Ο Κοροπούλης ο Γιωργής κι ο Νιόνιος του Καψάλη
κι ο Λάγιος του Κωστή
τα μεσημέρια εσούρωναν (καθείς κι ένα ρεμάλι)
στη Σίνα εκεί ψηλά, στο «Κοπερτί».
Κι εκεί απαγγέλλαν Σολωμό σ’ όποια ενδημούσα κόρη
—ξεφτίλα φοβερή!—
και να, σε λίγο βλέπανε τον Βάγγο τον Μπιτσώρη
να σέρνει τον Φατούρο του στουπί.
Με τον γραμματολόγο ευθύς και με τον νέο Φελίνι
βραχνά να τραγουδούν,
«Χίλια εννιακόσια» πήγαιναν, που της Μαρίας το μίνι
έκαμνε τους λαιμούς να ξεραθούν.
Και βλαστημώντας η Μαρία τη μαύρη μέρα που ’ναι,
τη μοίρα την κακή,
σε μια γωνιά τους έβαζε κρυφή, να μην τους δούνε
κι έτσι ξεφτιλιστεί το μαγαζί.
Κι ως να φτιαχτούν και να σιαστούν και να τους τα σερβίρουν
κοκταίηλς και ποτά,
κι αυτοί ψιλολουφάζανε, μην τύχει και τους δείρουν
μ’ αιτία τα βερεσέδια τα πολλά.
Μα τη γουλιά ως κατέβαζε την πρώτη και βεβαίως
τελείως γινόταν γκολ,
ξεσάλων’ o Φατούρος πια κι έτσι άκουγε ο μοιραίος
ακόμη και τον Μότσαρτ ροκ εντ ρολ.
Και λίγο λίγο αρχίζοντας για τη χριστιανοσύνη
τραυλά να τους μιλά
όλο και δεν παρέλειπε το μάτι του να κλείνει
σ’ όποιαν ορθοβυζάτη κοπελιά.
Kι εκείθε που όλοι πάγωναν, τέτοιο τρανό ρεζίλι
βλέποντας να κινά,
τον Γκαίρινγκ ως θυμότανε, σήκωνε το μαντίλι
και σκούπιζε τα δάκρυα τα καυτά.
Κι όπως ετύχαινε συχνά σε τέτοιες σούρες να ’ναι
ευέξαπτοι κι αυτοί,
τ’ αριστερά τους ένστικτα άκουαν να ξυπνάνε
κι αισθάνονταν αντάρτες τρομεροί·
κι ευθύς τον Βάγγο Ντεριντά, τον Σαίξπηρ τον Διονύση,
τον Κίρκεγκααρντ Γιωργή
έβλεπες τον Φατούρο τους στη μέση να ’χουν στήσει
και σαν γυναίκα να τον βρίζουνε κοινή.
Κι όποιος ακόμη απ’ το πολύ μεθύσι δεν μπορούσε
ν’ ακούσει και να δει,
κι αυτός κρυφομαντεύοντας στα γέλια σπαρταρούσε
(μιλάμε για τον Λάγιο του Κωστή).
Κι ο Νίκος, συνονθύλευμα σχιζοφρενείας και τρέλας
—μεγάλε Νικολή!—
επέμενε — κι εθαύμαζες και τον επεριγέλας
πως έσμιγε στο ουίσκι το κρασί…
Μα εκείθε που ο λογαριασμός έφτανε πια στα ύψη
κι οι τσέπες αδειανές,
σ’ όλων κινούσε τις ψυχές και τις καρδιές μια τύψη
που αφήσαν τις συζύγους μοναχές.
Καθώς η νύχτα ήταν βαθιά κι είχαν οι γκομενίτσες
γκόμενο στο πλευρό,
μετάνιωνεν ο Νικολής κι άρχιζεν αγκαλίτσες
κι έδινε και φιλάκι ρουφηχτό
στη Νίκη τη Φραντσέζα μας (το βρόμικο ρεμάλι!)
και σκύβοντας στους τρεις
τους σουρωμένους του υβριστές, οπού ’χαν το κεφάλι
βαρύ σαν να περνούσ’ οτομοτρίς,
τους έλεγε (ο μεθύστακας!) πως δεν ήταν η τάξη
η Σόλωνος να δει
ποιητές, εκδότες, κριτικούς (που δεν τα ’χουν αρπάξει)
σαν τον Φατούρο να μην στέκονται ορθοί.
Κι ενώ τους έλεγεν αυτά, στα γύρω τραπεζάκια
κουνάαν τις κεφαλές
και κλαίγαν για το φέσι τους οι μπάρμαν, και φιλάκια
σκόρπαγε ο Νικολής στις θηλυκές.
Μες στων πολυελαίων το φως η Πόπη του χυμούσε
(πού το ’χε μυριστεί;)
κι όλοι λουφάζαν, κι απ’ τ’ αυτί βρίζοντας τον τραβούσε
— και τ’ άλλα, μια ιστορία θλιβερή…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου