Περὶ τὰ πρῶτα γλυκοχαράγματα, τὸ βρέφος εἶχεν ἐξυπνήσει, κι ἄρχισε νὰ κλαυθμυρίζη. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔκαμε καὶ πάλιν «κουμάντο». Ἐσυμβούλευσε τὴν λεχὼ νὰ βάλη τὸ παιδίον εἰς τὸ βυζί, διὰ νὰ δοκιμάση ἂν κατέβη τὸ γάλα. Συγχρόνως ἠκούσθη κρότος ἔξωθεν, κ' εὐθὺς κατόπιν μιὰ φωνή.
- Γριά!... Γριά! κοιμάστε;
Ἤτον ὁ Λυρίγκος, κ' ἐκάλει τὴν πενθερά του.
Ἡ γραία ἐγνώρισε τὴν φωνήν, ἐσηκώθη κ' ἔτρεξεν εἰς τὴν θύραν.
- Ἔλα νά μου δώσης ἕνα χέρι, ἐφώναξεν ὁ Λυρίγκος. Ὁ παραγυιὸς λείπει κ' εἶμαι μοναχός.
Ὁ Γιάννης φαίνεται ὅτι δὲν ἐσκέφθη κᾶν νὰ ἐρωτήση διὰ τὴ λεχώ, τὴν γυναίκα του, καὶ διὰ τὸ τέκνον του, πὼς εἶχον. Ἠσθάνετο μόνον ἐπείγουσαν ἀνάγκην, κ' ἔκραζε τὴν πενθεράν του νὰ τὸν βοηθήση εἰς τὰς ποιμενικᾶς ἐργασίας τῆς πρωίας, δηλαδὴ ἴσως εἰς τὸ ξεμάνδριασμα, τὸ ἄρμεγμα, καὶ τὰ λοιπά.
- Δὲν μπορεῖ κανεὶς μοναχός του, τὸ ἔρμο!... Πρέπει νὰ 'χη τέσσερα χέρια! ἐπρόσθεσεν ὡς αὐτοδικαιολογούμενος.
Ἡ γραία ἐξῆλθε τρέχουσα. Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔμεινε μόνη, μὲ τὴν λεχὼ καὶ τὸ βρέφος.
Ἡ νεαρὰ γυνὴ εἶχε λαγοκοιμηθῆ πάλιν, καὶ δὲν εἶχεν ἀντιληφθῆ καλῶς τὴν ἀπουσίαν τῆς μητρός της. Μετ' ὀλίγας στιγμὰς ἐξύπνησε καὶ εἶπε:
- Ποῦ πάει ἡ μάννα, θὰ πῶ;
Ἡ Φραγκογιαννού, φρονοῦσα ὅτι τὸ καλύτερον ἤτον ἡ λεχώνα νὰ κοιμᾶται γιὰ νὰ ἡσυχάζη, καὶ γνωρίζουσα ὅτι ἡ ἀπόκρισις ἡ διδομένη εἰς τοὺς πυρέσσοντας καὶ εἰς τοὺς ὡς ἐν ὑπνοβασίᾳ παριμιλούντας βλάπτει μᾶλλον ἢ ὠφελεῖ, δὲν ἀπήντησε τίποτε. Ἡ λεχὼ εὐθὺς καὶ πάλιν ἀπεκοιμήθη.
Τὸ θυγάτριον ἐκ νέου ἄρχισε νὰ κλαυθμυρίζη πολὺ τρυφερὰ καὶ παραπονετικά, μέχρις ὀχληρότητος. Ἡ Φραγκογιαννού, ἥτις εἶχε λησμονήσει ὅλας τὰς τύψεις, τὰς ὁποίας εἶχεν αἰσθανθῆ ἀλγεινῶς ὑπὸ τὰς μελανὰς πτέρυγας τῶν ὀνείρων της, καὶ ἐσπαράσσετο καὶ πάλιν ἀπὸ τοὺς ὄνυχας τῆς πραγματικότητας, ἄρχισε νὰ σκέπτεται μέσα της:
- Ἄχ! δίκιο ἔχει, ὁ καημένος, ὁ Λυρίγκος... «Ὅλο κοριτσούδια, τὸ ἔρμο, ὅλο κοριτσούδια!»... Καὶ τί ξαλάφρωμα θὰ ἤτον τώρα γι' αὐτόν, γιὰ τὴν ἄμοιρη τὴ γυναίκα του, νὰ τοῦ τὸ 'παιρνε τώρα, ὁ Μεγαλοδύναμος!... αὐτὸ κᾶν ποὺ 'ναι μικρό, καὶ δὲν ἔχει ν' ἀφήση μεγάλον καημὸ πίσω του!
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην τῆς ἦλθεν εἰς τὸν νοῦν μία μικρὰ ἀπορία· ποὺ εὑρίσκοντο τ' ἄλλα κοράσια τοῦ Λυρίγκου, τὰ μεγαλύτερα. Τότε ἐνθυμήθη ὅτι πρὶν ν' ἀναβῆ εἰς τὸ καλύβι, ὅπου εὑρίσκετο τώρα, τὸ ὁποῖον ἧτο χαμηλὸν ἀνώγειον, ἐπέρασεν ἔξω ἀπὸ τὴν θύραν ἑνὸς ἄλλου μικροτέρου καλυβίου, τὸ ὁποῖον ἧτο χαμόγειον, καὶ ἧτο κτισμένον δίπλα, κολλητὰ μὲ τὸ πρῶτον. Ἧτο τὸ μικρὸν καλυβάκι τῆς γραίας, τῆς πενθερᾶς τοῦ Λυρίγκου, κ' ἐκεῖ μέσα τῆς εἶχε φανῆ ὅτι ἤκουεν ἀναπνοὰς κοιμωμένων, ρογχαλίσματα. Ἐκεῖ βέβαια θὰ ἐκοιμῶντο, μαζὶ μὲ τὴν μικρὰν θείαν τους τὴν ἄγαμον, τὰ ἄλλα κοράσια τοῦ Λυρίγκου.
Ὡς ἐν ἀλλοφροσύνῃ καὶ ἐν πλάνῃ ὀνείρου, ἔτεινε τὴν χείραν πρὸς τὸ λίκνον, ἐντὸς τοῦ ὁποίου ὠλόλυζε τὸ μικρόν... Ἔκαμε χειρονομίαν ὡς διὰ νὰ σχηματίση τοὺς δακτύλους της εἰς διλαβίδα, εἰς ἀρπάγην καὶ στραγγαλιᾶν. Ἠσθάνετο τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἀγρίαν χαρὰν νὰ πνίξη τὸ μικρὸν θυγάτριον... Τῆς ἦλθεν εἰς τὸν νοῦν ὅτι ἧτο ἀβάπτιστον, καὶ ἂν τὸ ἔπνιγε, θὰ εἶχε διπλῆν ἁμαρτίαν... Ἡ σκέψις αὔτη ἐπὶ μίαν στιγμὴν τὴν ἀνεχαίτισεν, ἀλλ' ὅμως ἀπεφάσισε νὰ ὑπερπηδήση τὸν φραγμὸν τοῦτον... Παρὰ ἕνα δάκτυλον, ἡ χεὶρ τῆς ἔψαυε τὸν λαιμὸν τοῦ μικροῦ πλάσματος...
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἠκούσθη φωνή, βῆμα, κρότος, εἰς τὸ μικρὸν χαγιάτι ἔξω, καὶ ἡ θύρα, τὴν ὁποίαν ἡ γραία, ἡ πενθερὰ τοῦ Λυρίγκου ἀναχωρήσασα δὲν εἶχε κλείσει μὲ τὸ μάνδαλον, ἀλλὰ μόνον τὴν εἶχε γείρει, ἠνοίχθη πέραν καὶ πέραν, ἐνδίδουσα εἰς ὤθησιν ἔξωθεν.
- Ἐδῶ εἶναι, ἠρώτησεν ὁ ἐμφανισθεῖς ἄνθρωπος, ἐδῶ εἶναι τὸ σπίτι τοῦ Λυρίγκου, τοῦ τσοπάνη;
Ἤτον χωροφύλαξ, μὲ τὸ χιτώνιον μισοκουμβωμένον, φουσκωτὸν ἐπὶ τοῦ στήθους, μὲ τὸ κασκέτον στραβά, μὲ στριμμένον τὸν μύστακα, καὶ μὲ τὴν κάπαν διπλωμένην μακρυνάρι ἐπὶ τοῦ ἀριστεροῦ ὤμου.
Μέσα στὸ καλύβι, ἡ κανδήλα ἐτρεμόσβηνεν ἐμπρὸς εἰς τὰ εἰκονίσματα. Ἡ φωτιὰ εἶχε καλυφθῆ καὶ πάλιν ἀπὸ τὴν τέφραν. Τὸ λυχνάρι σβηστὸν ἐκρέματο ἀπὸ τὸ μικρὸν ράφι τῆς ἑστίας. Ἧτο σκότος. Ἔξω, εἶχεν ἐξημερώσει, καὶ παρὰ δυὸ λεπτὰ ὁ ἥλιος θ' ἀνέτελλεν.
Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔβλεπεν εἰμὴ ἀμυδρὰς σκιὰς μέσα. Τὴν λεχώναν εἰς τὴν στρωμνήν της, ὡς ἀμαυρὸν ὄγκον κατακειμένην, τὸ βρέφος τὸ ὁποῖον ἐσάλευε καὶ ἀνάσαινεν ἐντὸς τῆς σκάφης, ἥτις ἐχρησίμευεν ὡς λίκνον... καὶ τὴν Φραγκογιαννοὺ καθημένην ὡς φάντασμα, καὶ τείνουσαν τὴν χείραν πρὸς τὸ λίκνον.
Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔμεινε μὲ τὴν χείρα τεταμένην. Τὴν κατέλαβε φρίκη, τρόμος, ζάλη. Ἐντὸς δευτερολέπτου ἦλθεν εἰς ἑαυτήν, καὶ εἶδε τὸν φοβερὸν κίνδυνον.
Ἀκριβῶς ὄπισθέν της ἧτο ἐν μικρὸν παράθυρον βλέπον πρὸς βορρᾶν, ὑπόσαθρον, νοτισμένον καὶ κακοκλεισμένον. Ὡς νὰ εἶχε τιναχθῆ ἀπὸ ἔκρηξιν, ἐστράφη μηχανικῶς, ἄνοιξε τὸ παράθυρον, κ' ἐπήδησεν ἔξω. Ἔπεσεν ἐπάνω εἰς χόρτα καὶ ἄχυρα, καὶ ὁ δοῦπος τῆς πτώσεώς της οὔτε ἠκούσθη. Τὸ χαμηλὸν παράθυρον μόλις ἀνεῖχε μισὴν ὀργυιὰν ἀπὸ τοῦ ἐδάφους.
Μόνον εἶχε ξεχάσει νὰ πάρη μαζί το ραβδί της καὶ τὸ καλάθι της, τὰ ὁποῖα ὡς τόσον εὑρίσκοντο δίπλα της, εἰς τὸ πάτωμα. Ἧτο ἄξιον ἀπορίας, πὼς τόσον εἶχε σαστίσει. Τὰ ἐνθυμήθη ἀκριβῶς τὴν στιγμὴν καθ' ἢν ἄρχισε νὰ τρέχη μετὰ τὸ πήδημά της, κ' ἔτσι τῆς ἤρχετο ἂν ἧτο τρόπος, νὰ γυρίση πίσω νὰ τὰ πάρη, καὶ νὰ στραβωθοῦν, νὰ μὴν τὴν ἰδοῦν οἱ διῶκται της.
Ὡς τόσον ἔτρεχεν, ἔτρεχεν... εἶχεν εἰσέλθη μέσα εἰς τὸ δάσος, τοῦ ὁποίου τὰ διάφορα μονοπάτια τῆς ἦσαν πολὺ γνωστά. Δὲν ἐγύριζε νὰ ἰδῆ ὀπίσω της... Ἧτο βεβαία ὅτι οἱ δυὸ «ταχτικοί» θ' ἀργήσουν νὰ ἐννοήσουν τί συνέβη, καὶ νὰ βαλθοῦν νὰ τὴν κυνηγήσουν.
Τῷ ὄντι οἱ δυὸ ἐκεῖνοι ἄνδρες τῆς δημοσίας ἀνάγκης δὲν ἐνόησαν κατ' ἀρχὰς τί εἶχε συμβῆ. Τοὺς εἶχε στείλει «κατεπεῖγον» ὀπίσω ὁ εἰρηνοδίκης, ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὸν πάρεδρον τὸν ἀστυνόμον, ὅστις, εἰς ὅσα ἀπεφαίνετο ὁ ἐμπνευσμένος ἐκεῖνος λειτουργὸς τῆς Θέμιδος, ἔλεγε πάντοτε ναί, καὶ μὲ τὸν ἐνωμοτάρχην, ὅστις δὲν ἔλεγε ποτὲ ὄχι, τοὺς εἶχε στείλει νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν ἀγροτικὴν οἰκίαν τοῦ Ἰωάννου Λυρίγκου, διὰ νὰ τὸν προσκαλέσουν νὰ ἐμφανισθῆ ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν, κ' ἐν ἀνάγκῃ νὰ τὸν φέρουν διὰ τῆς βίας, ἐπειδή, ἐξ' ὅσων εἶχον διηγηθῆ τὴν ἑσπέραν τῆς προτεραίας, εἰς τὴν πολίχνην, οἱ δυὸ χωροφύλακες, οἱ εἰρημένοι φωστῆρες συνέλαβον τὴν ὑπόνοιαν ὅτι ὁ Λυρίγκος ἐνείχετο εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῆς φυγῆς τῆς γυναικὸς Χαδούλας, χήρας Ἰωάννου Φράγκου, χριστιανῆς καὶ ἐκτελούσης οἰκιακὰ ἔργα, τὴν ὁποίαν ἔλεγον ὅτι εἶχον ἰδεῖ ν' ἀναρριχᾶται εἰς τὸν κρημνὸν τοῦ πετρώδους βουνοῦ οἱ δυὸ στρατιωτικοὶ ἄνδρες.
Ὅθεν ἀμέσως, περὶ ὄρθρον βαθύν, ἀφοῦ ἐκοιμήθησαν ἐπὶ δυὸ ἢ τρεῖς ὥρας, φοροῦντες ὅλην τὴν στολήν των, οἱ δυὸ χωροφύλακες, εἰς τὰ ἰσόγεια τῆς δημαρχίας, τὰ γεμάτα ἀπὸ βλατοῦδες, σαρανταποδαροῦσες καὶ σαμαμίθια, τὰ ὁποῖα ἐχρησίμευον ὡς καζάρμα (ἡ καζάρμα αὐτὴ ἤτον ὁ τρόμος τῶν ἀγυιοπαίδων, τῶν μοσχομαγκῶν, ὡς καὶ ὅλων τῶν ὀφειλετὼν τοῦ δημοσίου), εἰς ἐν σφύριγμᾳ τοῦ ἐνωμοτάρχου ἐσηκώθησαν, ἐπῆραν τὶς κάπες των, καὶ τὸ ἔβαλαν δρόμον διὰ τὸ βουνόν.
Ἐστέλλοντο ἰδίως διὰ νὰ φέρουν τὸν Λυρίγκον (καθὼς καὶ πάντα ἄλλον βοσκόν, τὸν ὁποῖον θὰ ἠξήταζον οἱ ἴδιοι, καὶ ὅστις θὰ ἔλεγε «μπερδεμένα λόγια», ἐφρόντισε νὰ προσθέση ὁ εἰρηνοδίκης), ἀλλὰ πρὸ πάντων διὰ νὰ μυρισθοῦν τὰ ἴχνη τῆς Φραγκογιαννοὺς καὶ κατορθώσουν νὰ τὴν ἀνακαλύψουν. Διὰ τοῦτο εἶχον πληρεξουσιότητα νὰ ψάξουν ὅλα τὰ μανδριὰ καὶ τὶς στάνες, καὶ νὰ ἐξετάσουν ὅλους τοὺς βοσκοὺς τοῦ βουνοῦ. Ὅθεν, διὰ καλὸν καὶ διὰ κακόν, ἐπῆραν μαζὶ καὶ τὶς κάπες των.
Ὅταν ὁ πρῶτος χωροφύλαξ ὤθησε τὴν θύραν τοῦ οἰκίσκου, καὶ εἶδε σκότος καὶ σκιὰν μέσα, ἤκουσε τὸν κρότον τοῦ βορεινοῦ παραθύρου ἀνοιγομένου, εἶδεν ἀκτίνας φωτὸς ἐκεῖθεν νὰ εἰσδύωσι, κ' εὐθὺς ἐν μαῦρον σῶμα νὰ φράττη τὰς ἀκτίνας ταύτας, κυρτόν, συνεσταλμένον, ἄμορφον, καὶ ἤκουσε τὸν ἀσθενῆ δοῦπον τῆς πτώσεως. Τότε τὸ παράθυρον ἔμεινεν ἀνοικτόν, καὶ εἰς τὰς δίπλας διασταυρουμένας ἀκτίνας τὰς διὰ τῆς θύρας καὶ τοῦ παραθύρου, εἶδε καθαρὰ τὴν γυναίκα τὴν λεχώ, ἐξαπλωμένην ἐπὶ τῆς κλίνης της.
- Τί τρέχει ἐδῶ; ἐφώναξεν ἔκπληκτος ὁ ἄνθρωπος.
- Ἡ λεχώνα ἐξύπνησε, κ' ἐπρόφερε μὲ ἀσθενῆ φωνήν:
- Μάννα, ἐσὺ 'σαι... Ἦρθες;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου