(ανάμνηση Κ.Γ. Καρυωτάκη)
Τα νιάτα τους σημαία διπλωμένη.
Φαρμάκι πίνουν όρθιοι να σταθούν.
Τις Ώρες που γυρνούν οι πεθαμένοι
μονάχα αυτοί με λύπη τούς πενθούν.
Ανώνυμα συχνά τα γράμματά τους.
Κατασκευάζουν σχέσεις και δεσμούς.
Λιωμένο ρούχο γίνεται η καρδιά τους.
Μεθούν κι έχουν συχνά παροξυσμούς.
Στα μαγαζιά τους στέκουν στοιχειωμένοι.
Στο θλιβερό υπάλληλο ξεσπούν.
Σε μια κηδεία όλοι παγωμένοι
τους φίλους σαν εχθρούς ακολουθούν.
Με τις γυναίκες ζουν δυστυχισμένα
–έχουν πολέμους, λες, με Αγαρηνούς–.
Κι όλα κρυφά, σιγά κι αρρωστημένα
μην ακουστούν ποτέ στους διπλανούς.
Γερνούν, παραφυλούν, κατασκοπεύουν.
Κλειστές οι πόρτες. Ξέρουν και τι τρως.
Με κόλπο δυο φτερά κρυφά σου κλέβουν.
Το μίσος γιατρικό τους και γιατρός.
Στα καφενεία μόνοι τους συχνάζουν.
Πίνουν καφέ. Κοιτούν ποιος τους κοιτά.
Γελούν μ’ ό,τι συμβεί και σχολιάζουν.
Χιονίζει απόψε φως του θανατά.
Κορίτσια λυρικά τα όνειρά τους –
θα γίνουν σκύλες αν τους αρνηθούν.
Ξαναμετρούν με τρόμο τα έξοδά τους.
Αγρίεψε η ζωή. Θα τρελαθούν.
Γυναίκες, που είχαν μοίρα για να γίνουν
ποτάμια, δέντρα κι άστρα με φιλιά,
το σώμα τους μονάχες πια το γδύνουν
και στον καθρέφτη ακούν την πιστολιά.
Στο τέλος ζουν μες στα γηροκομεία
κι ο αγέρας έξω αφρίζει και λυσσά.
Τις σάρκες της θα τρώει η επαρχία
ντυμένη τέτοιες ώρες στα χρυσά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου