Να της μιλήσω Τουρκικά δεν ήξερα.
- Μιλάτε Αγγλικά;
- Καταλαβαίνω.
- Αυτό είναι το σπίτι μου;
- Αυτό είναι το σπίτι σου.
Κι αρχίνησα ένα κλάμα μες στον ύπνο μου. Εκείνο του αποχαιρετισμού. Μα τ'αναφιλητά μου μ' ανασήκωναν σαν καρυδότσουφλο και ξύπνησα, Πυλάδη.
Βρεγμένο το κρεβάτι μου - τ' όνειρο μήπως έσταζε από την οροφή του;-εμείς οι δυό το βλέπουμε, το ξέρουμε, το ζούμε κιόλας: "Χάθηκε ο στρατός μας!" Τίποτα πιά, κανένα πλοίο εν όψει, καμιά στεριά, κανένα σπίτι, φίλε.
Και όμως το ξωπόρτιν ήταν το ίδιο, το στενοσόκακο ίδιο, ο λάκκος ήταν ίδιος, η τερατσιά, ο φούρνος, το τρακτέρ, η μάντρα ήταν ίδια. Κι εγώ καμία σχέση με το σπίτι. Δεν τ' αναγνώριζα. Στεκόμουν στην αυλή μου κι ένιωθα τόσον άβολα. στοιχηματίζω, αν με θωρούσες, θα 'βαζες τα κλάματα.
Μες στην αυλή μου και δεν ήμουν πιά στο σπίτι μου, δεν ήμουν στο χωριό μου - ένας ξένος, που η ψυχή του αναπαμό δεν είχε.
- Τι φής; Απέξω από το σπίτι σου κι ούτε πού τ' αναγνώριζες, αλήθεια;
- Δεν ήτανε δικό μου πιά, δεν ήταν. Το σπίτι που γεννήθηκα, Πυλάδη! Και μάλιστα τη ρώτησα: Κυρία, αυτό είναι το σπίτι που γεννήθηκα; Is this the house I was born? Και μου 'πεν η Τουρκάλα: "Ναι, αυτό είναι".
Μυστήριο! Πού ήξερε πως ήταν το σπίτι αυτό που εγώ το φως του ήλιου πρωτόειδα, πώς ήταν τόσο βέβαιη;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου