Αἰσχύλου Προμηθεὺς Δεσμώτης
μετάφραση: Ι. Γρυπάρη
Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ
Π Α Ρ Ο Δ Ο Σ
Χορός | Χορός | |
128β | μηδὲν φοβηθῇς· φιλία γὰρ ἅδε τάξις πτερύγων θοαῖς ἁμίλλαις προσέβα | Μη φοβηθείς ολότελα· φίλοι 'μαστε που ερχόμαστε σ' αυτό το βράχο, η συντροφιά μας, με τις διπλογοργόστροφες πετώντας τις φτερούγες μας. |
130 | τόνδε πάγον, πατρῴας μόγις παρειποῦσα φρένας. κραιπνοφόροι δέ μ᾽ ἔπεμψαν αὖραι· κτύπου γὰρ ἀχὼ χάλυβος | Μόλις και καταφέραμε τη γνώμη του πατέρα μας και κατά δω το φύσημα τ' ανέμου μας προβόδησε· γιατί ως τα βάθη της σπηλιάς αχός σα βρόντημα βαριάς |
130β | διῇξεν ἄντρων μυχόν, ἐκ δ᾽ ἔπληξέ μου τὰν θεμερῶπιν αἰδῶ· | επέρασε και μ' έκαμε να ξιπαστώ και κατά μέρος τη δειλή αφήνοντας τη συστολή |
135 | σύθην δ᾽ ἀπέδιλος ὄχῳ πτερωτῷ. | εχίμησα ανυπόδετη με το άρμα φτερωτό. |
Προμηθεύς | Προμηθεύς | |
αἰαῖ αἰαῖ, τῆς πολυτέκνου Τηθύος ἔκγονα, τοῦ περὶ πᾶσάν θ᾽ εἱλισσομένου χθόν᾽ ἀκοιμήτῳ ῥεύματι παῖδες | Οϊμένανε, οϊμέ! Της πολύτεκνης κόρες Τηθύας και που σ' όλη τη γη περιτρόγυρα με τ' ακοίμητο ρέμα του στρέφεται | |
140 | πατρὸς, Ὠκεανοῦ, δέρχθητ᾽, ἐσίδεσθ᾽ οἵῳ δεσμῷ, προσπορπατὸς τῆσδε φάραγγος σκοπέλοις ἐν ἄκροις | του πατέρα Ωκεανού θυγατέρες, με τι δέσιμο ιδείτε, κοιτάξετε, καρφωμένος σε τούτης της φάραγγας τα ψηλά τα γκρεμνά, |
143β | φρουρὰν ἄζηλον ὀχήσω. | φρουρά αζήλευτη θενά φυλάξω! |
Χορός | Χορός | |
λεύσσω, Προμηθεῦ· φοβερὰ | Τα βλέπω, Προμηθέα, κι εμπρός στα μάτια μου έτσι απλώθηκε | |
145 | δ᾽ ἐμοῖσιν ὄσσοις ὀμίχλα προσῇξε πλήρης δακρύων σὸν δέμας εἰσιδούσᾳ πέτραις προσαυαινόμενον ταῖσδ᾽ ἀδαμαντοδέτοισι λύμαις. νέοι γὰρ οἰακονόμοι κρατοῦσ᾽, Ὀλύμπου· νεοχμοῖς | μια καταχνιά θολή, γιομάτη με δάκρυα, που είδα πως σ' αυτόν απάνω τον ξερόβραχο ξεραίνεται το σώμα σου σφιχταλυσοπερίπλεχτο μες σε πεδούκλια ατσάλινα, π' αλύπητα το φτείρουνε. Γιατί καινούργιοι κυβερνούν θεοί το δοιάκι τ' ουρανού· κι ο Δίας που εξουσιάζει τώρα δυνατά, |
150 | δὲ δὴ νόμοις Ζεὺς ἀθέτως κρατύνει. τὰ πρὶν δὲ πελώρια νῦν ἀιστοῖ. | με νέους νόμους τους παλιούς αντικατάστησε θεσμούς, κι όσες δυνάμεις ήταν πριν, τώρα ποδοπατά. |
Προμηθεύς | Προμηθεύς | |
εἰ γάρ μ᾽ ὑπὸ γῆν νέρθεν θ᾽ Ἅιδου τοῦ νεκροδέγμονος εἰς ἀπέρατον Τάρταρον ἧκεν, | Μα είθε κάτω απ' τη γη, και πιο κάτω κι απ' τον Άδην ακόμη τον άραχλο στον απέραντο Τάρταρο μ' έστελνε | |
155 | δεσμοῖς ἀλύτοις ἀγρίως πελάσας, ὡς μήτε θεὸς μήτε τις ἄλλος τοῖσδ᾽ ἐπεγήθει. νῦν δ᾽ αἰθέριον κίνυγμ᾽ ὁ τάλας ἐχθροῖς ἐπίχαρτα πέπονθα. | σκληρά μ' άλυτα σίδερα ζώνοντας, για να μην εγελούσαν τουλάχιστο ή θεός ή όποιος άλλος στα πάθη μου. Ενώ τώρα σαν ξέφαντο σκιάχτρο τραβώ μ' όσα να χαίρονται οι εχθροί μου. |
Χορός | Χορός | |
160 | τίς ὧδε τλησικάρδιος θεῶν, ὅτῳ τάδ᾽ ἐπιχαρῆ; τίς οὐ ξυνασχαλᾷ κακοῖς τεοῖσι, δίχα γε Διός; ὁ δ᾽ ἐπικότως ἀεὶ θέμενος ἄγναμπτον νόον | Ποιος έχει απ' τους θεούς τόσο σκληρή καρδιά, που με τα πάθη αυτά σου να γελά; Τα βάσανα σου ποιος δε συμπονεί; έξω απ' το Δία, γιατ' αυτός μ' οργή παντοτινή και με τη γνώμη του που δεν αλλάζει |
165 | δάμναται Οὐρανίαν γένναν, οὐδὲ λήξει, πρὶν ἂν ἢ κορέσῃ κέαρ ἢ παλάμᾳ τινὶ τὰν δυσάλωτον ἕλῃ τις ἀρχάν. | τη γέννα τ' Ουρανού δαμάζει· και δε θα σταματήσει πριν ή την καρδιά του χορτάσει, ή μ' όποιον τρόπο την αρχή κανείς την άπαρτη του αρπάοει. |
Προμηθεύς | Προμηθεύς | |
ἦ μὴν ἔτ᾽ ἐμοῦ, καίπερ κρατεραῖς ἐν γυιοπέδαις αἰκιζομένου, | Όμως έγνοια του, κι αν σε σκληρότατα χεροπέδουκλα εγώ βασανίζομαι, | |
170 | χρείαν ἕξει μακάρων πρύτανις, δεῖξαι τὸ νέον βούλευμ᾽ ὑφ᾽ ὅτου σκῆπτρον τιμάς τ᾽ ἀποσυλᾶται. καί μ᾽ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει, στερεάς τ᾽ | την ανάγκη μου ακόμα θα λάβει των μακάρων ο Πρύτανης, να του πω την καινούργια βουλή, πως θα χάσει εξουσία και θρόνο. Μα όλες τότε οι γητειές οι μελίγλωσσες |
175 | οὔποτ᾽ ἀπειλὰς πτήξας τόδ᾽ ἐγὼ καταμηνύσω, πρὶν ἂν ἐξ ἀγρίων δεσμῶν χαλάσῃ ποινάς τε τίνειν τῆσδ᾽ αἰκείας ἐθελήσῃ. | της πειθώς δε θα με ξεπλανέψουνε, μ' ουδέ μπρος σε φοβέρες ζαρώνοντας θα του τη φανερώσω, πριν τ' άδικα μου αφαιρέσει δεσμά, και τις παίδειες μου στρέξει αυτές να πλερώσει |
Χορός | Χορός | |
180 | σὺ μὲν θρασύς τε καὶ πικραῖς δύαισιν οὐδὲν ἐπιχαλᾷς, ἄγαν δ᾽ ἐλευθεροστομεῖς. ἐμὰς δὲ φρένας ἐρέθισε διάτορος φόβος· δέδια δ᾽ ἀμφὶ σαῖς τύχαις, | Μα είσαι και συ θρασύς και στις πικρές σου αυτές τη γνώμη δε λυγάς τις συμφορές. Τη γλώσσα σου καθόλου δεν κρατείς κι εμέ το νου μου ερέθισε φόβος πολύ βαρύς, γιατί μ' αυτά που σου 'τυχαν φοβούμαι και που θα σώσεις, διαλογούμαι, |
185 | πᾷ ποτε τῶνδε πόνων χρή σε τέρμα κέλ- σαντ᾽ ἐσιδεῖν· ἀκίχητα γὰρ ἤθεα καὶ κέαρ ἀπαράμυθον ἔχει Κρόνου παῖς. | να βρεις λιμάνι μια φορά στα τωρινά βάσανα σου, γιατ' είναι ασύντυχη η βουλή του Δία κι αμάλαχτη η καρδιά του |
Προμηθεύς | Προμηθεύς | |
οἶδ᾽ ὅτι τραχὺς καὶ παρ᾽ ἑαυτῷ | Ξέρ' ότι 'ναι σκληρός και στα χέρια του | |
190 | τὸ δίκαιον ἔχων Ζεύς. ἀλλ᾽ ἔμπας [ὀίω] μαλακογνώμων ἔσται ποθ᾽, ὅταν ταύτῃ ῥαισθῇ· τὴν δ᾽ ἀτέραμνον στορέσας ὀργὴν εἰς ἀρθμὸν ἐμοὶ καὶ φιλότητα | πως το δίκιο κρατεί· μα στοχάζομαι θα γενεί έναν καιρό μαλακόγνωμος σαν του πέσει η βαριά στο κεφάλι· μα μερώνοντας τότε την άκαμπτη την οργή του σε αγάπης συνταίριασμα |
195 | σπεύδων σπεύδοντί ποθ᾽ ἥξει. | μ' εμέ πρόθυμο πρόθυμα θα 'ρθει. |
Α' Ε Π Ε Ι Σ Ο Δ Ι Ο
Χορός | Χορός | |
196 | πάντ᾽ ἐκκάλυψον καὶ γέγων᾽ ἡμῖν λόγον, ποίῳ λαβών σε Ζεὺς ἐπ᾽ αἰτιάματι, οὕτως ἀτίμως καὶ πικρῶς αἰκίζεται· δίδαξον ἡμᾶς, εἴ τι μὴ βλάπτει λόγῳ. | Όλα φανέρωσε μας τα, και ιστόρησε μας, επάνω σε τι φταίξιμο σε βρήκε ο Δίας κι έτσι άτιμα κι έτσι πικρά σε βασανίζει· μάθε κι εμάς - αν δε σου φέρνει βλάβη ο λόγος. |
Προμηθεύς ἀλγεινὰ μέν μοι καὶ λέγειν ἐστὶν τάδε, | Προμηθέας Και να τα λέω πονώ, μα πάλι να σωπαίνω | |
200 | ἄλγος δὲ σιγᾶν, πανταχῇ δὲ δύσποτμα. ἐπεὶ τάχιστ᾽ ἤρξαντο δαίμονες χόλου στάσις τ᾽ ἐν ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο, οἱ μὲν θέλοντες ἐκβαλεῖν ἕδρας Κρόνον, ὡς Ζεὺς ἀνάσσοι δῆθεν, οἱ δὲ τοὔμπαλιν | πόνος κι αυτός, κι από παντού κακά και μαύρα. Αμέσως π' αρχινήσανε οι θεοί την έχθρα κι έπιασε η αμάχη να φουσκώνει ανάμεσα τους κι άλλοι ζητούσανε να βγάλουν απ' το θρόνο τον Κρόνο και να πάρει ο Δίας την εξουσία, |
205 | σπεύδοντες, ὡς Ζεὺς μήποτ᾽ ἄρξειεν θεῶν, ἐνταῦθ᾽ ἐγὼ τὰ λῷστα βουλεύων πιθεῖν Τιτᾶνας, Οὐρανοῦ τε καὶ Χθονὸς τέκνα, οὐκ ἠδυνήθην. αἱμύλας δὲ μηχανὰς ἀτιμάσαντες καρτεροῖς φρονήμασιν | κι άλλοι το ενάντιο προσπαθούσαν, να μη γίνει ποτέ του ο Δίας βασιλιάς - εγώ ζητώντας το συμφερότερο να πείσω τους Τιτάνες, τους γιους της γης και τ' Ουρανού, δεν μπόρεσα όμως· γιατί καταφρονώντας τους γλυκούς τους τρόπους, στου λογισμού τους την αποκοτιά, εθαρρούσαν |
210 | ᾤοντ᾽ ἀμοχθεὶ πρὸς βίαν τε δεσπόσειν· ἐμοὶ δὲ μήτηρ οὐχ ἅπαξ μόνον Θέμις, καὶ Γαῖα, πολλῶν ὀνομάτων μορφὴ μία, τὸ μέλλον κραίνοιτο προυτεθεσπίκει, ὡς οὐ κατ᾽ ἰσχὺν οὐδὲ πρὸς τὸ καρτερόν | άκοπα με τη δύναμη τους να νικήσουν. Μα εμένα μου 'χε η μάνα μου Θέμις και Γαία (με τα πολλά της μια μορφή τα ονόματα της) όχι μονάχα μια φορά το προφητέψει, πως τίποτα δεν είναι με τη βία να γίνει, |
215 | χρείη, δόλῳ δὲ τοὺς ὑπερσχόντας κρατεῖν. τοιαῦτ᾽ ἐμοῦ λόγοισιν ἐξηγουμένου οὐκ ἠξίωσαν οὐδὲ προσβλέψαι τὸ πᾶν. κράτιστα δή μοι τῶν παρεστώτων τότε ἐφαίνετ᾽ εἶναι προσλαβόντα μητέρα | μα με το δόλο όποιοι μπορέσουν θα νικήσουν. Κι όταν εγώ τους τα 'λεγα και τα εξηγούσα ούτε να στρέψουν να με δουν καταδεχτήκαν. Το πιο καλό λοιπόν που 'χα να κάμω τότε, ήταν να πάω με τη μητέρα και στο Δία |
220 | ἑκόνθ᾽ ἑκόντι Ζηνὶ συμπαραστατεῖν. ἐμαῖς δὲ βουλαῖς Ταρτάρου μελαμβαθὴς κευθμὼν καλύπτει τὸν παλαιγενῆ Κρόνον αὐτοῖσι συμμάχοισι. τοιάδ᾽ ἐξ ἐμοῦ ὁ τῶν θεῶν τύραννος ὠφελημένος | πρόθυμο πρόθυμος κι εγώ να παραστέξω. Κι είναι δικιά μου συμβουλή που του Ταρτάρου ο βαθυσκότεινος κρυψώνας τον σκεπάζει τον παμπάλαιο Κρόνο με τους σύμμαχους του. Κι όμως ενώ τέτοια καλά είδε από μένα |
225 | κακαῖσι ποιναῖς ταῖσδὲ μ᾽ ἐξημείψατο. ἔνεστι γάρ πως τοῦτο τῇ τυραννίδι νόσημα, τοῖς φίλοισι μὴ πεποιθέναι. ὃ δ᾽ οὖν ἐρωτᾶτ᾽, αἰτίαν καθ᾽ ἥντινα αἰκίζεταί με, τοῦτο δὴ σαφηνιῶ. | ο άρχοντας των θεών, μ' εξόφλησε με τούτη την κακιά πλερωμή, γιατί κατάρα το 'χει ο τύραννος να μην πιστεύεται σε φίλους. Και τώρα αυτό που με ρωτάτε, για ποια αιτία έτσι άτιμα μου φέρνεται, θα σας 'ξηγήσω. |
230 | ὅπως τάχιστα τὸν πατρῷον ἐς θρόνον καθέζετ᾽, εὐθὺς δαίμοσιν νέμει γέρα ἄλλοισιν ἄλλα καὶ διεστοιχίζετο ἀρχήν· βροτῶν δὲ τῶν ταλαιπώρων λόγον οὐκ ἔσχεν οὐδέν᾽, ἀλλ᾽ ἀιστώσας γένος | Ευτύς που κάθισε στον πατρικό του θρόνο κι αμέσως στους θεούς τιμές να ορίζει αρχίζει άλλες και στον καθένα και να τους μοιράζει με τάξη την αρχή, χωρίς όμως καθόλου για τους ανθρώπους να γνοιαστεί, μα είχε στο νου του |
235 | τὸ πᾶν ἔχρῃζεν ἄλλο φιτῦσαι νέον. καὶ τοῖσιν οὐδεὶς ἀντέβαινε πλὴν ἐμοῦ. ἐγὼ δ᾽ ἐτόλμησ᾽· ἐξελυσάμην βροτοὺς τὸ μὴ διαρραισθέντας εἰς Ἅιδου μολεῖν. τῷ τοι τοιαῖσδε πημοναῖσι κάμπτομαι, | να τους 'ξοντώσει ολότελα κι άλλους να σπείρει. Σ' αυτά δε βρέθηκε κανείς ν' αντιμιλήσει, μα εγώ μονάχα ετόλμησα, και τους ανθρώπους έσωσα να μην κατεβούν στον Άδη στάχτη. Γι' αυτό με τέτοιες συμφορές καταπονιούμαι, |
240 | πάσχειν μὲν ἀλγειναῖσιν, οἰκτραῖσιν δ᾽ ἰδεῖν· θνητοὺς δ᾽ ἐν οἴκτῳ προθέμενος, τούτου τυχεῖν οὐκ ἠξιώθην αὐτός, ἀλλὰ νηλεῶς ὧδ᾽ ἐρρύθμισμαι, Ζηνὶ δυσκλεὴς θέα. | αβάσταγες να τις τραβώ κι άθλιες να βλέπεις. Κι ενώ όλη τη συμπόνια μου για τους ανθρώπους έδειξα εγώ, δεν τ' αξιώθηκα να λάχω κι ο ίδιος την όμοια, μα έτσι μ' έχουν διορθώσει σκληρά - που ντρόπιασμα άτιμο του Δία να στέκω. |
Χορός | Χορός | |
245 | σιδηρόφρων τε κἀκ πέτρας εἰργασμένος ὅστις, Προμηθεῦ, σοῖσιν οὐ συνασχαλᾷ μόχθοις· ἐγὼ γὰρ οὔτ᾽ ἂν εἰσιδεῖν τάδε ἔχρῃζον εἰσιδοῦσά τ᾽ ἠλγύνθην κέαρ. | Ατσάλι έχει καρδιά κι από πέτρα πλασμένος όποιος στα πάθια τα δικά σου Προμηθέα, δε συμπονά· μα εγώ δε χρειαζόμουν ούτε να τα 'βλεπα, και ράγισε η καρδιά που τα είδα. |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
καὶ μὴν φίλοις <γ᾽ > ἐλεινὸς εἰσορᾶν ἐγώ. | Αλήθεια, ελεεινός οι φίλοι να με βλέπουν. | |
Χορός | Χορός | |
μή πού τι προύβης τῶνδε καὶ περαιτέρω; | Μα πε μου, μην προχώρησες πιο πέρ' ακόμα; | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
250 | θνητούς γ᾽ ἔπαυσα μὴ προδέρκεσθαι μόρον. | Τους έπαυσα στα μάτια εμπρός να 'χουν τo χάρο. |
Χορός | Χορός | |
τὸ ποῖον εὑρὼν τῆσδε φάρμακον νόσου; | Ποιο γιατρικό για την αρρώστια αυτή τους βρήκες; | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
τυφλὰς ἐν αὐτοῖς ἐλπίδας κατῴκισα. | Τυφλές ελπίδες θρόνιασα μες στην καρδιά τους. | |
Χορός | Χορός | |
μέγ᾽ ὠφέλημα τοῦτ᾽ ἐδωρήσω βροτοῖς. | Μεγάλο αυτό στον άνθρωπο χάρισες κέρδος. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
πρὸς τοῖσδε μέντοι πῦρ ἐγώ σφιν ὤπασα. | Μα έξω απ' αυτά και τη φωτιά του 'δωσ' ακόμα. | |
Χορός | Χορός | |
255 | καὶ νῦν φλογωπὸν πῦρ ἔχουσ᾽ ἐφήμεροι; | Κι έχουν τη λαμπερή φωτιά οι λιγόζωοι τώρα; |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
ἀφ᾽ οὗ γε πολλὰς ἐκμαθήσονται τέχνας. | Όπου πολλές μ' αυτή θα διδαχτούνε τέχνες. | |
Χορός | Χορός | |
τοιοῖσδε δή σε Ζεὺς ἐπ᾽ αἰτιάμασιν-- | Λοιπόν για τέτοιες αφορμές και σένα ο Δίας - | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
αἰκίζεταί τε κοὐδαμῇ χαλᾷ κακῶν. | Άγρια παιδεύει, κι ούτε λέει για να λουφάξει. | |
Χορός | Χορός | |
οὐδ᾽ ἔστιν ἄθλου τέρμα σοι προκείμενον; | Κι εμπρός σου τέλος των βασάνων σου δε βλέπεις; | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
260 | οὐκ ἄλλο γ᾽ οὐδέν, πλὴν ὅταν κείνῳ δοκῇ. | Άλλο κανένα, εκτός όταν αυτός το κρίνει. |
Χορός | Χορός | |
δόξει δὲ πῶς; τίς ἐλπίς; οὐχ ὁρᾷς ὅτι ἥμαρτες; ὡς δ᾽ ἥμαρτες οὔτ᾽ ἐμοὶ λέγειν καθ᾽ ἡδονὴν σοί τ᾽ ἄλγος. ἀλλὰ ταῦτα μὲν μεθῶμεν, ἄθλου δ᾽ ἔκλυσιν ζήτει τινά. | Πώς θα το κρίνει; και τι ελπίζεις; δεν το βλέπεις πως έφταιξες; κι ότι έφταιξες, ούτε σε μένα καρδιά μου κάνει να το λέγω, και σου δίνει πόνο και σένα· μ' ας αφήσαμε αυτά τώρα κι έλα, κοίτα να βρεις τρόπο για να γλιτώσεις. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
265 | ἐλαφρὸν ὅστις πημάτων ἔξω πόδα ἔχει παραινεῖν νουθετεῖν τε τὸν κακῶς πράσσοντ᾽· ἐγὼ δὲ ταῦθ᾽ ἅπαντ᾽ ἠπιστάμην. ἑκὼν ἑκὼν ἥμαρτον, οὐκ ἀρνήσομαι· θνητοῖς ἀρήγων αὐτὸς ηὑρόμην πόνους. | Εύκολο είναι για κείνον που 'χει όξω το πόδι απ' τα δεινά, να δίνει συμβουλές κι ορμήνειες στο δυστυχή· μα εγώ τα γνώριζα όλα τούτα· Ήθελα κι έφταιξα - ήθελα! και δεν τ' αρνιούμαι· για να βοηθήσω τους θνητούς, βρήκα εγώ πόνους |
270 | οὐ μήν τι ποιναῖς γ᾽ ᾠόμην τοίαισί με κατισχνανεῖσθαι πρὸς πέτραις πεδαρσίοις, τυχόντ᾽ ἐρήμου τοῦδ᾽ ἀγείτονος πάγου. καί μοι τὰ μὲν παρόντα μὴ δύρεσθ᾽ ἄχη, πέδοι δὲ βᾶσαι τὰς προσερπούσας τύχας | και πάθια· μα δεν το 'λπιζα με τέτοιες παίδειες πάνω σε γκρίφια ουρανοκρέμαστα να λιώσω του έρημου αυτού κι απόκοσμου που 'λαχα βράχου. Μα έτσι τα τωρινά μη μου θρηνείτε πάθη κι ελάτε κάτω εδώ ν' ακούσετε την τύχη |
275 | ἀκούσαθ᾽, ὡς μάθητε διὰ τέλους τὸ πᾶν. πίθεσθέ μοι πίθεσθε, συμπονήσατε τῷ νῦν μογοῦντι. ταὐτά τοι πλανωμένη πρὸς ἄλλοτ᾽ ἄλλον πημονὴ προσιζάνει. | που με προσμένει κι όλα μάθετε ως το τέλος. Μη μου αρνηθείτε ό,τι ζητώ κι ελεηθείτε έναν που πάσχει· η συμφορά όμοια γυρνώντας πότε στον ένα κάθεται, πότε στον άλλο. |
Χορός | Χορός | |
οὐκ ἀκούσαις ἐπεθώυξας | Με τη γνώμη μας ήταν το κάλεσμα, | |
280 | τοῦτο, Προμηθεῦ. καὶ νῦν ἐλαφρῷ ποδὶ κραιπνόσυτον θᾶκον προλιποῦσ᾽, αἰθέρα θ᾽ ἁγνὸν πόρον οἰωνῶν, ὀκριοέσσῃ χθονὶ τῇδε πελῶ, τοὺς σοὺς δὲ πόνους | Προμηθέα, που μας έκαμες· και με πόδι ελαφρό τώρ' αφήνοντας το γοργόδρομο θρόνο μας και τον πάναγνο αιθέρα, το πέραμα των πουλιών, στην απόκρημνη θα πεζέψω αυτή γης, για ν' ακούσω |
285 | χρῄζω διὰ παντὸς ἀκοῦσαι. | πέρα ως πέρα τους πόνους σου. |
Ὠκεανός | Ωκεανός | |
ἥκω δολιχῆς τέρμα κελεύθου διαμειψάμενος πρὸς σέ, Προμηθεῦ, τὸν πτερυγωκῆ τόνδ᾽ οἰωνὸν γνώμῃ στομίων ἄτερ εὐθύνων· | Μακρινή πήρα στράτα και ξάκρισα και σε σένα εδώ έφτασα, Προμηθέα, κυβερνώντας με νόημα και χωρίς χαλινάρια | |
290 | ταῖς σαῖς δὲ τύχαις, ἴσθι, συναλγῶ. τὸ τε γάρ με, δοκῶ, συγγενὲς οὕτως ἐσαναγκάζει, χωρίς τε γένους οὐκ ἔστιν ὅτῳ μείζονα μοῖραν νείμαιμ᾽ ἢ σοί. | το γοργόφτερο τούτο πετούμενο. Γνώριζε το, συμπάσχω στα πάθη σου, γιατί βέβαια πρώτα η συγγένεια μ' αναγκάζει, μα κι έξω απ' αυτή κανέν' άλλο σε μοίρα καλύτερη από σε δε θα βάλω. |
295 | γνώσῃ δὲ τάδ᾽ ὡς ἔτυμ᾽, οὐδὲ μάτην χαριτογλωσσεῖν ἔνι μοι· φέρε γὰρ σήμαιν᾽ ὅ τι χρή σοι συμπράσσειν· οὐ γάρ ποτ᾽ ἐρεῖς ὡς Ὠκεανοῦ φίλος ἐστὶ βεβαιότερός σοι. | Θα το δεις και μονάχος σου, μάταια πως δεν το 'χω να λέω γλυκόλογα· κι έλα, πε μου, τι πρέπει να κάνομε, γιατί φίλο πως έχεις ποτέ δε θα πεις από μένα πιο βέβαιο, τον Ωκεανό. |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
300 | ἔα· τί χρῆμα λεύσσω; καὶ σὺ δὴ πόνων ἐμῶν ἥκεις ἐπόπτης; πῶς ἐτόλμησας, λιπὼν ἐπώνυμόν τε ῥεῦμα καὶ πετρηρεφῆ αὐτόκτιτ᾽ ἄντρα, τὴν σιδηρομήτορα ἐλθεῖν ἐς αἶαν; ἦ θεωρήσων τύχας | Α! τι 'ναι τούτο; και λοιπόν και συ έχεις έρθει τα πάθη μου να δεις; πώς τόλμησες ν' αφήσεις τ' ομώνυμο σου ρέμα και τα θολωτά σου τ' ατόφια σπήλια, στη σιδερομάνα ετούτη για να 'ρθεις γη; κι έφτασες για να δεις αλήθεια |
305 | ἐμὰς ἀφῖξαι καὶ συνασχαλῶν κακοῖς; δέρκου θέαμα, τόνδε τὸν Διὸς φίλον, τὸν συγκαταστήσαντα τὴν τυραννίδα, οἵαις ὑπ᾽ αὐτοῦ πημοναῖσι κάμπτομαι. | τα πάθη και τη μοίρα μου να συμπονέσεις; Να, βλέπε φρίκη! αυτόν του Δία το φίλο, που είχε μαζί ενεργήσει ν' ανεβεί στην εξουσία, με τι τρόπο παιδεύομαι τώρ' απ' τον ίδιο. |
Ὠκεανός | Ωκεανός | |
ὁρῶ, Προμηθεῦ, καὶ παραινέσαι γέ σοι | Τα βλέπω, ναι, και θέλω, αν και γνωρίζω πόσον | |
310 | θέλω τὰ λῷστα, καίπερ ὄντι ποικίλῳ. γίγνωσκε σαυτὸν καὶ μεθάρμοσαι τρόπους νέους· νέος γὰρ καὶ τύραννος ἐν θεοῖς. εἰ δ᾽ ὧδε τραχεῖς καὶ τεθηγμένους λόγους ῥίψεις, τάχ᾽ ἄν σου καὶ μακρὰν ἀνωτέρω | είσαι σοφός, μια καλή γνώμη να σου δώσω· Τον εαυτό σου γνώρισε κι άλλαξε τρόπους σύμφωνους με τους νέους καιρούς, αφού και νέος άρχοντας μέσα στους θεούς ορίζει τώρα. Μ' αν θέλεις έτσι απόκοτα και τραχιά λόγια να ρίχτεις, όσο κι αν ψηλά θρονιάζει ο Δίας, |
315 | θακῶν κλύοι Ζεύς, ὥστε σοι τὸν νῦν ὄχλον παρόντα μόχθων παιδιὰν εἶναι δοκεῖν. ἀλλ᾽, ὦ ταλαίπωρ᾽, ἃς ἔχεις ὀργὰς ἄφες, ζήτει δὲ τῶνδε πημάτων ἀπαλλαγάς. ἀρχαῖ᾽ ἴσως σοι φαίνομαι λέγειν τάδε· | πάντα θα σ' άκουγε, ώστε αυτά που απ' την οργή του τώρα τραβάς, να φαίνονται παιχνίδι, αλήθεια. Μ' άφησε πια, ταλαίπωρε, τη γνώμη που 'χεις και κοίτ' απ' τα δεινά σου αυτά πώς να γλιτώσεις. Ίσως παλαιικά σου φαίνονται όσα λέγω, |
320 | τοιαῦτα μέντοι τῆς ἄγαν ὑψηγόρου γλώσσης, Προμηθεῦ, τἀπίχειρα γίγνεται. σὺ δ᾽ οὐδέπω ταπεινὸς οὐδ᾽ εἴκεις κακοῖς, πρὸς τοῖς παροῦσι δ᾽ ἄλλα προσλαβεῖν θέλεις. οὔκουν ἔμοιγε χρώμενος διδασκάλῳ | όμως, να, και τα επίχειρα ποια 'ναι της γλώσσας, που τα πολύ περήφανα τα λόγια ξέρει. Και συ ποτέ σου ταπεινός, ουδέ λυγίζεις στις συμφορές, μα ζητάς κι άλλες να προσθέσεις στις τωρινές· μ' αν θ' άκουγες τις συμβουλές μου, |
325 | πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτενεῖς, ὁρῶν ὅτι τραχὺς μόναρχος οὐδ᾽ ὑπεύθυνος κρατεῖ. καὶ νῦν ἐγὼ μὲν εἶμι καὶ πειράσομαι ἐὰν δύνωμαι τῶνδέ σ᾽ ἐκλῦσαι πόνων. σὺ δ᾽ ἡσύχαζε μηδ᾽ ἄγαν λαβροστόμει. | στα κέντρα δε θα λάχτιζες, αφού το βλέπεις πως είν' τραχύς και ανεύθυνος ο νέος μονάρχης. Τώρα πηγαίνω εγώ και θα κοιτάξω αν είναι τρόπος απ' τα δεινά σου αυτά να σε γλιτώσω. Μα ησύχαζε και τα πολλά τα λόγια ας λείπουν. |
330 | ἢ οὐκ οἶσθ᾽ ἀκριβῶς ὢν περισσόφρων ὅτι γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται; | Ή δεν το ξέρεις, μ' όλη τη σοφία την τόση, πως γλώσσα αστόχαστη ζημιά δική της φέρνει; |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
ζηλῶ σ᾽ ὁθούνεκ᾽ ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖς τούτων μετασχεῖν καὶ τετολμηκὼς ἐμοί. καὶ νῦν ἔασον μηδέ σοι μελησάτω. | Σε ζηλεύω που βρίσκεσαι έξω από αιτία, μόλο που τόλμησες να λάβεις σ' όλα μέρος. Μ' άφησ' με τώρα κι έγνοια σου από μένα· εκείνου τη γνώμη βέβαια δε γυρνάς, γιατί δεν έχει | |
335 | πάντως γὰρ οὐ πείσεις νιν· οὐ γὰρ εὐπιθής. πάπταινε δ᾽ αὐτὸς μή τι πημανθῇς ὁδῷ. | εύκολο τόσο αυτί· μόν' κοίταξε μην πάθεις κι ο ίδιος τίποτε κακό απ' αυτό δρόμο. |
Ὠκεανός | Ωκεανός | |
πολλῷ γ᾽ ἀμείνων τοὺς πέλας φρενοῦν ἔφυς ἢ σαυτόν· ἔργῳ κοὐ λόγῳ τεκμαίρομαι. | Είσαι, καθώς φως φανερό μου τ' αποδείχνεις, άλλους πολύ αξιότερους σοφούς να κάνεις | |
340 | ὁρμώμενον δὲ μηδαμῶς ἀντισπάσῃς. αὐχῶ γὰρ αὐχῶ τήνδε δωρεὰν ἐμοὶ δώσειν Δί᾽, ὥστε τῶνδέ σ᾽ ἐκλῦσαι πόνων. | παρά τον εαυτό σου· μα μη μου αντικόβεις το δρόμο που ξεκίνησα, γιατί το λέω και το καυχιούμαι, πως αυτό το δώρο εμένα θα κάμει ο Δίας κι απ' τα δεσμά θενά σε λύσει. |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
τὰ μὲν σ᾽ ἐπαινῶ κοὐδαμῇ λήξω ποτέ· | Χάρη σου το χρωστώ και δε θα την ξεχάσω | |
343β | προθυμίας γὰρ οὐδὲν ἐλλείπεις. ἀτὰρ μηδὲν πόνει. μάτην γὰρ οὐδὲν ὠφελῶν | όλη την τόση προθυμία που δείχνεις· όμως μην κοπιάζεις, γιατί ανώφελα θα πάνε |
345 | ἐμοὶ πονήσεις, εἴ τι καὶ πονεῖν θέλεις. ἀλλ᾽ ἡσύχαζε σαυτὸν ἐκποδὼν ἔχων· ἐγὼ γὰρ οὐκ, εἰ δυστυχῶ, τοῦδ᾽ εἵνεκα θέλοιμ᾽ ἂν ὡς πλείστοισι πημονὰς τυχεῖν. οὐ δῆτ᾽ ἐπεί με καὶ κασιγνήτου τύχαι | για μένα οι κόποι σου, αν σκοπό το 'χεις κι αλήθεια· Κάθου ήσυχος λοιπόν κι έξω απ' αυτά τραβήξου, γιατί, αν εμένα ώρα κακιά με ήβρε, ποτέ μου δε θα 'θελα 'ξαιτίας μου να πάθουν κι άλλοι. Όχι· με φτάνει κι όσο τ' αδελφού μου η μοίρα |
350 | τείρουσ᾽ Ἄτλαντος, ὃς πρὸς ἑσπέρους τόπους ἕστηκε κίον᾽ οὐρανοῦ τε καὶ χθονὸς ὤμοις ἐρείδων, ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον. τὸν γηγενῆ τε Κιλικίων οἰκήτορα ἄντρων ἰδὼν ᾤκτιρα, δάιον τέρας | του Άτλαντα με πονεί, που στους Εσπέριους τόπους στέκει στηρίζοντας στους ώμους την κολόνα τ' ουρανού και της γης - κακοβάσταγο βάρος. Κι ακόμα είδα και πόνεσα της Γαίας το θρέμμα που 'χε μονιά του τις σπηλιές της Κιλικίας, |
355 | ἑκατογκάρανον πρὸς βίαν χειρούμενον Τυφῶνα θοῦρον· πᾶσιν [ὅς] ἀντέστη θεοῖς, σμερδναῖσι γαμφηλαῖσι συρίζων φόβον· ἐξ ὀμμάτων δ᾽ ἤστραπτε γοργωπὸν σέλας, ὡς τὴν Διὸς τυραννίδ᾽ ἐκπέρσων βίᾳ· | το γαύρο μ' εκατό κεφάλια τον Τυφώνα, τέρας φριχτό, να τον δαμάζει η βία· κι είχε κεφάλι σ' όλους τους θεούς σηκώσει ενάντια, σφυρίζοντας με τ' άγρια του σαγόνια τρόμο κι από τα μάτια του άστραφτε γοργόνειες φλόγες, που 'θελ' από το θρόνο του το Δία να ρίξει· |
360 | ἀλλ᾽ ἦλθεν αὐτῷ Ζηνὸς ἄγρυπνον βέλος, καταιβάτης κεραυνὸς ἐκπνέων φλόγα, ὃς αὐτὸν ἐξέπληξε τῶν ὑψηγόρων κομπασμάτων. φρένας γὰρ εἰς αὐτὰς τυπεὶς ἐφεψαλώθη κἀξεβροντήθη σθένος. | μα ήρθεν επάνω του άγρυπνο του Δία το βέλος ο κατεβάτης κεραυνός, φωτιά και λάβρα, που από τις μεγαλόστομες τις κομποφάνειες τον τράνταξε κι ίσα στο ψυχικό βαρώντας στάχτη θρύψαλα βρόντησε τη δύναμη του. |
365 | καὶ νῦν ἀχρεῖον καὶ παράορον δέμας κεῖται στενωποῦ πλησίον θαλασσίου ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο· κορυφαῖς δ᾽ ἐν ἄκραις ἥμενος μυδροκτυπεῖ Ἥφαιστος· ἔνθεν ἐκραγήσονταί ποτε | Και τώρα ανώφελο κορμί παραριγμένο κοντά σ' ένα της θάλασσας στενό θαμμένος κάτω απ' το βάρος κείτεται βαθιά της Αίτνας και στις κορφές της κάθεται σφυροκοπώντας ο Ήφαιστος μύδρους, που από κει φωτιάς μια μέρα |
370 | ποταμοὶ πυρὸς δάπτοντες ἀγρίαις γνάθοις τῆς καλλικάρπου Σικελίας λευροὺς γύας· τοιόνδε Τυφὼς ἐξαναζέσει χόλον θερμοῖς ἀπλάτου βέλεσι πυρπνόου ζάλης, καίπερ κεραυνῷ Ζηνὸς ἠνθρακωμένος. | θα ξεχυθούνε ποταμοί, μ' άγριες σαγόνες της Σικελίας σπαράζοντας τους πλούσιους κάμπους· τέτοιο ο Τυφώνας μάνισμα θενά ξεβράσει με καυτά ρέματα άσμιχτης πύρινης μπόρας, αν κι απ' του Δία τον κεραυνό καρβουνωμένος. |
375 | σὺ δ᾽ οὐκ ἄπειρος, οὐδ᾽ ἐμοῦ διδασκάλου χρῄζεις· σεαυτὸν σῷζ᾽ ὅπως ἐπίστασαι· ἐγὼ δὲ τὴν παροῦσαν ἀντλήσω τύχην, ἔστ᾽ ἂν Διὸς φρόνημα λωφήσῃ χόλου. | Μα εσύ έχεις κρίση κι από με δεν περιμένεις να σε διδάξω· όπως μπορείς να σωθείς κοίτα· κι εγώ τη μοίρα αυτή που με ήβρε θα υποφέρω ώσπου η οργή μες στην καρδιά του Δία να πέσει. |
Ὠκεανός | Ωκεανός | |
οὔκουν, Προμηθεῦ, τοῦτο γιγνώσκεις, ὅτι | Μα δεν το ξέρεις, Προμηθέα, κι αυτό: πως είναι | |
380 | ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι; | γιατρός τα λόγια πάνω στης οργής τη βράση; |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
ἐάν τις ἐν καιρῷ γε μαλθάσσῃ κέαρ καὶ μὴ σφριγῶντα θυμὸν ἰσχναίνῃ βίᾳ. | Όταν στην ώρα την πληγή κανείς μαλάζει κι όχι να τη ζουλά σκληρά στο φόρμισμά της. | |
Ὠκεανός | Ωκεανός | |
ἐν τῷ προθυμεῖσθαι δὲ καὶ τολμᾶν τίνα ὁρᾷς ἐνοῦσαν ζημίαν; δίδασκέ με. | Κι όταν ένας τολμά το ζήλο του να δείξει, ποια ζημιά βλέπεις; μάθε μου και με να ξέρω. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
385 | μόχθον περισσὸν κουφόνουν τ᾽ εὐηθίαν. | Περιττό βλέπω κόπο κι άμυαλη ελαφρότη. |
Ὠκεανός | Ωκεανός | |
ἔα με τῇδε τῇ νόσῳ νοσεῖν, ἐπεὶ κέρδιστον εὖ φρονοῦντα μὴ φρονεῖν δοκεῖν. | Άφησ' με στην αρρώστια αυτή, γιατί 'ναι κέρδος σωστά να κρίνεις κι άλλος γι' άμυαλο να σ' έχει. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
ἐμὸν δοκήσει τἀμπλάκημ᾽ εἶναι τόδε. | Δικό μου θα φανεί το αμάρτημα αυτό να είναι. | |
Ὠκεανός | Ωκεανός | |
σαφῶς μ᾽ ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν. | Βλέπω, με στέλνει ο λόγος σου από κείθε πού 'ρθα. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
390 | μὴ γάρ σε θρῆνος οὑμὸς εἰς ἔχθραν βάλῃ. | Μην τύχει κι η συμπόνια μου σ' έχθρα σε ρίξει. |
Ὠκεανός | Ωκεανός | |
ἦ τῷ νέον θακοῦντι παγκρατεῖς ἕδρας; | Τάχα του παντοδύναμου του νέου κυρίου; | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
τούτου φυλάσσου μή ποτ᾽ ἀχθεσθῇ κέαρ. | Αυτόν φυλάγου, μήπως σου οργιστεί ποτέ του. | |
Ὠκεανός | Ωκεανός | |
ἡ σή, Προμηθεῦ, συμφορὰ διδάσκαλος. | Δάσκαλο τη δική σου συμφορά θενά 'χω. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
στέλλου, κομίζου, σῷζε τὸν παρόντα νοῦν. | Πήγαινε, τράβα· φύλαγε τη γνώση που 'χεις. | |
395 | Ὠκεανός ὁρμωμένῳ μοι τόνδ᾽ ἐθώυξας λόγον. λευρὸν γὰρ οἷμον αἰθέρος ψαίρει πτεροῖς τετρασκελὴς οἰωνός· ἄσμενος δέ τἂν σταθμοῖς ἐν οἰκείοισι κάμψειεν γόνυ. | Ωκεανός Με βρίσκει ο λόγος σου έτοιμο να ξεκινήσω, γιατί και το τετράποδο πουλί αναδεύει στον πλατύ αιθέρα τα φτερά, που με χαρά του στα δικά του παχνιά θα λύγιζε τα γόνα. |
Α' Σ Τ Α Σ Ι Μ Ο
Χορός | Χορός | |
στένω σε τᾶς οὐλομένας τύχας, Προμηθεῦ· | Προμηθέα, την ασύντυχη | |
400 | δακρυσίστακτα δ᾽ ἀπ᾽ ὄσσων ῥαδινὰν λειβομένα ῥέος παρειὰν νοτίοις ἔτεγξα παγαῖς· ἀμέγαρτα γὰρ τάδε Ζεὺς ἰδίοις νόμοις κρατύνων | μοίρ' αυτή σου θρηνώ κι απ' τα μάτια μου αβάοτηγο βρύση τρέχει και την όψη μου βρέχει δάκρυ θερμό. Γιατ' ο Δίας με νόμους δικούς του σκληρά κι άθεα αυτά κυβερνά |
405 | ὑπερήφανον θεοῖς τοῖς πάρος ἐνδείκνυσιν αἰχμάν. πρόπασα δ᾽ ἤδη στονόεν λέλακε χώρα, μεγαλοσχήμονά ἀρχαι- οπρεπῆ < > στένουσι τὰν σὰν | και στους πριν τους θεούς με περήφανο χέρι ακουμπάει στο λαιμό τους μαχαίρι. Πέρα και πέρ' αντηχάει και περνά πάσα χώρα οδυρμός, κι όλα τώρα θρηνούν τη δική σου και των δυο σου αδερφών |
410 | ξυνομαιμόνων τε τιμάν, ὁπόσοι τ᾽ ἔποικον ἁγνᾶς Ἀσίας ἕδος νέμονται, μεγαλοστόνοισι σοῖς πή- μασι συγκάμνουσι θνατοί. | μεγαλόσχημη αρχαιόπρεπη τιμή. Κι όσοι θνητοί κατοικούν την αγία πλατιά Ανατολή συμπονούν τα δικά σου βαριόμοιρα πάθη. |
415 | Κολχίδος τε γᾶς ἔνοικοι παρθένοι, μάχας ἄτρεστοι, καὶ Σκύθης ὅμιλος, οἳ γᾶς ἔσχατον τόπον ἀμφὶ Μαι- ῶτιν ἔχουσι λίμναν, | Και μαζί της Κολχίδος οι ατρόμαχτες στους πολέμους παρθένες, κι οι ορδές των Σκυθών, που στην άκρη της γης κάθονται γύρω στη Μαιώηδα λίμνη, |
420 | Ἀραβίας τ᾽ ἄρειον ἄνθος, ὑψίκρημνον οἳ πόλισμα Καυκάσου πέλας νέμονται, δάιος στρατός, ὀξυπρῴ- ροισι βρέμων ἐν αἰχμαῖς. | Και της Άριας ο άρειος(1) ο ανθός που κρατούν το ψηλόγκρεμνο κάστρο κοντά στου Καυκάσου τα μέρη και φρουμάζουν(2), τρομάρα στρατός, μ' αθερόκοψες σπάθες στο χέρι. |
425 | [μόνον δὴ πρόσθεν ἄλλον ἐν πόνοις δαμέντ᾽ ἀδαμαντοδέτοις Τιτᾶνα λύμαις εἰσιδόμαν, θεόν, Ἄτλαντος [αἰὲν]; ὑπέροχον σθένος κραταιόν, <ὃς> οὐράνιόν [τε] πόλον | [Ένα μόνον ως τώρα έχω γνωρίσει θεόν άλλο, που τέτοιο μαρτύριο άγριο με πεδούκλια ατσαλένια δαμάζει, τον Τιτάνα τον Άτλαντα - ω πόνοι! που όλο πάντα το βάρος της γης |
430 | νώτοις <στέγων> ὑποστενάζει.] | και τ' ουράνιου του θόλου σηκώνει και βουβά 'ναστενάζει.] |
βοᾷ δὲ πόντιος κλύδων ξυμπίτνων, στένει βυθός, κελαινὸς δ᾽ Ἄιδος ὑποβρέμει μυχὸς γᾶς, παγαί θ᾽ ἁγνορύτων ποταμῶν | Και συμπονώντας ο πόντος βογκά, στενάζει ο βυθός, κρυφανταριάζουν βαθιά τα μαύρα της γης καταχθόνια και με τ' αγνά ρέματα τους θρηνούν των ποταμών οι πηγές | |
435 | στένουσιν ἄλγος οἰκτρόν. | στου φριχτού μαρτυρίου αού την ψυχοπόνια. |
Β' Ε Π Ε Ι Σ Ο Δ Ι Ο
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
μή τοι χλιδῇ δοκεῖτε μηδ᾽ αὐθαδίᾳ σιγᾶν με· συννοίᾳ δὲ δάπτομαι κέαρ, ὁρῶν ἐμαυτὸν ὧδε προυσελούμενον. καίτοι θεοῖσι τοῖς νέοις τούτοις γέρα | Μην το θαρρείτε ξιπασιά μου ή περηφάνια που δε μιλώ· μες στη βουβή τη συλλογή μου σπαράζομαι να βλέπω αυτή μου την κατάντια. Κι όμως, στο βάθος, σε ποιον άλλο παρά εμένα | |
440 | τίς ἄλλος ἢ ᾽γὼ παντελῶς διώρισεν; ἀλλ᾽ αὐτὰ σιγῶ· καὶ γὰρ εἰδυίαισιν ἂν ὑμῖν λέγοιμι· τἀν βροτοῖς δὲ πήματα ἀκούσαθ᾽, ὥς σφας νηπίους ὄντας τὸ πρὶν ἔννους ἔθηκα καὶ φρενῶν ἐπηβόλους. | χρωστούνε οι νέοι αυτοί θεοί τις τιμές που 'χουν; Μ' αυτά τ' αφήνω, κι είναι περιττό να κάνω λόγο, γιατί τα ξέρετε· τώρα τα πάθη των ανθρώπων ν' ακούσετε, πώς, ενώ πρώτα σαν τα μωρά ήταν, νου τους έβαλα και φρένες· |
445 | λέξω δέ, μέμψιν οὔτιν᾽ ἀνθρώποις ἔχων, ἀλλ᾽ ὧν δέδωκ᾽ εὔνοιαν ἐξηγούμενος· | κι όχι παράπονο μ' αυτούς πως έχω, μόνο για να σας δείξω την καλή προαίρεση μου. |
οἳ πρῶτα μὲν βλέποντες ἔβλεπον μάτην, κλύοντες οὐκ ἤκουον, ἀλλ᾽ ὀνειράτων ἀλίγκιοι μορφαῖσι τὸν μακρὸν βίον | Και λοιπόν πρώτα βλέπαν και του κάκου έβλεπαν, άκουγαν και δεν άκουγαν, μα όμοιοι με ονείρων μορφές σ' όλο το μάκρος της ζωής τους όλα | |
450 | ἔφυρον εἰκῇ πάντα, κοὔτε πλινθυφεῖς δόμους προσείλους, ᾖσαν, οὐ ξυλουργίαν· κατώρυχες δ᾽ ἔναιον ὥστ᾽ ἀήσυροι μύρμηκες ἄντρων ἐν μυχοῖς ἀνηλίοις. ἦν δ᾽ οὐδὲν αὐτοῖς οὔτε χείματος τέκμαρ | τα πάντα έτσι ανάκατα σύγχυζαν, κι ούτε πλιθόχτιστα προσήλια σπίτια ξέραν, ούτε τα ξύλα να δουλέυουν, μα σ' ανήλια σπήλια χωσμένοι ετρύπωναν σαν τ' αχαμνά μερμήγκια. Και ούτε χειμώνα εγνώριζαν βέβαιο σημάδι, |
455 | οὔτ᾽ ἀνθεμώδους ἦρος οὔτε καρπίμου θέρους βέβαιον, ἀλλ᾽ ἄτερ γνώμης τὸ πᾶν ἔπρασσον, ἔστε δή σφιν ἀντολὰς ἐγὼ ἄστρων ἔδειξα τάς τε δυσκρίτους δύσεις. | ούτε ανθοφόρας άνοιξης, ούτε του θέρους του καρπερού κανένα, μα έτσι επορευόνταν με δίχως κρίση, ώσπου τους έδειξα των άστρων τις αξεδιάλυτες ανατολές και δύσεις. |
καὶ μὴν ἀριθμόν, ἔξοχον σοφισμάτων, | Κι εγώ τον αριθμό, την πιο τρανή σοφία, | |
460 | ἐξηῦρον αὐτοῖς, γραμμάτων τε συνθέσεις, μνήμην ἁπάντων, μουσομήτορ᾽ ἐργάνην. κἄζευξα πρῶτος ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα σάγμασὶν θ᾽, ὅπως θνητοῖς μεγίστων διάδοχοι μοχθημάτων | και των γραμμάτων τα συνθέματα τους βρήκα, της μνήμης, της μητέρας των Μουσών, εργάτες. Κι έζεψα πρώτος στο ζυγό τα ζώα σκυμμένα κάτω από ζεύγλες(1) και σαμάρια, για να παίρνουν τους πιο μεγάλους πάνω τους κόπους του ανθρώπου. |
465 | γένοινθ᾽, ὑφ᾽ ἅρμα τ᾽ ἤγαγον φιληνίους ἵππους, ἄγαλμα τῆς ὑπερπλούτου χλιδῆς. θαλασσόπλαγκτα δ᾽ οὔτις ἄλλος ἀντ᾽ ἐμοῦ λινόπτερ᾽ ηὗρε ναυτίλων ὀχήματα. | Κι έδεσα χαλινόστεργα(2) τ' άλογα στο άρμα, της αρχοντιάς της μεγαλόπλουτης καμάρι· και τα θαλασσοπλάνητα δε βρήκεν άλλος πάρεξ εγώ λινόφτερα(3) του ναύτη αμάξια. |
τοιαῦτα μηχανήματ᾽ ἐξευρὼν τάλας | Μα ο άμοιρος! ενώ ήβρα τέτοιες σοφές τέχνες | |
470 | βροτοῖσιν, αὐτὸς οὐκ ἔχω σόφισμ᾽ ὅτῳ τῆς νῦν παρούσης πημονῆς ἀπαλλαγῶ. | για τους ανθρώπους, τίποτα για με τον ίδιο δεν έχω να σωθώ απ' αυτές τις συμφορές μου. |
Χορός | Χορός | |
πέπονθας αἰκὲς πῆμ᾽· ἀποσφαλεὶς φρενῶν πλανᾷ, κακὸς δ᾽ ἰατρὸς ὥς τις ἐς νόσον πεσὼν ἀθυμεῖς καὶ σεαυτὸν οὐκ ἔχεις | Δε σου 'πρεπε αυτό που 'παθες· έξω απ' το νου σου παραστρατείς και σαν κακός γιατρός, που πέσει σ' αρρώστια, τα 'χασες και συ και δε γνωρίζεις | |
475 | εὑρεῖν ὁποίοις φαρμάκοις ἰάσιμος. | ποια φάρμακα να γιατρευτείς έχεις ανάγκη. |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
τὰ λοιπά μου κλύουσα θαυμάσῃ πλέον, οἵας τέχνας τε καὶ πόρους ἐμησάμην. τὸ μὲν μέγιστον, εἴ τις ἐς νόσον πέσοι, οὐκ ἦν ἀλέξημ᾽ οὐδέν, οὔτε βρώσιμον, | Τ' άλλα ν' ακούσεις πιότερο θενά θαυμάσεις, τι μηχανές σοφίστηκα και πόσες τέχνες· κι η πιο μεγάλη - που αν κανείς ήθε αρρωστήσει, δεν είχε αντίδοτο κανένα, ούτε να πάρει, | |
480 | οὐ χριστόν, οὐδὲ πιστόν, ἀλλὰ φαρμάκων χρείᾳ κατεσκέλλοντο, πρίν γ᾽ ἐγώ σφισιν ἔδειξα κράσεις ἠπίων ἀκεσμάτων, αἷς τὰς ἁπάσας ἐξαμύνονται νόσους. τρόπους τε πολλοὺς μαντικῆς ἐστοίχισα, | ούτε να πιει, ούτε αλειφτεί, και μαραινόταν έτσι με δίχως γιατρικά, ώσπου εγώ πάλι έδειξα τ' ανεκάτωμα λογής φαρμάκων την πάσ' αρρώστια τους μ' αυτά να πολεμούνε. Και τους πολλούς της μαντικής χώρισα τρόπους |
485 | κἄκρινα πρῶτος ἐξ ὀνειράτων ἃ χρὴ ὕπαρ γενέσθαι, κληδόνας τε δυσκρίτους ἐγνώρισ᾽ αὐτοῖς ἐνοδίους τε συμβόλους· γαμψωνύχων τε πτῆσιν οἰωνῶν σκεθρῶς διώρισ᾽, οἵτινές τε δεξιοὶ φύσιν | κι έκρινα πρώτος, απ' τα ονείρατα ποια πρέπει να βγουν αλήθεια, και τους έμαθα να κρίνουν τ' αρπαχτά λόγια και τις συντυχιές του δρόμου. Κι ακόμα τα πετάματα των άγριων όρνιων όρισα καθαρά, ποια είναι δεξιά σημάδια |
490 | εὐωνύμους τε, καὶ δίαιταν ἥντινα ἔχουσ᾽ ἕκαστοι, καὶ πρὸς ἀλλήλους τίνες ἔχθραι τε καὶ στέργηθρα καὶ συνεδρίαι· σπλάγχνων τε λειότητα, καὶ χροιὰν τίνα ἔχουσ᾽ ἂν εἴη δαίμοσιν πρὸς ἡδονὴν | και ποια ζερβά, καθώς και τις συνήθειες που 'χουν, τις έχθρες, τις φιλίες, τα συνταιριάσματά(4) τους. Εγώ, και τι λογής τα σπλάχνα πρέπει να 'ναι, τι χρώμα να 'χουν για ν' αρέσουν στους θεούς τους |
495 | χολή, λοβοῦ τε ποικίλην εὐμορφίαν. κνίσῃ τε κῶλα συγκαλυπτὰ καὶ μακρὰν ὀσφῦν πυρώσας δυστέκμαρτον ἐς τέχνην ὥδωσα θνητούς, καὶ φλογωπὰ σήματα ἐξωμμάτωσα, πρόσθεν ὄντ᾽ ἐπάργεμα. | και της χολής και του λοβού(5) τις τόσες όψεις· και μες στη σκέπη τυλιχτούς καίοντας τους γοφούς(6) και της ράχης το κόκαλο, δύσκολης τέχνης το δρόμο στους ανθρώπους άνοιξα, και μάτια στης φλόγας έδωσα τα πριν τυφλά σημάδια. |
500 | τοιαῦτα μὲν δὴ ταῦτ᾽· ἔνερθε δὲ χθονὸς κεκρυμμέν᾽, ἀνθρώποισιν ὠφελήματα, χαλκόν, σίδηρον, ἄργυρον, χρυσόν τε τίς φήσειεν ἂν πάροιθεν ἐξευρεῖν ἐμοῦ; οὐδείς, σάφ᾽ οἶδα, μὴ μάτην φλύσαι θέλων. | Μα έξω απ' αυτά και τα κρυμμένα μες στα σπλάχνα της γης, χαλκό και σίδερο, χρυσάφι, ασήμι, του ανθρώπου βοηθήματα, ποιος από μένα πως τα ήβρε πρώτος θενά πει; βέβαια κανένας, εκτός να φλυαρεί αν θέλει έτσι του βρόντου. |
505 | βραχεῖ δὲ μύθῳ πάντα συλλήβδην μάθε, πᾶσαι τέχναι βροτοῖσιν ἐκ Προμηθέως. | Και μ' ένα λόγο σύντομο σου λέω να ξέρεις· στον Προμηθέα χρωστούν οι άνθρωποι όλες τις τέχνες. |
Χορός | Χορός | |
μή νυν βροτοὺς μὲν ὠφέλει καιροῦ πέρα, σαυτοῦ δ᾽ ἀκήδει δυστυχοῦντος. ὡς ἐγὼ εὔελπίς εἰμι τῶνδέ σ᾽ ἐκ δεσμῶν ἔτι | Μα ενώ ωφελείς τον άνθρωπο πέρ' απ' το μέτρο, στη δυστυχία μην παρατάς μονάχα εσένα· μα εγώ έχω ελπίδα να λυθείς απ' τα δεσμά σου | |
510 | λυθέντα μηδὲν μεῖον ἰσχύσειν Διός. | κι όχι πιο λίγη δύναμη απ' το Δία να πάρεις. |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
οὐ ταῦτα ταύτῃ μοῖρά πω τελεσφόρος κρᾶναι πέπρωται, μυρίαις δὲ πημοναῖς δύαις τε καμφθεὶς ὧδε δεσμὰ φυγγάνω· τέχνη δ᾽ ἀνάγκης ἀσθενεστέρα μακρῷ. | Δεν είν' γραφτό απ' τη μοίρα τέτοιο ακόμα τέλος αυτά να λάβουν, μα αφού δαμαστώ από μύρια βάσανα, τότε θα λυθώ, γιατί έχει η τέχνη πολύ πιο λίγη δύναμη απ' την ανάγκη. | |
Χορός | Χορός | |
515 | τίς οὖν ἀνάγκης ἐστὶν οἰακοστρόφος; | Και ποιος να κυβερνά το δοιάκι της ανάγκης; |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
Μοῖραι τρίμορφοι μνήμονές τ᾽ Ἐρινύες | Μοίρες οι τρεις κι οι Ερινύες που δεν ξεχνούνε. | |
Χορός | Χορός | |
τούτων ἄρα Ζεύς ἐστιν ἀσθενέστερος; | Ώστε είναι πιο απ' αυτές αδύνατος ο Δίας; | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
οὔκουν ἂν ἐκφύγοι γε τὴν πεπρωμένην. | Βέβαια να φύγει απ' το γραφτό δε θα ήταν τρόπος. | |
Χορός | Χορός | |
τί γὰρ πέπρωται Ζηνὶ πλὴν ἀεὶ κρατεῖν; | Και τι άλλο του γραφτό παρά εξουσία αιώνια; | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
520 | τοῦτ᾽ οὐκέτ᾽ ἂν πύθοιο μηδὲ λιπάρει. | Μ' όλα τα παρακάλια αυτό δε θα το μάθεις. |
Χορός | Χορός | |
ἦ πού τι σεμνόν ἐστιν ὃ ξυναμπέχεις. | Μυστήριο θα 'ναι βέβαια που έτσι τα κρύβεις. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
ἄλλου λόγου μέμνησθε, τόνδε δ᾽ οὐδαμῶς καιρὸς γεγωνεῖν, ἀλλὰ συγκαλυπτέος ὅσον μάλιστα· τόνδε γὰρ σῴζων ἐγὼ | Άλλη ομιλία ας αλλάζαμε, γιατί δεν είναι καιρός γι' αυτό το λόγο, που όσο πιο κρυμμένος πρέπει να μένει· κι έτσι μόνο αν τον φυλάγω, | |
525 | δεσμοὺς ἀεικεῖς καὶ δύας ἐκφυγγάνω. | απ' τ' άπρεπα δεσμά και πάθη θα γλιτώσω. |
Β' Σ Τ Α Σ Ι Μ Ο
Χορός | Χορός | |
μηδάμ᾽ ὁ πάντα νέμων θεῖτ᾽ ἐμᾷ γνώμᾳ κράτος ἀντίπαλον Ζεύς, | Μη μ' αξιώσει αντίδικη τη δύναμη του ο Δίας, οπού τα πάντα κυβερνά, | |
530 | μηδ᾽ ἐλινύσαιμι θεοὺς ὁσίαις θοίναις ποτινισομένα βουφόνοις παρ᾽ Ὠκεανοῦ πατρὸς ἄσβεστον πόρον, | να στήσει στη δική μου γνώμη ενάντια· κι εγώ ας μη λείψω στους θεούς αγνής βοδιών θυσίας να κάνω προσφορά στ' άσωστα του πατέρα Ωκεανού ακρογιάλια, |
535 | μηδ᾽ ἀλίτοιμι λόγοις· ἀλλά μοι τόδ᾽ ἐμμένοι καὶ μήποτ᾽ ἐκτακείη· | κι ούτε ποτέ με λόγο ας αμαρτήσω, μ' άσβηστη πάντα μες στο νου τη γνώμη αυτή ας κρατήσω. |
ἁδύ τι θαρσαλέαις τὸν μακρὸν τείνειν βίον ἐλπίσι, φαναῖς θυμὸν ἀλδαίνουσαν ἐν εὐφροσύναις. φρίσ- | Είναι γλυκό με θαρρετές ελπίδες της ζωής μου όλες τις μέρες να περνώ, και ν' ανασταίνω με χαρές καθάριες την ψυχή μου. | |
540 | σω δέ σε δερκομένα μυρίοις μόχθοις διακναιόμενον < >. Ζῆνα γὰρ οὐ τρομέων ἰδίᾳ γνώμᾳ σέβῃ θνατοὺς ἄγαν, Προμηθεῦ. | Μα εσένα - σύγκορμη σπαρνώ(1) να βλέπω μύρια να ξεσκούν μαρτύρια, Προμηθέα, γιατί, χωρίς να φοβηθείς το Δία, πας στους ανθρώπους τους θνητούς με τη δική σου ιδέα και δίνεις τόση αξία. |
545 | φέρ᾽, ὅπως ἄχαρις χάρις, ὦ φίλος· εἰπὲ ποῦ τίς ἀλκά; τίς ἐφαμερίων ἄρηξις; οὐδ᾽ ἐδέρχθης ὀλιγοδρανίαν ἄκικυν, ἰσόνειρον, τὸ φωτῶν | Άδωρο δώρο η χάρη τους· τι τ' όφελος, αλήθεια και ποια από τους λιγόζωους βοήθεια; Δεν το είδες; πόσο αδύναμο κι ολιγοδρανισμένο(2), τυφλό σα μέσα σ' όνειρο ζαλεύει(3) τ' ανθρώπινο κοπάδι ' μποδεμένο(4); |
550 | ἀλαὸν γένος ἐμπεποδισμένον; οὔποτε < > τὰν Διὸς ἁρμονίαν θνατῶν παρεξίασι βουλαί. | Όμως του Δία την πάνσοφη αρμονία βουλή θνητού δεν την παρασαλεύει. |
ἔμαθον τάδε σὰς προσιδοῦσ᾽ ὀλο- ὰς τύχας, Προμηθεῦ. τὸ διαμφίδιον δέ μοι μέλος προσέπτα | Το 'μαθ' αυτό, τα πάθη σου είδα τα φριχτά κι ένας αλλιώτικος σκοπός στο νου μου, Προμηθέα, πετά | |
555 | τόδ᾽ ἐκεῖνό θ᾽, ὅ τ᾽ ἀμφὶ λουτρὰ καὶ λέχος σὸν ὑμεναίουν ἰότατι γάμων, ὅτε τὰν ὁμοπάτριον ἕδνοις | όχι σαν κείνο που 'ψαλλα μια μέρα, όταν γαμπρός στο νυφικό κρεβάτι σου μ' αριθμητά προικιά την κέρδισες κι οδήγαες μόνος μόνη |
560 | ἄγαγες Ἡσιόναν πείθὼν δάμαρτα κοινόλεκτρον. | την κόρη του πατέρα μου Ησιόνη. |
Γ' Ε Π Ε Ι Σ Ο Δ Ι Ο
Ἰώ | Ιώ | |
τίς γῆ; τί γένος; τίνα φῶ λεύσσειν τόνδε χαλινοῖς ἐν πετρίνοισιν χειμαζόμενον; τίνος ἀμπλακίας ποινὰς ὀλέκῃ; | Ποια χώρα; τι έθνος; ποιος τάχα είναι αυτός που τον βλέπω σ' αυτό τον γκρεμνό καρφωτό να τον δέρνουνε τέτοιες φουρτούνες; Σαν τι κρίμα πλερώνεις μ' αυτή την ποινή, που κακοθανατάς; | |
565 | σήμηνον ὅποι γῆς ἡ μογερὰ πεπλάνημαι. | Πε μου, ω πε μου, σε ποια χώρα γης να πλανήθηκα η μαύρη; |
ἆ ἆ, ἒ ἔ, χρίει τις αὖ με τὰν τάλαιναν οἶστρος, εἴδωλον Ἄργου γηγενοῦς, ἄλευ᾽ ἆ δᾶ· φοβοῦμαι τὸν μυριωπὸν εἰσορῶσα βούταν. ὁ δὲ πορεύεται δόλιον ὄμμ᾽ ἔχων, | Αχ! Αχ! Πάλι την άθλια με κεντά ένας οίστρος...(1) να το, του Αργού το φάντασμα του γίγαντα· βόηθα θεέ! τον βλέπω, να, ο βοσκός με μύρια μάτια που 'ρχεται και σκιαχτά τριγύρω του τηρά, | |
570 | ὃν οὐδὲ κατθανόντα γαῖα κεύθει. ἀλλ᾽, ἐμὲ τὰν τάλαιναν ἐξ ἐνέρων περῶν κυναγετεῖ, πλανᾷ τε νῆστιν ἀνὰ τὰν παραλίαν ψάμμαν. | που και νεκρό δεν τόνε κρύβει η γης, μ' απ' τον κάτω κόσμο βγαίνοντας σαλαγάει και με γυρνά στην άμμο του γιαλού την άθλια νηστικιά. |
ὑπὸ δὲ κηρόπλαστος ὀτοβεῖ δόναξ | Και το σουραύλι του βαριά σφυρίζει ένα σκοπό | |
575 | ἀχέτας ὑπνοδόταν νόμον· ἰὼ ἰὼ πόποι, ποῖ μ᾽ ἄγουσι τη- λέπλαγκτοι πλάναι; τί ποτέ μ᾽, ὦ Κρόνιε παῖ, τί ποτε ταῖσδ᾽ ἐνέζευξας εὑρὼν ἁμαρτοῦσαν ἐν | που σα νανούρισμα ύπνο φέρνει. Αλίμονο μου αλί! πού πάλι με τραβούν οι μακροπεριπλάνητοι παραδαρμοί; Σε τι με βρήκες να 'φταιξα, του Κρόνου γιε, σε τι; και μες σε τέτοιες συμφορές μ' έζεψες, όίμέ, |
580 | πημοναῖσιν; ἓ ἕ, οἰστρηλάτῳ δὲ δείματι δειλαίαν παράκοπον ὧδε τείρεις; | κι έτσι με τυραγνάς τη μαύρη με άγριας τρέλας σκιάξιμο έξω νου; |
πυρί <με> φλέξον, ἢ χθονὶ κάλυψον, ἤ ποντίοις δάκεσι δὸς βοράν, μηδέ μοι φθονήσῃς εὐγμάτων, ἄναξ. | Φωτιά ρίξε και κάψε με, ή χώσε με στη γης, δώσε με στα θεριά του πέλαου να με φαν, μα μη αποστρέψεις, θε μου, τις ευχές μου· | |
585 | ἄδην με πολύπλανοι πλάναι γεγυμνάκασιν, οὐδ᾽ ἔχω μαθεῖν ὅπα πημονὰς ἀλύξω. κλύεις φθέγμα τᾶς βούκερω παρθένου; | με σώνει όσοι με γύμνασαν μακροπαραδαρμοί, και να μην ξέρω πού τέλος θα βρουν οι συμφορές μου. Ακούεις της βοϊδοκέρατης παρθένας τη φωνή; |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
πῶς δ᾽ οὐ κλύω τῆς οἰστροδινήτου κόρης, | Πώς δεν ακούω την οιστροκέντητη την κόρη | |
590 | τῆς Ἰναχείας; ἣ Διὸς θάλπει κέαρ ἔρωτι, καὶ νῦν τοὺς ὑπερμήκεις δρόμους Ἥρᾳ στυγητὸς πρὸς βίαν γυμνάζεται. | του Ινάχου, που φλογίζει την καρδιά του Δια μ' έρωτα: κι όπου τώρα μισητή απ' την Ήρα στους άσωστους γυμνάζεται άθελα της δρόμους; |
Ἰώ | Ιώ | |
593 | πόθεν ἐμοῦ σὺ πατρὸς ὄνομ᾽ ἀπύεις; εἰπέ μοι τᾷ μογερᾷ τίς ὤν; | Πούθ' έχεις του πατέρα μου τόνομα συ ακουστά; πέ μου της πολυπαθιασμένης, |
595 | τίς ἄρα μ᾽, ὦ τάλας, τὰν τάλαιναν ὧδ᾽ ἔτυμα προσθροεῖς; θεόσυτόν τε νόσον ὠνόμασας, ἃ μαραίνει με χρίουσα κέντροις, <ἰώ>, φοιταλέοισιν ἓ ἕ· σκιρτημάτων δὲ νήστισιν | ποιος είσαι, ποιός; πού, ώ δύστυχε, στην δύστυχην εμέ μου τάπες έτσι αληθινά και τη θεόσταλτη ωνομάτισες αρρώστεια, πού με μαραίνει αλείφοντας με μανιακά κεντριά |
600 | αἰκείαις λαβρόσυτος ἦλθον, <Ἥρας > ἐπικότοισι μήδεσι δαμεῖσα. δυσ- δαιμόνων δὲ τίνες οἵ, ἓ ἕ, οἷ᾽ ἐγὼ μογοῦσιν; ἀλλά μοι τορῶς | κ' ήρθα μ' ακράτηγη φορά σκιρτόντας νηστικιά από θεόργητες βουλές κατατρεμένη. Μ' απ' τους δυστυχισμένους ποιοί τόσα τραβούνε όσα εγώ; Φανέρωσε μου ξάστερα τί άλλο με περιμένει· |
605 | τέκμηρον ὅ τι μ᾽ ἐπαμμένει παθεῖν, τί μῆχαρ, ἢ τί φάρμακον νόσου, δεῖξον, εἴπερ οἶσθα· θρόει, φράζε τᾷ δυσπλάνῳ παρθένῳ. | νάναι να υπάρχη λυτρωμός και της αρρώστειας γιατρικό; δείξε μου συ, αν το ξέρης. Μίλα μου, φώτισε με εσύ την άθλια την παραδαρμένη. |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
λέξω τορῶς σοι πᾶν ὅπερ χρῄζεις μαθεῖν, | Όλα θα σου τα πω, πού λαχταράς να μάθης, | |
610 | οὐκ ἐμπλέκων αἰνίγματ᾽, ἀλλ᾽ ἁπλῷ λόγῳ, ὥσπερ δίκαιον πρὸς φίλους οἴγειν στόμα. πυρὸς βροτοῖς δοτῆρ᾽ ὁρᾷς Προμηθέα. | με λόγια απλά και ξάστερα, δίχως να πλέκω αινίγματα, μα όπως σε φίλους είναι δίκιο ν' ανοίγης στόμα: Λοιπόν είμαι ο Προμηθέας εγώ, πού στους ανθρώπους τη φωτιά έχω δώσει. |
Ἰώ | Ιώ | |
ὦ κοινὸν ὠφέλημα θνητοῖσιν φανείς, τλῆμον Προμηθεῦ, τοῦ δίκην πάσχεις τάδε; | Ώ, πού είδαν τόσο όλοι οι θνητοί καλό από σένα, δύστυχε Προμηθέα, γιατί να πάσχης τέτοια; | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
615 | ἁρμοῖ πέπαυμαι τοὺς ἐμοὺς θρηνῶν πόνους. | Ότι κ' έπαψα πια να θρηνώ τα δεινά μου. |
Ἰώ | Ιώ | |
οὔκουν πόροις ἂν τήνδε δωρεὰν ἐμοί; | Τότε λοιπόν αυτή τη χάρη δε μου κάνεις; | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
λέγ᾽ ἥντιν᾽ αἰτῇ· πᾶν γὰρ ἂν πύθοιό μου. | Λέγε ν' ακούσω, κι ό,τι μου ζητάς θα μάθης. | |
Ἰώ | Ιώ | |
σήμηνον ὅστις ἐν φάραγγί σ᾽ ὤχμασεν. | Πέ μου, ποιος σ' αλυσόδεσε σ' αυτούς τους βράχους; | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
βούλευμα μὲν τὸ Δῖον, Ἡφαίστου δὲ χείρ. | Του Δία είναι η βουλή και του Ηφαίστου το χέρι. | |
Ἰώ | Ιώ | |
620 | ποινὰς δὲ ποίων ἀμπλακημάτων τίνεις; | Καί ποιο το κρίμα το βαρύ πού έτσι πλερώνεις; |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
τοσοῦτον ἀρκῶ σοι σαφηνίσας μόνον. | Είναι αρκετά κι αυτά πού σου έχω φανερώσει. | |
Ἰώ | Ιώ | |
καὶ πρός γε τούτοις τέρμα τῆς ἐμῆς πλάνης δεῖξον, τίς ἔσται τῇ ταλαιπώρῳ χρόνος. | Μα κάν δε θα μου πής να ξέρω ακόμη, πότε τέλος θα δω η ταλαίπωρη στους παιδεμούς μου; | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
τὸ μὴ μαθεῖν σοι κρεῖσσον ἢ μαθεῖν τάδε. | θάταν καλύτερα για σε να μην το μάθης. | |
Ἰώ | Ιώ | |
625 | μήτοι με κρύψῃς τοῦθ᾽ ὅπερ μέλλω παθεῖν. | Μη μου το κρύβης ό,τι 'ναι γραφτό να πάθω. |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
ἀλλ᾽ οὐ μεγαίρω τοῦδέ σοι δωρήματος. | Δε σ' το ζηλεύω αυτό πού μου ζητάς το δώρο. | |
Ἰώ | Ιώ | |
τί δῆτα μέλλεις μὴ οὐ γεγωνίσκειν τὸ πᾶν; | Λοιπόν γιατί μ' αργείς και δε μου λες τα πάντα; | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
φθόνος μὲν οὐδείς, σὰς δ᾽ ὀκνῶ θράξαι φρένας. | Φτάνει να θες, μα δεν τολμώ να σε ταράξω. | |
Ἰώ | Ιώ | |
μή μου προκήδου μᾶσσον ὡς ἐμοὶ γλυκύ. | Μη γνοιάζεσαι για με πιότερο κι απ' την ίδια. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
630 | ἐπεὶ προθυμῇ, χρὴ λέγειν. ἄκουε δή. | Ανάγκη, αφού έχεις τόση βία· και λοιπόν άκου. |
Χορός | Χορός | |
μήπω γε· μοῖραν δ᾽ ἡδονῆς κἀμοὶ πόρε. τὴν τῆσδε πρῶτον ἱστορήσωμεν νόσον, αὐτῆς λεγούσης τὰς πολυφθόρους τύχας· τὰ λοιπὰ δ᾽ ἄθλων σοῦ διδαχθήτω πάρα. | Μη ακόμα· δός κ' εμένα μέρας απ' τη χάρη· πρώτα νακούσωμε απ' αυτή να μας πή η ίδια τη συμφορά και τίς βαριόμοιρές της τύχες, κι όσ' άλλα πιά της μέλλουνται, από σε ας τα μάθη. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
635 | σὸν ἔργον, Ἰοῖ, ταῖσδ᾽ ὑπουργῆσαι χάριν, ἄλλως τε πάντως καὶ κασιγνήταις πατρός. ὡς τἀποκλαῦσαι κἀποδύρασθαι τύχας ἐνταῦθ᾽, ὅπου μέλλοι τις οἴσεσθαι δάκρυ πρὸς τῶν κλυόντων, ἀξίαν τριβὴν ἔχει. | Σε σένα στέκει, Ιώ, τη χάρη να των κάμης, μια πού είναι μάλιστα κι αδερφές του πατρός σου· γιατί και να κλαυτή κανείς και να θρηνήση τα πάθη του, όταν θα βρή δάκρυα από κείνους πού τον ακούουν, ο κόπος του δεν πάει του κάκου. |
Ἰώ | Ιώ | |
640 | οὐκ οἶδ᾽ ὅπως ὑμῖν ἀπιστῆσαί με χρή, σαφεῖ δὲ μύθῳ πᾶν ὅπερ προσχρῄζετε πεύσεσθε· καίτοι καὶ λέγουσ᾽ αἰσχύνομαι θεόσσυτον χειμῶνα καὶ διαφθορὰν μορφῆς, ὅθεν μοι σχετλίᾳ προσέπτατο. | Δε ξέρω πώς μπορώ να μη σας υπακούσω. Ένα προς ένα, ξάστερα, θακούσετε όλα πού ζητάτε από με, κι αν με ντροπή θα λέγω τη θεόργητή μου συμφορά και της μορφής μου το παράλλαμ' αυτό, πώς με βρήκε, τη μαύρη! |
645 | αἰεὶ γὰρ ὄψεις ἔννυχοι πωλεύμεναι ἐς παρθενῶνας τοὺς ἐμοὺς παρηγόρουν λείοισι μύθοις "ὦ μέγ᾽ εὔδαιμον κόρη, τί παρθενεύει δαρόν, ἐξόν σοι γάμου τυχεῖν μεγίστου; Ζεὺς γὰρ ἱμέρου βέλει | Συχνά τη νύχτα στην παρθενική μου κλίνη ερχόνταν υπνοφαντασιές και με πλάνευαν με λόγια δολερά: "ώ τρισευτυχισμένη, πώς κάθεσαι τόσον καιρό παρθένα ακόμη, ενώ σε περιμένει η πιο μεγάλη τύχη; γιατ' έχει ο Δίας φλογιστή απ' του ερωτά σου |
650 | πρὸς σοῦ τέθαλπται καὶ συναίρεσθαι Κύπριν θέλει· σὺ δ᾽, ὦ παῖ, μὴ ᾽πολακτίσῃς λέχος τὸ Ζηνός, ἀλλ᾽ ἔξελθε πρὸς Λέρνης βαθὺν λειμῶνα, ποίμνας βουστάσεις τε πρὸς πατρός, ὡς ἂν τὸ Δῖον ὄμμα λωφήσῃ πόθου." | τα βέλη, και να μοιραστή ποθεί μαζί σου τη γλύκα της αγάπης σου· μα μη αποστρέψης του Δία τους γάμους κ' έβγα, κόρη, στα λειβάδια της Λέρνας, στού πατέρα σου τα βοσκοτόπια, για να χόρταση ο πόθος σου του Δία το μάτι." |
655 | τοιοῖσδε πάσας εὐφρόνας ὀνείρασι συνειχόμην δύστηνος, ἔστε δὴ πατρὶ ἔτλην γεγωνεῖν νυκτίφοιτ᾽ ὀνείρατα. ὁ δ᾽ ἔς τε Πυθὼ κἀπὶ Δωδώνης πυκνοὺς θεοπρόπους ἴαλλεν, ὡς μάθοι τί χρὴ | Τέτοια όνειρα με τάραζαν όλες τίς νύχτες την άμοιρη, ως που τόλμησα να κάμω λόγο στον πατέρα γι' αυτά των ύπνων μου τα σκιάχτρα. Καί κείνος στέλνει στην Πυθώ και στη Δωδώνη συχνούς θεοπρόπους, για να μάθη, τί αν θα κάμη |
660 | δρῶντ᾽ ἢ λέγοντα δαίμοσιν πράσσειν φίλα. ἧκον δ᾽ ἀναγγέλλοντες αἰολοστόμους χρησμοὺς ἀσήμους δυσκρίτως τ᾽ εἰρημένους. τέλος δ᾽ ἐναργὴς βάξις ἦλθεν Ἰνάχῳ σαφῶς ἐπισκήπτουσα καὶ μυθουμένη | ή τί αν θα πή, τους θεούς θέλει ευχαρίστηση. Μα δυσοπείκαστους χρησμούς γυρνόντας φέρνουν, σκοτεινά και τυφλά κι αξεδιάλυτα λόγια. ως που μες στα πολλά ξάστερος ήρθε λόγος στον Ίναχο, προστάζοντας και λέγοντας του |
665 | ἔξω δόμων τε καὶ πάτρας ὠθεῖν ἐμέ, ἄφετον ἀλᾶσθαι γῆς ἐπ᾽ ἐσχάτοις ὅροις· κεἰ μὴ θέλοι, πυρωπὸν ἐκ Διὸς μολεῖν κεραυνόν, ὃς πᾶν ἐξαϊστώσοι γένος. | έξω απ' τα σπίτια κι απ' τη χώρα να με διώξη για να πλανιέμαι απόλυτη στης γης τίς άκρες. κι αν δε θελήση, κεραυνός φωτιά απ' το Δία θαρθή π' όλο το γένος του θα ξολοθρέψη. |
τοιοῖσδε πεισθεὶς Λοξίου μαντεύμασιν | Σε τέτοιους του Λοξία χρησμούς υποταγμένος | |
670 | ἐξήλασέν με κἀπέκλῃσε δωμάτων ἄκουσαν ἄκων· ἀλλ᾽ ἐπηνάγκαζέ νιν Διὸς χαλινὸς πρὸς βίαν πράσσειν τάδε. εὐθὺς δὲ μορφὴ καὶ φρένες διάστροφοι ἦσαν, κεραστὶς δ᾽, ὡς ὁρᾶτ᾽, ὀξυστόμῳ | μ' έβγαλε και μ' απόδιωξε μες απ' το σπίτι άθελ' αυτός άθελα εγώ· μα να το πράξη με βία του Δία τον έσφιγγε το χαλινάρι. Κι αμέσως μου παράλλαξε η μορφή κι ο νους μου. κ' έτσι με κέρατα στο μέτωπο, ως με βλέπεις, μ' οξύ κεντρί βοϊδόμυιγας φαρμακεμένη |
675 | μύωπι χρισθεῖσ᾽ ἐμμανεῖ σκιρτήματι ᾖσσον πρὸς εὔποτόν τε Κερχνείας ῥέος Λέρνης τε κρήνην · βουκόλος δὲ γηγενὴς ἄκρατος ὀργὴν Ἄργος ὡμάρτει, πυκνοῖς ὄσσοις δεδορκὼς τοὺς ἐμοὺς κατὰ στίβους. | με ξώφρενα σκιρτήματα κατά το ρέμμα της Κέρχνης χύμηξα και τίς πηγές της Λέρνας. και βοϊδολάτης γίγαντας ατόφυος, ο Άργος, ξακλούθα μέ ειχε ο αμέρωτος με μύρια μάτια |
680 | ἀπροσδόκητος δ᾽ αὐτὸν ἀφνίδιος μόρος τοῦ ζῆν ἀπεστέρησεν. οἰστροπλὴξ δ᾽ ἐγὼ μάστιγι θείᾳ γῆν πρὸ γῆς ἐλαύνομαι. | πίσω απ' τα χνάρια μου· ως που απάντεχος ο Χάρος τον πήρε ξάφνου, μα με θεϊκιά βουκέντρα μυιγοκέντητη εγώ σε γη από γης πλανιούμαι. |
κλύεις τὰ πραχθέντ᾽· εἰ δ᾽ ἔχεις εἰπεῖν ὅ τι λοιπὸν πόνων, σήμαινε· μηδέ μ᾽ οἰκτίσας | Άκουσες όσα τράβηξα· τώρ' αν γνωρίζης να πής όσα μου λείπουνται, φανέρωσε τα, δίχως να θες από έλεος να με θερμάνης | |
685 | ξύνθαλπε μύθοις ψευδέσιν· νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους. | με ψευτοπαρηγόριες· γιατί, λέω, δεν είναι άλλη πιο αίσχρή απ' τα πλαστά τα λόγια αρρώστεια. |
Χορός | Χορός | |
ἔα ἔα, ἄπεχε, φεῦ· οὔποτ᾽ οὔποτ᾽ ηὔχουν <ὧδε > ξένους μολεῖσθαι λόγους εἰς ἀκοὰν ἐμάν, | Αχ! Αχ! μακριά κι όξω από μας! ποτέ δεν τόλεγα ποτέ παράξενα έτσι πράματα ν' αρθούν στην ακοή μου | |
690 | οὐδ᾽ ὧδε δυσθέατα καὶ δύσοιστα πήματα, λύματα, [δείματα] ἀμ- φάκει κέντρῳ τύψειν ψυχὰν ἐμάν. ἰὼ [ἰὼ] μοῖρα μοῖρα, | κ' έτσι άστεργα ανυπόφερτα παθήματα, βδελύγματα, σκιαξίματα με δίστομο κεντρί να μου μαργώσουν τη ψυχή μου. |
695 | πέφρικ᾽ εἰσιδοῦσα πρᾶξιν Ἰοῦς. | τα πάθη σου είδα κ' έφριξα. ώ μοίρα, μοίρα, αλλοί μου! |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
πρῴ γε στενάζεις καὶ φόβου πλέα τις εἶ· ἐπίσχες ἔστ᾽ ἂν καὶ τὰ λοιπὰ προσμάθῃς. | Πρίν της ώρας θρηνείς και πήρες ένα φόβο... περίμεν' ως που και τα επίλοιπα να μάθης. | |
Χορός | Χορός | |
λέγ᾽, ἐκδίδασκε· τοῖς νοσοῦσί τοι γλυκὺ τὸ λοιπὸν ἄλγος προυξεπίστασθαι τορῶς. | Λέγε, φανέρωνε τα· κ' είναι στους αρρώστους καλό να ξέρουν από πρίν, τί τους προσμένει. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
700 | τὴν πρίν γε χρείαν ἠνύσασθ᾽ ἐμοῦ πάρα κούφως· μαθεῖν γὰρ τῆσδε πρῶτ᾽ ἐχρῄζετε τὸν ἀμφ᾽ ἑαυτῆς ἆθλον ἐξηγουμένης· τὰ λοιπὰ νῦν ἀκούσαθ᾽, οἷα χρὴ πάθη τλῆναι πρὸς Ἥρας τήνδε τὴν νεάνιδα. | Εύκολα πριν πετύχατε από με τη χάρη πού μου ζητήσατε· γιατί θέλατε πρώτα νακούσετε απ' αυτήν τα πάθια της την ίδια. ακούτε τώρα και τα επίλοιπα, όσα πρέπει από την Ήρα η κόρη αυτή να δοκιμάση. |
705 | σύ τ᾽ Ἰνάχειον σπέρμα, τοὺς ἐμοὺς λόγους θυμῷ βάλ᾽, ὡς ἂν τέρματ᾽ ἐκμάθῃς ὁδοῦ. πρῶτον μὲν ἐνθένδ᾽ ἡλίου πρὸς ἀντολὰς στρέψασα σαυτὴν στεῖχ᾽ ἀνηρότους γύας· Σκύθας δ᾽ ἀφίξῃ νομάδας, οἳ πλεκτὰς στέγας | και συ, του Ινάχου σπέρμα, βάλ' τα μες στο νου σου τα λόγια αυτά, τους δρόμους σου για να γνωρίζης. Πρώτ' απ' εδώ προς του ήλιου στρέφοντας το βγάλμα θα προχωρής γραμμή σ' ανόργωτα χωράφια και στους σκηνίτες Σκύθες θέ να φτάσης, πόχουν |
710 | πεδάρσιοι ναίουσ᾽ ἐπ᾽ εὐκύκλοις ὄχοις ἑκηβόλοις τόξοισιν ἐξηρτυμένοι· οἷς μὴ πελάζειν, ἀλλ᾽ ἁλιστόνοις πόδας χρίμπτουσα ῥαχίαισιν ἐκπερᾶν χθόνα. λαιᾶς δὲ χειρὸς οἱ σιδηροτέκτονες | σπίτια, στέγες πλεχτές ψηλά πάνω σ' αμάξια, αρματωμένοι με μακρόρριχτα δοξάρια· μην τους σιμώσης· μα στριμώχνοντας τα χνάρια στους κυματόχτυπους γκρεμνούς βγαίνε απ' τη χώρα. Έπειτα απ' το ζερβί το χέρι οι σιδεράδες |
715 | οἰκοῦσι Χάλυβες, οὓς φυλάξασθαί σε χρή. ἀνήμεροι γὰρ οὐδὲ πρόσπλατοι ξένοις. ἥξεις δ᾽ Ὑβριστὴν ποταμὸν οὐ ψευδώνυμον, ὃν μὴ περάσῃς, οὐ γὰρ εὔβατος περᾶν, πρὶν ἂν πρὸς αὐτὸν Καύκασον μόλῃς, ὀρῶν | Χάλυβες κατοικούν, που πρέπει ν' αποφύγης, γιατ' είν'ανήμεροι άνθρωποι κ' εχθροί στους ξένους. Κ' ύστερα στον Υβρίστην - όνομα και πράμα - θα φτάσης ποταμό, πού εύκολα δεν περνιέται, παρ' όταν έρθης στου Καυκάσου αυτό το μέρος, |
720 | ὕψιστον, ἔνθα ποταμὸς ἐκφυσᾷ μένος κροτάφων ἀπ᾽ αὐτῶν. ἀστρογείτονας δὲ χρὴ κορυφὰς ὑπερβάλλουσαν ἐς μεσημβρινὴν βῆναι κέλευθον, ἔνθ᾽, Ἀμαζόνων στρατὸν ἥξεις στυγάνορ᾽, αἳ Θεμίσκυράν ποτε | του πιο ψηλού βουνού, πού ο ποταμός ξεχύνει κατώκορφα την άφρη του· κι αφού περάσης τις αστρογείτονές του αυτές κορφές, θα στρέψης το δρόμο νοτινά, και κεί τις αντρομάχες Αμαζόνες θα βρής, πού κάποτε θέ νάρθουν |
725 | κατοικιοῦσιν ἀμφὶ Θερμώδονθ᾽, ἵνα τραχεῖα πόντου Σαλμυδησσία γνάθος ἐχθρόξενος ναύταισι, μητρυιὰ νεῶν· αὗταί σ᾽ ὁδηγήσουσι καὶ μάλ᾽ ἀσμένως. ἰσθμὸν δ᾽ ἐπ᾽ αὐταῖς στενοπόροις λίμνης πύλαις | να κατοικήσουν τη Θεμίσκυρα, τριγύρω στο Θερμώδοντα, ως πέρα στη Σαλμηδυσσία τη γλώσσα, εχθρή στους ναύτες και μητρυιά στα πλοία· αυτές και πάρα πρόθυμα θα σ' οδηγήσουν και στον Κιμμέριο τον πορθμό θαρθής, στης λίμνης τάνοιγμα επάνω το στενό, πού μ' όλη πρέπει |
730 | Κιμμερικὸν ἥξεις, ὃν θρασυσπλάγχνως σε χρὴ λιποῦσαν αὐλῶν᾽ ἐκπερᾶν Μαιωτικόν· ἔσται δὲ θνητοῖς εἰσαεὶ λόγος μέγας τῆς σῆς πορείας, Βόσπορος δ᾽ ἐπώνυμος κεκλήσεται. λιποῦσα δ᾽ Εὐρώπης πέδον | την τόλμη της καρδιάς ναφήσης κ' ίσα αντίκρυ να σχίσης το Μαιωτικό πορθμό, πού ως τόσο λόγος πολύς θα μείνη πάντα στους ανθρώπους απ' αυτό σου το πέρασμα, κι απ' τόνομα σου Βόσπορος θέλει ονομαστή· κ' έτσι απ' τη χώρα |
735 | ἤπειρον ἥξεις Ἀσιάδ᾽·. ἆρ᾽, ὑμῖν δοκεῖ ὁ τῶν θεῶν τύραννος ἐς τὰ πάνθ᾽ ὁμῶς βίαιος εἶναι; τῇδε γὰρ θνητῇ θεὸς χρῄζων μιγῆναι τάσδ᾽ ἐπέρριψεν πλάνας. πικροῦ δ᾽ ἔκυρσας, ὦ κόρη, τῶν σῶν γάμων | της Ευρώπης θαρθής στα μέρη της Ασίας. Λοιπόν τί λέτε; δε σας φαίνεται ο δεσπότης πώς είναι των θεών όμοια σκληρός στα πάντα, πού για να θέλη, αυτός θεός, θνητής γυναίκας ν' απολαύση τον έρωτα, την έρριξε σε τέτοιους κατατρεμούς; κ' ηύρες των γάμων σου μνηστήρα |
740 | μνηστῆρος. οὓς γὰρ νῦν ἀκήκοας λόγους, εἶναι δόκει σοι μηδέπω ᾽ν προοιμίοις. | πικρό, κόρη φτωχή, γιατ' όσα έχεις μ' ακούσει δεν είναι, ξέρε το, ουδ' αρχή των συμφορών σου. |
Ἰώ | Ιώ | |
ἰώ μοί μοι, ἒ ἔ. | Αλλοί μου, αλλοί! Άχ! Άχ! | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
σὺ δ᾽ αὖ κέκραγας κἀναμυχθίζῃ; τί που δράσεις, ὅταν τὰ λοιπὰ πυνθάνῃ κακά; | Πάλι θρηνείς και σκούζεις· τότε τί θα κάμης. όταν θ' ακούσης και τα επίλοιπα της πάθη; | |
Χορός | Χορός | |
745 | ἦ γάρ τι λοιπὸν τῇδε πημάτων ἐρεῖς; | Μένουν αλήθεια κι άλλα να της πής ακόμα; |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
δυσχείμερόν γε πέλαγος ἀτηρᾶς δύης. | Ολόκληρο άγριο πέλαγο μαύρης φουρτούνας. | |
Ἰώ | Ιώ | |
τί δῆτ᾽ ἐμοὶ ζῆν κέρδος, ἀλλ᾽ οὐκ ἐν τάχει ἔρριψ᾽ ἐμαυτὴν τῆσδ᾽ ἀπὸ στύφλου πέτρας, ὅπως πέδοι σκήψασα τῶν πάντων πόνων | Τότε τί μ' ωφελεί να ζω κ' ευτύς δεν τρέχω πάνω απ' αυτόν να γκρεμνιστώ το ξερό βράχο και βροντημένη καταγής να γλύτωνα έτσι | |
750 | ἀπηλλάγην; κρεῖσσον γὰρ εἰσάπαξ θανεῖν ἢ τὰς ἁπάσας ἡμέρας πάσχειν κακῶς. | απ' όλα τα δεινά; κάλλιο κανείς να πάη μια και καλή, παρά να τυραγνιέται αιώνια. |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
ἦ δυσπετῶς ἂν τοὺς ἐμοὺς ἄθλους φέροις, ὅτῳ θανεῖν μέν ἐστιν οὐ πεπρωμένον· αὕτη γὰρ ἦν ἂν πημάτων ἀπαλλαγή· | Πόσο βαριά θα βάσταες τους δικούς μου πόνους, πού να πεθάνω εγώ δε μου είναι πεπρωμένο! γιατ' έτσι, θέ να γλύτων' απ' τα βάσανα μου· | |
755 | νῦν δ᾽ οὐδέν ἐστι τέρμα μοι προκείμενον μόχθων, πρὶν ἂν Ζεὺς ἐκπέσῃ τυραννίδος. | μα τώρ' άλλο δεν βλέπω μπρος κανένα τέλος στα πάθη μου, πριν πέση ο Δίας από το θρόνο. |
Ἰώ | Ιώ | |
ἦ γάρ ποτ᾽ ἔστιν ἐκπεσεῖν ἀρχῆς Δία; | Τη βασιλεία ποτέ μπορεί να χάση ο Δίας; | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
ἥδοι᾽ ἄν, οἶμαι, τήνδ᾽ ἰδοῦσα συμφοράν. | Θάχαιρες βέβαια νάβλεπες μια τέτοια τύχη. | |
Ἰώ | Ιώ | |
πῶς δ᾽ οὐκ ἄν, ἥτις ἐκ Διὸς πάσχω κακῶς; | Καί πώς να μη; πούν' αφορμή της συμφοράς μου; | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
760 | ὡς τοίνυν ὄντων τῶνδέ σοι μαθεῖν πάρα. | Μπορείς λοιπόν να χαίρεσαι, γιατί θα γίνη. |
Ἰώ | Ιώ | |
πρὸς τοῦ τύραννα σκῆπτρα συληθήσεται; | Κι από ποιόν θέλει της αρχής τα σκήπτρα χάσει; | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
πρὸς αὐτὸς αὑτοῦ κενοφρόνων βουλευμάτων. | Απ' τίς δικές του μόνος του τις μάταιες γνώμες. | |
Ἰώ | Ιώ | |
ποίῳ τρόπῳ; σήμηνον, εἰ μή τις βλάβη. | Καί με ποιο τρόπο; ιστόρησε μου το, αν δε βλάφτη. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
γαμεῖ γάμον τοιοῦτον ᾧ ποτ᾽ ἀσχαλᾷ. | Γάμο θα κάμη τέτοιο, πού θα μετανοιώση. | |
Ἰώ | Ιώ | |
765 | θέορτον, ἢ βρότειον; εἰ ῥητόν, φράσον. | Με θεά ή με θνητή; δε μου το λες, αν κάνη; |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
τί δ᾽ ὅντιν᾽·; οὐ γὰρ ῥητὸν αὐδᾶσθαι τόδε. | Τί μ' όποια; αυτό άπ' το στόμα μου δεν πάει νάβγη. | |
Ἰώ | Ιώ | |
ἦ πρὸς δάμαρτος ἐξανίσταται θρόνων; | Καί θα ξεθρονιστή λοιπόν από γυναίκα; | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
ἣ τέξεταί γε παῖδα φέρτερον πατρός. | Παιδί, απ' τον ίδιο πιο τρανό, θα του γέννηση. | |
Ἰώ | Ιώ | |
οὐδ᾽ ἔστιν αὐτῷ τῆσδ᾽ ἀποστροφὴ τύχης; | Καί ν' αποφύγη το κακό δεν είναι τρόπος; | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
770 | οὐ δῆτα, πλὴν ἔγωγ᾽ ἂν ἐκ δεσμῶν λυθείς. | Κανείς, έξω αν εγώ λυθώ από τα δεσμά μου. |
Ἰώ | Ιώ | |
τίς οὖν ὁ λύσων ἐστὶν ἄκοντος Διός; | Ποιος να σε λύση, δίχως να το θέλη ο Δίας; | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
τῶν σῶν τιν᾽ αὐτὸν ἐγγόνων εἶναι χρεών. | Είναι γραμμένο κάποιος νάναι από δικούς σου. | |
Ἰώ | Ιώ | |
πῶς εἶπας; ἦ ᾽μὸς παῖς σ᾽ ἀπαλλάξει κακῶν; | Πώς είπες; γυιός μου τάχα λες να σε λύτρωση; | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
τρίτος γε γένναν πρὸς δέκ᾽ ἄλλαισιν γοναῖς. | Από τρείς κι άλλες δέκα σου γενιές κατόπι. | |
Ἰώ | Ιώ | |
775 | ἥδ᾽ οὐκέτ᾽ εὐξύμβλητος ἡ χρησμῳδία. | Αυτούς σου τώρα τους χρησμούς πια δεν τους νοιώθω. |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
καὶ μηδὲ σαυτῆς ἐκμαθεῖν ζήτει πόνους. | Τότε μη θες και τάλλα σου να μάθης πάθη. | |
Ἰώ | Ιώ | |
μή μοι προτείνων κέρδος εἶτ᾽ ἀποστέρει. | Τη χάρη μια πού μόταξες μην πάρης πίσω. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
δυοῖν λόγοιν σε θατέρῳ δωρήσομαι. | Το ένα απ' τα δυο πού είχα να πω θα σου χαρίσω. | |
Ἰώ | Ιώ | |
ποίοιν; πρόδειξον, αἵρεσίν τ᾽ ἐμοὶ δίδου. | Πέ μου ποια 'ναι τα δυο κι άφις με να διαλέξω. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
780 | δίδωμ᾽· ἑλοῦ γάρ, ἢ πόνων τὰ λοιπά σοι φράσω σαφηνῶς, ἢ τὸν ἐκλύσοντ᾽ ἐμέ. | Σ' αφήνω, διάλεξε· ή τα επίλοιπα σου πάθη καθαρά να σου πω, ή ποιος θα λύση εμένα. |
Χορός | Χορός | |
τούτων σὺ τὴν μὲν τῇδε, τὴν δ᾽ ἐμοὶ χάριν θέσθαι θέλησον, μηδ᾽ ἀτιμάσῃς λόγου· καὶ τῇδε μὲν γέγωνε τὴν λοιπὴν πλάνην, | Απ' τίς δυο χάρες θέλησε τη μια να κάμης εμένα και την άλλη αυτής· μη μου λες όχι. μα πέ σ' αυτήν τους δρόμους πόχει ακόμα πίσω, | |
785 | ἐμοὶ δὲ τὸν λύσοντα· τοῦτο γὰρ ποθῶ. | και μένα αυτό πού επιθυμώ, ποιος θα σε λύση. |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
ἐπεὶ προθυμεῖσθ᾽, οὐκ ἐναντιώσομαι τὸ μὴ οὐ γεγωνεῖν πᾶν ὅσον προσχρῄζετε. σοὶ πρῶτον, Ἰοῖ, πολύδονον πλάνην φράσω, ἣν ἐγγράφου σὺ μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν. | Στην τόση σας επιθυμία δεν είναι τρόπος ν' αντισταθώ, κι όλα θα σας τα πω πού ακόμα λαχταράτε ν' ακούσετε· και πρώτα εσένα τους πολυπλάνητούς σου, Ιώ, θα πω τους δρόμους, και γράφ' τους στα θυμητικά του νου δεφτέρια. | |
790 | ὅταν περάσῃς ῥεῖθρον ἠπείροιν ὅρον, πρὸς ἀντολὰς φλογῶπας ἡλιοστιβεῖς * πόντου περῶσα φλοῖσβον, ἔστ᾽ ἂν ἐξίκῃ πρὸς Γοργόνεια πεδία Κισθήνης, ἵνα αἱ Φορκίδες ναίουσι δηναιαὶ κόραι | Αφού θέ να διαβής το ρέμμα πού χωρίζει τη μια άπ' την άλλην ήπειρο, θα στρέψης κάτω στην πυρωμένη ανατολή πού δέρνει ο ήλιος, και του πελάου το σάλαγο περνόντας θάρθης κατά τους κάμπους τους Γοργόνειους της Κισθήνης, πού οι τρείς παμπάλαιες κατοικούν Φορκίδες κόρες |
795 | τρεῖς κυκνόμορφοι, κοινὸν ὄμμ᾽ ἐκτημέναι, μονόδοντες, ἃς οὔθ᾽ ἥλιος προσδέρκεται ἀκτῖσιν οὔθ᾽ ἡ νύκτερος μήνη ποτέ. πέλας δ᾽ ἀδελφαὶ τῶνδε τρεῖς κατάπτεροι, δρακοντόμαλλοι Γοργόνες βροτοστυγεῖς, | κυκνόμορφες, μονόδοντες, μ' ένα μονάχα μάτι και για τίς τρείς των, πούδε του ήλιου αχτίδες ποτέ τίς βλέπουν, ουδέ της νυχτιάς φεγγάρι. Κ' οι ανθρωπομίσητες κοντά τρείς αδερφές των οι φτερωτές και φιδοπλόκαμες Γοργόνες, |
800 | ἃς θνητὸς οὐδεὶς εἰσιδὼν ἕξει πνοάς. τοιοῦτο μέν σοι τοῦτο φρούριον λέγω· ἄλλην δ᾽ ἄκουσον δυσχερῆ θεωρίαν· ὀξυστόμους γὰρ Ζηνὸς ἀκραγεῖς κύνας γρῦπας φύλαξαι, τόν τε μουνῶπα στρατὸν | πού άνθρωπος να τίς δη, δεν έχει πια να ζήση· και σου το λέω αυτό τα μέτρα σου να λάβης. Μ' άκουσε κι άλλο φοβερό θέαμ' ακόμη· γιατί και τους ακρόχολους του Δία τους σκύλους τους Γρύπες, με το σουβλερό μουσούνι, πρέπει να φυλαχτής κι απ' το στρατό τον καβαλλάρη |
805 | Ἀριμασπὸν ἱπποβάμον᾽, οἳ χρυσόρρυτον οἰκοῦσιν ἀμφὶ νᾶμα Πλούτωνος πόρου· τούτοις σὺ μὴ πέλαζε. τηλουρὸν δὲ γῆν ἥξεις, κελαινὸν φῦλον, οἳ πρὸς ἡλίου ναίουσι πηγαῖς, ἔνθα ποταμὸς Αἰθίοψ. | των μονοφθάλμων Αριμάσπων, πού στίς όχθες του χρυσορρόα του Πλούτωνα κάθουνται γύρω. αυτούς μην τους ζυγώνης συ· και θέ να φτάσης σε χώρα αλαργινή μαύρων ανθρώπων πέρα κατά του Ήλιου τίς πηγές, πού τους ποτίζει ο Αιθίοπας ποταμός· αυτού τίς όχθες πάρε |
810 | τούτου παρ᾽ ὄχθας ἕρφ᾽, ἕως ἂν ἐξίκῃ καταβασμόν, ἔνθα Βιβλίνων ὀρῶν ἄπο ἵησι σεπτὸν Νεῖλος εὔποτον ῥέος. οὗτός σ᾽ ὁδώσει τὴν τρίγωνον ἐς χθόνα Νειλῶτιν, οὗ δὴ τὴν μακρὰν ἀποικίαν, | και τράβα ως πού να βρής τον καταρράχτην, όπου τ άγια καλόπιοτα νερά του κατεβάζει ο Νείλος ποταμός από τα Βύβλινα όρη· κι αυτός στην τρίγωνη θα σε στρατέψη χώρα, την Αίγυπτο, όπου την τρανή την αποικία |
815 | Ἰοῖ, πέπρωται σοί τε καὶ τέκνοις κτίσαι. τῶν δ᾽ εἴ τί σοι ψελλόν τε καὶ δυσεύρετον, ἐπανδίπλαζε καὶ σαφῶς ἐκμάνθανε· σχολὴ δὲ πλείων ἢ θέλω πάρεστί μοι. | εσύ κ' οι γυιοί σου είναι γραφτό να θεμελιώσης. Αν τίποτ' απ' αυτά ψευδό και δεν το νοιώθεις, ρώτα με πάλι ξάστερα να σου εξηγήσω· γιατ' άδειαν έχω πιότερη κι απ' όση θέλω. |
Χορός | Χορός | |
εἰ μέν τι τῇδε λοιπὸν ἢ παρειμένον | Αν μένη απ' τους πολύφθορους αυτής τους δρόμους, | |
820 | ἔχεις γεγωνεῖν τῆς πολυφθόρου πλάνης, λέγ᾽· εἰ δὲ πάντ᾽ εἴρηκας, ἡμῖν αὖ χάριν δὸς ἥνπερ αἰτούμεσθα, μέμνησαι δέ που. | ή έχεις αφήσει τίποτε να πής ακόμη, λέγε· μ' αν όλα τάχης πή, κάμε τη χάρη και μας πού σου ζητήσαμε· βέβαια θυμάσαι. |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
τὸ πᾶν πορείας ἥδε τέρμ᾽ ἀκήκοεν. ὅπως δ᾽ ἂν εἰδῇ μὴ μάτην κλύουσά μου, | Όλη ως το τέλος την πορεία της έχει ακούσει αυτή· μα για να δη πως δε μιλώ του βρόντου, | |
825 | ἃ πρὶν μολεῖν δεῦρ᾽ ἐκμεμόχθηκεν φράσω, τεκμήριον τοῦτ᾽ αὐτὸ δοὺς μύθων ἐμῶν. ὄχλον μὲν οὖν τὸν πλεῖστον ἐκλείψω λόγων, πρὸς αὐτὸ δ᾽ εἶμι τέρμα σῶν πλανημάτων. ἐπεὶ γὰρ ἦλθες πρὸς Μολοσσὰ γάπεδα, | θα πω κι όσα πρίν έρθη εδώ είχε περάσει, δίνοντας τούτο απόδειξη για τάλλα πού είπα· και για ναφήνω τα πολλά κι άδικα λόγια ευτύς στον τελευταίο σου θαρθώ το δρόμο. Λοιπόν αφού έφτασες στων Μολοσσών τη χώρα |
830 | τὴν αἰπύνωτόν τ᾽ ἀμφὶ Δωδώνην, ἵνα μαντεῖα θᾶκός τ᾽ ἐστὶ Θεσπρωτοῦ Διός, τέρας τ᾽ ἄπιστον, αἱ προσήγοροι δρύες, ὑφ᾽ ὧν σὺ λαμπρῶς κοὐδὲν αἰνικτηρίως προσηγορεύθης ἡ Διὸς κλεινὴ δάμαρ | και κατά τη ψηλόρραχη Δωδώνην, όπου του Δία του Θεσπρωτού μαντεία κι ο θρόνος είναι και, θάμ' άπίστευτον, οι δρύες οπού μιλούνε και πού σε καληνώρισαν ξάστερα κι όχι μ' αινίγματα "τή σεβαστή του Δία γυναίκα" |
835 | μέλλουσ᾽ ἔσεσθαι. τῶνδε προσσαίνει σέ τι ; ἐντεῦθεν οἰστρήσασα τὴν παρακτίαν κέλευθον ᾖξας πρὸς μέγαν κόλπον ῾Ρέας, ἀφ᾽ οὗ παλιμπλάγκτοισι χειμάζῃ δρόμοις· χρόνον δὲ τὸν μέλλοντα πόντιος μυχός, | - σού αγγίζει την καρδιά τίποτ' απ' όλα τούτα; από κεί ο οίστρος σ' έσφιξε κ' έδωσες δρόμο κατάγιαλα προς τον πλατύ της Ρέας τον κόρφο, απ' όπου πίσω γύρισες σε νέες φουρτούνες. Μα σε μελλούμενους καιρούς αυτός ο πόντος |
840 | σαφῶς ἐπίστασ᾽, Ἰόνιος κεκλήσεται,. τῆς σῆς πορείας μνῆμα τοῖς πᾶσιν βροτοῖς. σημεῖά σοι τάδ᾽ ἐστὶ τῆς ἐμῆς φρενός, ὡς δέρκεται πλέον τι τοῦ πεφασμένου. τὰ λοιπὰ δ᾽ ὑμῖν τῇδέ τ᾽ ἐς κοινὸν φράσω, | Ιόνιος θα ονομαστή, σου λέω να ξέρης, για να θυμάει το δρόμο σου σ' όλο τον κόσμο. Σημάδια λοιπόν έχε αυτά, πως βλέπει κάτι πιότερο κι απ' το φανερό εμένα ο νους μου. Τώρα για σας κι αυτήν μαζί θα πω όσα μένουν |
845 | ἐς ταὐτὸν ἐλθὼν τῶν πάλαι λόγων ἴχνος. | γυρνόντας πίσω στα παλιά των λόγων χνάρια. |
ἔστιν πόλις Κάνωβος ἐσχάτη χθονός, Νείλου πρὸς αὐτῷ στόματι καὶ προσχώματι· ἐνταῦθα δή σε Ζεὺς τίθησιν ἔμφρονα ἐπαφῶν ἀταρβεῖ χειρὶ καὶ θιγὼν μόνον. | Στην άκρη άκρη της γης του Νείλου είναι μια πόλη, ο Κάνωβος, στίς ίδιες εκβολές του επάνω· εδώ σε φέρνει πάλι ο Δίας στα λογικά σου μ' άσφαλτο χέρι αγγίζοντας - μ' επαφή μόνο. | |
850 | ἐπώνυμον δὲ τῶν Διὸς γεννημάτων τέξεις κελαινὸν Ἔπαφον, ὃς καρπώσεται ὅσην πλατύρρους Νεῖλος ἀρδεύει χθόνα· πέμπτη δ᾽ ἀπ᾽ αὐτοῦ γέννα πεντηκοντάπαις πάλιν πρὸς Ἄργος οὐχ ἑκοῦσ᾽ ἐλεύσεται | κ' έτσι απ' το Δία μαύρο γυιό θέ να γεννήσης, τον Έπαφο με τόνομα, πού όση ποτίζει χώραν ο Νείλος ο πλατύς θα εξουσιάση. Κι απ' αυτόν πέμπτη γενεά οι πενήντα κόρες στο Άργος θαρθούνε πίσω, δίχως να το θέλουν, |
855 | θηλύσπορος, φεύγουσα συγγενῆ γάμον ἀνεψιῶν· οἱ δ᾽ ἐπτοημένοι φρένας, κίρκοι πελειῶν οὐ μακρὰν λελειμμένοι, ἥξουσι θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους, φθόνον δὲ σωμάτων ἕξει θεός· | για ν' αποφύγουν το συγγενικό το γάμο με τους ξαδέρφους των, πού ποθοπλανταγμένοι, σαν τα γεράκια απόκοντα στίς περιστέρες, κυνηγόντας θαρθούν ακυνήγητους γάμους. Μα ο Θεός δε θα τους αξίωση να χαρούνε |
860 | Πελασγία δὲ δέξεται θηλυκτόνῳ Ἄρει, δαμέντων νυκτιφρουρήτῳ θράσει. γυνὴ γὰρ ἄνδρ᾽ ἕκαστον αἰῶνος στερεῖ, δίθηκτον ἐν σφαγαῖσι βάψασα ξίφος· τοιάδ᾽ ἐπ᾽ ἐχθροὺς τοὺς ἐμοὺς ἔλθοι Κύπρις. | τα σώματα τους· κι από θηλυκειάν αντρεία και νυχτοφύλαχτην αποκοτιά πεσμένους θα δεχτή η γη του Πελασγού, και καθενός των θα πάρη η καθεμιά γυναίκα τη ζωή τους, μπήχνοντας δίστομο σπαθί μες στίς σφαγές των. Τέτοιος να πέφτη o Έρωτας και στους εχθρούς μου! |
865 | μίαν δὲ παίδων ἵμερος θέλξει τὸ μὴ κτεῖναι σύνευνον, ἀλλ᾽ ἀπαμβλυνθήσεται γνώμην· δυοῖν δὲ θάτερον βουλήσεται, κλύειν ἄναλκις μᾶλλον ἢ μιαιφόνος· αὕτη κατ᾽ Ἄργος βασιλικὸν τέξει γένος. | Μόνο μιαν άπ' τίς κόρες θα γητέψη η αγάπη, να μη σφάξη το ταίρι της και με τη γνώμη στομωμένη, κάλλιο άπ' τα δυο θα προτίμηση άναντρη ν ακουστή η μιαρή αντροφόνα. Αυτή γενεά βασιλική θέ να γεννήση |
870 | μακροῦ λόγου δεῖ ταῦτ᾽ ἐπεξελθεῖν τορῶς. σπορᾶς γε μὴν ἐκ τῆσδε φύσεται θρασὺς τόξοισι κλεινός, ὃς πόνων ἐκ τῶνδ᾽ ἐμὲ λύσει. τοιόνδε χρησμὸν ἡ παλαιγενὴς μήτηρ ἐμοὶ διῆλθε Τιτανὶς Θέμις· | στο Άργος· μα θάθελε πολλά λόγια όλα τούτα να λέω καταλεπτώς· μα όπως και νάναι, θάβγη τοξότης απ' το σπέρμα αυτό ξακουστός ήρως, πού απ' τα βάσαν' αυτά και μένα θα λύτρωση. Τέτοιο κρατώ χρησμό απ' την πανάρχαια Θέμη την Τιτανίδα τη μητέρα μου, μα θέλει |
875 | ὅπως δὲ χὤπη, ταῦτα δεῖ μακροῦ λόγου εἰπεῖν, σύ τ᾽ οὐδὲν ἐκμαθοῦσα κερδανεῖς. | πολύν καιρό, το πώς και τί να σου ιστορήσω και συ δε θάχες διάφορο να μου τ' ακούσης. |
Ἰώ | Ιώ | |
ἐλελεῦ ἐλελεῦ, ὑπό μ᾽ αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῖς μανίαι θάλπουσ᾽, οἴστρου δ᾽ ἄρδις | Άχ! αλλοί κι απ' αλλοί! Πάλι αρχίζει σπασμός και μανίας ταραγμός να πυρώνη το νου μου, και τρέλλας κεντρί | |
880 | χρίει μ᾽ ἄπυρος· κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει. τροχοδινεῖται δ᾽ ὄμμαθ᾽ ἑλίγδην, ἔξω δὲ δρόμου φέρομαι λύσσης πνεύματι μάργῳ, γλώσσης ἀκρατής· | με φωτιά δίχως φλόγα μ' ανάφτει. Μες στα στήθια από τον τρόμο λαχτίζ' η καρδιά, τροχοφέρνουν τα μάτια ένα γύρο κι όξω δρόμου με παίρνει και φέρνει όξω νου η άγρια μπόρα της λύσσας και δεν κυβερνώ |
885 | θολεροὶ δὲ λόγοι παίουσ᾽ εἰκῆ στυγνῆς πρὸς κύμασιν ἄτης. | πια τη γλώσσα· μα λόγια άλλ' άντ' άλλα θολά με της μαύρης τα κύματα της συμφοράς μιαν έρχονται, μια πάνε. |
Γ' Σ Τ Α Σ Ι Μ Ο
Χορός | Χορός | |
ἦ σοφὸς ἦ σοφὸς [ἦν] ὃς πρῶτος ἐν γνώμᾳ τόδ᾽ ἐβάστασε καὶ γλώσ- σᾳ διεμυθολόγησεν, | Σοφός αλήθεια ήταν σοφός, που πρώτος τόζυασε στο νου του και τόβαλε σε μύθο: πως | |
890 | ὡς τὸ κηδεῦσαι καθ᾽ ἑαυτὸν ἀριστεύει μακρῷ, καὶ μήτε τῶν πλούτῳ διαθρυπτομένων μήτε τῶν γέννᾳ μεγαλυνομένων ὄντα χερνήταν ἐραστεῦσαι γάμων. | πολύ πιο κάλλιο είναι κανείς μ' όμοιους του να συμπεθεριάζη κι άνθρωπος χεροδουλευτής μ' όσους τα πλούτη τα μεγάλα χαίρουνται, μ' όσους στην αρχοντογενιά τους 'παίρουνται γάμους αταίριαστους να μην ταιριάζη. |
μήποτε μήποτέ μ᾽, ὦ | Μη μ' αξιώσετε ποτέ, | |
895 | <πότνιαι> Μοῖραι, λεχέων Διὸς εὐνά- τειραν ἴδοισθε πέλουσαν· μηδὲ πλαθείην γαμέτᾳ τινὶ τῶν ἐξ οὐρανοῦ. ταρβῶ γὰρ ἀστεργάνορα παρθενίαν εἰσορῶσ᾽ Ἰοῦς ἀμαλαπτομέναν | σεβάσμιες Μοίρες, να με δούνε νύφη στην κλίνη του Διός· μηδ' απ' τον ουρανό θεός πως μ' εζευγάρωσε γαμπρός να πούνε. Τρομάζω την αμάλαγη πού βλέπω της Ιώς κι άστεργη παρθενιά να φτείρεται μ' όσους τραβά παραδαρμούς και κακοπλάνητους διωγμούς |
900 | δυσπλάνοις Ἥρας ἀλατείαις πόνων. | απ' τη σκληρή της Ήρας απονιά. |
ἐμοὶ δ᾽ ὅτε μὲν ὁμαλὸς ὁ γάμος, ἄφοβος· [οὐ δέδια·] μηδὲ κρεισσόνων θεῶν ἔρως ἄφυκτον ὄμμα προσδράκοι με. ἀπόλεμος ὅδε γ᾽ ὁ πόλεμος, ἄπορα πόριμος· | Σύμφωνος γάμος ταιριαστός - τέτοιον εγώ τιμώ και τέτοιος φόβο δε μου φέρνει· κι ας μήν τ' αξιωθώ κανείς απ' τους μεγάλους τους θεούς μ' ερωτικιά άφευχτη ματιά πάνω σε με να γέρνη. Μαζί τους απολέμητος ο πόλεμος αυτός | |
905 | οὐδ᾽ ἔχω τίς ἂν γενοίμαν. τὰν Διὸς γὰρ οὐχ ὁρῶ | κ' είναι κακού προξενητής κι ουδέ έχω τί θα γίνω· γιατί δε βλέπω τη βουλή του παντοδύναμου θεού |
906b | μῆτιν ὅπα φύγοιμ᾽ ἄν. | πως θάταν ν' αποφύγω. |
Ε Ξ Ο Δ Ο Σ
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
ἦ μὴν ἔτι Ζεύς, καίπερ αὐθάδης φρενῶν, ἔσται ταπεινός, οἷον ἐξαρτύεται γάμον γαμεῖν, ὃς αὐτὸν ἐκ τυραννίδος | Κι όμως μ' όλη την έπαρση του νου του ο Δίας θα γίνει ακόμα ταπεινός· γιατί έναν τέτοιο γάμο ετοιμάζεται να κάμει, που απ' το θρόνο | |
910 | θρόνων τ᾽ ἄιστον ἐκβαλεῖ· πατρὸς δ᾽ ἀρὰ Κρόνου τότ᾽ ἤδη παντελῶς κρανθήσεται, ἣν ἐκπίτνων ἠρᾶτο δηναιῶν θρόνων. τοιῶνδε μόχθων ἐκτροπὴν οὐδεὶς θεῶν δύναιτ᾽ ἂν αὐτῷ πλὴν ἐμοῦ δεῖξαι σαφῶς. | κι απ' την αρχή του ολοάφαντο θενά τον ρίξει- κι έτσι θα πιάσει ολότελα τότε η κατάρα που του 'δίνε ο πατέρας του ο Κρόνος, όταν γκρεμνίζονταν απ' τους πανάρχαιους του θρόνους. Μα πώς να στρέψει τέτοια συμφορά, κανένας |
915 | ἐγὼ τάδ᾽ οἶδα χᾦ τρόπῳ. πρὸς ταῦτά νυν θαρσῶν καθήσθω τοῖς πεδαρσίοις κτύποις πιστός, τινάσσων τ᾽ ἐν χεροῖν πύρπνουν βέλος. | δε θα είχε άλλος θεός άσφαλτο να του δείξει έξω από με· μόν' εγώ ξέρω πώς και πότε. Μα τώρα ας κάθεται άγνοιαστος και θαρρεμένος στους ψηλόβροντους χτύπους του και μες στα χέρια τινάζοντας τα πύρινα τ' αστροπελέκια· |
οὐδὲν γὰρ αὐτῷ ταῦτ᾽ ἐπαρκέσει τὸ μὴ οὐ πεσεῖν ἀτίμως πτώματ᾽ οὐκ ἀνασχετά· | όμως καθόλου αυτά δε θενά τον γλιτώσουν απ' το άτιμο το πέσιμο στην καταφρόνια | |
920 | τοῖον παλαιστὴν νῦν παρασκευάζεται ἐπ᾽ αὐτὸς αὑτῷ, δυσμαχώτατον τέρας· ὃς δὴ κεραυνοῦ κρείσσον᾽ εὑρήσει φλόγα, βροντῆς θ᾽ ὑπερβάλλοντα καρτερὸν κτύπον· θαλασσίαν τε γῆς τινάκτειραν νόσον | γιατί ετοιμάζει τώρα ο ίδιος του εαυτού του αντίπαλο απολέμητο, τέρας αντρείας, που πιο καλή απ' τον κεραυνό θενά 'βρει φλόγα, κι ανώτερο από τη βροντή τρομερό χτύπο, και που στάχτη θα κάμει και του Ποσειδώνα |
925 | τρίαιναν, αἰχμὴν τὴν Ποσειδῶνος, σκεδᾷ. πταίσας δὲ τῷδε πρὸς κακῷ μαθήσεται ὅσον τό τ᾽ ἄρχειν καὶ τὸ δουλεύειν δίχα. | την κοσμοσείστρα τρίαινα, σύνεργο ολέθρου. Μα όταν πέσει σ' αυτή τη συμφορά, θα μάθει πως άλλο να 'ν' κανείς αφέντης κι άλλο δούλος. |
Χορός | Χορός | |
σύ θην ἃ χρῄζεις, ταῦτ᾽ ἐπιγλωσσᾷ Διός. | Τι σε συμφέρει κακομελετάς του Δία. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
ἅπερ τελεῖται, πρὸς δ᾽ ἃ βούλομαι λέγω. | Όσα θα γίνουν κι όσα επιθυμώ προλέγω. | |
Χορός | Χορός | |
930 | καὶ προσδοκᾶν χρὴ δεσπόσειν Ζηνός τινα; | Κι είναι να ελπίζεις πως ποτέ θα πέσει ο Δίας; |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
καὶ τῶνδέ γ᾽, ἕξει δυσλοφωτέρους πόνους. | Κι άλλα πιο αβάσταχτ' απ' αυτά κακά θα πάθει. | |
Χορός | Χορός | |
πῶς δ᾽ οὐχὶ ταρβεῖς τοιάδ᾽ ἐκρίπτων ἔπη; | Και δε φοβάσαι εσύ να πετάς τέτοια λόγια; | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
τί δ᾽ ἂν φοβοίμην ᾧ θανεῖν οὐ μόρσιμον; | Τι να φοβούμαι, αφού δεν μπορεί να πεθάνω; | |
Χορός | Χορός | |
ἀλλ᾽ ἆθλον ἄν σοι τοῦδ᾽ ἔτ᾽ ἀλγίω πόροι. | Μα ίσως και σ' άλλους πιο σκληρούς σε ρίξει μόχτους. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
935 | ὁ δ᾽ οὖν ποιείτω· πάντα προσδοκητά μοι. | Ό,τι έχει ας κάμει, κι όλα εγώ τα περιμένω. |
Χορός | Χορός | |
οἱ προσκυνοῦντες τὴν Ἀδράστειαν σοφοί. | Είναι σοφοί, μπρος στην Αδράστεια όσοι σκύβουν. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
σέβου, προσεύχου, θῶπτε τὸν κρατοῦντ᾽ ἀεί. ἐμοὶ δ᾽ ἔλασσον Ζηνὸς ἢ μηδὲν μέλει. δράτω, κρατείτω τόνδε τὸν βραχὺν χρόνον, | Σέβου, προσκυνά, χάιδευε πάντα σου εκείνον που κρατά την αρχή· μα εγώ το Δία πιο λίγο ψηφώ κι απ' το μηδέν· ας κυβερνά κι ας κάνει της κεφαλής του, όσος καιρός του μένει ακόμα· | |
940 | ὅπως θέλει· δαρὸν γὰρ οὐκ ἄρξει θεοῖς. ἀλλ᾽ εἰσορῶ γὰρ τόνδε τὸν Διὸς τρόχιν, τὸν τοῦ τυράννου τοῦ νέου διάκονον· πάντως τι καινὸν ἀγγελῶν ἐλήλυθεν. | γιατί δε θα 'ναι των θεών κύριος για πάντα. Μα βλέπω τώρα αυτό του Δία τον ταχυδρόμο, του νέου του βασιλιά τον πρόθυμο υπηρέτη, που κάποιο βέβαια μήνυμα θα 'ρθε να φέρει. |
Ἑρμῆς | Ερμής | |
σὲ τὸν σοφιστήν, τὸν πικρῶς ὑπέρπικρον, | Σε σένα το σοφό, που 'σαι γιομάτος πίκρα, | |
945 | τὸν ἐξαμαρτόντ᾽ εἰς θεοὺς ἐφημέροις πορόντα τιμάς, τὸν πυρὸς κλέπτην λέγω· πατὴρ ἄνωγέ σ᾽ οὕστινας κομπεῖς γάμους αὐδᾶν, πρὸς ὧν ἐκεῖνος ἐκπίπτει κράτους. καὶ ταῦτα μέντοι μηδὲν αἰνικτηρίως, | που στους θεούς αμάρτησες και πήες να δώσεις στους ανθρώπους τιμές, της φωτιάς λέω τον κλέφτη, στέλνει ο πατέρας προσταγή να φανερώσεις αυτούς τους γάμους, που κομπάζεις πως θα γίνουν τάχ' αφορμή τους θρόνους του να χάσει εκείνος· κι αυτά, όχι μ' αινίγματα και στριφτά λόγια |
950 | ἀλλ᾽ αὔθ᾽ ἕκαστα φράζε· μηδέ μοι διπλᾶς ὁδούς, Προμηθεῦ, προσβάλῃς· ὁρᾷς δ᾽ ὅτι Ζεὺς τοῖς τοιούτοις οὐχὶ μαλθακίζεται. | μα ένα προς ένα ξάστερα, μηδέ με βάλεις να κάμω διπλούς δρόμους, γιατί βέβαια βλέπεις πως δε μαλάζεται εύκολα ο Δίας με τέτοια. |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
σεμνόστομός γε καὶ φρονήματος πλέως ὁ μῦθός ἐστιν, ὡς θεῶν ὑπηρέτου. | Μεγαλόστομα λόγια κι έπαρση γιομάτα καθώς ταιριάζουν στων θεών τον υπηρέτη. | |
955 | νέον νέοι κρατεῖτε καὶ δοκεῖτε δὴ ναίειν ἀπενθῆ πέργαμ᾽· οὐκ ἐκ τῶνδ᾽ ἐγὼ δισσοὺς τυράννους ἐκπεσόντας ᾐσθόμην; τρίτον δὲ τὸν νῦν κοιρανοῦντ᾽ ἐπόψομαι αἴσχιστα καὶ τάχιστα. μή τί σοι δοκῶ | Νέοι, με χθεσινή εξουσία και θαρρείτε πως πύργους έχετ' άπαρτους· μα εγώ δεν είδα δυο βασιλιάδες απ' αυτούς να γκρεμνιστούνε; και τρίτο αυτόν θα δω, που βασιλεύει τώρα, πολύ γρήγορα και άτιμα· μήπως σου μοιάζω |
960 | ταρβεῖν ὑποπτήσσειν τε τε τοὺς νέους θεούς; πολλοῦ γε καὶ τοῦ παντὸς ἐλλείπω. σὺ δὲ κέλευθον ἥνπερ ἦλθες ἐγκόνει πάλιν· πεύσῃ γὰρ οὐδὲν ὧν ἀνιστορεῖς ἐμέ. | πως δείλιασα και σκιάχτηκα τους νέους θεούς σου; μακριά από μένα αυτή η ντροπή· μα εσύ το δρόμο που πήρες να 'ρθεις, βιάσου να γυρίσεις πάλι κι απ' όσα με ρωτάς τίποτα δε θα μάθεις. |
Ἑρμῆς | Ερμής | |
τοιοῖσδε μέντοι καὶ πρὶν αὐθαδίσμασιν | Μα με τις τέτοιες σου και πριν τις κομποφάνειες(1) | |
965 | ἐς τάσδε σαυτὸν πημονὰς καθώρμισας. | σ' αυτές τις συμφορές καλό λιμάνι βρήκες. |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
τῆς σῆς λατρείας τὴν ἐμὴν δυσπραξίαν, σαφῶς ἐπίστασ᾽, οὐκ ἂν ἀλλάξαιμ᾽ ἐγώ. κρεῖσσον γὰρ οἶμαι τῇδε λατρεύειν πέτρᾳ ἢ πατρὶ φῦναι Ζηνὶ πιστὸν ἄγγελον. | Μ' αυτή σου, ξέρε το καλά, τη λάτρα που 'χεις εγώ ποτέ δε θ' άλλαζα τη συμφορά μου· και βέβαια πιο καλά σ' αυτό το βράχο σκλάβος παρά να ' μαι άγγελος πιστός του Δία πατέρα. | |
970 | οὕτως ὑβρίζειν τοὺς ὑβρίζοντας χρεών. | Έτσι δίκιο να βρίζονται κείνοι που βρίζουν. |
Ἑρμῆς | Ερμής | |
χλιδᾶν ἔοικας τοῖς παροῦσι πράγμασι. | Τα 'χεις καμάρι φαίνεται τα βάσανα σου. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
χλιδῶ; χλιδῶντας ὧδε τοὺς ἐμοὺς ἐγὼ ἐχθροὺς ἴδοιμι· καὶ σὲ δ᾽ ἐν τούτοις λέγω. | Καμάρι; έτσι άμποτε να δω να καμαρώνουν οι εχθροί οι δικοί μου· και μ' αυτούς και σένα βάζω. | |
Ἑρμῆς | Ερμής | |
ἦ κἀμὲ γάρ τι συμφοραῖς ἐπαιτιᾷ; | Μη ρίχνεις τάχα φταίξιμο γι' αυτά και μένα; | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
975 | ἁπλῷ λόγῳ τοὺς πάντας ἐχθαίρω θεούς, ὅσοι παθόντες εὖ κακοῦσί μ᾽ ἐκδίκως. | Μ' ένα λόγο, μισώ τους θεούς όλους, όσοι είδαν καλό κι έτσι άδικα μου το πληρώνουν. |
Ἑρμῆς | Ερμής | |
κλύω σ᾽ ἐγὼ μεμηνότ᾽ οὐ σμικρὰν νόσον. | Βλάβη έχει ο νους σου όχι μικρή μ' αυτά π' ακούω. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
νοσοῖμ᾽ ἄν, εἰ νόσημα τοὺς ἐχθροὺς στυγεῖν. | Ίσως, αν να μισείς εχθρούς του νου είναι βλάβη. | |
Ἑρμῆς | Ερμής | |
εἴης φορητὸς οὐκ ἄν, εἰ πράσσοις καλῶς. | Θενά 'σουν όχι υποφερτός, αν ευτυχούσες. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
<ὤμοι.> | Αλίμονο! | |
Ἑρμῆς | Ερμής | |
980 | ὤμοι; τόδε Ζεὺς τοὔπος οὐκ ἐπίσταται. | Αλίμονο, το λόγο αυτό δεν ξέρει ο Δίας. |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
ἀλλ᾽ ἐκδιδάσκει πάνθ᾽ ὁ γηράσκων χρόνος. | Μα όλα ο χρόνος που γερνά μας τα μαθαίνει. | |
Ἑρμῆς | Ερμής | |
καὶ μὴν σύ γ᾽ οὔπω σωφρονεῖν ἐπίστασαι. | Κι όμως εσύ δεν έμαθες ακόμα γνώση. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
σὲ γὰρ προσηύδων οὐκ ἂν ὄνθ᾽ ὑπηρέτην. | Αλήθεια, αλλιώς με δούλο εσέ δε θα μιλούσα. | |
Ἑρμῆς | Ερμής | |
ἐρεῖν ἔοικας οὐδὲν ὧν χρῄζει πατήρ. | Φαίνεται δε θα πεις ό,τι ζητά ο πατέρας. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
985 | καὶ μὴν ὀφείλων γ᾽ ἂν τίνοιμ᾽ αὐτῷ χάριν. | Μα βέβαια, χάρη που χρωστώ να του πληρώσω! |
Ἑρμῆς | Ερμής | |
ἐκερτόμησας δῆθεν ὡς παῖδ᾽ ὄντα με. | Σαν να 'μουν δηλαδή παιδί με περιπαίζεις. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
οὐ γὰρ σὺ παῖς τε κἄτι τοῦδ᾽ ἀνούστερος εἰ προσδοκᾷς ἐμοῦ τι πεύσεσθαι πάρα; οὐκ ἔστιν αἴκισμ᾽ οὐδὲ μηχάνημ᾽ ὅτῳ | Παιδί κι ακόμα πιο άμυαλος δεν είσαι τάχα, αν περιμένεις τίποτ' από με να μάθεις; μα δεν υπάρχει βάσανο και καμιά τέχνη | |
990 | προτρέψεταί με Ζεὺς γεγωνῆσαι τάδε, πρὶν ἂν χαλασθῇ δεσμὰ λυμαντήρια. πρὸς ταῦτα ῥιπτέσθω μὲν αἰθαλοῦσσα φλόξ, λευκοπτέρῳ δὲ νιφάδι καὶ βροντήμασι χθονίοις κυκάτω πάντα καὶ ταρασσέτω. | που ο Δίας θα με κατάφερνε το μυστικό μου να πω, πριν τ' άτιμα μου αυτά δεσμά λυθούνε. Κι έτσι λοιπόν ας πάει να σκα η πυρφόρα η φλόγα, με τουλούπες(2) λευκόφτερες χιονιάς κι υπόγειους ας σει τα πάντα βροντισμούς κι ας συνταράζει, |
995 | γνάμψει γὰρ οὐδὲν τῶνδέ μ᾽ ὥστε καὶ φράσαι πρὸς οὗ χρεών νιν ἐκπεσεῖν τυραννίδος. | μα εμένα τίποτ' απ' αυτά δε θα λυγίσει, που να του πω από ποιον το θρόνο του θα χάσει. |
Ἑρμῆς | Ερμής | |
ὅρα νυν εἴ σοι ταῦτ᾽ ἀρωγὰ φαίνεται. | Βλέπε αν σου φαίνονται όλα αυτά πως σ' ωφελούνε. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
ὦπται πάλαι δὴ καὶ βεβούλευται τάδε. | Τώρ' από μιας και τα 'χω ιδεί κι αποφασίσει. | |
Ἑρμῆς | Ερμής | |
τόλμησον, ὦ μάταιε, τόλμησόν ποτε | Τόλμησε, μάταιε, τόλμησε, μια φορά τέλος | |
1000 | πρὸς τὰς παρούσας πημονὰς ὀρθῶς φρονεῖν, | να βάλεις γνώση μες σ' αυτές τις συμφορές σου. |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
ὀχλεῖς μάτην με κῦμ᾽ ὅπως παρηγορῶν. εἰσελθέτω σε μήποθ᾽ ὡς ἐγὼ Διὸς γνώμην φοβηθεὶς θηλύνους γενήσομαι, καὶ λιπαρήσω τὸν μέγα στυγούμενον | Χάνεις τα λόγια σου άδικα, κι ως κουφό κύμα τις γαλιφιές σου τις γρικώ· βγάλτ' το απ' το νου σου που εγώ το Δία θα φοβηθώ και θα ζαρώσω μπρος του σα θηλυκό και με γυναίκειους τρόπους δεητικά τα χέρια μου θενά τα υψώσω | |
1005 | γυναικομίμοις ὑπτιάσμασιν χερῶν λῦσαί με δεσμῶν τῶνδε· τοῦ παντὸς δέω. | στον πολυμισημένο μου, για να με λύσει απ' τα δεσμά μου αυτά· κάθε άλλο παρά τούτο! |
Ἑρμῆς | Ερμής | |
λέγων ἔοικα πολλὰ καὶ μάτην ἐρεῖν· τέγγῃ γὰρ οὐδὲν οὐδὲ μαλθάσσῃ λιταῖς ἐμαῖς· δακὼν δὲ στόμιον ὡς νεοζυγὴς | Όσα κι αν πω, μου φαίνεται πως θα 'ν' του κάκου κι είναι η καρδιά σου αμάλαχτη και δε λυγίζει με παρακάλια· μα το χαλινό δαγκώντας | |
1010 | πῶλος βιάζῃ καὶ πρὸς ἡνίας μάχῃ. ἀτὰρ σφοδρύνῃ γ᾽ ἀσθενεῖ σοφίσματι· αὐθαδία γὰρ τῷ φρονοῦντι μὴ καλῶς αὐτὴ καθ᾽ αὑτὴν οὐδενὸς μεῖζον σθένει. σκέψαι δ᾽, ἐὰν μὴ τοῖς ἐμοῖς πεισθῇς λόγοις, | σα νιόστρωτο άτι πας και δε γρικάς τα γκέμια. Όμως θρασύς, σε σάπιο 'παίρεσαι αντιστύλι(3)· γιατί του νου η αποκοτιά, σα λείπει η γνώση, μονάχη κι απ' το τίποτα πιο λίγο αξίζει. Μάθε λοιπόν, τα λόγια μου αν δε θες ν' ακούσεις, |
1015 | οἷός σε χειμὼν καὶ κακῶν τρικυμία ἔπεισ᾽ ἄφυκτος · πρῶτα μὲν γὰρ ὀκρίδα φάραγγα βροντῇ καὶ κεραυνίᾳ φλογὶ πατὴρ σπαράξει τήνδε, καὶ κρύψει δέμας τὸ σόν, πετραία δ᾽ ἀγκάλη σε βαστάσει. | ποιες συμφορές φουρτουνιασμένες και ποιες μπόρες άφευκτα σε προσμένουνε· πρώτα την άγρια φάραγγα ετούτη με βροντές κι αστροπελέκια θα σπαράξει ο πατέρας μου και το κορμί σου βαθιά μέσα στα ρέπια(4) θα καταχωνιάσει· |
1020 | μακρὸν δὲ μῆκος ἐκτελευτήσας χρόνου ἄψορρον ἥξεις εἰς φάος· Διὸς δέ τοί πτηνὸς κύων, δαφοινὸς αἰετός, λάβρως διαρταμήσει σώματος μέγα ῥάκος, ἄκλητος ἕρπων δαιταλεὺς πανήμερος, | κι αφού καιρό πολύ τελειώσεις, θα ξανάβγεις πίσω στο φως· μα ο φτερωτός του Δία ο σκύλος με στόμα λαίμαργο, ο αϊτός, στο αίμα βαμμένο τρανά ξεσκλίδια(5) το κορμί θα σου λιανίσει(6), ακάλεστος ολημερίς στο γιόμα ερχόντας |
1025 | κελαινόβρωτον δ᾽ ἧπαρ ἐκθοινήσεται. τοιοῦδε μόχθου τέρμα μή τι προσδόκα, πρὶν ἂν θεῶν τις διάδοχος τῶν σῶν πόνων φανῇ, θελήσῃ τ᾽ εἰς ἀναύγητον μολεῖν Ἅιδην κνεφαῖά τ᾽ ἀμφὶ Ταρτάρου βάθη. | και θενά τρώει σου το σαπιόμαυρο συκώτι. Και μην προσμένεις στο μαρτύριο αυτό σου τέλος, πρι να βρεθεί κανείς θεός, που να θελήσει να πάρει επάνω του τα πάθια σου και πάει στου άφεγγου τ' Άδη τ' άραχλα βαθιά σκοτάδια. |
1030 | πρὸς ταῦτα βούλευ᾽· ὡς ὅδ᾽ οὐ πεπλασμένος ὁ κόμπος, ἀλλὰ καὶ λίαν εἰρημένος · ψευδηγορεῖν γὰρ οὐκ ἐπίσταται στόμα τὸ Δῖον, ἀλλὰ πᾶν ἔπος τελεῖ· σὺ δὲ πάπταινε καὶ φρόντιζε, μηδ᾽ αὐθαδίαν | Παίρνε λοιπόν απόφαση, γιατί δεν είναι πλασμένα παχιά λόγια αυτά, μα η πάσ' αλήθεια, μια που δεν ξέρει από ψευτιές του Δία το στόμα και δίνει τέλος σ' ό,τι πει· μα εσύ ένα γύρο κοιτάξου και μελέτησε, μηδέ πως είναι |
1035 | εὐβουλίας ἀμείνον᾽ ἡγήσῃ ποτέ. | ποτέ σου πεις το πείσμα πιο καλό απ' τη γνώση. |
Χορός | Χορός | |
ἡμῖν μὲν Ἑρμῆς οὐκ ἄκαιρα φαίνεται λέγειν. ἄνωγε γάρ σε τὴν αὐθαδίαν μεθέντ᾽ ἐρευνᾶν τὴν σοφὴν εὐβουλίαν. πιθοῦ· σοφῷ γὰρ αἰσχρὸν ἐξαμαρτάνειν. | Σε μας δε φαίνεται άδικο σ' αυτά που λέει να 'χει ο Ερμής, που σου ζητάει να παρατήσεις το πείσμα και σε φρόνιμη να στρέψεις γνώμη· πείσου, κι είναι ντροπή ο σοφός έξω να πέφτει. | |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
1040 | εἰδότι τοί μοι τάσδ᾽ ἀγγελίας ὅδ᾽ ἐθώυξεν· πάσχειν δὲ κακῶς ἐχθρὸν ὑπ᾽ ἐχθρῶν οὐδὲν ἀεικές. πρὸς ταῦτ᾽ ἐπ᾽ ἐμοὶ ῥιπτέσθω μὲν πυρὸς ἀμφήκης βόστρυχος, αἰθὴρ δ᾽ | Τα περίμενα τούτα που μου έσκουξε αυτός τα μηνύματα· κι είναι πολύ φυσικό από εχθρό του κακό να παθαίνει ο εχθρός. Και λοιπόν καταπάνω μου ας πάει να σκα της φωτιάς ο στριφτός πλοκαμός, |
1045 | ἐρεθιζέσθω βροντῇ σφακέλῳ τ᾽ ἀγρίων ἀνέμων· χθόνα δ᾽ ἐκ πυθμένων αὐταῖς ῥίζαις πνεῦμα κραδαίνοι, κῦμα δὲ πόντου τραχεῖ ῥοθίῳ συγχώσειεν τῶν οὐρανίων | με βροντές και μ' αγρίων ανέμων σπασμούς ας μανιάζει ο αιθέρας· της μπόρας η οργή τα θεμέλια ας τραντάζει ως τις ρίζες της γης και το κύμα του πόντου μ' αψύ βρουχισμό τους ουράνιους των άστρων τους δρόμους ψηλά |
1050 | ἄστρων διόδους· εἴς τε κελαινὸν Τάρταρον ἄρδην ῥίψειε δέμας τοὐμὸν ἀνάγκης στερραῖς δίναις· πάντως ἐμέ γ᾽ οὐ θανατώσει. | εν' ας κάμει κι ας πνίξει· κι αυτό το κορμί μες στα μαύρα τα τάρταρ' ας ρίξει βαθιά στης ανάγκης τ' αφεύγατο ρέμα συρτό· Μα ό,τι κάμει, εμένα ποτέ του ποτέ δε θα με θανατώσει! |
Ἑρμῆς | Ερμής | |
τοιάδε μέντοι τῶν φρενοπλήκτων | Τέτοια ξώφρενα λόγια δεν είναι ν' ακούς | |
1055 | βουλεύματ᾽ ἔπη τ᾽ ἔστιν ἀκοῦσαι. τί γὰρ ἐλλείπει μὴ <οὐ> παραπαίειν ἡ τοῦδ᾽ εὐχή; τί χαλᾷ μανιῶν; ἀλλ᾽ οὖν ὑμεῖς γ᾽ αἱ πημοσύναις συγκάμνουσαι ταῖς τοῦδε τόπων | μόνο ενός που του σάλεψε σίγουρα ο νους; Γιατ' αλήθεια τι λείπει να μην είν' αυτή του νου βλάβη η ευχή του και τρέλα σωστή; Μα εσείς τώρα που κάθεστε κι έτσι αυτουνού συμπονάτε τα πάθη, βιαστείτε απ' εδώ |
1060 | μετά ποι χωρεῖτ᾽ ἐκ τῶνδε θοῶς, μὴ φρένας ὑμῶν ἠλιθιώσῃ βροντῆς μύκημ᾽ ἀτέραμνον. | να τραβήξετε γρήγορ' αλλού πουθενά, για να μη της βροντής το φριχτό μουγγητό σας ζαλώσει(7) τα φρένα. |
Χορός | Χορός | |
ἄλλο τι φώνει καὶ παραμυθοῦ μ᾽ ὅ τι καὶ πείσεις· οὐ γὰρ δή που | Άλλο τίποτ' αν έχεις να λες που μπορεί να με πείσεις· γιατί, όσο βέβαια για αυτά, | |
1065 | τοῦτό γε τλητὸν παρέσυρας ἔπος. πῶς με κελεύεις κακότητ᾽ ἀσκεῖν; μετὰ τοῦδ᾽ ὅ τι χρὴ πάσχειν ἐθέλω· τοὺς προδότας γὰρ μισεῖν ἔμαθον, κοὐκ ἔστι νόσος | που ξεστόμισες τώρα, δε στέκουν για με. Πώς με βάζεις να κάνω μια πράξη κακή; κάλλιο ό,τι 'ναι μαζί του να πάθω κι εγώ, που έχω μάθει από πάντα σαν τι να μισώ τον προδότη, και που άλλη καμιά σαν αυτή |
1070 | τῆσδ᾽ ἥντιν᾽ ἀπέπτυσα μᾶλλον. | δε φοβούμαι χειρότερη αρρώστια. |
Ἑρμῆς | Ερμής | |
ἀλλ᾽ οὖν μέμνησθ᾽ ἁγὼ προλέγω μηδὲ πρὸς ἄτης θηραθεῖσαι μέμψησθε τύχην, μηδέ ποτ᾽ εἴπηθ᾽ ὡς Ζεὺς ὑμᾶς εἰς ἀπρόοπτον | Λοιπόν ό,τι προλέγω θυμάστε καλά, κι όταν η άδικη ώρα θ' αδράξει και σας, με την τύχη μην έχετε τότε αφορμή, μηδέ πείτε σ' απρόβλεπτα ο Δίας κακά | |
1075 | πῆμ᾽ εἰσέβαλεν· μὴ δῆτ᾽ αὐταὶ δ᾽ ὑμᾶς αὐτάς. εἰδυῖαι γὰρ κοὐκ ἐξαίφνης οὐδὲ λαθραίως εἰς ἀπέρατον δίκτυον ἄτης ἐμπλεχθήσεσθ᾽ ὑπ᾽ ἀνοίας. | πως σας έριξε μέσα· μα μόνο σε σας θα 'ν' το φταίξιμο, μια που το ξέρατε πριν κι όχι ανύποπτα κι άξαφνα μες του χαμού θα μπλεχτείτε τ' απέραντα βρόχια. |
Προμηθεύς | Προμηθέας | |
1080 | καὶ μὴν ἔργῳ κοὐκέτι μύθῳ χθὼν σεσάλευται· βρυχία δ᾽ ἠχὼ παραμυκᾶται βροντῆς, ἕλικες δ᾽ ἐκλάμπουσι στεροπῆς ζάπυροι, στρόμβοι δὲ κόνιν | Όχι πια με τα λόγια, μα ιδού αληθινά που τραντάζεται η γης και μαζί μουκανιέται βαρύ της βροντής τ' αντιλάλημ' απόγεια και γλώσσες στριφτές οι αστραπές σαϊτεύουν φωτιάς. |
1085 | εἱλίσσουσι· σκιρτᾷ δ᾽ ἀνέμων πνεύματα πάντων εἰς ἄλληλα στάσιν ἀντίπνουν ἀποδεικνύμενα· ξυντετάρακται δ᾽ αἰθὴρ πόντῳ. τοιάδ᾽ ἐπ᾽ ἐμοὶ ῥιπὴ Διόθεν | Άγριος σίφουνας στρίβει ψηλά κορνιαχτό, όλοι οι άνεμοι σκιρτούν, και μ' αντίπνοη οργή στήνουν πόλεμο ο ένας στον άλλο αντικρύ, και ταράχτηκε ο αιθέρας με τον πόντο μαζί. Βέβαια τέτοια απ' τον Δία χιμάει φανερά |
1090 | τεύχουσα φόβον στείχει φανερῶς. ὦ μητρὸς ἐμῆς σέβας, ὦ πάντων αἰθὴρ κοινὸν φάος εἱλίσσων, ἐσορᾷς μ᾽ ὡς ἔκδικα πάσχω. | κατά πάνω μου αντάρα, που τρόμο γεννά. Μα ω μητέρα μου εσύ σεβαστή, κι ω που συ μες στο φως τυλίγεις, αιθέρα, το παν, πόσον άδικα, δείτε με, πάσχω! |
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου