Ἐπάνω, εἰς τὰ Καμπιά, εἰς τὸ ὑψηλὸν ὀροπέδιον, ὅταν ἔφθασε λαχανιασμένη, ξεγλωσσασμένη ἡ Φραγκογιαννού, ἐστάθη, ἐγύρισε πρὸς τὸν κατήφορον, ὁπόθεν εἶχεν ἔλθει, κ' ἐκοίταζε μὴν ἵδη ἢ ἀκούση σκιὰν ἢ βῆμα τρέχοντος λαγωνικοῦ, χωροφύλακος. Δὲν ἐφαίνετο τίποτε. Ἀλλ' ὅμως δὲν ἠσθάνετο ἐν ἀσφαλείᾳ.
Ἐστάθη ὡς ἀφηρημένη κ' ἐσκέπτετο. Ἔκαμνε κάτι ὡς μαθηματικὸν ὑπολογισμόν. Ἐλογάριαζε τὸν χρόνον ὅσος θ' ἀπητεῖτο ὡς ἔγγιστα, διὰ νὰ συνέλθουν ἀπὸ τὴν ἔκπληξίν των οἱ δυὸ ταχτικοὶ (τὸν δεύτερον δὲν τὸν εἶδεν, ἀλλὰ τὸν ἐμάντευε), διὰ νὰ ἐννοήσουν τί συνέβη, ἴσως νὰ ζητήσουν πληροφορίας (ἡ λεχώνα θὰ ἐτρόμαζεν ἄδικα, καὶ δὲν θὰ ἤξευρε τίποτε νὰ τοὺς εἰπῆ· ἀλλὰ τότε, θὰ ἔτρεχον ἴσως πρὸς τὴν στάνην, ὅπου εὑρίσκετο ὁ Λυρίγκος κ' ἡ πενθερά του; τόσω περισσότερον θ' ἀργοπορούσαν) εἴτα νὰ πετάξουν τὶς κάπες των κάτω, καὶ νὰ τὸ βάλουν στὰ πόδια νὰ τὴν κυνηγήσουν.
Ἀλλ' εἶδαν τάχα ἀκριβῶς, ἢ ἐνόησαν, ἢ ἐγνώριζαν τὸ μονοπάτι τὸ ὁποῖον εἶχε πάρει αὐτή; Καὶ μήπως εἶχε τρέξει ὅλην τὴν ὥραν ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν δρόμον; Καταρχᾶς εἶχε στραφῆ δεξιά, ὡς νὰ ἤθελε νὰ πάρη τὸν κατήφορον, εἴτα ἐστράφη ἀριστερά, κ' ἔτρεξε τὸν ἀνήφορον - μὲ ὅλον τὸ μειονέκτημα τὸ ὁποῖον εἶχεν ὁ ἀνηφορικὸς δρόμος διὰ νὰ λαχανιάση τις, ὅταν καταδιωκόμενος βιάζεται νὰ τρέχη. Ἀλλ' ἐὰν αὐτὴ θὰ ἐλαχάνιαζε, μήπως ἐκεῖνοι, καίτοι νέοι, δὲν ὑπέκειντο εἰς τὸ πάθημα τοῦτο; Ἡ Χαδούλα ἤξευρε μάλιστα, κατὰ σύμπτωσιν, ὅτι ὁ εἰς τῶν δυὸ ἐκείνων νέων ἔπασχεν ἀπὸ ἄσθμα... Δὲν ἧτο πολὺς καιρὸς ἀφότου αὐτὸς εἶχε παρακαλέσει τὸν γαμβρόν της νὰ εἰπῆ τῆς γριᾶς νὰ τοῦ κάμη ἕνα μαντζούνι διὰ τὸ νόσημα τοῦτο.
Ἀλλὰ μὲ ὅλην τὴν ἐκδούλευσιν αὐτήν, ἡ Γιαννοὺ ἤξευρεν ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ περιμένει ἔλεος ἀπὸ τὸν χωροφύλακα. Ὁ ἄνθρωπος ἔκαμνε τὸ καθῆκον του. Ἂς ἔλειπαν αἱ περιποιήσεις τὰς ὁποίας θὰ τῆς ἔκαμναν, ἂν αὐτὴ ἔπεφτε στὰ χέρια των, καὶ ἂν ἔμελλον νὰ τὴν ὀνομάζουν «σταυρομάννα»!! Εἶχε παρατηρήσει ἄλλοτε, εἰς τὰς περιπετείας καὶ τὰ βάσανα ὅσα εἶχεν ὑποφέρει ἐξαιτίας τοῦ υἱοῦ της, τοῦ Μούρτου, ὅτι τὸ εἶδος αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων τότε μάλιστα θυμώνουν ὅταν ὁ καταζητούμενος ἀνθίσταται, ὅταν αὐθαδιάζη, πολὺ δὲ περισσότερον ὅταν φεύγη, καὶ ἀναγκάζωνται αὐτοὶ νὰ τὸν κυνηγοῦν, ὥστε νὰ βγαίνη ἡ ψυχὴ τοὺς ἀνάποδα... Ὤ! βέβαια ἔχουν δίκαιον τότε νὰ σκληρύνωνται, καὶ νὰ γίνωνται θηρία ἀνήμερα· ὅθεν καὶ ἡ Φραγκογιαννού, φεύγουσα, καὶ βιάζουσα αὐτοὺς νὰ τρέχουν δὲν ἐπερίμενεν ἔλεος ἀπ' αὐτούς.
Ἐκεῖ ὅπου ἵστατο συλλογισμένη, ἀκούει βήματα ὄπισθέν της, ἀπὸ τὸ μέρος τὸ ἀντίθετον πρὸς ἐκεῖνο ἐξ οὐ αὐτὴ ἦλθε. Στρέφεται καὶ βλέπει ἕνα ἄνθρωπον, ἕνα βοσκόν. Ἡ Φραγκογιαννοὺ τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἧτο ὁ καλούμενος Καμπαναχμάκης. Ἤρχετο μὲ πατήματα λοξά, ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὸν σκύλον του, ὅστις ἐγρύλισεν ἅμα εἶδε τὴν γυναίκα. Ἀλλ' ὁ ἀφέντης του τὸν ἐμάλωσε.
Εἶδε τὴν Φραγκογιαννοὺ κ' ἐστάθη. Ἤρχετο ἀπὸ τὸ καλύβι κ' ἐπήγαινεν εἰς τὸ μανδρί του. Ὑψηλός, μελαψός, ἰσχνός, εὐρύστερνος, τὴν κόμην καὶ τὸ γένειον μὲ χρῶμα ἀχύρου καψαλισμένου, κρατῶν τὴν ράβδον του τὴν κυρτήν, ὑψηλὴν ἴσα μὲ τὸ μπόι του, ἐστάθη ἐνώπιον τῆς Φραγκογιαννούς. Ὁ ἄνθρωπος ἐφαίνετο νὰ εὑρίσκεται εἰς μεγάλην θλίψην καὶ ἀδημονίαν.
- Ἅ! ποῦθε αὐτὸ τὸ καλό! εἶπε μὲ τὴν φωνήν του τὴν δυσδιάκριτον καὶ τραχείαν, σφίγγων τοὺς ὀδόντας ἐνῶ ὡμίλει. Τόμ' σ' ἀγροίκησα, ταμὰμ σὲ προσήφερα, κυρά-Γιαννού... Ὁ Γεραμπὴς σὲ στέλνει!
- Τί λές, γυιέ μου; εἶπε μὲ τὸ ὑποκριτικὸν ἦθος της ἡ Χαδούλα.
- Καλὰ ποὺ σ' ἐσταύρωσα! Εἶπα, αὐτήνη εἶναι κείν' ἡ καλὴ γυναίκα κατ' ἀπ' τὴ χώρα ποὺ γρουνίζει τὰ γιατρικὰ καὶ διώχνει κάθε γρουσουζιὰ ἀλάργα! Τόμ' σ' ἀπείκασα, μονοκοπανιᾶς σ' ἐγρούνισα!.... Μὰ δὲ ξέρ'ς τίποτε, κυρα-Γιαννοὺ μ';
- Τί τρέχει, παιδί μου;
- Μεγάλο ζαράρι μ' εὑρῆκε νὰ 'χω τὸ συμπάθειο, θεια-Γιαννού! Τρανό, ἄτυχο ντέρτι! Ἡ φαμιλιὰ μ', ὄξ' ἀπὸ λόου σου, βγῆκε τὴν νύχτα πρὸς νεροῦ της, ὂξ ἀπ' τὸ καλύβι, κυρα-Γιαννοὺ μ', κ' ἐγύρισε πίσω κακὰ κι ἀδέξια... Ντούρμα βγῆκε, κ' ἐγύρισε μονοκοπανιά, χτυπημένη, ξεγλωσσασμένη, ἀγρούνιστη... Χτυπήθηκε, μακριὰ ἀπὸ λόγου σου... Ἡ γλώσσα τῆς κρεμασμένη, ὄξ' ἀπ' τὸ σιαγόνι της, τὴ λαλιά της τὴν ἔχασε, τὴν ηὗρε κακὴ θερμασιὰ καὶ κρυάδα κι ἀσπασμοί. Κείτεται στὸ στρώμα μισοπεθαμένη!
- Ἀλήθεια; Ὤ, ἁμαρτίες!... Καὶ πότε ἔγινε αὐτό;
- Προχτὲς τὸ βράδυ, τὴν νύχτα, τὰ μεσάνυχτα, θεια-Γιαννού! Ὄξου ἀπὸ λόου σου, νά' χω τὸ συμπάθειο... Ντούρμα βγῆκε ὄξ' ἀπ' τὸ καλύβι, κ' ἐγύρισε πίσω χτυπημένη, παλαβιασμένη... Κοπιάζεις ὡς τὸ καλύβι μπάριμ, τώρα ἐδῶ ποὺ σ' ἐσταύρωσα, κυρα-Γιαννοὺ μ! Μονάχα νὰ τὴν θωρήσης, ν' ἀγροικήσης σὲ τί χάλι βρίσκεται... Ἐλμπέτ, καλὸ θὰ τῆς κάμης· μὲ τὰ γιατρικά σου, θὰ διώξης κάθε ἐνάντιο, ἕνα κ' ἕνα!
- Καὶ πῶς τῆς ἦρθε αὐτό; εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού.
- Ποιὸς ξέρει τί ἁμαρτίες, κυρα-Γιαννοὺ μ'. Ὁ Γεραμπὴς τὸ ξέρει.
Ἡ Χαδούλα ἐσκέφθη ἐπὶ στιγμήν. Εἴτα εἶπε:
- Καλά· θὰ πάω ἀποκεῖ, τώρα-τώρα.
- Νὰ 'χης πολλὴ ζωὴ καὶ καλὴ ψυχή, θεια-Γιαννού! εἶπεν ὁ Καμπαναχμάκης. Ὁ Γεραμπὴς σ' ἔστειλε.
* * *
Ἀφοῦ ἀπεμακρύνθη ὁ Καμπαναχμάκης, ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐσκέφθη ὅτι θὰ εἶχε καταφύγιον, τουλάχιστον, διὰ τὴν ἑπομένην νύχτα καὶ ὅτι τὸ καλύτερον θὰ ἧτο νὰ κρυφθῆ τὴν ἡμέραν εἰς καμμίαν λόχμην ἢ εἰς καμμίαν σπηλιᾶν, ὅπου οἱ χωροφύλακες ἀδύνατον θὰ ἧτο νὰ τὴν εὕρωσι.
Ἐπῆρε τὸν κατήφορον, κατῆλθεν εἰς τῆς Ἀγαλλιανοὺς τὸ ρέμα. Ἐστάθη νὰ πίη νερὸν εἰς μίαν βρύσιν. Ἐκεῖ συνήντησεν ἕνα γέροντα μοναχόν, τὸν πάτερ Ἰωάσαφ, κηπουρὸν τοῦ μοναστηρίου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τὸ ὁποῖον διέγραφε πρὸς τὰ ἄνω τὴν σεμνὴν κατατομήν του, εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ρέματος.
Ἡ Φραγκογιαννοὺ εἶχε καθίσει νὰ λαβὴ ἀναψυχὴν πλησίον τῆς δροσερὰς πηγῆς, ἐστήριξε τὴν κεφαλὴν εἰς τὴν χείρα της, ἐφαίνετο βυθισμένη εἰς λογισμούς, καὶ συγχρόνως «αὐτιάζετο» κ' ἔτεινε τὸ οὖς, φανταζόμενη κατὰ πάσαν στιγμὴν ὅτι ἤκουε βήματα τῶν χωροφυλάκων.
Ὁ πάτερ-Ἰωάσαφ ἦλθε νὰ γεμίση ἕνα σταμνίον ὕδατος, καὶ ἱδὼν τὴν Φραγκογιαννοὺ τὴν ἐκαλημέρισε.
- Ποῦ βρέθηκες ἐδῶ, γερόντισσα; Κάτι συλλογισμένη σὲ βλέπω....
- Ἄχ! γυιέ μου!... εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού. Ἔχω βάσανα καὶ πάθια...
- Τὰ βάσανα δὲν λείπουν ἀπὸ τὸν κόσμο, γερόντισσα... Ὅσο καὶ νὰ κάμη ὁ ἄνθρωπος, δὲν μπορεῖ νὰ τ' ἀποφύγη...
- Ἄχ! πάτερ Γιάσαφε, εἶπεν ἐν θλιβερᾷ διαχύσει ἡ Φραγκογιαννού. Νὰ 'μουν πουλὶ νὰ πέταγα!!!
- «Τὶς δώσει μοὶ πτέρυγας ὡσεὶ περιστεράς;» εἶπεν ὁ Ἰωάσαφ, ἐνθυμηθεὶς τὸν ψαλμόν.
- Ἤθελα νὰ ἔφευγα ἀπ' τὸν κόσμο, γέροντά μου... Δὲν μπορῶ νὰ ὑποφέρω πλιά!
- «Ἐμάκρυνας φυγαδεύουσα καὶ ηὐλίσθης ἐν τῇ ἐρήμῳ» εἶπεν πάλιν ὁ γέρων μοναχός.
- Μεγάλη φουρτούνα μ' ηὗρε, γέροντά μου, καὶ μεγάλη λιγοψυχιὰ μ' ἐκόλλησε.
- Ὁ Θεὸς νὰ σὲ γλυτώση, κόρη μου, «ἀπὸ ὀλιγοψυχίας καὶ ἀπὸ καταιγίδος», ἐπέφερεν ὁ Ἰωάσαφ, συνεχίζων τὸν ψαλμόν.
- Ἀπ' τὴν κακία, ἀπ' τὴν κακογλωσσιά, ἀπ' τὸ φθόνο, δὲν μπορεῖ νὰ γλυτώση ἕνας ἄνθρωπος.
- «Καταπόντισον, Κύριε, καὶ καταδίελε τὰς γλώσσας αὐτῶν, ὅτι εἶδον ἀνομίαν καὶ ἀντιλογίαν ἐν τῇ πόλει», ἐπέρανεν ὁ πάτερ Ἰωάσαφ.
Εἴτα ἀφοῦ ἐγέμισε τὸ σταμνὶ τοῦ εἶπε:
- Ἂν περάσης ἀπὸ τοὺς κήπους, γερόντισσα, φώναξε μὲ νὰ σὲ φιλέψω κανένα μαρούλι κι ὀλίγα κουκιά.
Καὶ ἀπεμακρύνθη.
Τὴν ἑσπέραν ἡ Φραγκογιαννοὺ εὑρίσκετο εἰς τὴν Πέρα-Ράχην, εἰς τὸ καλύβι τοῦ Καμπαναχμάκη. Ἡ σύζυγος τοῦ βοσκοῦ, γυνὴ πλέον ἢ τριάκοντα ἐτῶν καὶ μήτηρ πέντε τέκνων, ἔκειτο ἐπὶ τῆς κλίνης. Ἧτο εἰς ἀθλίαν κατάστασιν. Τὸ μοῦτρο τῆς εἶχε στραβώσει ἀπὸ τὴν νευρικὴν προσβολήν, ἡ γλώσσα τῆς ἐκρέματο ἔξω τοῦ στόματος, κ' ἐξέπεμπεν ἀνάρθρους φωνάς.
- Πῶς σου ἦρθε αὐτό; τὴν ἠρώτησε διὰ νεύματος μᾶλλον ἢ διὰ τῆς φωνῆς ἡ Φραγκογιαννού. Ἡ πάσχουσα ἀπήντησε διὰ γρυλισμοὺ οὐδὲν τὸ ἀνθρώπινον ἔχοντος.
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐκάθισε παρὰ τὴν ἑστίαν, καὶ ἠσχολεῖτο νὰ βράση βότανα διὰ τὴν πάσχουσαν. Δὲν εἶχε πλέον τὸ καλάθι της, ἀλλὰ εἶχε γεμίσει τοὺς κόλπους της ἀπὸ διάφορα μικροσκοπικὰ χόρτα, τὰ ὁποῖα εἶχε συλλέξει τὴν ἡμέραν κάτω εἰς τὰ ρέματα τῶν κοιλάδων.
Τὰ δυὸ μικρὰ κοράσια τῆς ἀσθενοῦς ἐκάθισαν σιμὰ εἰς τὰ γόνατα τῆς Φραγκογιαννούς, γλειφίδικα, καὶ ζητοῦντα θωπείας. Ἡ Γιαννοὺ ἐθώπευσεν τὰ σιαγόνια των καὶ τοὺς λαιμούς των, τόσον δυνατά, ὥστε ἠσθάνθησαν πόνον, καὶ τὸ ἐν ἐφώναξε:
- Μάννα!
Ἀλλ' ἡ μάννα ἤτον δι' αὐτὰ ὡς νὰ μὴν ὑπῆρχε, καὶ τὰ δυστυχῆ πλάσματα δὲν ἦσαν εἰς ἡλικίαν οὔτε νὰ αἰσθανθώσι τὴν ἔλλειψιν, οὔτε νὰ δύνανται τουλάχιστον νὰ τὴν ἀναπληρώσωσι. Τὸ μικρὸν ἀγόρι, τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο νὰ εἶναι ὀμήλικον μὲ τὸ κοράσιόν το ἐν, ὡς νὰ ἦσαν δίδυμα, ἔκλαιε κι ἐζήτει «νὰ σηκωθῆ ἡ μάννα του νὰ τοῦ κάμη γριᾶ στὸ τηγάνι».
- Τώρα, γυιέ μου, ἐγὼ νά σου κάμω γριᾶ, εἶπε τυχαίως ἡ Φραγκογιαννού.
- Δὲν ἔχουμε ἀλεύρι, θειά, εἶπε τὸ μεγαλύτερον ἐκ τῶν δυὸ κορασίων.
- Καλά· νὰ ἔλθη ὁ πατέρας νὰ φέρη ἀλεύρι, εἶπεν ἡ Φραγκογιαννοὺ πρὸς τὸ παιδίον, κ' ἐγὼ νά σου κάμω «γριᾶ»! Ἡσύχασε τώρα.
Ἀλλὰ τὸ ἀγόρι δὲν τὰ ἤκουεν αὐτά.
- Γριὰ θέλω, καὶ νὰ 'ναι ζαρωμένη γριά! Νὰ 'χη καὶ πετμέζι.
- Ποῦ νὰ βρεθῆ τὸ πετμέζι, γυιέ μου; εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού. Μεθαύριο νὰ μαυρίσουν τὰ σταφύλια στ' ἀμπέλι, νὰ τὰ τρυγήσουμε, νὰ κόψουμε τὰ ξεκούδουνα ἀπ' τὰ κλήματα, νὰ κάμουμε πολύ-πολὺ πετμέζι νὰ φάη τὸ καλὸ παιδί. Πῶς σὲ λένε;
- Γιώργη τόνε λέμε, θειά, εἶπε τὸ μεγαλύτερον κοράσιον.
- Ἐσένα;
- Δαφνῶ.
- Κ' ἐσένα; ἠρώτησεν ἡ Γιαννοὺ τὸ μικρότερον θυγάτριον.
- Ἀνθή.
- Νὰ ζήσετε!
- Καὶ πότε θὰ τὰ κόψουμε, θειά, τὰ σταφύλια; ἐφώναξε τὸ ἀγόρι. Δὲν πᾶμε τώρα στ' ἀμπέλι νὰ τὰ κόψουμε;
- Ὄχι τώρα, γυιέ μου, ταχιά.
- Ταχιά το-ταχύ; εἶπεν ὁ Γιώργης.
- Ναί, γυιόκα μου. Ἀπόψε θὰ δέσουν οἱ ράγες, καὶ θὰ γλυκάνουν, καὶ θὰ μαυρίσουν, καὶ ταχιά το-ταχὺ θὰ πάρουμε τοὺς τρυγολόγους νὰ τρέξουμε στ' ἀμπέλι, νὰ τρυγήσουμε, νὰ τὰ κάμουμε κότσι-κότσι, τὰ σταφύλια, τὰ ξεκούδουνα, νὰ τὰ πατήσουμε, νὰ τὰ λυώσουμε, καὶ θὰ κάμουμε μουστόπιττες καὶ πετμέζια καὶ χίλια λογιῶν καλά... καὶ τότε, θά σου κάμω ἐγὼ μιὰ γριά, ζαρωμένη, ἴσα μὲ τὸ τηγάνι μεγάλη!
- Σέλω νά' ναὶ πουλύ, πουλὺ μεγάλη! εἶπεν ὁ μικρός.
- Μεγάλη γριά, ἴσα μ' ἐμένα, εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού.
Ἐν τῷ μεταξύ, τὸ μικρότερον τῶν δυὸ κορασίων, τὸ Δαφνῶ, καθὼς ἐκοίταζεν ἐναλλὰξ τὸν λύχνον καὶ τὴν Φραγκογιαννοὺ μὲ τεθηπὸς βλέμμα, ὡς νὰ ὑπνωτίσθη ἀπὸ τὸ ὄμμα τῆς γραίας, ἐνύσταξε, ἔγειρε τὸ κεφαλάκι του πρὸς τὴν ἑστίαν, καὶ ἀπεκοιμήθη. Ἡ Γιαννοὺ ἐπιμόνως τὸ ἐχάδευεν ὑπὸ τὸ κατωσάγονον, καὶ πότε ἡ χεὶρ τῆς ἐγλίστρα πρὸς τὸν τράχηλον, καὶ ἴσως εἶχε κλίσιν νὰ θλίψη κάπως δυνατώτερα τὸν λαιμὸν τοῦ κορασίου. Ἀλλὰ τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἠκούσθη δρομαῖον βῆμα ἔξωθεν, ἡ θύρα ἠνοίχθη, καὶ εἰσῆλθεν ὁ Καμπαναχμάκης.
- Δῶ εἶσαι, κυρά-Γιαννού! εἶπεν ἐν ἄκρᾳ ταραχή. Σήκου! Νὰ φύγης! νὰ κρυφτής!
- Τί τρέχει; εἶπεν ἡ γραία, προσπαθοῦσα νὰ φανῆ ἀτάραχος.
- Οἱ ταχτικοὶ σὲ χαλεύουν; Τί ζαρὰρ ἔκαμες χριστιανή; Τρέχουν οἱ ταχτικοὶ γυρεύοντας σέ. Σήκου, τρέχα! νὰ κρυφτὴς πουθενὰ μπάριμ! Σὲ λυποῦμαι, καημένη! Τί κρίμα ἔκαμες;
- Ἐγώ; κρίματα πολλά... Μὰ δὲν ξέρω, γιατί νὰ μὲ γυρεύουν οἱ ταχτικοί, ποῦ μου λές;
- Τρέχα, κατὰ δῶ ἔρχονται τώρα. Δὲ γρουνίζω πὼς σ' ἀγροίκησαν πὼς τὰ πρύμισες κατὰ δῶ, θὰ 'ρθουν τώρα νὰ χαλέψουν. Ὅπου κι ἂν εἶναι, πλάκωσαν! Ἀκοῦς! κάτου, στὴ Σκότ'νὴ Σπ'λιά, στὸ Κακόρρεμα, κατακεῖ νὰ πάρης τὸ φύσημά σου! Στὸ κλῆμα στὸ Μονοπάτι, στοῦ Π'λιοῦ τὴ Βρύση, ἐκεῖ νὰ σὲ πάρουν στὸ κοντό, δὲν μποροῦν νὰ σὲ πιάσ'ν! Ἀποκεῖ μπορεῖς νὰ κατεβὴς στὸ Γέροντα, στὸ Ἐρμητήριο, νὰ ξαγορευθῆς, τὰ κρίματα σ', καημένη. Τρέχα!...
Ἔτρεξεν ἡ ἀθλία ἀλλὰ δὲν ἠσθήνετο πλέον δυνάμεις ἀκμαίας. Ἡ ἀϋπνία τῶν περασμένων νυκτῶν, ἡ κακοπάθεια, αἱ συγκινήσεις τὴν εἶχον καταβάλει. Τὰ μέρη, τὰ ὁποῖα εἶχεν ὀνομάσει ὁ Καμπαναχμάκης, ἀπεῖχον πολύ, δὲν ἠδύνατο δὲ νὰ ὁδοιπορήση πρὸς τὰ ἐκεῖ εἰς τὴν ἀσέληνον νύκτα.
Καθὼς ἔτρεχεν, αὐτιαζόμενη κατὰ πάσαν στιγμή, ἐξαφνιζομένη, καὶ νομίζουσα ὅτι ἀκούει παντοῦ βήματα, εἰς τὸ μονοπάτι, ἀνάμεσα εἰς δένδρα καὶ θάμνους, ἤκουσε βήματα ἀληθῆ, ἐρχόμενα ἀπὸ διακοσίων βημάτων, ἀπὸ τὸν κύριον δρόμον. Ἐκρύβη ὄπισθεν τῶν θάμνων, καὶ τῆς ἐφάνη ὅτι ἦσαν πράγματι οἱ χωροφύλακες, βαδίζοντες πρὸς τὴν καλύβην τοῦ Καμπαναχμάκη, πρὸς τὸ μέρος ὁπόθεν αὐτὴ ἤρχετο. Ἐὰν οὕτως εἶχεν, ἡ θέσις τῆς καθίστατο ἀσφαλεστέρα πρὸς τὸ παρόν, καθότι δὲν ἐφοβεῖτο πλέον νὰ τοὺς συναντήση, διὰ τὴν νύκτα ἐκείνην.
Ἐπροχώρησε πρὸς τὸ μέρος, ὁπόθεν εἶχεν ἔλθει τὴν πρωίαν. Ἔφθασεν εἰς τὸν μικρὸν ναΐσκον τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, εἰς τὸ Κοιμητήριον τῶν Καλογήρων, εἰς τ' Ἀλώνι τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἐπέρασεν ἔξω ἀπὸ τὸ Βουρδουναριό, ἀντικρὺ τῆς σιδηρᾶς πύλης τοῦ Κοινοβίου, ἥτις ἧτο κατάκλειστος. Ἀλλως, γυναῖκες ποτὲ δὲν ἐπήρχοντο εἰς τὸν ἱερὸν περίβολον. Κατῆλθεν εἰς τοὺς κήπους, ὅπου εἶχε συναντήσει τὴν πρωίαν τὸν καλόγηρον, τὸν κηπουρόν, ὅστις τῆς εἶχεν εἰπεῖ διάφορα ρητᾶ ἀπὸ τὸ Ψαλτήριον, τὰ ὁποῖα αὐτὴ δὲν ἐνόει, ἀλλ' ἀορίστως ὑπώπτευεν ὅτι προσηρμόζοντο κάπως εἰς τὴν θέσιν της. Καὶ πράγματι τῆς εἶχον ἀφήσει ὡς ἕνα βόμβον περὶ τὰ ὦτα της· «Τὶς δώσει μοὶ πτέρυγας ὡσεὶ περιστεράς;... Ἰδοὺ ἐμάκρυνα φυγαδεύων καὶ ηὐλίσθην ἐν τῇ ἐρήμῳ. Προσεδεχόμην τὸν Θεόν, τὸν σώζοντα μὲ ἀπὸ ὀλιγοψυχίας καὶ ἀπὸ καταιγίδος...».
Καθὼς ἀνήρχετο τὴν ράχιν ἀντικρύ, πέραν τῶν κήπων, ἄνω τοῦ ρεύματος, ἤκουσε τὸν μικρὸν κώδωνα τοῦ μοναστηριοῦ νὰ ἠχὴ γλυκᾶ, ταπεινὰ καὶ μονότονα, νὰ ἐξυπνὰ τὰς ἠχοῦς τοῦ βουνοῦ, καὶ νὰ δονὴ τὴν μαλακὴν αὔραν. Ἧτο ἄρα μεσονύκτιον, ὥρα τοῦ Μεσονυκτικοῦ, ὥρα τοῦ Ὄρθρου! Πὼς ἦσαν εὐτυχεῖς οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, οἵτινες εὐθὺς ἀμέσως, ἐκ νεαρὰς ἡλικίας, ὠσὰν ἀπὸ θείαν ἔμπνευσιν, εἶχον αἰσθανθῆ ποιὸν ἧτο τὸ καλύτερον τὸ ὁποῖον ἠμπορούσαν νὰ κάμουν - το νὰ μὴ φέρουν, δηλαδή, ἄλλους εἰς τὸν κόσμον δυστυχεῖς!...καὶ μετὰ τοῦτο, ὅλα ἦσαν δεύτερα. Τὴν φιλοσοφίαν, αὐτοί, τὴν εἶχον λάβει ὡς ἐκ κληρονομίας, χωρὶς <νά> σκοτίσουν τὸν νοῦν των εἰς τὴν «ζήτησιν τῆς ἀληθείας», ὅπου ποτὲ δὲν εὑρίσκεται.
Ἀνέβη ὑψηλότερα τὴν ράχιν, χωρὶς νὰ ἔχη σκοπὸν ἢ ἀπόφασιν ποὺ ἐπήγαινε. Καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν δρόμον, ὀλίγα βήματα μακράν, εἶδε μίαν στάνην, τὴν ὁποίαν ἀνεγνώρισεν ὅτι ἤτον τοῦ Γιάννη τοῦ Λυρίγκου. Ὁ σκύλος αἰσθανθεῖς μακρόθεν τὴν παρουσίαν της, ἤρχισε νὰ γαυγίζη.
Εἶχεν ἔλθει ἄρα, πλησίον εἰς τὸ κατάλυμα τῆς παρελθούσης νυκτὸς χωρὶς νὰ τὸ σκεφθῆ! Καὶ τώρα μόνον ἤρχισε νὰ τὸ σκέπτεται. Ἕως τὴν στιγμὴν τὸ ἔνστικτον τὴν εἶχεν ὀδηγήσει. Ἀλλὰ τώρα ὁ συλλογισμὸς τῆς διετυποῦτο καθαρά. «Ποῦ ἀλλοῦ θὰ εἶμαι πλέον ἀσφαλής, γιὰ τὴν ὥρα, παρὰ ἐδῶ; Οἱ ταχτικοὶ ποτὲ δὲν θὰ πιστεύουν ὅτι ξαναήλθα πάλιν πρὸς τὸ ἴδιο μέρος, ποὺ μὲ εἶχαν εὑρεῖ χθές, καὶ μ' ἐκυνήγησαν. Ὁ Γιάννης κοιμᾶται στὸ μανδρί του. Στὸ καλύβι θά' ναὶ ἡ λεχώνα, κ' ἡ γριά. Τὴν νύχτα χθές, ἀπὸ τὸν σαστισμὸ κι ἀπὸ τὴ βία μου, ξέχασα ἐκεῖ τὸ καλαθάκι μου. Δὲν θὰ εἶναι καλύτερα νὰ πάω νὰ χτυπήσω τὴν πόρτα, νὰ τοὺς πουλήσω πάλι δούλεψη μὲ κανένα ψευτογιατρικό, νὰ πάρω καὶ τὸ καλαθάκι μου, καὶ σᾶ φέξη νὰ πάω νὰ κρυφθῶ κάτω στὸ Κακκόρεμα, ἐκεῖ ποῦ λέει ὁ Καμπαναχμάκης;...»
Βεβαίως ἡ γραία, ἡ πενθερὰ τοῦ Λυρίγκου, κάτι θὰ εἶχεν ἀκούσει εἰς βάρος της ἀπὸ χωροφύλακες ἢ ἀπὸ τρίτους, ἀλλὰ τί μ' αὐτό;
Δὲν θὰ εἶχε τόσην κακίαν οὔτε τόσον θάρρος, ὥστε νὰ τὴν προδώση. Ἄλλως, αὐτὴ ὡς κυρίαν πρόφασιν, διὰ νὰ εἰσέλθη θὰ προέταττεν ὅτι ἦλθε νὰ ζήτηση τὸ λησμονημένον καλάθι της.
Ἐκρύωνε πολὺ ἀπὸ τὸν ἀέρα τοῦ βουνοῦ, καὶ εἶχεν ἀνάγκη νὰ στεγασθῆ πουθενά, πρὸς ὥραν. Δὲν ἐδίστασε πλέον. Διέβη τὸν ζυγόν, τὸν ἐνούντα τὰς δυὸ ράχεις, ἐπὶ τῆς μεσημβρινωτέρας τῶν ὁποίων ἧτο ἡ μάνδρα, ἐπὶ δὲ τῆς βορειοτέρας ἡ οἰκία τοῦ Λυρίγκου, κ' ἔφθασεν εἰς τὸ καλύβι.
Ἔκρουσε τὴν θύραν. Ἡ γραία ἐκοιμάτο, ἀλλὰ δὲν ἄργησε νὰ ἐξυπνήση, κ' ἐλθοῦσα ἤνοιξε τὴν θύραν, χωρίς, αὐτὴν τὴν φοράν, νὰ ἐρώτηση τὶς εἶναι, ἴσως διότι ἧτο μισοκοιμισμένη κ' ἐνήργει ὡς ἐν ὑπνοβασίᾳ μηχανικῶς, ἢ εἶχε τὴν ἐντύπωσιν ὅτι οὐδεὶς ἄλλος ἠδύνατο νὰ εἶναι εἰμὴ ὁ γαμβρός της. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔσπευσε νὰ εἰσέλθη.
- Τὸ κοφίνι μ' πλιό, ξέχασα ἀπ' τὴ βία μου, ἐψές, εἶπε. Τὸ εἶδες; Εἶναι πουθενά; Ποῦ τὸ 'χεις;
Ἡ χωρικὴ γραία ἐστάθη καὶ τὴν ἐκοίταξε. Τώρα μόνον ἐφάνη νὰ ἐξύπνησεν ἐντελῶς, καὶ ἀναγνωρίσασα αὐτήν.
- Ποῦ βρέθηκες ἐδῶ; εἶπε.
- Μὴν ἐρωτᾶς, εἶπεν ἡ Γιαννού. Εἶχα νυχτώσει σ' ἕν' ἄλλο καλύβι, μὰ δὲν εἶχα ὕπνο. Σᾶ θυμήθηκα τὸ κοφίνι μου, ἦρθα. Πῶς εἶστε; Τί κᾶν' ἡ λεχώνα;
- Τί νὰ κάμη; Τὰ ἴδια... Μὰ δέ μου λές, εἶπε μετὰ τινὰ δισταγμὸν ἡ γραία· γιατί σ' ἐγύρευαν κείν' οἱ ταχτικοί;
- Φτόνος τοῦ κόσμου, ἀπήντησε μ' ἐτοιμότητα ἡ Φραγκογιαννού. Ἕνα κορίτσ' εἶχε πνιγὴ μὲς στὸ πηγάδι...
- Ε;
- Καὶ δὲν ξέρω ποιὸς ἐχτρὸς εἶπε πὼς ἔφταια ἐγώ... Μὰ ἔτσι νά' χουμε καλὴ ψυχή, μπορεῖς νὰ τὸ πιστέψης; Τάχα δὲν μποροῦσε νὰ πνίγη καὶ μοναχό του τὸ κορίτσι; Ἦταν ἀνάγκη νὰ βάλω χέρι ἐγώ;
- Μαθές!.... ἔκαμεν ἡ γραία.
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐγκατεστάθη, ὅπως καὶ τὴν προλαβοῦσαν νύκτα, σιμὰ εἰς τὴν γωνίαν τῆς ἑστίας, ὅπου εὗρε καὶ τὸ καλάθι της. Ἐξάναψε τὴν φωτιᾶν, ἔβαλε νερὸ στὸ μπρίκι, καὶ κατεγίνετο νὰ βράση βότανα, τὰ ὁποῖα ἔβγαλεν ἀπὸ τὸν κόλπον της.
Ἡ λεχώνα ἐκοιμάτο, τοῦ μικροῦ θυγατρίου ἠκούετο ἡ ἀναπνοὴ μέσα εἰς τὴν σκάφην τὴν χρησιμεύουσαν ὡς λίκνον, ὑπὸ τὸ στέφανον τοῦ βαρελιοῦ τὸ ἀνέχον ὑψηλὰ ἐν λεπτὸν πανίον. Ἐνίοτε ἐκλαυθμύριζε. «Κοί, κοί, κοί!» ἐπρόφερεν ἡ γραία, ἡ προμήτωρ, ἥτις εἶχε κλείσει το ἐν ὄμμᾳ, καὶ μὲ τὸ ἄλλο, εἰς τὸ ἀσθενὲς φῶς τοῦ κανδηλίου καὶ εἰς τὴν διαλείπουσαν τῆς ἑστίας ἀναλαμπήν, δὲν ἔπαυσε νὰ κοιτάζη τὴν Φραγκογιαννού. Τέλος, μετὰ ὥραν, ἡ γραία καίτοι ἐφαίνετο ἀπόφασιν ἔχουσα νὰ μὴ κοιμηθῆ, τῆς ἦλθεν ὁ προδότης ὁ ὕπνος - ἴσως δι' αὐτὸ τοῦτο, ὅτι ἐκοίταζε λίαν ἐπιμόνως τὴν ὕποπτον γυναίκα καὶ ἀπεκοιμήθη ἐπάνω εἰς τὸ τρίτον λάλημα τοῦ πετεινοῦ.
Τὸ βρέφος ἐκλαυθμύριζεν ἀκόμη. Ἡ μάμμη δὲν ἠγρύπνει πλέον διὰ ν' ἀπαγγέλλη τὸ μονότονον «Κοί, κοί, κοί!»
- «Ὅλο κοριτσούδια, τὸ ἔρμο!» Τὸ παράπονον τοῦ Γιάννη τοῦ Λυρίγκου ἐβόμβει εἰς τὰ ὦτα τῆς Φραγκογιαννούς.
Ἡ λεχώνα δὲν εἶχεν ἐξυπνήσει. Ἡ γραία Χαδούλα ἐκινήθη ὀλίγον, ἐτανύσθη ἐπὶ τῶν γονάτων της, κ' ἔφθασε τὸ λίκνον. Παρεμέρισε τὸ λευκὸν πανίον ἀπὸ τὴν κεφαλὴν τῆς κούνιας, κ' ἔτεινε τὴν χείρα διὰ νὰ θωπεύση τὸ μικρόν, ἐνῶ τοῦτο ἐκλαυθμύριζεν. Ἔφραξε μὲ τὴν χείρα της τὸ μικρὸν στόμα, διὰ νὰ μὴ φωνάζη, ἐκοίταξε πρὸς τὸ μέρος τῆς λεχώνας, εἴτα πρὸς τὴν στρωμνὴν ἔφ' ἧς ἐκεῖτο κουβαριασμένη ἡ γραία.
Ἡ φωνὴ τοῦ βρέφους ἐπνίγη. Μίαν χεριᾶν ἀκόμη ἐχρειάζετο νὰ κάμη ἡ Φραγκογιαννού. Μὲ τὴν ἄλλην χείρα, τοῦ ἔσφιξε δυνατὰ τὸν λαιμόν... Εἴτα ἐμάζωξε τὸ λεπτὸν πανίον διὰ νὰ τὸ ρίψη πάλιν ἐπάνω τῆς στεφάνης. Ἡ χεὶρ τῆς προσέκοψεν εἰς τὴν σανίδα, κ' ἔκαμε μικρὸν θόρυβον. Ἡ γραία, ἥτις δὲν ἐκοιμάτο βαρέως, ἐξύπνησεν. Ἀνετινάχθη, ἐσκίρτησεν. Εἶδε τὴν Φραγκογιαννοὺ ν' ἀποσύρη τὴν χείρα της καὶ ν' ἀποχωρῆ, ἀνεγειρομένη ἐπὶ τῶν γονάτων, ὀπίσω εἰς τὴν θέσιν της.
- Τί κάνεις; ἔκραξεν ἔντρομος ἡ γραία.
Ἡ λεχώνα ἐπετάχθη, ἀνεπήδησε.
- Τί εἶναι, μάννα;
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐσηκώθη, ἐπῆρε τὸ καλάθι της.
- Τίποτα· θέλησα νὰ τὸ κάμω νὰ λουφάξη, νὰ μὴν κλαίη, ἀπήντησεν.
Ἡ γραία μάμμη ἔκυψε πρὸς τὴν κούνιαν.
- Πηγαίνω τώρα, ἔφεξε, εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού... Δῶσε τῆς λεχώνας τὸ γιατρικὸ ποὺ ἔβρασα νὰ τὸ πιῆ!
Καὶ πάραυτα ἐξῆλθεν. Ἔτρεξε μὲ βῆμα δρομαῖον ν' ἀπομακρυνθῆ τάχιστα. Ἐπῆρε τὸν ἐπάνω δρόμον, κατὰ τὸ δάσος, διὰ νὰ μὴ περάση ἀπὸ τὴν ἀντικρινὴν ράχιν ὅπου ἤτον ἡ στάνη.
Ἧτο γλυκειὰ αὐγὴ τοῦ Μαΐου. Ἡ κυανωπὴ καὶ ροδίνη ἀνταύγεια τοῦ οὐρανοῦ ἔχριε μὲ ἀπόχρωσιν μελιχρᾶν τὰ χόρτα καὶ τοὺς θάμνους. Ἠκούετο ὁ μινυρισμὸς τῶν ἀηδόνων εἰς τὸ δάσος, καὶ τ' ἀναρίθμητα μικρὰ πουλιὰ ἐτέλουν ἐκθύμως, ἀπλήστως, τὴν συναυλίαν των τὴν ἄφατον.
Ἀφοῦ ἡ Φραγκογιαννοὺ ἀπεμακρύνθη πολλὰ βήματα, ἤκουσε βραχνὴν κραυγὴν ὄπισθέν της. Ἧτο ἡ γραία, ἡ μήτηρ τῆς λεχώνας· ἔξαλλος, τραβοῦσα τὰ μαλλιά της, εἶχε τρέξει ἔξω τῆς καλύβης, κ' ἐφώναζε:
- Πιάστε τὴν!... Πιάστε τὴν! Μᾶς ἔκαμε φονικό!
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔτρεχεν, ἔτρεχε. Ἤλπιζε νὰ χωθῆ τὸ ταχύτερον εἰς τὸ δάσος, ὅπου, καὶ ἂν τυχὸν ἔτρεχον κατόπιν της, τὰ ἴχνη τῆς τάχιστα θὰ ἐχάνοντο.
Ἀλλὰ πάρ' ἐλπίδα, μετ' ὀλίγα λεπτά, εὑρέθη ἀντιμέτωπος τοῦ Γιάννη τοῦ Λυρίγκου, βαδίζοντος πρὸς τὴν οἰκίαν του. Οὗτος εἶχεν ἐξυπνήσει τὴν συνήθη ὥραν, κ' ἐπήγαινε πρὸς τὸ καλύβι, ἴσως διὰ νὰ κράξη πρὸς συνεργασίαν τὴν πενθεράν του, ὅπως καὶ τὴν προλαβοῦσαν πρωίαν. Ἀλλ' ὅταν εἶδε τὴν πενθεράν του νὰ φωνάζη καὶ νὰ χειρονομὴ τόσον μακράν, ὥστε δὲν ἠδύνατο ν' ἀκούη τί αὔτη ἔλεγεν, ὀδηγούμενος μόνον ἀπὸ τὴν διεύθυνσιν τῶν χειρονομιῶν της, εἶδε τὴν Φραγκογιαννοὺ νὰ φεύγη πρὸς τὸ μέρος τοῦ δάσους - τότε, ἔτρεξε πρὸς τὸ μέρος ἐκεῖνο, κ' ἐφώναξε μεγάλη τὴ φωνὴ πρὸς τὴν Φραγκογιαννού.
- Τί εἶναι;... Τί τρέχει;
Τότε ἡ Χαδούλα ἐστάθη, κ' ἐφώναξε μακρόθεν πρὸς τὸν Γιάννην τὸν Λυρίγκον.
- Φεύγω!... Πάω νά...
Ὁ Γιάννης ὁ Λυρίγκος εἶχε τρέξει ὀλίγα βήματα, κ' ἦλθε πλησιέστερα πρὸς τὴν Φραγκογιαννού. Τότε κι αὐτή, ἀποφασιστικῶς, προέβη δυὸ ἢ τρία βήματα πλησιέστερα πρὸς ἐκεῖνον.
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἐπεκαλέσθη εἰς βοήθειαν ὅλην τὴν ἐτοιμότητά της. Ηὐτοσχεδίασε.
- Γιάννη! ἡ γυναίκα σου ἔχει τοὺς πόνους! Εἶναι ἄσκημα.
- Ἔχει τοὺς πόνους! ἀνέκραξεν ἐν ἄκρᾳ ἀπορία ὁ ἄνθρωπος. Τί λές, χριστιανή μου;
- Ἔχει κι ἄλλο παιδὶ στὴν κοιλιά της! ἰσχυρίσθη μὲ τόλμην ἡ Φραγκογιαννού.
- Ἄλλο παιδὶ στὴν κοιλιά της!
- Ναί, αὐτὸ πού σου λέω. Μόνο τρέχα στὸ χωριὸ νὰ φωνάξης τὴ μαμμή!... νὰ πὴς καὶ τοῦ γιατροῦ νὰ 'ρθη!
Ὁ Λυρίγκος ἐστάθη. Πέραν, ἐπὶ τοῦ μικροῦ ὀροπεδίου, πρὸ τῆς οἰκίας, ἡ πενθερὰ τοῦ ἐφώναζεν ἀκόμη βραχνὰς κραυγάς, τὰς ὁποίας ἔπαιρνε μακρὰν ὁ ἄνεμος, χωρὶς ὁ Γιάννης ν' ἀκούη, τί ἔλεγεν ἐκείνη. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ὡμίλει μὲ θάρρος, κ' ἐφαίνετο ὅτι ἤξευρε τί ἔλεγε.
- Πῶς γίνεται αὐτὸ ποτέ; ἀνέκραξεν ὁ Γιάννης. Εἶσαι καλά, χριστιανή μου;
- Αὐτὸ γίνεται, ἐπέμενεν ἡ Φραγκογιαννού. Οὖλες τὶς φορὲς τὰ διπλάρικα δὲν πέφτουν μαζὶ ἀπ' τὴν κοιλιά. Τὸ ἕνα, τὸ πλιὸ ἀδύνατο ἀπ' τὰ δυό, ἀργεῖ καὶ ὧρες καὶ μέρες νὰ πέση.
- Ἀλήθεια! Ἔχω ἀκουστά μου, εἶπεν ὁ Γιάννης.
- Κατὰ πὼς φαίνεται, συνεπέρανε λίαν σοβαρὰ ἡ Φραγκογιαννού, αὐτὴν τὴν φορὰ τὸ ἕνα τὸ παιδὶ θὰ πιάστηκε ὕστερ' ἀπ' τὸ ἄλλο.
- Αὐτὸ εἶναι τάχα; εἶπε μὲ ἦθος οἴκτου ὁ Λυρίγκος.
- Τρέχα τὸ γληγορότερο! νὰ πᾶς νὰ φέρης τὸ γιατρό!...
- Ἐσὺ ποῦ πᾶς; ἠρώτησεν ὁ Λυρίγκος.
- Ἐγὼ πάω στὸν Ἀϊ-Χαράλαμπο... πάω νὰ φωνάξω τὸν παπα-Μακάριο, νὰ 'ρθή νὰ τῆς κάμη μιὰ παράκληση, τῆς γυναίκας!
- Καλά! Τρέξε!
Καὶ ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔτρεξε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου