Σάββατο 31 Μαρτίου 2018

Ανδρέας Ζαρμπαλάς: Κέρκυρα




Πλησίασε και λίγο, λοιπόν, και λίγο
όσο να πιάσω ένα κλωνάρι από τις ελιές σου,
να χαϊδέψω τις στέγες των σπιτιών σου,
να μαζέψω λίγο χώμα στο πλοχέρι και να νιώσω
να μυρμηγκιάζει το κορμί μου,
να αράξω στο γιαλό σου την παλάμη μου σαν σανίδα
απ’ το καράβι του Οδυσσέα,
να πιαστώ από ένα βράχο σου και να ξεκουραστώ,
να ξεκουραστώ…

Χρόνια τώρα μια κάνη σημαδεύει τη ζωή μας ίσια
στο μέτωπο
κι εμείς δεν μπορούμε να στρίψουμε.

Πλησίασε και λίγο! Τι στάθηκες, καημένη Κέρκυρα,
μπλάβο καράβι πέρα στ’ ανοιχτά;



Βασίλης Πανδής: Καρδάκι


Μνήμη H.D.
Στην Αλεξία Αθανασίου και τον Αλέξανδρο Αηδώνη

Πέλαγο δάσος κοιμώμενο,
ίσα για λίγο εξύπνησες
και τα κύματα τα κωνοφόρα σου έφερες
ν’ αρμυρογλύψουν τα καλάμια,
τ’ αντιστύλια αυτής της βλάστησης,
της άγριας, της εκδικητικής τής ερωμένης·

κι απέναντι,
απάνω στα βουνά,
να κάθεται η ομίχλη



Πρώτη δημοσίευση: Ποιείν

Κατίνα Βλάχου: Τόσο μακριά τόσο αλλού




Τροπαιοφόρα η άνοιξη επελαύνει
Σπέρνοντας άνθη πρώιμα ελπιδοφόρα
Αμέτοχη στων εγκοσμίων τις πληγές
Και τόσο ωραία
Που φέρνει κλάμα στις ψυχές
Ανθοφορούσα και μυροβόλος
Ανάλαφρη περνά ανάμεσα από τις κεραίες
Πάνω στις στέγες των σπιτιών της οικουμένης
Με όλη της την έπαρση περνά
και προσπερνά συμβάντα και ειδήσεις
Πικρές αιματηρές θανατηφόρες

Όπως εκείνο το ορφανό παιδί στο δρόμο
Τόσο απελπισμένο τόσο μόνο
Που βρέθηκε στης σύρραξης τη δίνη
-αλλού ευτυχώς και μακριά-
Μες στα χαλάσματα που αχνίζουν πόνο
Και γέρνει το κορμάκι του με εμπιστοσύνη
Στου αδέσποτου σκυλιού την καλοσύνη
Για μιαν ελάχιστη παρηγοριά

Αμέτρητες πάνω απ' τα σπίτια μας κεραίες
Μας βομβαρδίζουν με διάφορα συμβάντα
-αλλού συμβαίνουν ευτυχώς και μακριά-
Με τόσα ασήμαντα και τόσα αδιάφορα μας εμβολιάζουν
Ποια να προλάβουμε να αντιληφθούμε
Με ποιο απ' όλα να συγκινηθούμε
Τόσο μακριά τόσο αλλού συμβαίνουν όλα

Ευχόμαστε το ορφανό παιδί να επιζήσει
Κι ας μοιάζει ο θάνατος για εκείνο η μόνη λύση

Αλεξία Αθανασίου: Απόφαση




           (Εξελληνισμένη Τερτσίνα)


   Απρόθυμη και Ιδανική των Στίχων Ερωμένη
   (που χαίρεται η ολιγαρκής_στενές_πεζών διαβάσεις)
   άλλο δεν θέλει, δήλωσε, πεισματικά να μένει.

 _ " Τον Κεραυνό απ' την πορφυρή χαίτη του μην διστάσεις
   ν' αδράξεις με μια δύναμη φρικτή (κι ας κατακαίει)•
   Αλλόκοσμες στο μάτι του Συμπαντικές διαστάσεις

   στο δευτερόλεπτο θα δεις και μια Φωνή να λέει
   όμοια θ' ακούσεις μουσική: "Το Στίχο μην αρνείσαι!
   Φλοίσβος χρυσός, καρδιά φωτός, σαν καταρράκτης ρέει,

   ποτάμια ενώνει στο μυαλό, Θάλασσα νιώθεις είσαι,
   ήχου αφρισμένου κι άσπιλου που τώρα σε λυτρώνει.
   Γραφής του νιώσε την ψυχή, κάθ' ατολμιά σου σβήσε!"

   Ακούγοντας την προτροπή, Στίχο της καμαρώνει,
   (μια προτροπή που γέννησε δίψασμα του εαυτού της.)
   Σκάλα τον νιώθει Αρχάγγελων Γη κι Ουρανό που ενώνει
   κισσός στ' αστέρια πλέκεται χαιρέτισμα Θεού της.
                           

Τρίτη 27 Μαρτίου 2018

Χλόη Κουτσουμπέλη: Το ραντεβού στην Καμάρα




Είχαμε δώσει ραντεβού.
(Η σχέση εξαιρετικά βραχύβια.
Στα δεκαοκτώ χρόνια ρώτησες πως με λένε.
Σου απάντησα ειλικρινά «δεν ξέρω»
αφού ποιος στ’ αλήθεια γνωρίζει ποτέ τ' όνομα).
Βρεθήκαμε Καμάρα.
Εκείνη την ημέρα
ο Λευκός Πύργος έμοιαζε καμηλοπάρδαλη
καπνοί έζωναν την πόλη
κάπου μακριά μύριζε πυρκαγιά
στα εβραϊκά νεκροταφεία έκλεβαν τις πλάκες
φορούσες ένα κίτρινο αστέρι
κι εγώ μία στολή παλιού ιππότη.
Η χιλιετηρίδα είχε ήδη λήξει.
Η Αριστοτέλους άχνιζε περιστέρια
Τα κάστρα συνοφρυώνονταν δασιά
Μία ταβέρνα στην Άνω Πόλη
παρέμεινε ακόμα ανοιχτή για μας.
Είναι το τέλος του κόσμου είπες.
Στον γυρισμό με φίλησες στο στόμα.
Στο ραντεβού που δώσαμε Καμάρα
Εσύ ποτέ δεν ήρθες
Κι εγώ ποτέ δεν έφθασα ολόκληρη.



Δευτέρα 26 Μαρτίου 2018

Ανδρέας Λασκαράτος: 8888




Κύριε Διευθυντά της «Ακροπόλεως»

Η ιδέα ότι εντός ολίγου θα έχωμεν στα ημερολόγιά μας τρία «8» στην αράδα, μ’ έκανε να σκεφθώ τι θε νάναι ο κόσμος όταν θε νάχουνε τέσσερα «8» στην αράδα! Μα, πρώτο απ’ όλα θαν έχουνε κ’ εκείνοι την ίδια χρονολογία; ή η χρονολογία μας τούτη δεν θα φθάσει δ’ αυτούς; Έπειτα, ποιες η ιδέαις τους και πεποίθησές τους εκείνων των ανθρώπων; ποιος ο χαρακτήρας τους; ποια η κοινωνική τους κατάστασις; Θε νάχουνε κ’ εκείνοι εκκλησίες, καμπαναριά και παπάδες; ή όλα τούτα δεν θα υπάρχουν ουδέ καν στες αρχαιότερές τους βιβλιοθήκες; Τι φορέματα θα φορούνε; Ποιες η σχέσες μεταξύ ανδρών και γυναικών; θα παντρεύονται; θα ζουν κατά την Δημοκρατία του Πλάτωνος;

Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα!
Πάντα τέφρα, πάντα σκιά!

Αν κανείς από εκείνους τους ανθρώπους τύχη ναύρη σε καμμίαν ιστορίαν πως εμείς είχαμε Θεούς και ημίθεους ταύλινους και άλλους ημίθεους σκελετούς ανθρώπινους, θαν το πιστέψουνε; Θε νάχουνε κ’ εκείνοι στρατούς ν’ αλληλοσφάζονται μεταξύ τους; θαν έχουνε πυργοτά, θωρακοτά, τορπίλους και ό,τι άλλο διαολικώτερο; Θε νάναι Έθνη χωριστά στον Κόσμο, καθώς είνε τώρα; ή ο Κόσμος όλος θε νάναι ένα Έθνος; Η σήμερα μεγάλες πρωτεύουσες της Ευρώπης θαν ήναι ακόμη τότε στη θέση τους; ή θε να ήναι τότε μεγάλα παλαιά ερείπια προ πολλού εκμεταλεμμένα και απαρατημένα εις το μηδέν τους; Τι γλώσσα θα μιλούνε στην Ελλάδα μας; η κηόλα, θα υπάρχει Ελλάδα; ή εκείνο το κομμάτι που σήμερα λέμε Ελλάδα, θα ήναι τότε η άκρα κανενός μεγάλου Έθνους; το οποίο να μην άκουσε ποτέ του για Ελλάδα;

Ω φίλε Κύριε! Τι σκέψες γεννούνε η διαφορές χρονολογίαις! Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα! Πάντα τέφρα, πάντα σκιά!

Ανδ. Λασκαράτος


Πηγή

Λορέντζος Μαβίλης: Παλαιοκαστρίτσα




Σαν πεθάνω, εδώ θάρθω με τα μύρια
Φαντάσματα άυπνα μέσα σε άυλα γνέφια,
Ή σε ασημοβολής μαϊκά σεντέφια
Τ' άγια της νύχτας να χαρώ μυστήρια·
Να ιδώ των ξωτικών τα πανηγύρια,
Των τελωνιών τα θεότρελλα κέφια,
Του Νεραϊδοχορού να ακούσω ντέφια
Και Σέρηνων τραγούδια ή και μαρτύρια.
Και άμα στα αστέρινά τους χρυσαμάξια
Οι αγγέλοι φύγουν και ο Ήλιος φέξη πίσω,
Ύμνο στην τετραγάλανη μονάξια
Πουλί τ' άγριου γιαλού θα κελαηδήσω·
Τεχνίτρα η πικροθάλασσα παράξια
Της λαλησιάς μου θα βαστάει το ίσο.


24 VIII. 1905

Λορέντζος Μαβίλης: Καρδάκι




Τ' άγνωρα ρεποθέμελα του αρχαίου
Ναού στο έρμο ακροθαλάσσιο πλάϊ
Χορταριασμένα κοίτονται. Γελάει
Γύρου ομορφάδα κόσμου πάντα νέου.
Και λέω που ακόμα απ' την κορφή του ωραίου
Βουνού στ' άσπρα ντυμένη ροβολάει
Η αρχαία ζωή κι' αυτού φεγγοβολάει
Λαμπρός ναός τεχνίτη Κερκυραίου.
Χρυσόνειρο, σε βλέπω γιατί μ' έχει
Μαγέψη το νερό στην κρύα βρύση,
Που μέσαθε από τ' άγιο χώμα τρέχει.
Έτσι κάποιος θεός θα το 'χη ορίση·
Κι' όποιος ξένος εκεί το χείλι βρέχει
στα γονικά του πλια δε θα γυρίσῃ.


ΔΕΚ. 96

Λορέντζος Μαβίλης: Κέρκυρα




Η θάλασσα εσπαρτάρησε ως τον πάτο
Κι' άφρισε σαν εδέχτηκε στον κρύο
Κόρφο ακόμα ολοζώντανο το θείο
Σπόρο, απ' τον ουρανό σταγμένον κάτω.
Τότες βγήκε απ' το πέλαγο τ' αφράτο,
Τέρας της ομορφάδας και σημείο,
Τ' άγιο της Αφροδίτης μεγαλείο,
Γλύκες ερωτικές όλο γιομάτο.
Μα το δρεπάνι, πούχε αυτού σκορπίση
Του θεού τ' αμελέτητα, και κείνο
Μες το γιαλό μελλότουν να καρπίση.
Κ' έτσι, Αφροδίτη των νησιών, με κρίνο
Και ρόδο πλουμιστή, γιομάτη γλύκες,
Κέρκυρα, απ’ του Ουρανού το αίμα εβγήκες.


ΟΧΤ. 96

Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

Λορέντζος Μαβίλης: Εις την Πατρίδα




Πατρίδα, σαν τον ήλιο σου ήλιος αλλού δε λάμπει.
Πώς εις το φώς του λαχταρούν η θάλασσα κ' οι κάμποι,
Πώς λουλουδίζουν τα βουνά, τα δάσ', η λαγκαδιές
Στέρνοντάς του θυμίαμα μυριάδες μυρωδιές!
Αφρολογούν η ρεματιές και λαχταρίζ' η λίμνη,
Χίλιες πουλιών λαλιές ηχούν, της ομορφιάς του ύμνοι,
'Σ άπειρ' αστράφτουν χρώματα παντού λογής λογής
Τ' αγέρος τα πετούμενα, τα σερπετά της γης.
Κι' αυτός σηκόνει τ' αλαφρό της καταχνιάς μαγνάδι
Κ' η κάθε στάλ' από δροσιά γυαλίζει σαν πετράδι,
Η κάθε αχτίδα του σκορπά με την αναλαμπή
Χαρά, ζωή και δύναμι κ' ελπίδα όπου κι αν μπη.

Φαντάζεις σαν τον ήλιο σου κ' εσύ, καλή πατρίδα,
Και μάγια σαν τα μάγια σου 'ς τον κόσμο αλλού δεν είδα.
Η γη σου είναι παράδεισος, κ' αιώνια γαλανός
Γύρω σου καθρεφτίζεται στο πέλαγ' ο ουρανός.
Κ' η νύχτες σου με τ' άστρα τους, με τη γαλάζια πάστρα,
Με τ' αηδονολαλήματα, τρεμάμενα σαν τ' άστρα,
Με το φεγγάρι 'που περνά, σαν όνειρο ευτυχιάς,
'Σ τη μέση της απέραντης ουράνιας ησυχιάς,
Η νύχτες σου δροσοβολούν χιλιόπλουμα λουλούδια
Και 'ς των παιδιών σου τες καρδιές αμάραντα τραγούδια,
Σταλάζουν εις τα σπλάγχνα τους θεράπειο λησμονιάς,
Ελευτεριάς αγάλλιασι και μίσος τυραννιάς.

Μάγεμ' ασημοΰφαντο, φως μαργαριταρένιο,
Λυόνονται 'ς ένα χάραμα ξανθό, μαλαματένιο.
Γιομάτος μόσχους και δροσιές ο Ζέφυρος τερπνά
Μεσ' απ' αγάπης φαντασιές τα πλάσματα ξυπνά.
Κι' ανάμεσα στα χρώματ' από χίλια ουράνια τόξα,
Προβαίνει πάλ' ο ήλιος εις όλη του τη δόξα,
Και, σαν του μεγαλείου σου σύμβολο φωτεινό,
Εως 'ς το χρυσό βασίλεμα λάμπει 'ς τον ουρανό.
Ελλάς, το μεγαλείο σου βασίλεμα δεν έχει
Και δίχως γνέφια τους καιρούς η δόξα σου διατρέχει.
Όσες φορές ο ήλιος σου να σε φωτίσῃ ερθή,
Θε να σ' ευρή πεντάμορφη, στεφανωμένη, ορθή.

Λορέντζος Μαβίλης: Επίγραμμα




Στερηάς και του πελάγου
Σε περιζώνουν τ' άρματα
Βαρβάρου Ελληνοφάγου·
Και συ μένεις ασάλευτο
Εις την φωτιά που βόγγει
Τριγύρω σ', αντρειωμένο Μισολόγγι.

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2018

Κωνσταντίνος Κομιανός: [Τα σκέλεθρα της νιότης μου]




Τα σκέλεθρα της νιότης μου
οργώνουν τη ζωή μου


ΕΚΘΕΤΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ (2018)

Κωνσταντίνος Κομιανός: Φως-έρεβος




Ανταμώνομαι συχνά με την αίσθηση
πως ψηλαφώ τη θρυαλλίδα
μιας έκρηξης που βίαια ο αποδέκτης
της εκτόνωσής της θα βιώσει την ορμή

Το ρίσκο έχει το υψηλό τίμημα
της ανεπίστροφης ολίσθησης
από τον έλεγχο της εξωτερικευμένης
ενδοδιαμόρφωσης συν-κινήσεων
στην κινητικά καταστροφική απελευθέρωση
της έκφρασής τους

Υπομονώ ε-ρε(μ)βάζων


ΕΚΘΕΤΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ (2018)



Κωνσταντίνος Κομιανός: Αερίων επέων




Στο βλοσυρό δωμάτιο
λαγούμιασε ο αέρας διοξείδιο

Να υφαρπάξω το οξυγόνο
της άναρθρης ανάσας μου
κι απόσαρκα πτυχές να φτιάξω
μέσα κει που θάμνουν οι αυταπάτες


ΕΚΘΕΤΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ (2018)

Κωνσταντίνος Κομιανός: Εσωτερικός δανεισμός





Κρεμάσου απ' το λαιμό-σου
ακούμπα το κεφάλι-σου
στον ώμο-σου

Αφέσου με εγκατάλειψη
σε σίγουρα χέρια

Στηρίξου πάνω-σου


ΕΚΘΕΤΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ (2018)

Κωνσταντίνος Κομιανός: [Δεν θα κρατήσεις άνθρωπο]




Δεν θα κρατήσεις άνθρωπο
που δεν λυγάει η ψυχή του


ΕΚΘΕΤΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ (2018)

Κωνσταντίνος Κομιανός: Συνείδησης προθετικότητα




Υγρό μολύβι τα εσώτερά μου
λικνιζόμενη βαρυθυμία

Στον ανένταχτο ρυθμό της πραγματικότητας
δίνες βαρέων μετάλλων
ταρακούνημα ανθρώπινου μεταλλωρυχείου
άνευ οδηγιών χρήσης

Έτσι, χωρίς αιτία φανερή
υιοθεσίες ανεπιθύμητων δεινών
λαγνεία ανοίκειας ενατένισης·
διαστολή του πόνου στην ολάνθιστη αργία
προσδοκώντας ανάταση τόνου

Κι όσο κι αν αναμένω
στου ρητού υπαινιγμού την απομάκρυνση
της αυτοσχεσίας μου την ετερότητα
το υποκείμενο πρόσταγμα θα προφασίζεται
την αντικειμενικότητά του, ενστίκτου δικαιοσύνη


ΕΚΘΕΤΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ (2018)

Van Morrison reads Jack Kerouac








Κ. Π. Καβάφης: Έτσι




Στην άσεμνην αυτή φωτογραφία που κρυφά
στον δρόμο (ο αστυνόμος να μη δει) πουλήθηκε,
στην πορνικήν αυτή φωτογραφία,
πώς βρέθηκε τέτοιο ένα πρόσωπο
του ονείρου· εδώ πώς βρέθηκες εσύ.
Ποιος ξέρει τι ξευτελισμένη, πρόστυχη ζωή θα ζεις·
τι απαίσιο θα ’ταν το περιβάλλον
όταν θα στάθηκες να σε φωτογραφήσουν·
τι ποταπή ψυχή θα είν’ η δική σου.
Μα μ’ όλα αυτά, και πιότερα, για μένα μένεις
το πρόσωπο του ονείρου, η μορφή
για ελληνική ηδονή πλασμένη και δοσμένη —
έτσι για μένα μένεις και σε λέγ’ η ποίησίς μου.

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου: Η τερηδόνα ΙΙΙ




Φύγε

Το κορμί σου είναι πολύ υπαρχτό

Τούτη η μουσική που γλιστράει απ’ τα χέρια σου
κι ανακατεύεται με τη θερμή σου ανάσα

Μου αρκεί να γεύομαι της απουσίας σου
την αίσθηση
μου αρκεί να γεύομαι του ιδεατού σου κόσμου
την αφή

Μου αρκεί να γεύομαι την αέναη προσδοκία


Πηγή

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου: Η άνοιξη τού θλιμμένου πρίγκιπα




Μπορώ και σ’ εξευτελίζω ακόμα, γείτονα
όταν γυρνάς αργά για το χαιρέτισμα
κοιτάζω κατά το νοτιά, μη βρέξει

Θα σε περιφρονώ αιώνια, λαχειοπώλη ή γκρουμ
βγάζω τα κέρματα, τα κρύβω μες στα δάχτυλα
νωχελικά τα κουδουνίζω μες στην τσέπη

Κι ακόμα εσένα κουρελιάρη στιλβωτή
για τρία δίδραχμα πέφτεις καλύτερα στα πόδια μου
και το μαλλί σου σφουγγίζει ωραία το βερνίκι

Ανάβω λάμπες μέσα στο δάκρυ του μεσημεριού
ω τσιμεντένιο φως της επόμενης άνοιξης


Πηγή

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου: Αποστασία




Το καλοκαίρι κύλησε πολύ γλυκά. Ξεχάσαμε
την άσκηση του νου, τους δύσκολους καιρούς της εγκαρτέρησης,
την καθαρή ανάμνηση δίχως επιστροφή ταχυδρομείου,
την προσευχή γι’ αυτούς που ορίσανε τυραννικά τη σκέψη.

Ωραία πέρασε το καλοκαίρι μας, η αισθηματική μουσική, τα γραμμόφωνα,
τα πάρτυ στην ταράτσα της έπαυλης
και μας κερνούσανε τα δυνατά λικέρ κι ύστερα έρχονταν
οι αναπαυτικές σαιζ-λογκ κι ο εύκολος έρωτας
και το φθινόπωρο θα βάραινε μονάχα σαν μια καινούργια αρχή.

Ζήσαμε ένα εξαίσιο καλοκαίρι.
Κι είναι ο Οκτώβρης ένας μήνας στρυφνός και παράξενος
τώρα που έχουμε ξεμάθει πια την άσκηση
και τη σπατάλη της θυσίας.


Πηγή

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2018

Alice Becker-Ho: Φόβος


Guy Debord & Alice Becker-Ho


Φοβάμαι
Φοβάμαι τον φόβο
Όταν με κατοικεί
Όταν μ' εγκαταλείπει

Φοβάμαι την νύχτα
Και την ημέρα που την ακολουθεί
Φοβάμαι τον έρωτα
Και την ζωή χωρίς αυτόν
Φοβάμαι να φύγω
Φοβάμαι να μείνω
Φοβάμαι να δραπετεύσω
Και να αντισταθώ
Φόβος για το αύριο
Και φόβος του χθες
Φοβάμαι το διάβασμα
Και φοβάμαι να γράψω
Φοβάμαι να πω
Και φοβάμαι να σωπάσω
Φοβάμαι να ακούσω
Και φοβάμαι να δω
Φοβάμαι εμένα
Φοβάμαι τον άλλο
Φοβάμαι να είμαι εγώ
Και να μην είμαι
Φοβάμαι τα πάντα
Φοβάμαι το τίποτα
Φοβάμαι τον φόβο
Όταν με κατοικεί

Όταν μ' εγκαταλείπει
Φοβάμαι



Μετάφραση:
Μπίλη Μητσικάκος



Σ.Σ.: Ευχαριστώ θερμά τον Μπίλη Μητσικάκο, για την ευγενή παραχώρηση του μεταφράσματος.

Τρίτη 20 Μαρτίου 2018

Διαβάζει ο Νάνος Βαλαωρίτης








Γιώργος Β. Μακρής: Εμείς οι λίγοι




Είμαστε εμείς οι ονειροπαρμένοι τρελλοί της γης
με τη φλογισμένη καρδιά και τα έξαλλα μάτια.
Είμαστε οι αλύτρωτοι στοχαστές και οι τραγικοί ερωτευμένοι.
Χίλιοι ήλιοι κυλούνε μες στο αίμα μας
κι ολούθε μας κυνηγά το όραμα του απείρου.
Η φόρμα δεν μπορεί να μας δαμάσει.
Εμείς ερωτευτήκαμε την ουσία του είναι μας
και σ’ όλους μας τους έρωτες αυτήν αγαπούμε.
Είμαστε οι μεγάλοι ενθουσιασμένοι κι οι μεγάλοι αρνητές.
Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο όλο και δεν είμαστε τίποτα απ’ αυτόν τον κόσμο.
Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά κι οι νύχτες μας ένα πέλαγο.
Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων.

Είμαστε οι προάγγελοι του χάους.


Χειρ Γεωργίου Μακρή
Πνεύμα Λένα



Πηγή

Γιώργος Β. Μακρής: ΒΙΑΘΑΝΑΤΟΣ Ή ΧΡΟΝΟΝΟΣ




εις Ζωήν – Ελοϊζίαν Βαλαωρίτη


Τρελλή ζωή
Σκληρή ζωή
Ζωή με τον πατέρα
Σκατοζωή
Ζωή πεζή
Μεγάλη ζωή
Περιπετειώδης ζωή
Χαμοζωή
Ζωή να΄χεις
Ζωή Καρέλλη
Μοναχική ζωή
Ερωτική ζωή
Στερημένη Ζωή
Ζωή παράξενη
Πολεμική ζωή
Ζωίτσα Κουρούκλη
Κρυφή ζωή
Εμπορική ζωή
Ζωή χαμένη
Κενή ζωή
Ηρωική ζωή
Ανθρώπινη ζωή
Συζυγική ζωή
Νοήμα της ζωής
Βρεφική ζωή
Ζωή χωρίς νόημα
Αστική ζωή
Ζωή στο Μεξικό
Φιλοσοφική ζωή
Φυτική ζωή
Βασιλική ζωή
Ζωή και Τέχνη
Κλεμμένη Ζωή
Ζωή στο διάστημα
Ζωή ονειρώδης
Κοινωνική ζωή
Ζωή θρησκευτική
Καθημερινή ζωή
Ξένος στη ζωή
Κινηματογραφική ζωή
Δημοκρατική ζωή
Εγκληματική ζωή
Ζωή σε εσάς
Εύθυμη ζωή
Πνευματική ζωή
Λαμθασμένη ζωή
Μεθυσμένη ζωή
Ζωή χαώδης
Αθλητική ζωή
Ποιητική ζωή
Ζωή μαλακισμένη
Ζωή ζωέμπορου
Διπλή ζωή
Ψυχική ζωή
Έκλυτος Βίος
Καθιστική ζωή
Ζωή εμποδισμένη
Ζωή Θανάτου
Ζωή Καραβίδα
Ζωή βασανισμένη
Ένοχη ζωή
Σεξουαλική ζωή
Πεθαμένη ζωή
Πολιτική ζωή
Γλυκιά ζωή
Τυχοδιωκτική ζωή
Σκυλίσια ζωή
Στρατιωτική ζωή
Χριστιανική ζωή
Ζωή του αυτόχειρος
Οργιαστική ζωή
Ζωή και επιστήμη
Ζωή και κότα
Ζωή ζωώδης
Επαναστατική ζωή
Θλιβερή ζωή
Ζωή είν΄αυτή;


Αθήνα, 1964


Πηγή

Γιώργος Β. Μακρής: Πεθαίνοντας εγώ με διάφορους τρόπους




Άλλοτε
κι ας ήταν τ’ όνειρο πικρό
σαν το σπασμένο γέλιο στον κήπο
και σαν το κυνηγητό των άγριων παιδιών
και σαν την πρόσοψη που χάνεται
γλιστράει και δεν έχεις πού να κρατηθείς.
Θα ήθελα να ζήσω τη ζωή για τη ζωή
άλλοτε
στην ίδια νύχτα με το φεγγάρι και με τη λεμονάδα
κι ας ήταν τα φώτα πικρά
σαν τα κόκκινα σκουλαρίκια σου όταν φεύγεις
ή όταν φεύγω.
Θα ήθελα νά πεθάνω το θάνατο για το θάνατο
άλλοτε
φωνάζοντας τα μαύρα κύματα και χτυπώντας τη σημαία
κι ας ήταν το σκοτάδι πικρό σαν τσάι
και σαν σπασμένη λόγχη
σαν μάσκα αδειανή και σαν πνιγμένο πουλί.Τώρα
τη νύχτα αυτή δεν μπορώ να μιλήσω
για επιθυμίες.
Όταν κοιμάμαι ιδρώνω και βλέπω να περνάει
μια σεβαστή κυρία κρατώντας ένα πηρούνι
έναν εσταυρωμένο, ένα μανιτάρι και λέει:
«Εγώ ειμί», και γελάει για να φοβηθώ.
Τη νύxτα αυτή περπατάω με το στόμα ανοιχτό.Ο θάνατος στην κάθε ώρα της ζωής
και συ στην κάθε ώρα του θανάτου.
Αχ! κάποια μέρα θά ‘ρθει που τα κόκκινα σκουλαρίκια
ποτισμένα στα άνοστα φώτα που ρουφάν το άνοστο σκοτάδι
θά ‘ναι για μένα άνοστα άνοστα άνοστα
σαν το τίποτα…


Πηγή

Σάββατο 17 Μαρτίου 2018

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Η Χήρα Παπαδιά




     Μόλις ο Χατζη-Γιάννης ήνοιξε το στόμα δια να τονίση την επωδόν του άσματός του και η κολοσσιαία χειρ του Μηνά του έφραξε τα χείλη δια φοβερού κινήματος.
     Το πράγμα συνέβαινεν εν Κ., μια των Σποράδων, περιφήμω δια το ναυτικόν της.
     Εν των υψίστων προνομίων, όπερ κατείχον αι υπό την Τουρκικήν δεσποτείαν τελούσαι αύται νήσοι, απολαύουσαι όμως το πάλαι δημοτικής τινος αυτονομίας, πολυτίμου δια τους κατοίκους των, ήτο το δικαίωμα του κωμάζειν εν ταις οδοίς την νύκτα, όπερ δεν ανεγράφετο μεν εν τω αστικώ κώδικι, εκυρούτο όμως δια της ανοχής, ην εδείκνυεν η εγχώριος πολιτοφυλακὴ προς τους εκ μακρών θαλασσοποριών επιστρέφοντας τολμηρούς ναυβάτας.
     Η λέξις γεμιτζής (ναύτης) και αι λέξεις ντερτιλής και μερακλής ήσαν πάλαι ποτέ και αι τρεις συνώνυμοι. Να επιστρέφη τις εκ μακρού διάπλου ανά τον Εύξεινον και τον Αδρίαν, να έχη διέλθη ανάστρους και ζοφεράς νύκτας παρά τους ιστούς και το πηδάλιον άγρυπνος, χωρὶς μήτε ζεύγος οφθαλμών να φαίνεται κάπου λαμπυρίζον εις την έρημον παραλίαν, μήτε ανήσυχον ους ν’ ακούη τους δια περιπαθών φθόγγων διερμηνευομένους στεναγμούς του έρωτος, μετά το τελευταίον άσμα του απόπλου, του οποίου τους τόνους ψιθυρίζουσιν ακόμη αι θαλάσσιαι αύραι περί την ακτήν

         Άναψε το φαναράκι και κατέβα στο γιαλό,
         λύσε μας το παλαμάρι κι άιντε, κόρη μ’, στο καλό.

και να μη έχη το δικαίωμα να τραγουδήση υπό τα παράθυρα της φίλης του;
     Αυτό τούτο ήθελε να πράξη και ο Χατζη-Γιάννης, νέος εικοσαετής, όστις ετήρει μεν εκ προγόνων την προσωνυμίαν του Χατζή, ήτο δε και ο ίδιος προσκυνητὴς των Αγίων Τόπων. Αλλ’ ο εξάδελφος Μηνάς, αυστηρότερος εις το περί κοσμιότητος κεφάλαιον, εζήτει να τον παρεμποδίση. Ο νεαρός όμως Χατζη-Γιάννης, έκδοτος όλος εις τον έρωτα, εξέφραζε το παράπονόν του δια δευτέρας στροφης ως εξής·

         Ως και τα παραθύρια της,
         ξάδερφε Μηνά,   
         αμάχη μου βαστούνε
         όταν γυρίσω και τα ιδώ,
         ξάδερφε Μηνά,
         χωρὶς αέρα κλειούνε.

     Η στροφή αύτη δεν ήτο η σκανδαλίζουσα τον εξάδελφον Μηνάν, αλλ’ η πρώτη, και μάλιστα δια της εν είδει επωδού επικλήσεώς της.

         Έβγα να ιδώ τον ίσκιο σου,
         χήρα παπαδιά,   
         κι εγὼ τόνε γνωρίζω.
         Το νόστιμό σου το κορμί,
         χήρα παπαδιά,
         οποὺ τὸ λαχταρίζω.

     Συνέβαινε δε τη στιγμή εκείνη να διέρχωνται υπό τα παράθυρα της “χήρας παπαδιάς”, προς ην εγίνετο η φλογερά επίκλησις.

     Ὅλοι οι νέοι της νήσου, επανακάμπτοντες εκ των συνεχών θαλασσοποριών των, εφρόντιζον να κομίζωσι δώρα και κοσμήματα δια τας εκλεκτὰς της καρδίας των.
     Όλοι οι νέοι δεν απηξίουν να κωμάζωσιν ενίοτε υπὸ τα παράθυρα της αγαπητής των. Όλοι είχον εκλέξει ανὰ μιαν έκαστος νεάνιδα, ην προώριζεν ως μέλλουσαν σύντροφον του βίου του. Μόνον ο Χατζη-Γιάννης προείλετο να ερωτευθή την “χήρα παπαδιά”. Ο Χατζη-Γιάννης ήτο μια των μελαγχροινών εκείνων και περιπαθών φύσεων, εις των ερωτύλων εκείνων νέων, οίτινες δεν θέλουσι να ακούσωσιν αλλο τι παρα το πάθος των και μόνον. Ο νεαρὸς ναυτικὸς ούτε ήξευρεν ούτ’ εφρόντισε να μάθη αν επιτρέπεται ο δεύτερος γάμος εις τας χήρας των ιερέων. Εν μόνον ήξευρεν, ότι την ηγάπα και ήθελε να την νυμφευθή.
     Η νέα γυνὴ ήτο πράγματι ανταξία του διαπύρου αισθήματος, όπερ ἄκουσα ἐνέπνεεν. Οφείλομεν να ομολογήσωμεν ότι δεν ηδυνήθη να εννοήση και αυτὴ πως έγινε παπαδιὰ αίφνης και πως δεκαοκταετὴς έμεινεν εν χηρεία. Την υπάνδρευσαν δεκατετραετή, χωρὶς να ερωτήσωσιν αν έστεργε τον σύζυγον, ον τη έδιδον, καὶ αν συγκατετίθετο να γίνη παπαδιά. Μετὰ εν έτος ο σύζυγός της εχειροτονήθη ιερεύς, χωρίς αυτὴ να νομίση, ότι είχε το δικαίωμα να δώσῃ ή ν’ αποποιηθή την συναίνεσίν της. Μετά εν άλλο έτος, ο νεαρός λειτουργός του Κυρίου, ἀσθενήσας, απέθανε, και ούτως αύτη εντὸς διετίας υπέστη τόσας σχεδὸν μεταμορφώσεις, όσας και ο μεταξοσκώληξ· εγένετο απὸ κόρης γυνή, απὸ γυναικὸς παπαδιά, και απὸ παπαδιάς χήρα· χήρα διὰ βίου.

     Και όμως ο “ξάδερφος Μηνάς” δεν ήτο τόσον αυστηρός, όσον ηδύνατό τις εκ πρώτης αφετηρίας να υποθέση. Συνεπάθει μάλιστα τόσον πολὺ εις το νεανικὸν πάθος του εξαδέλφου του, και τόσον αφελὴς ήτο, ώστε, όταν το πράγμα επροχώρησε κάπως, και λόγος εγένετο εις διαφόρους ομίλους περὶ του έρωτος του Χατζη-Γιάννη, εφαντάσθη δια παραδόξου τρόπου να θέση εκποδὼν παν πρόσκομμα επιπροσθούν εις τον γάμον.
     Είναι βέβαιον, φαίνεται, ότι εν τω Πηδαλίω δεν αναγράφεται κανών τις απαγορεύων τον δεύτερον γάμον εις τας εν χηρεία πρεσβυτέρας. Αλλ’ η πρόληψις και η παράδοσις, τα δύο ομού συντιθέμενα, ισοδυναμούσι το κάτω κάτω με ένα αποστολικὸν ή συνοδικὸν κανόνα, και έπειτα ο λαὸς ουδέποτε έλαβεν ανὰ χείρας το Πηδάλιον, δια να ίδη πόσους και ποίους περιέχει κανόνας. Τινὲς των ιερέων, ολίγιστοι, ανεγίνωσκον ενίοτε το βιβλίον τούτο εν τω παρελθόντι.
     Ο ερωτικώτατος Χατζη-Γιάννης ουδὲν ήκουεν, ούτε ενόει περὶ τοιαύτης απαγορεύσεως, και αν τω έλεγέ τις, ότι οι κανόνες απαγορεύουσι να νυμφευθή την παπαδιάν, ήνοιγε μεγάλους οφθαλμούς και έσειεν απλώς τους ώμους. Ο συνετὸς όμως Μηνάς ελάμβανε το πρᾶγμα υπὸ σπουδαίαν έποψιν, και λοιπὸν εσοφίσθη απλούστατα να δώση δώρα πολύτιμα, λαχουρὶ καὶ ψέλλια εις την γειτόνισσάν του, την πρεσβυτέραν τοῦ παπα-Μανόλη, δια τας δύο αγάμους θυγατέρας της, και την παρεκάλεσε να υποκλέψη εκ της πενιχράς βιβλιοθήκης του αιδεσιμωτάτου αυτὸ το Πηδάλιον, το περιέχον όλους τους νόμους και τους κανόνας, και να το δανείση εις αυτὸν δια μιαν ημέραν. Ο απλοϊκὸς εξάδελφος του Χατζη-Γιάννη εφαντάζετο ότι τόσον θα ήρκει δια να φυλλολογήση αυτὸ το βιβλίον, να εύρη την σελίδα, εν η περιέχεται ο σχετικὸς προς την απαγόρευσιν του δευτέρου γάμου εις τας χήρας των ιερέων κανών, να αποσπάση την σελίδα ταύτην, να την σχίση και... πάει λέγοντας.
     ― Και τι το θέλεις αυτό το βιβλίο; τον ηρώτησεν ἡ Παπα-μανόλαινα.
     ―Έννοιά σου, καλέ, απήντησεν ο Μηνάς, κάτι θέλω να διαβάσω και θα σου το δώσω πίσω ευθύς.
     ― Αυτὸ το βιβλίο δεν είναι που έχει τον νομοκάνονα; ηρώτησεν αύθις η δύσπιστος πρεσβυτέρα.
     ― Ναι, είπε μορφάζων ο εξάδελφος Μηνάς.
     ―Ο παπάς μου λέγει πως δεν κάνει να το πιάση κανεὶς που να μην είναι ιερωμένος.
     ― Μην το πιάνης με τα χέρια γυμνά, απήντησεν ο εξάδελφος Μηνάς, βάλε μια καθαρή πετσέτα.
     Τέλος πολλὰ εμόχθησεν ο ταλαίπωρος Μηνάς, εωσού πείση την Παπαμανόλαιναν. Άλλως και η εκδούλευσις αυτής άκαρπος απέβη. Λαβὼν το Πηδάλιον ο Μηνάς, όστις μόλις ήξευρε να αναγινώσκη συλλαβιστὰ ολίγας λέξεις, εφυλλολόγει καὶ εφυλλολόγει, αλλά που να εύρῃ τον σχετικὸν κανόνα, όστις άδηλον άλλως αν υπάρχῃ· το χειρότερον ήτο ότι εκινδύνευε να φανή εκπρόθεσμος εις την πρεσβυτέραν, καὶ τότε τι ν’ απολογηθή αύτη εις τον παπα-Μανόλην, αν τυχὸν παρετήρει ούτος την απουσίαν του βιβλίου;
     Παρελείπομεν να είπωμεν, ότι η χήρα παπαδιά, χάριν της οποίας εν αγνοία της εγίνοντο όλα τα επιλήψιμα ταύτα, ήτο αυτὴ αύτη νύμφη τῆς γηραιᾶς πρεσβυτέρας, καὶ τοῦ παπα-Μανόλη. Τούτου τον υιὸν είχε νυμφευθῆ η ατυχής, και έμεινε χήρα εν νεαρωτάτη ηλικία, ως είπομεν. Ώστε το τόλμημα τοῦ Μηνά ήτο, βλέπετε, φοβερώτερον ή όσον ήθελε φανή άνευ της περιστάσεως ταύτης.

     Μάταιοι απέβησαν όλοι οι αγώνες του Μηνά, αν και το βιβλίον εδόθη αυτώ και δευτέραν φορὰν και τρίτην. Όσον και αν εφυλλολόγει, το ζητούμενον χωρίον δεν ευρίσκετο. Αλλ’ ό,τι δεν κατώρθωσεν ούτος δι’ όλων των νομίμων μέσων, τα γραίδια της γειτονιάς, τεθέντα εις κίνησιν, ηδυνήθησαν να το κατορθώσωσι. Μετὰ εν ακόμη ταξίδιον του Χατζη-Γιάννη και του Μηνά, οίτινες ήσαν συμπλωτήρες και συνιδιοκτήται του αυτού πλοίου, το πένθος της νεαράς παπαδιάς είχε κρυώσει ολίγον, η συγκατάθεσίς της, τη μεσολαβήσει των προξενητριῶν, της απεσπάσθη, και υπελείπετο μόνον το ζήτημα του πως να τελεσθή ο γάμος. Εν τω μεταξὺ ο γέρων παπα-Μανόλης απέθανεν, οι άλλοι ιερείς δεν είχον άμεσον συμφέρον να φαίνωνται άκαμπτοι, και κατωρθώθη, μετά ή άνευ εκκλησιαστικῆς ἀδείας, μεθ’ ιεροτελεστίας όμως τακτικής, να πραγματοποιηθή ο γάμος του Χατζη-Γιάννη μετὰ της χήρας παπαδιάς.Τὸ γεγονὸς τούτο είναι παλαιόν, συνέβη κατά τας αρχὰς του αιώνος.
     Αλλὰ μέχρι της σήμερον δεν υπάρχει συμπόσιον ή απλώς όμιλος ευθυμούντων εν Κ... όπου να μη αντηχήσῃ και το άσμα “της χήρας παπαδιάς”.

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2018

Αllen Ginsberg: Footnote to Howl


Allen Ginsberg & Gregory Corso (1961)


Holy! Holy! Holy! Holy! Holy! Holy! Holy! Holy! Holy! Holy! Holy! Holy! Holy! Holy! Holy!
The world is holy! The soul is holy! The skin is holy! The nose is holy! The tongue and cock and hand and asshole holy!
Everything is holy! everybody’s holy! everywhere is holy! everyday is in eternity! Everyman’s an angel!
The bum’s as holy as the seraphim! the madman is holy as you my soul are holy!
The typewriter is holy the poem is holy the voice is holy the hearers are holy the ecstasy is holy!
Holy Peter holy Allen holy Solomon holy Lucien holy Kerouac holy Huncke holy Burroughs holy Cassady holy the unknown buggered and suffering beggars holy the hideous human angels!
Holy my mother in the insane asylum! Holy the cocks of the grandfathers of Kansas!
Holy the groaning saxophone! Holy the bop apocalypse! Holy the jazzbands marijuana hipsters peace peyote pipes & drums!
Holy the solitudes of skyscrapers and pavements! Holy the cafeterias filled with the millions! Holy the mysterious rivers of tears under the streets!
Holy the lone juggernaut! Holy the vast lamb of the middleclass! Holy the crazy shepherds of rebellion! Who digs Los Angeles IS Los Angeles!
Holy New York Holy San Francisco Holy Peoria & Seattle Holy Paris Holy Tangiers Holy Moscow Holy Istanbul!
Holy time in eternity holy eternity in time holy the clocks in space holy the fourth dimension holy the fifth International holy the Angel in Moloch!
Holy the sea holy the desert holy the railroad holy the locomotive holy the visions holy the hallucinations holy the miracles holy the eyeball holy the abyss!
Holy forgiveness! mercy! charity! faith! Holy! Ours! bodies! suffering! magnanimity!
Holy the supernatural extra brilliant intelligent kindness of the soul!


                                                                                                            Berkeley 1955

Θωμάς Γκόρπας: Απόστολος Χατζηχρήστος




Την «Άμαξα μες την βροχή» την τραγουδάμε όλοι
Μα ο Χατζηχρήστος ρε παιδιά διψάει και κρυώνει
Στον Κάτω Κόσμο μοναχός, μόνος και ξεχασμένος
Με το μπουζούκι του αγκαλιά, βουβός φαρμακωμένος

Θωμάς Γκόρπας: Μεσολόγγι




Πατρίδα μου
καπρίτσο και νταλκά ηλοβασίλεμα στα βυσσινιά
δάκρυ' αργοκύλητα και ψεύτικα φιλιά και του ντουνιά
πορτρέτα στα πακέτα των τσιγάρων μου και μες στα πρώτα
αγαπημένα μου τραγούδια να μικραίνεις μες στα χνότα
να μου μικραίνεις αχ να σκίζομαι να μη σε πιάνω
μέσα στα ξένα στ' αθηναίικα χνότα και απάνω
που σ' έβρισκα διαμέσου νέας αγάπης να σε χάνω...
Πατρίδα μου
πρώτη μεγάλη αγάπη μου και πρώτη γλύκα της ζωής
χρυσάφι στα σκοτάδια μάτια μου και λάδι της ψυχής
σκαμμένος τώρα από ποταπότητες εχθρούς και φίλους
ξαναθυμάμαι αετούς στεφάνια σάλτσινα και μύλους
χασίσια που με ξεγελάν και λέω πως σε φτάνω
μες στα τραγούδια μου όπου όλο σε βρίσκω και σε χάνω
πόλη μου που με πας από τον Kάτω Kόσμο στον Aπάνω...

Eloise Klein Healy: The Lyric In A Time of War





for Sappho

Let my music be found wanting
in comparison
to yours (as it must)

let me be found loving
(as you were)
extravagantly the beautiful

let me find you
and the song (forever)
between us

in these terrible times

Leonidas Christakis and Sakis Papadimitriou free jam






Σχιζοφωνητικά - Λεωνίδας Χρηστάκης (12 ποιήματα)








Διαβάζει ο Λευτέρης Πούλιος







Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης διαβάζει Λευτέρη Πούλιο






«Μήπως είστε ο Τόμας Πίνσον;»

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2018

Ορέστης Αλεξάκης: Καβαλλούρι




Δεν σ' απαρνήθηκα ποτέ
γέρικο σπίτι
Με τα βαθιά σου μυστικά
με τούς τριγμούς σου
Με τα θαμπά
κονίσματα, τ' ωχρό καντήλι
Και με τ' ανάρια βήματα που σ' ανασταίνουν

Το που γεννήθηκα
όνειρο!
Το που τρυγούσα με δίκλωνην αποθυμιά
τσαμπιά κι αστέρια
και άγγιζα τις μυγδαλιές κι αυτές άνθιζαν
Το που η χαρά μου φούντωνε κι όμως πονούσα

Το που μιλούσα με κλαδιά, πέτρες και στράτες
Κ' έκρυβα εντός μου τα στρουθιά να μη κρυώσουν
Το που έμαθα να συλλαβίζω την σιωπή σου
Κι άλλα —πιο πέρα απ' τη σιωπή σου— συναξάρια

Το που άνοιγα στον ουρανό βαθύ πηγάδι
Κι αφουγκραζόμουν τη βοή μέσα στις ρίζες
Το που αγαπούσα την νυχτιά σαν πρώτη μάνα
Το που έλεγα την χαραυγήν αρραβωνιαστικιά μου

Το που με πήραν οι καιροί
το που με ρίξαν
Σ' άλλους γιαλούς τα κύματα
σαν Οδυσσέα
Το που γυρεύω την Ιθάκη μέσα
Σε ρίγη ελπίδας μα κι αμφιβολίας

Όνειρο πια!
όνειρο πια!
Και μόνον
Εσύ
...σίγουρο
στέργιο ολόρθο
Αλλού καιρού απολίθωμα
να υψώνεις
Πάνω απ' τα δέντρα
πάνω από το χρόνο
Τα παραθύρια ολάνθιστα στoν ήλιο
Μάταια προσμένοντας να με καλωσορίσεις...

Γιώργος Κοροπούλης: Σονετάκι


Διονύσης Καψάλης και Γιώργος Κοροπούλης

Γρήγορα πέρασεν η ώρα
που, καθώς είχαμε ορίσει
(σε λάμψη, σε βροντή, σε μπόρα),
τους φίλους θα ΄χα συναντήσει.

Γρήγορα έφυγεν η ώρα
που μας εδόθη, κι έχουν σβήσει
τα φώτα της γιορτής· τα δώρα
κανείς δεν βρέθηκε ν’ ανοίξει.

Γρήγορα έφτασε το βράδυ
παντού, και πια δεν περιμένω
από τους φίλους μου σημάδι.

Μόνο κοιτάζω από το τραίνο
μακριά ένα σπίτι φωτισμένο –
και ταξιδεύω στο σκοτάδι.

Κωστής Παλαμάς: Ηδονισμός




Από τραγούδια έν' άυλο κομπολόι
Σ' εσέ δεν ήρθα σήμερα να δώσω.
Με τα τραγούδια εγώ θα σε λιγώσω
Και με τα ξόρκια, αγάπη μου, ενός γόη.

Γυμνοί. Και σαν κισσός θα σκαρφαλώσω
Να φάω το κορμί σου που με τρώει.
Του λαγκαδιού σου την δροσάτη χλόη
Με το χέρι θρασά θα την πυρώσω.

Το κρασί που ξανάφτει και το γάλα
Που κοιμίζει, θα φέρω στάλα στάλα,
Μ' όλο μου το κορμί να σε ποτίσω

Και στα πόδια σου τ' ασπροσκαλισμένα,
Δυο βάζα που μου παίρνουνε τα φρένα,
Στερνή μανία το μέλι μου θα χύσω.

Κώστας Κρυστάλλης: Ο τρύγος



'Οταν ανθίζ' η αγριάμπελη κι απλώνει τα κλαδιά της
στο σκίνο, στο χαμόδενδρο, στου πεύκου τα κλωνάρια,
στα ρέματα του ποταμού, στον εγκρεμό του βράχου,
κι αγέραν, κάμπους και βουνά, την πλάση πέρα ως πέρα
γιομόζει από μοσκοβολιά με τον ανασασμό της,
πυκνό - πυκνό κι ολόμαυρο μελισσολόι πετιέται
μες από βράχους και κρινιά, μες από ερμιές και κήπους,
και τ' άνθη της βοσκολογά και παίρνει τον αχνό τους,
και διαλαλάει μ' ένα βοητό τον αναγαλιασμό του.
Έτσι οι κοπέλες του χωριού πετιούνται από τα σπίτια
κ' εις κάμπους κ' εις βουνά σκορπούν, κι όπ' είναι αμπέλι τρέχουν
με τα καλάθια τα πλεχτά και με τα βατοκόπια
και με τραγούδια, με χαρές, όταν αρχίζει ο τρύγος.
Αναταράζονται οι ερμιές, αχολογούν τ' αμπέλια,
λες κι από κάθε πέτρα ορθή, λες κι από κάθε βάτον,
όπου στο χόρτο σέρνεται, κόρης κορμί φυτρώνει.
Πράσινη απλώνεται η φυτιά κ' οι ρόγες μεστωμένες,
μαύρες και κίτρινες, ξανθιές, μαυρολογούν, γιαλίζουν
στην πρώτη αχτίδα του ζεστού του ήλιου όπ' ανατέλλει,
σαν μαύρα μάτια, σαν χοντρά κλωνιά μαργαριτάρια.
Οι βέργες οι καμαρωτές λαμποκοπούν κ' εκείνες,
κ' οι περογλιές ξαπλώνονται στα διάπλατα κρεββάτια,
και στην πυκνή τους χλωρασιά και στο βαθύ τους ίσκιο
την ιδρωμένην αργατιά δροσίζουν, ανασαίνουν,
την αργατιά που ολημερίς όλο τρυγάει κι απλώνει,

Την αργατιά που λαχταρά πότε να πέσει ο ήλιος,
πότε να ισκιώσουν τα ριζά, να δροσερέψει ο κάμπος.

Νάτος ο ήλιος που έπεσε και πάει να βασιλέψει,
νάτα που ισκιώσαν τα ριζά και δροσερεύει ο κάμπος...

O ήλιος χάθη ολότελα και τα βουνά σουρπώσαν,
θόλωσαν τ' ανοιχτά νερά κι απάνω βγήκαν τ΄άστρα...

Διπλά ανασαίν' η εργατιά κι απαρατάει το έργο,
κ' εκεί που κληματόβεργες κι από παλιούργια φράχτες
καλύβι ολόρθο πλέκουνε, δείπνον απλό κυκλώνουν,
και τον απλό το δείπνο τους φωτάει θαμπό λυχνάρι.

Ύστερα εις κάθε μια φυτιά, κάθε όχτο, κάθε αμπέλι,
τρανές ανάβουνε φωτιές μες στ' απλωτό σκοτάδι.
Ολούρ' - ολούρ' απ' τις φωτιές σταίνουν χορό οι κοπέλες,
στρώνονται χάμου οι γέροντες κ' οι νιοί, κι απ' όλους ένας
τους συνοδεύει στο χορό μ' ένα απαλό τραγούδι
και μ' ένα λάλημα γλυκό - γλυκό του ταμπουρά του.
Ώσπου τ' αστέρια τ' ουρανού το μεσονύχτι δείχνουν,
και τότες οι χοροί χαλούν, σκορπάν οι δουλευτάδες.
Στρώνουν για στρώματα κλαδιά κι αποσταμένοι γέρνουν.

Κ' εκεί που σβήνουν οι φωτιές, έρμες ανάρια - ανάρια,
το νυχτοπούλι τ' άγρυπνο γλυκά τους νανουρίζει,
ώσπου να σκάσει ο αυγερινός, που θα ξυπνίσουν πάλι,
πάλι στο έργο τους να μπουν, στον ζηλεμένο τρύγο.

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2018

André Breton: L'Union libre (Ελεύθερη Ένωση)




Ma femme à la chevelure de feu de bois
Aux pensées d’éclairs de chaleur
A la taille de sablier
Ma femme à la taille de loutre entre les dents du tigre
Ma femme à la bouche de cocarde et de bouquets d’étoiles de dernière grandeur
Aux dents d’empreinte de souris blanche sur la terre blanche
A la langue d’ambre  et de verre frottés
Ma femme à la langue d’hostie poignardée
A la langue de poupée qui ouvre et ferme les yeux
A la langue de pierre incroyable
Ma femme aux cils de bâton d’écriture d’enfant
Aux sourcils de bord de nid d’hirondelle
Ma femme aux tempes d’ardoise de toit de serre
Et de buée aux vitres
Ma femme aux épaules de champagne
Et de fontaine à têtes de dauphins sous la glace
M femme aux poignets d’allumette
Ma femme aux doigts de hasard et d’as de cœur
Aux doigts de foin coupé
Ma femme aux aisselles de martre et de fênes
De nuit  de la Saint Jean
De troène et de nids de scalares
Aux bras d’écume de mer et d’écluse
Et de mélange du blé et du moulin
Ma femme aux jambes de fusée
Aux mouvements d’horlogerie et de désespoir
Ma femme aux mollets de moelle de sureau
Ma femme aux pieds d’initiales
Aux pieds de trousseaux de clefs aux pieds de calfats qui boivent
Ma femme au cou d’orge imperlé
Ma femme à la gorge de val d’or
De rendez-vous dans le lit même du torrent
Aux sens de nuit
Ma femme aux seins de taupinière marine
Ma femme aux seins de creuset du rubis
Aux seins de spectre de la rose sous la rosée
Ma femme au ventre de dépliement d’éventail des jours
Au ventre de griffe géante
Ma femme au dos d’oiseau qui fuit vertical
Au dos de vif argent
Au dos de lumière
A la nuque de pierre roulée et de craie mouillée
Et de chute d’un verre dans lequel on vient de boire
Ma femme aux hanches de nacelle
Aux hanches de lustre et de pennes de flèche
Et de tiges de plumes de paon blanc  De balance insensible
Ma femme aux fesses de grès et d’amiante
Ma femme aux fesses de dos de cygne
Ma femme aux fesses de printemps
Au sexe de glaïeul
Ma femme au sexe de placer et d’ornithorynque
Ma femme au sexe d’algue et de bonbons anciens
Ma femme au sexe de miroir
Ma femme aux yeux pleins de larmes
Aux yeux de panoplie violette et d’aiguille aimantée
Ma femme aux yeux de savane
Ma femme aux yeux d’eau pour boire en prison
Ma femme aux yeux de bois toujours sous la hache
Aux yeux de niveau d’eau de niveau d’air de terre et de feu.

***

Η γυναίκα μου με μαλλιά φωτιάς από ξύλα
Η γυναίκα μου με σκέψεις αστραπών της ζέστης
Με μέση κλεψύδρας
Η γυναίκα μου με μέση σβίδρας ανάμεσα στα δόντια της τίγρης
Η γυναίκα μου με στόμα κονκάρδας και ανθοδέσμης άστρων
μικρότερου μεγέθους
Με δόντια αποτυπώματα άσπρου ποντικιού πάνω στην άσπρη γη
Με γλώσσα κεχριμπαριού και γυαλιού τριμμένου
Με γλώσσα μαχαιρωμένου αντίδωρου
Με γλώσσα κούκλας που ανοιγοκλείνει τα μάτια της
Με γλώσσα πέτρας απίστευτης
Η γυναίκα μου με ματόκλαδα όρθιες γραμμούλες παιδικής
γραφής
Με φρύδια περίγυρου φωλιάς χελιδονιού
Η γυναίκα μου με κροτάφους σχιστόλιθου στέγης θερμοκηπίου
Κι άχνας στα παράθυρα
Η γυναίκα μου με ώμους σαμπάνιας
Και κρήνης με κεφάλια δελφινιών κάτω από τον πάγο
Η γυναίκα μου με καρπούς χεριών από σπίρτα
Η γυναίκα μου με δάχτυλα τύχης και καρδιάς άσσου κούπα
Με δάχτυλα θερισμένου σταχυού
Η γυναίκα μου με μασχάλες τριχώματος του κουναβιού και
καρπών οξιάς
Της νύχτας του Αϊ-Γιαννιού
Της αγριομυρτιάς και φωλιάς σκαλαριών
Με μπράτσα του αφρού της θάλασσας και του υδροφράγματος
Και μίγματος σταριού και μύλου
Η γυναίκα μου με γάμπες βεγγαλικού
Με κινήσεις ωρολογιακές κι απελπισίας
Η γυναίκα μου με γάμπες από μεδούλι της ακτέας
Η γυναίκα μου με πόδια αρχικά ονομάτων
Με πόδια εσμού κλειδιών με πόδια καλφάδων που πίνουν
Η γυναίκα μου με λαιμό μαργαριταριού αλεσμένου κριθαριού
Η γυναίκα μου με λαιμό χρυσής κοιλάδας
Και συναντήσεων μέσα στην ίδια την κοίτη του χειμάρρου
Με στήθια της νύχτας
Η γυναίκα μου με στήθια θαλασσινής φωλιάς του τυφλοπόντικα
Η γυναίκα μου με στήθια χοάνης για ρουμπίνια
Με στήθια φάσματος του ρόδου κάτω απ’ τη δροσιά
Η γυναίκα μου με κοιλιά βεντάλιας των ημερών όταν ξεδιπλώνεται
Με κοιλιά γιγάντιο νύχι γαμψό
Η γυναίκα μου με ράχη πουλιού που φεύγει κατακόρυφα
Με πλάτη υδραργύρου
Με πλάτη φωτός
Με σβέρκο πέτρας στρογγυλεμένης και κιμωλίας βρεμένης
Και πεσίματος του ποτηριού που μόλις ήπιαμε
Η γυναίκα μου με γοφούς μικρού πλοίου
Η γυναίκα μου με γοφούς πολυελαίου και με φτερά σαΐτας
Και με μίσχους φτερών άσπρου παγωνιού
Και ζυγαριάς ανευαίσθητης
Η γυναίκα μου με γλουτούς από αμμόπετρα και αμίαντο
Η γυναίκα μου με γλουτούς ράχης του κύκνου
Η γυναίκα μου με γλουτούς της άνοιξης
Με αιδοίο γλαδιόλας
Η γυναίκα μου με αιδοίο φλέβας χρυσού κι ορνιθόρυγχου
Η γυναίκα μου με αιδοίο φύκια και καραμέλες του παλιού καιρού
Η γυναίκα μου με αιδοίο καθρέφτη
Η γυναίκα μου με τα μάτια της γεμάτα δάκρυα
Με μάτια μενεξεδιάς πανοπλίας και μαγνητισμένης βελόνας
Η γυναίκα μου με μάτια σαβάνας
Η γυναίκα μου με μάτια νερού για να πίνεις στη φυλακή
Η γυναίκα μου με μάτια του ξύλου πάντα κάτω από τον πέλεκυ
Με μάτια στο ύψος του νερού στο ύψος του αέρα της γης και της φωτιάς


μετάφραση: Νάνος Βαλαωρίτης

Νίκος Καρούζος: Κοκορογάιδαρος




Αντιμετωπίζω σήμερα λάμψη.
δεν πρόκειται ν’ αρθρώσω λέξη.
.......
Αύριο έγινε το εξής
έβγαλα τα άμφια
κοίταξα προσεχτικά τα χέρια μου
πρέπει να σηκώσω το ένα σε ηγετική
χειρονομία/είπα/
κρώζοντας: Πάντα προς το παράφορο!
νιάτα συνέχεια!
Έγινε το εξής
δεν είμαι τυμβογέρων/είπα/
δεν έχω το 'να πόδι στο λάκκο.
εγώ κραδαίνω νιάτα!
Θα σου φυσήξω φλόγα μελανοκάνθαρε!
Αύριο λέξη μητρική
πορνοδύτης πορνοκόπος πορνομύστης
πορνοσκόπος πορνΩμέγα
κι αγριόχορτο ξερό ξανθομαλλούσα Ρένα
στο δάσος – τι χυσιματάρα!

Ocean Vuong: Ode to Masturbation

Ocean Vuong: Essay on Craft




Because the butterfly’s yellow wing
flickering in black mud
was a word
stranded by its language.
Because no one else
was coming — & I ran
out of reasons.
So I gathered fistfuls
of  ash, dark as ink,
hammered them
into marrow, into
a skull thick
enough to keep
the gentle curse
of  dreams. Yes, I aimed
for mercy — 
but came only close
as building a cage
around the heart. Shutters
over the eyes. Yes,
I gave it hands
despite knowing
that to stretch that clay slab
into five blades of light,
I would go
too far. Because I, too,
needed a place
to hold me. So I dipped
my fingers back
into the fire, pried open
the lower face
until the wound widened
into a throat,
until every leaf shook silver
with that god
-awful scream
& I was done.
& it was human.


Source: Poetry (July/August 2017)

Ocean Vuong: Toy Boat




For Tamir Rice

yellow plastic
black sea

eye-shaped shard
on a darkened map

no shores now
to arrive — or
depart
no wind but
this waiting which
moves you

as if  the seconds
could be entered
& never left

toy boat — oarless
each wave
a green lamp
outlasted

toy boat
toy leaf  dropped
from a toy tree
waiting

waiting
as if the sp-
arrows
thinning above you
are not
already pierced
by their own names


Source: Poetry (April 2016)

Ocean Vuong: A Little Closer to the Edge




Young enough to believe nothing
will change them, they step, hand-in-hand,

into the bomb crater. The night full
of  black teeth. His faux Rolex, weeks

from shattering against her cheek, now dims
like a miniature moon behind her hair.

In this version the snake is headless — stilled
like a cord unraveled from the lovers’ ankles.

He lifts her white cotton skirt, revealing
another hour. His hand. His hands. The syllables

inside them. O father, O foreshadow, press
into her — as the field shreds itself

with cricket cries. Show me how ruin makes a home
out of  hip bones. O mother,

O minutehand, teach me
how to hold a man the way thirst

holds water. Let every river envy
our mouths. Let every kiss hit the body

like a season. Where apples thunder
the earth with red hooves. & I am your son.


Source: Poetry (April 2016)

Ocean Voung: On Earth We’re Briefly Gorgeous





i


Tell me it was for the hunger
& nothing less. For hunger is to give
the body what it knows

it cannot keep. That this amber light
whittled down by another war
is all that pins my hand

to your chest.


i


You, drowning
between my arms —
stay.

You, pushing your body
into the river
only to be left
with yourself —
stay.


i


I’ll tell you how we’re wrong enough to be forgiven. How one night, after
backhanding
mother, then taking a chainsaw to the kitchen table, my father went to kneel
in the bathroom until we heard his muffled cries through the walls.
And so I learned that a man, in climax, was the closest thing
to surrender.


i


Say surrender. Say alabaster. Switchblade.
Honeysuckle. Goldenrod. Say autumn.
Say autumn despite the green
in your eyes. Beauty despite
daylight. Say you’d kill for it. Unbreakable dawn
mounting in your throat.
My thrashing beneath you
like a sparrow stunned
with falling.


i


Dusk: a blade of honey between our shadows, draining.


i


I wanted to disappear — so I opened the door to a stranger’s car. He was divorced. He was still alive. He was sobbing into his hands (hands that tasted like rust). The pink breast cancer ribbon on his keychain swayed in the ignition. Don’t we touch each other just to prove we are still here? I was still here once. The moon, distant & flickering, trapped itself in beads of sweat on my neck. I let the fog spill through the cracked window & cover my fangs. When I left, the Buick kept sitting there, a dumb bull in pasture, its eyes searing my shadow onto the side of suburban houses. At home, I threw myself on the bed like a torch & watched the flames gnaw through my mother’s house until the sky appeared, bloodshot & massive. How I wanted to be that sky — to hold every flying & falling at once.


i


Say amen. Say amend.

Say yes. Say yes

anyway.


i


In the shower, sweating under cold water, I scrubbed & scrubbed.


i


In the life before this one, you could tell
two people were in love
because when they drove the pickup
over the bridge, their wings
would grow back just in time.

Some days I am still inside the pickup.
Some days I keep waiting.


i


It’s not too late. Our heads haloed
with gnats & summer too early
to leave any marks.
Your hand under my shirt as static
intensifies on the radio.
Your other hand pointing
your daddy’s revolver
to the sky. Stars falling one
by one in the cross hairs.
This means I won’t be
afraid if we’re already
here. Already more
than skin can hold. That a body
beside a body
must make a field
full of ticking. That your name
is only the sound of clocks
being set back another hour
& morning
finds our clothes
on your mother’s front porch, shed
like week-old lilies.


Source: Poetry (December 2014)

Harold Norse: We Bumped Off Your Friend The Poet




Based on a review by Cyril Connolly, Death in Granada, on the last days of Garcia Lorca, The Sunday Times (London), May 20, 1973


We bumped off your friend the poet
with the big fat head this morning

We left him in a ditch

I fired 2 bullets into his ass
for being queer

I was one of the people
who went to get Lorca
and that’s what I said to Rosales

My name is Ruiz Alonzo
ex-typographer
Right-wing deputy
alive and kicking
Falangist to the end

Nobody bothers me
I got protection
The Guardia Civil are my friends

Because he was a poet
was he better than anyone else?

He was a goddamn fag
and we were sick and tired
of fags in Granada

The black assassination squads
kept busy
liquidating professors
doctors lawyers students
like the good old days of the Inquisition!

General Queipo de Llano
had a favorite phrase
“Give him coffee, plenty of coffee!”
When Lorca was arrested

we asked the General what to do

“Give him coffee, plenty of coffee!”

So we took him out in the hills and shot him
I’d like to know what’s wrong with that
He was queer with Leftist leanings

Didn’t he say
I don’t believe in political frontiers?

Didn’t he say
The capture of Granada in 1492
by Ferdinand and Isabella
was a disastrous event?

Didn’t he call Granada a wasteland
peopled by the worst bourgeoisie in Spain?

a queer Communist poet?

General Franco owes me a medal
for putting 2 bullets up his ass


San Francisco, 1973

Harold Norse: The Queer Killers




He is looking for peace
& freedom? Kick the fag
in the nuts. Says he wants
Love & Beauty? Bash
out his brains: they’re not
doing him much good.
He’s a loser. Queer.
Shut his eyes for the last
time. The fag says
he’s a poet. That
figures. Break the fag’s
goddam ass. Let him go on
writing about a broken
face & two crushed balls.
The law won’t touch us, chum.


Venice, CA, circa 1970