Τα τετράγωνα του αέρος σπάζουν με τη σειρά τους
Από καιρό πια δεν υπάρχουν καθρέφτες
Και οι γυναίκες καμώνονται μέρα και νύχτα πως δεν είναι τόσο ωραίες
Όταν πλησιάζουν τα πουλιά που πρόκειται να καθήσουν στον ώμο τους
Γέρνουν πίσω το κεφάλι απαλά χωρίς να κλείσουν τα μάτια
Το παρκέτο και τα έπιπλα στάζουν αίμα
Μια αράχνη στέκει στο κυανό της δίχτυ επάνω σ’ ένα άδειο πτώμα
Παιδιά κρατώντας ένα φανάρι προχωρούν μέσα στα άλση
Ζητούν από τα φύλλα τον ίσκιο των λιμνών
Μα οι σιωπηλές λίμνες ασκούν μεγάλη έλξη
Τώρα πια δεν φαίνεται στην επιφάνεια παρά ένα μικρό φανάρι που χαμηλώνει
Στις τρεις πόρτες του σπιτιού είναι καρφωμένες τρεις άσπρες κουκουβάγιες
Εις ανάμνησιν των ερώτων της ώρας
Η άκρη των φτερών τους είναι χρυσωμένη σαν τις χάρτινες
Κορώνες που πέφτουν στροβιλιζόμενες από τα νεκρά δένδρα
Η φωνή αυτών των μελετών βάζει γαϊδουράγκαθα στα χείλη
Κάτω από το χιόνι το αλεξικέραυνο γοητεύει τα γεράκια.
Μετάφραση: Ανδρέας Εμπειρίκος.
Από το βιβλίο: «Ανθολογία της ευρωπαϊκής και αμερικανικής ποιήσεως», Εκλογή και επιμέλεια Κλέωνος Β. Παράσχου, Πρόλογος Νάσος Βαγενάς, Παρουσία 1999, σελ. 171-172.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου