Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

André Breton: Vigilance (Επαγρύπνηση)




À Paris la tour Saint-Jacques chancelante
Pareille à un tournesol
Du front vient quelquefois heurter la Seine et son ombre glisse imperceptiblement
  parmi les remorqueurs
À ce moment sur la pointe des pieds dans mon sommeil
Je me dirige vers la chambre où je suis étendu
Et j'y mets le feu
Pour que rien ne subsiste de ce consentement qu'on m'a arraché
Les meubles font alors place à des animaux de même taille qui me regardent
  fraternellement
Lions dans les crinières desquels achèvent de se consumer les chaises
Squales dont le ventre blanc s'incorpore le dernier frisson des draps
À l'heure de l'amour et des paupières bleues
Je me vois brûler à mon tour je vois cette cachette solennelle de riens
Qui fut mon corps
Fouillée par les becs patients des ibis du feu
Lorsque tout est fini j'entre invisible dans l'arche
Sans prendre garde aux passants de la vie qui font sonner très loin leurs 
  pas traînants
Je vois les arêtes du soleil
À travers l'aubépine de la pluie
J'entends se déchirer le linge humain comme une grande feuille
Sous l'ongle de l'absence et de la présence qui sont de connivence
Tous les métiers se fanent il ne reste d'eux qu'une dentelle parfumée
Une coquille de dentelle qui a la forme parfaite d'un sein
Je ne touche plus que le coeur des choses je tiens le fil


***


Στο Παρίσι κλονιζόμενος ο πύργος του Αγίου Ιακώβου
Όμοιος με ηλιοτρόπιον
Χτυπά καμιά φορά με το μέτωπό του τον Σηκουάνα και η σκιά του
  γλιστρά ανεπαίσθητα ανάμεσα στα ρυμουλκά
Την στιγμήν εκείνην ακροποδητί μέσα στον ύπνο μου
Κατευθύνομαι προς την κάμαρα όπου είμαι ξαπλωμένος
Και βάζω φωτιά
Δια να μη μείνει τίποτε από την συγκατάθεσι που μου απέσπασαν
Τα έπιπλα τότε κάνουν τόπο σε ζώα ίσου μεγέθους που με
  κοιτάζουν αδελφικά
Λεοντάρια που στις χαίτες τους αποκαίονται οι καρέκλες
Σέλαχοι των οποίων η άσπρη κοιλιά συγχωνεύει το τελευταίο
  ρίγος των σεντονιών
Την ώρα του έρωτος και των κυανών βλεφάρων
Βλέπω να καίγουμαι κι εγώ με τη σειρά μου βλέπω αυτήν την
  κατανυκτική κρυψώνα των τιποτένιων πραγμάτων
Που υπήρξε το κορμί μου
Και που την ψάξαν υπομονετικά ράμφη πύρινων ίβιδων
Όταν όλα τελειώνουν μπαίνω αόρατος μέσα στην αψίδα
Χωρίς να προσέχω τους περαστικούς της ζωής που κάνουν
  ν’ αντηχούν πολύ μακριά τα σερνάμενά τους βήματα
Βλέπω τα ψαροκόκαλα του ήλιου
Ανάμεσα από την λευκάκανθα της βροχής
Ακούω να ξεσχίζεται τ’ ανθρώπινο πανί σαν ένα μεγάλο φύλλο
Κάτω από το νύχι της απουσίας και της παρουσίας που είναι
  συνένοχες
Όλοι οι ιστοί μαραίνονται δεν μένει παρά μια μυρωμένη δαντέλα
Ένα κογχύλι από δαντέλα που έχει τέλειο σχήμα ενός μαστού
Δεν αγγίζω πια παρά την καρδιά των πραγμάτων κρατώ
  το νήμα



Μετάφραση: Ανδρέας Εμπειρίκος.

Από το βιβλίο: Από το βιβλίο: Χριστόφορος Λιοντάκης, «Ανθολογία γαλλικής ποίησης. Από τον Μπωντλαίρ ώς τις μέρες μας», Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2000, σελ. 195-196.


Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου