωτερικό γονάτισαν ώρα πολλή μονάχοι κάτω από τους Πάντες. Κι ήτανε τότε πολύ πλούσιος ο Θεός.
RAINER-MARIA RILKE : ΚΙΣΜΕΤ
Πηγή