Πολύπτυχη έκπληξη νιώθει ακόμα και στις μέρες μας ο αναγνώστης που πρωτοέρχεται σε επαφή με το έργο του Ανδρέα Εμπειρίκου και του Νίκου Εγγονόπουλου. Μία πτυχή της, ίσως δε η ισχυρότερη, που είναι επίσης πολύπτυχη, αφορά τη γλωσσική δομή των ποιημάτων τους, τόσο στο μορφολογικό όσο και στο σημασιακό επίπεδο. Οι λέξεις και οι συνάψεις των λέξεων λειτουργούν μέσα στα ποιήματά τους τόσο «περίεργα», τόσο «παράδοξα» και με τρόπο τόσο «θαυμαστό» και τόσο «αντικειμενικά τυχαίο» (1), αλλά και με τόση ποσότητα σημασιακού πλεονάσματος –γι’ αυτό, άλλωστε, και η μόνιμη και ολοένα δεινότερη έκπληξη–, ώστε φθάνουν στο σημείο, όπου οι διατασσόμενες στον ποιητικό τους λόγο γλωσσικές μονάδες, όσο μάλιστα εξαπλώνονται στο εύρος του πλέγματος των συνυφαινομένων, σημειώνουν στον μεν συνταγματικό άξονα σχέσεις εν απουσία, στον δε παραδειγματικό άξονα σχέσεις εν παρουσία. Κατάσταση άνω ποταμών, με άλλα λόγια! Κατάσταση, θα λέγαμε, αληθώς υπερρεαλιστική για τους εις το διηνεκές αφοσιωμένους οπαδούς του υπερρεαλιστικού κινήματος· κατάσταση αυτόχρημα «σουρεαλιστική» για τους ανεπιγνώστως μοχθούντες πολεμίους του που επιμένουν να θεωρούν τον υπερρεαλισμό και σήμερα ακόμα «μπουρδολογία» (2).
Αφού, έστω και εκ περισσού (και με τη θρησκευτική έννοια του όρου), ομολογήσουμε ότι ανήκουμε παιδιόθεν στους πρώτους, διατελούμε δε οσημέραι αμετανόητοι και ολονέν φανατικότεροι θιασώτες του κινήματος, θα προσθέσουμε πως συνυπονοείται, βέβαια, ότι στο γλωσσικό παίγνιο, που δια βραχυτάτων σημειώσαμε και που καθορίζεται από την αντιστροφή των γλωσσολογικών όρων, επιστρατεύονται για να συμμετάσχουν, και μάλιστα με αναπτυγμένη τη δύναμη και την αλκή τους, όλα τα σχήματα λόγου και διανοίας, και δη, αφού κατ’ ανάγκην αρθρωθούν στο εγγενές ρητορικό τους επίπεδο, να επιδιώξουν να αναχθούν συνειρμικώς και εντελώς από του αυτομάτου στον φαντασιακό ορίζοντα της προσδοκίας του αναγνώστη, όπου και θα πρέπει να λειτουργήσουν αμέσως ποιητικά. Για να κατορθωθεί, επομένως, η ποιητική υποστύλωση του γλωσσικού υλικού των ποιημάτων του Εμπειρίκου και του Εγγονόπουλου, συνεργάζεται η γλωσσολογία με τη ρητορική, και μάλιστα σε τόσο εντατικά εναλλασσόμενους ρυθμούς, που πολλές φορές δεν ξέρεις όχι μόνο ποιά υπερτερεί ποιάς, αλλά και εν τέλει πόση «γλωσσολογία» απομένει μέσα στη «γλωσσολογία» και πόση «ρητορική» μέσα στη «ρητορική», ύστερα από την υπερρεαλιστική ώσμωσή τους σε ποιήματα όπως, φέρ’ ειπείν, Τα σπιρούνια των κοριτσιών και η ταχύτης των υδάτων του Εμπειρίκου (3) και Το σκυροκονίαμα των ηρωικών παρθένων του Εγγονόπουλου (4).
Από εδώ, όμως, πηγάζει η έκπληξη… η πολύπτυχη εκείνη έκπληξη… η χαρίεσσα εκείνη και πολύπτυχη έκπληξη που νιώθει όχι μόνο ο πρωτόπειρος αναγνώστης του έργου των δύο ποιητών, αλλά και αυτός ακόμη ο παλιός και έμπειρος δοκιμαστής και γευσιγνώστης τους. Στην περίπτωση του νέου αναγνώστη το χτύπημα είναι –επαναλαμβάνω: ακόμα και στις μέρες μας– ισχυρότατο και (λόγω του ότι είναι αναπάντεχο) τού προκαλεί μιαν έως αποπληξίας κατάπληξη, και δη με την αρχετυπική σημασία του όρου (: του έρχεται, δηλαδή, νταμπλάς! (3))· αλλά και ο έμπειρος αναγνώστης συναντά την έκπληξη, που όμως –θα λέγαμε ότι– την αναμένει, την προσδοκά ναν τού ’ρθει: είναι η έκπληξη που του εγγυάται την ηρεμότερη μεν, αλλά συνάμα και ποιοτικότερη πρόσληψη όλων των υπερρεαλιστικών ποιημάτων, και που γεννιέται από την ίδια του την αναγνωστική πείρα, η οποία τον έχει διδάξει να αφήνεται μεν και να μαγεύεται από τον οργιαστικό χορό των λεκτικών σπινθήρων, αλλά μέσα στο πανδαιμόνιο των εκτινάξεών τους να ζητά να ανακαλύψει τη λάμψη εκείνη την ανέσπερη και την επέκεινα των πυροτεχνημάτων, που οδηγεί από τον απλό –από τον ψιλό, καλύτερα– ήχο της μεμονωμένης λέξης στον σύνθετο –στον υψηλό, καλύτερα– ρυθμό της ποιητικής άρθρωσης των γραφομένων και όταν Ένα καράβι κάποτε περνά στην κάμαρά μας / Και γέρνουμε ν’ αναπαυθούμε στο κατάστρωμα (6) και Όταν το κύμα / (…) δαγκάνει λυσσαγμένο / των πεύκων των αναμαλλιάρικων το δίχτυ. (7)
Στα ποιήματα του Εμπειρίκου μέχρι και την Οκτάνα και σε όλα τα ποιητικά έργα του Εγγονόπουλου –η αναφορά τους εδώ γίνεται πάντοτε έτσι: κατά τη χρονολογική σειρά της εμφάνισής τους στα γράμματα– η ειρημένη έκπληξη, που βιώνει ο αναγνώστης, εξυπηρετείται από την εναντίον του γλωσσικού θετικισμού στάση των δύο ποιητών. (8) Είναι γνωστό ότι στην ελληνική κουλτούρα των πρώτων σαράντα χρόνων του 20ού αιώνα κυριάρχησε ένας ιδιότροπος γλωσσικός δυισμός, που έφερε αντιμαχόμενες την «καθαρεύουσα» και τη «δημοτική». Δεν θα αναλωθούμε εδώ σε ιστορικές αναδρομές και σε χιλιοειπωμένες παρόλες. Θα επισημάνουμε μονάχα ότι τα ελληνικά γλωσσικά πράγματα θα είχαν πάρει τον δρόμο τους και τα όποια σχετικά προβλήματα θα είχαν βρει τη λύση τους στο νεοελληνικό κράτος, που γεννήθηκε με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου στις 3 Φεβρουαρίου 1830, αν απλώς και μόνον λαμβανόταν υπόψη ό,τι είχε γράψει και προτείνει ήδη από το 1823 ο Διονύσιος Σολωμός στον Διάλογό του. Πλην όμως, όχι μόνο δεν ελήφθη από (σχεδόν) κανέναν υπόψη, αλλά και αυτοί ακόμα οι συμμεριζόμενοι τις απόψεις του Σολωμού, έφτασαν στο σημείο να μεταλλαχτούν από «δημοτικιστές» σε «καθαρολόγους της δημοτικής». Να, λοιπόν, γιατί χαρακτηρίσαμε λίγες αράδες παραπάνω τον δυισμό αυτόν ιδιότροπο: γιατί κατ’ ουσίαν συνίσταται σε δύο καθαρολογίες! Από τη μία μεριά συναντάμε την αμιγή καθαρεύουσα ή «καθαρεύουσα καθαρεύουσα», που υποστηρίζεται από μερίδα λογίων (των οποίων ακόμα και η φιλολογική κόνις έχει πλέον διασκορπισθεί και χαθεί), από ακαδημαϊκούς δασκάλους και από λοιπούς κρατικούς λειτουργούς και σχεδόν αρχαΐζει, και από την άλλη μεριά βρίσκουμε τη φτιαχτή ή σοφιστευμένη (και γι’ αυτό πλαστή) δημοτική, που είναι άνευ ετέρου «καθαρεύουσα δημοτική» και που από ένα χρονικό σημείο και ύστερα απλώς και μόνον νεολογίζει, νεολογίζουσα δε εξικνείται μέχρι την δια της απομιμήσεως άρνηση της δημοτικής των δημοτικών τραγουδιών και συνάμα την υποστήριξη κακόζηλων ιδιογλωσσικών κατασκευασμάτων αναλόγως του εκάστοτε συγγραφικού ήθους.
Ο «μιστριωτισμός» και ο «ψυχαρισμός» δεν είναι, άλλωστε, παρά οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, που είναι ούτως ή άλλως κίβδηλο. Το νόμισμα αυτό λέγεται γλωσσικός θετικισμός και κόπηκε σε δύο διαφορετικές πτέρυγες του ίδιου παράνομου –όχι νομισματοκοπείου, αλλά– χαλκείου· και λέω χαλκείου, παρόλο που με όλη μου την καρδιά θα ήθελα να πω γύφτικου, αλλά, επειδή φοβάμαι μην θεωρηθεί ότι δεν είμαι… politically correct και μην χαρακτηρισθώ… ρατσιστής, γι’ αυτό παραλείπω να το πω, και δεν το λέω! Διευκρινίζω, πάντως, ότι επίτηδες χρησιμοποίησα εδώ το ρητορικό σχήμα της praeteritio (της παραλείψεως θα λέγαμε στα ελληνικά), για να φανεί ίσαμε πού μπορεί να φθάσει αυτό που ονομάσαμε γλωσσικό θετικισμό: μπορεί να φθάσει ίσαμε το να μας επιβάλλει και το πώς θα μιλάμε και θα γράφουμε. Έτσι είναι! – η θέση γλωσσικού ήθους ισοδυναμεί με την επιβολή γλωσσικού ήθους! Μα έτσι, αντί η γλώσσα να γεννιέται εκ του λαού, δηλαδή από κάτω, επιβάλλεται στον λαό άνωθεν: για την ακρίβεια επιτίθεται στον λαό, και το λέμε έτσι έχοντας επιστρατεύσει εδώ την καταρκτική σημασία του ρήματος επιτίθεμαι, που παναπεί «τίθεμαι επάνω», «μπαίνω από πάνω». Και αν για την καθαρεύουσα η άνωθεν επιβολή αποτελεί τον χαρακτηριστικό ζωτικό παράγοντα της σύστασής της, τί κατάντημα, αλήθεια, για την όποια «θεσμοθετημένη» και «επιβεβλημένη» δημοτική που υφίσταται, επειδή την παράγουν στα μυαλά τους κάποιοι –όπως θα τους ονομάσουμε– απειρόκαλλοι δημολόγιοι, και μάλιστα δρώντες εκτός και κυρίως εν αγνοία του δήμου!
Σε αυτόν τον επιθετικό γλωσσικό θετικισμό κήρυξαν πόλεμο ο Εμπειρίκος και ο Εγγονόπουλος στα μέσα της δεκαετίας του ’30 δημοσιεύοντας τα –κατά τα ανωτέρω– «εκπληκτικά» ποιήματά τους. Αναγνωρίζω, άνευ ετέρου, ότι ο πόλεμος αυτός δεν ήταν ο κύριος σκοπός τους – δεν έγραψαν ποιήματα, δηλαδή, μόνο γι’ αυτόν τον λόγο. Υπερρεαλισμός (όχι μόνο στην κοιτίδα του, την Γαλλία, αλλά και παντού, όπου άνθισε και πρόκοψε το κίνημα) σημαίνει την μέσω της αυτόματης γραφής ποιητική εμπέδωση της ψυχαναλυτικής θεωρίας και του ιστορικοδιαλεκτικού υλισμού, προκειμένου να κατασκευασθεί λογοτεχνική παράδοση πέρα και μακριά από ό,τι ήδη παραδεδομένο και με εντελώς άλλους τρόπους από τους ήδη γνωστούς και παραδεδεγμένους. Γι’ αυτό και για τους υπερρεαλιστές η επιλογή πάσης φύσεως ιστορικών, γραμματολογικών και λογοτεχνικών δεδομένων και η ένταξή τους σε ένα ερμηνευτικό σχήμα, που έχει διαμορφωθεί ή/και διαμορφώνει a posteriori, είναι απολύτως νόμιμη. Στην εν λόγω διαδικασία η γλώσσα συνιστά απλώς το μέσο για την κατασκευή της παράδοσης αυτής: είναι μια γλώσσα που γράφεται αυτομάτως, άνευ λογικών, ρασιοναλιστικών, καρτεσιανών διαμεσολαβήσεων. Μέσα, όμως, στο πλαίσιο αυτό η επιλογή του πολέμου ενάντια στον γλωσσικό θετικισμό είναι ακριβώς η ιδέα που υποτείνει το έργο και του Εμπειρίκου και του Εγγονόπουλου. (9) Αμφότεροι απορρίπτουν άνευ ορίων, άνευ όρων –για να χρησιμοποιήσουμε την υπέροχη και προ πάντων ουσιαστική αυτή υπερρεαλιστική έκφραση– όλες τις κανονιστικές περί γλώσσας θεωρίες είτε προέρχονται από τον Γεώργιο Χατζιδάκι είτε από τον Μένο Φιλήντα, για να μείνουμε στους πιο κοντινούς τους και να μην πάμε πίσω στον Ψυχάρη και στον Κοραή. Γι’ αυτό, άλλωστε, και δέχτηκαν ανοίκειες επιθέσεις, προελθούσες όχι μόνο από τους αμαθείς όχλους (: le premier chien coiffé venu και το σκυλολόι, όπως λέει ο Εγγονόπουλος (10) ), που ζουν για να παρασύρονται από πονηρούς δημαγωγούς και από δοκησίσοφους δημοσιογραφίσκους, αλλά και από πεπαιδευμένους και υποψιασμένους καλάμους αμφοτέρων των αντιμαχομένων παρατάξεων: και από τους ατσαλάκωτους καθαρευουσιάνους, δηλονότι, και από τους ακραιφνείς δημοτικιστάδες.
Για τις γλωσσολογοτεχνικές απόψεις του Εμπειρίκου και του Εγγονόπουλου, μιας και δεν διαθέτουμε πολλές πρωτοταγείς πηγές, κρίνεται αναγκαίο να συμβουλευθούμε τον Νίκη Καλαμάρη, γνωστότερον ως Νικόλαο Κάλα, ο οποίος, όντας μάλιστα ο τρόπον τινά θεωρητικός νους του ελληνικού υπερρεαλισμού, μιλώντας εξ ονόματος όλων των υπερρεαλιστών ποιητών, γράφει:
Θα θέλαμε στον κορμό της δημοτικής παραδόσεως να φυτρ[ώ]σουν, να απλωθούν, κλώνοι φορτωμένοι με τα αγαθά της αρχαίας, της βυζαντινής, της καθαρεύουσας, της δημοτικής, με ό,τι, από τα αγαθά αυτά, μπορεί να βλαστήσει. (11)
Ήδη από τις γραμμές αυτές συνάγεται ότι οι υπερρεαλιστές δεν αποδέχονται τον παλαμικό δημοτικό νομοκάνονα, που είχε αρχίσει να ρυθμίζει αποφασιστικά τα λογοτεχνικά πράγματα από τις πρώτες κιόλας μέρες του 20ού αιώνα. Για τους υπερρεαλιστές η δημοτική δεν είναι τίποτα παραπάνω από μία από τις συνιστώσες της ελληνικής γλώσσας, επ’ ουδενί κατέχουσα την πρωτοκαθεδρία. Αν λάβουμε, μάλιστα, υπόψη τις μέχρι τα τέλη του βίου του επανειλημμένες αναφορές του Νίκου Εγγονόπουλου ότι δεν ανήκει στην ανύπαρκτη γενιά του 30 (12), συμπεραίνουμε ότι οι υπερρεαλιστές δεν συντάσσονταν ούτε με τον –ας μας επιτραπεί να πούμε– βελτιωμένο ή σεφέρειο δημοτικισμό· και δεν το έκαναν, διότι η δική τους περί παραδόσεως αντίληψη ήταν ουσιωδώς διαφορετική από την αντίληψη του κύκλου του Σεφέρη και των Νέων Γραμμάτων. Είναι γνωστό ότι η έννοια του «προγόνου» ή του «προδρόμου» δεν αναγνωρίζεται από τους υπερρεαλιστές, καθώς προτιμούν να μιλούν για υπερρεαλιστές λογοτέχνες του παρελθόντος. Ως τέτοιους οι έλληνες υπερρεαλιστές θεωρούσαν από μεν τους ποιητές τον Ανδρέα Κάλβο, τον Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο, τον Κωνσταντίνο Καβάφη και τον Τάκη Παπατσώνη, από δε τους πεζογράφους τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Διαβάζοντας τα ονόματα αυτά διαπιστώνουμε ότι αναζητούσαν, με άλλα λόγια, το primum movens του ελληνικού υπερρεαλισμού στη ρομαντική, μη δημοτικιστική, λυρικοφιλοσοφική και νεωτεριστική παραγωγή της νεοελληνικής λογοτεχνίας μέχρι το 1930.
Και οι πέντε ανωτέρω λογοτέχνες ήσαν –ας μας επιτραπεί να το πούμε έτσι, με το στόμα των «αντιπάλων» τους– γλωσσικώς ανορθόδοξοι. Και αφού το είπαμε, ας μας επιτραπεί να μην επεκταθούμε άλλο επ’ αυτού: πρόκειται, άλλωστε, για πράγματα τόσο ευνόητα και τόσο γνωστά! Όμως θα θέλαμε, επ’ ευκαιρία, να θίξουμε τούτο: κανείς τους, πλην του Παπαρρηγόπουλου, δεν είναι καθαρολόγος, αλλά και κανείς τους δεν είναι πούρος δημοτικιστής. Όλοι τους, αφού σου παρέχουν, όταν τους διαβάζεις, αρχικά την εντύπωση του καθαρευουσιάνου, έρχονται κάθε τόσο και με στοχαστική επιμέλεια σου την υπονομεύουν την εντύπωσή σου αυτή κυριολεκτικώς μέχρις εξαφανίσεως. Σε αυτούς, πάντως, επιθυμούν να ανάγουν την προϊστορία τους οι έλληνες υπερρεαλιστές και αυτούς δοξάζουν, ακριβώς γιατί εκεί, στα έργα τους, ανιχνεύουν τις πρώτες έμπρακτες –δηλαδή κατατεθημένες σε γραπτά μνημεία του λόγου– καταρρίψεις του γλωσσικού θετικισμού, τις θεωρούν δε, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στο πρώτο υπερρεαλιστικό μανιφέστο, avant la lettre αυτόχρημα υπερρεαλιστικές. Ο Εγγονόπουλος, μάλιστα, πρόσθετε πάντοτε και έναν έκτο στη στενή παρέα των ελλήνων υπερρεαλιστών ποιητών του παρελθόντος, που ακριβώς επειδή ερχόταν έκτος και κατ’ εξαίρεσιν, ήταν ο πρώτος, ο primus inter pares: εννοώ τον Διονύσιο Σολωμό (13), που πρώτος είχε μιλήσει υπέρ της μικτότητας, όχι μόνο εντάσσοντας στα ποιήματά του λόγιους τύπους (παράδειγμα μόνο έστω τούτο: Και γλυκό σέρνει κάτου ο ρύαξ το κύμα (14) ), και όχι μόνο πρεσβεύοντας ότι, όπως όλες οι γλώσσες, έτσι και η ελληνική πρέπει εξ ανάγκης να έχει λέξες από άλλες γλώσσες (15), αλλά και κυρίως διότι το τέλος, στο οποίο κατατείνει το έργο του, είναι να ποιήσει in modo misto genuino… που σημαίνει ότι το ποιητικό του desideratum δεν ήταν άλλο από το γνωστό μας είδος μιχτό, αλλά νόμιμο. (16)
Διότι περί μικτότητας είναι κατ’ ουσίαν ο λόγος των υπερρεαλιστών εναντίον του γλωσσικού θετικισμού. Το αμιγές – και το έχει πολλές φορές πληρώσει με αίμα η ανθρωπότητα, όποτε το πράγμα τούτο «πολιτικοποιήθηκε»… το αμιγές, ήθελα και θέλω να πω, λοιπόν, είναι η έκφραση της συντήρησης, και δη μιας συντήρησης βεβιασμένης, για να μην πω κυριολεκτικώς βιασμένης. Το μικτό, αντίθετα, συνιστά πρόοδο – συνιστά διαλεκτική σύνθεση, είτε το εξετάσουμε με το χεγκελιανό πρίσμα της Aufhebung, ήγουν της άρσης των αντιθέσεων, είτε το θεωρήσουμε ως αποτέλεσμα νιτσεϊκής Überwindung, παναπεί ως αποτέλεσμα εκνικητικής υπερβάσεως. Από την άλλη μεριά το λιμπερτίνικο πνεύμα, που ενέπνεε τον Εμπειρίκο και τον Εγγονόπουλο, δεν τους επέτρεπε να αποκλείουν εξ ορισμού τίποτε. Το ποιητικό σύστημά τους ήταν ανοικτό σε όλα. Αμφότεροι, εξ άλλου, και δη εξ απαλών ονύχων, είχαν ζήσει μέσα σε περιβάλλον πολυγλωσσίας, πράγμα που τους επέτρεψε να προσεγγίζουν και να ερμηνεύουν το λεγόμενο γλωσσικό ζήτημα έξω και πέρα από τις «ορθόδοξες» εκδοχές, χωρίς μάλιστα να αισθάνονται υποχρεωμένοι να ενταχθούν σε μία από τις δύο αγκυλωμένες θεωρήσεις του αμιγούς. Με την επιλογή τους αυτή, που μπολιάστηκε με εκείνον τον ριζοσπαστικό κοσμοπολιτισμό, που τους απελευθέρωνε από τον εθνοκεντρισμό των όποιων άλλων συγκαιρινών τους λογοτεχνών, έχουν συμβάλει και εξακολουθούν συμβάλλοντες στην καταστατικώς επιζητούμενη ανατροπή της παραδεδομένης ιεράρχησης των λογοτεχνικών πραγμάτων: ο Εμπειρίκος εισάγει με λόγους μικτούς την αυτόματη γραφή ως διαδικασία απελευθερώσεως των ασυνειδήτων επιθυμιών και την εν παντί και δια παντός ένωση της ζωής με τη λογοτεχνία, προκειμένου να μετατραπούν τα πάντα σε ποιητική της επιθυμίας· και ο Εγγονόπουλος ενώνει αναστοχαστικά και αντισυμβατικά, παναπεί δυναμικά, τη ζωγραφική με την ποίηση και συνάμα την ελληνικότητα με τη βαλκανικότητα, μετακενώνοντάς μας μια τέχνη μικτή και ιδιότροπη, για να ρθει να τη δοκιμάσει και να διαπιστώσει πόσο αντέχει στην επαφή της με τη δυτικοευρωπαϊκή τέχνη και ποίηση του καιρού του, «σπάζοντας τους εθνικούς φραγμούς της τέχνης». (17)
Χάριν του παραδείγματος αντιγράφουμε από τις Σημειώσεις, που επισυνήψε ο Εγγονόπουλος στα Ποιήματά του, το ακόλουθο αποσαφηνιστικό πάσης απορίας απόσπασμα:
Θα περιοριστώ σε μερικές γραμμές μόνο για τη γλώσσα που χρησιμοποιώ. Κι’ η οποία δέχτηκε συχνά τον χαρακτηρισμό, σαν ψόγο, της «μικτής». Πρέπει να πω πως είναι απλούστατα η γλώσσα που μιλώ. Άλλωστε πρωτεύουσα σημασία δεν έχει το να γίνεται κανείς αντιληπτός από κείνους που επιθυμούν, πραγματικά, να τον καταλάβουν; Νόμιμη γλώσσα, για μας, είναι η γλώσσα η ελληνική. Δεν έχουν κανένα νόημα απολύτως αυτές οι γνώμες οι φανατικές για «μικτή», «καθαρεύουσα», «δημοτική». (…) Η γλώσσα η ελληνική είναι μία. (…) Είναι μάλλον έλλειψη σοφίας να προσηλώνεται κανείς πεισματάρικα σε μια και μόνο, αποκλειστικά, μορφή της, να περιφρονή αυτόν τον αμύθητο πλούτο, το θησαυρό, που έχει στη διάθεσή του. Και να μην αντλή, ελεύθερα, με σεβασμό και προσοχή φυσικά, για να λαμπρύνει το στίχο του, να ενισχύη το νόημά του. Ακριβώς όπως μας διδάσκουν τ’ αθάνατα γραπτά του Παπαδιαμάντη και του Καβάφη. (18)
Αποσπώ την ακόλουθη εμφατική πρόταση από το ανωτέρω απόσπασμα που δεν αφήνει καμμία αμφιβολία για το ποιούς και για το τί εννοεί ο Εγγονόπουλος: Νόμιμη γλώσσα, για μας, είναι η γλώσσα η ελληνική. Αλλά των πραγμάτων ούτως εχόντων για τους υπερρεαλιστές, επιλέγοντας δε από κοινού ο Εμπειρίκος και ο Εγγονόπουλος να στρατευθούν εναντίον του γλωσσικού θετικισμού, επιτελούν και κάτι άλλο, που δεν το έχουμε προσέξει όσο του πρέπει και όσο του αξίζει: αντιπαλεύουν τον εν γένει πολιτιστικό θετικισμό, που φρουρείται από το τέρας του ελληνικού λαϊκισμού, ένα τέρας γεννημένο τη δεκαετία του 30, και που, χαρακτηριζόμενο αθώα-αθώα και με συμπαθή αφέλεια ως «ελληνικότητα», μέσα σε λιγότερο από έναν αιώνα, και αφού εν τω μεταξύ είχε περάσει από την εντελώς φαντασιακή «ρωμιοσύνη» και κατάντησε να γίνει η γνωστή σε όλους μας απεχθέστατη «ελληναροσύνη», βρήκε στον καθένα μας μια κερκόπορτα για να μπει και να μας αλώσει – και αλωθήκαμε…
Η γλωσσική παράδοση, που κατασκευάζεται υπερρεαλιστικώς, εκτός του ότι αποδομεί τη θετικιστική παράδοση, όπως την αντιλαμβάνεται η εν γένει πολιτική και κυρίως η πολιτιστική αντιδραστικότητα, έρχεται να προτείνει μια νέα διαδικασία και να εισαγάγει μία νέα δομή: πρόκειται για την διαρκώς μεταβαλλόμενη παράδοση, πού, όντας κατασκευάσιμη (τουτέστιν: μη ατρέπτως προϋπάρχουσα και μη ανευρετέα), ανοίγει μέσω της αυτόματης γραφής και της σύζευξης του ονείρου με την εγρήγορση όλα τα ζητήματα που όχι μόνο ήταν κλειστά, αλλά και που αποτελούσαν κάτι σαν ταμπού. Γράφοντας όπως έγραψαν –εναντιούμενοι στον γλωσσικό θετικισμό, εκμεταλλευόμενοι αναξιοποίητο ποιητικό υλικό και σκοπούντες την κατασκευή αυτής της άλλης ποιητικής παράδοσης, που δεν θα είναι αδιαπραγμάτευτη και στατική, και γι’ αυτό λαϊκίστικη πραγματικότητα–, ο Εμπειρίκος και ο Εγγονόπουλος, εκτός του ότι άφησαν λογοτεχνικώς και αισθητικώς άρτια ποιήματα, δηλαδή με μια λέξη αριστουργήματα, ίδρυσαν μία αυθεντική γλωσσική δημοκρατία και συνέστησαν ένα εναλλακτικό πρότυπο λογοτεχνικής παράδοσης, η οποία λειτουργεί μέσα από την άρθρωση εκείνης της λογιότερης καθαρεύουσας που έχει βαφτιστεί στα νάματα της αληθινής δημοτικής. Να το πούμε πολύ απλά και χωρίς να μασάμε τα λόγια μας: προείπαν τη γλώσσα που μιλούν σήμερα όσοι Έλληνες γνωρίζουν ελληνικά, μια γλώσσα που είναι –για να μην το ξεχνάμε και για να μην ξεχνιόμαστε– είδος μιχτό, αλλά νόμιμο.
*********
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Το λέμε αυτό, γιατί, ως γνωστόν, το «θαυμαστό» (le «merveilleux») και το «αντικειμενικό τυχαίο» (le «hazard objectif») αποτελούν κομβικά σημεία της κάθε υπερρεαλιστικής αναφοράς.
2. Αλλά και γι’ αυτούς ακόμη κρίνουμε ότι υπάρχει «σωτηρία», αφού, σύμφωνα και με τα υπερρεαλιστικά θέσμια, η πλέον υπερρεαλιστική πράξη είναι η αντίσταση στον ίδιο τον υπερρεαλισμό.
3. Ανδρέας Εμπειρίκος, Υψικάμινος, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1980, σελ. 28.
4. Νίκος Εγγονόπουλος, Ποιήματα, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1999, σελ. 113.
5. Ιδού δύο ελάχιστα παραδείγματα αυτού του είδους που περιέχουν μέχρι και γραμματικά λάθη! Από τον Εμπειρίκο (: Ανδρέας Εμπειρίκος, Φως επί φαλαίνας, από την ποιητική συλλογή Υψικάμινος, σελ. 16):
Η αρχική μορφή της γυναικός ήτο το πλέξιμο των λαιμών δυό δεινοσαύρων. Έκτοτε άλλαξαν οι καιροί και άλλαξε το σχήμα και η γυναίκα. Έγινε πιο μικρή πιο ρευστή πιο εναρμονισμένη με τα δικάταρτα (σε μερικές χώρες τρικάταρτα) καράβια που πλέουν επάνω από τη συμφορά της βιοπάλης. Η ίδια πλέει επάνω στα λέπια ενός κυλινδροφόρου περιστεριού μακράς ολκής. Οι εποχές αλλάζουν και η γυναίκα της εποχής μας μοιάζει με χάσμα θρυαλλίδος·
και από τον Εγγονόπουλο (: Νίκος Εγγονόπουλος, Αμαζόνες, από τα Ποιήματα, σελ. 46-47, εδώ 47):
Τα περί ου ο λόγος πλοία ήσαν εν όλω 7 τον αριθμόν, δήλα δη : 4 σακολέβες, 12 πρεγαντίνια, 2 βασιλικοί ντονανμάδες και μία πεθαμένη αρρεβωνιαστικιά. Ο στόλος επέρασε λίαν πρωί κάτω από τα παράθυρά μου. Έψαλλε ύμνον ωραιότατον, αλλά κάπως θλιμμένον και μελαγχολικόν. Ενθυμούμαι ακόμη και τώρα, αμυδρά βέβαια, τον σκοπόν: ήτο πολύ ανώτερος από χτύπημα κουδουνιού, αλλά πάντως κατώτερος από σκούπα.
6. Ανδρέας Εμπειρίκος, Δικλείς, από την ποιητική συλλογή Ενδοχώρα, στο: Ανδρέας Εμπειρίκος, Ενδοχώρα, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1980, σελ. 29.
7. Νίκος Εγγονόπουλος, Καφφενεία και κομήτες ύστερα από τα μεσάνυχτα, από την ποιητική συλλογή Ελευσις, στο: Νίκος Εγγονόπουλος, Ποιήματα, σελ. 251-253.
8. Ο Εμπειρίκος ξεκίνησε ως πούρος δημοτικιστής. Σε μεταγενέστερα της Οκτάνας ποιητικά έργα του επανέκαμψε σε έναν «μετριασμένο» δημοτικισμό.
9. Το σημειώνει σωστά ο Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, «Εκατό χρόνια πέρασαν και ένα καράβι»: ο ελληνικός υπερρεαλισμός και η κατασκευή της παράδοσης, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2012, σελ. 99: Η κριτική στον γλωσσικό θετικισμό αποτελεί (…) κοινό τόπο και παρέχει τη δυνατότητα να αρθρωθεί ένας λόγος για την παράδοση, γλωσσική και γραμματολογική, την οποία οι υπερρεαλιστές στην Ελλάδα κατασκευάζουν ως συνεκτικό μεταξύ τους και διαφοροποιητικό ως προς τους τρίτους στοιχείο.
10. Νίκος Εγγονόπουλος, Ποιήματα, σελ. 328 και 334 αντίστοιχα.
11. Νίκης Καλαμάρης, Στο γλωσσικό στίβο, στο Αρχείο Κάλας, φάκελος ½, Ε.Λ.Ι.Α.
12. Ο Εγγονόπουλος έβρισκε πάντοτε ευκαιρία να το τονίζει σε διάφορες συνεντεύξεις που έδινε κατά καιρούς. Αντί πολλών άλλων βλ. Νίκος Εγγονόπουλος, Οι άγγελοι στον παράδεισο μιλούν ελληνικά, επιμέλεια Γιώργος Κεντρωτής, ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1999, σελ. 114: Δεν ανήκω στην ανύπαρκτη γενιά του ’30.
13. Νίκος Εγγονόπουλος, Οι άγγελοι στον παράδεισο μιλούν ελληνικά, σελ. 21, 24, 39, 48, 64, 76, 77, 79, 80, 96, 100, 108, 116, 119, 128, 147, 149, 161, 167, 171, 173. Επίσης Γιώργος Κεντρωτής, Πόσα χουνέρια και τι πλεκτάνες! Μυθοψίες και ιστοριοδιφήσεις στον τόπο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Τυπωθήτω, Αθήνα 2003, σελ. 93 επ. [: Είναι ο Διονύσιος Σολωμός υπερρεαλιστής; Σκόρπιες σκέψεις και υποθέσεις για τη συνάντηση του Νίκου Εγγονόπουλου με τον εθνικό ποιητή].
14. Διονύσιος Σολωμός, Άπαντα, τόμος πρώτος [: Ποιήματα], επιμέλεια-σημειώσεις Λίνου Πολίτη, Εκδόσεις Ίκαρος, τρίτη έκδοση, Αθήνα 1971, σελ. 67 [: Τά δύο μνήματα].
15. Διονύσιος Σολωμός, Άπαντα, τόμος δεύτερος [: Πεζά και Ιταλικά], επιμέλεια-σημειώσεις Λίνου Πολίτη, Εκδόσεις Ίκαρος, τρίτη έκδοση, Αθήνα 1979, σελ. 16.
16. Διονύσιος Σολωμός, Άπαντα, τόμος πρώτος [: Ποιήματα], σελ. 209.
17. Μωρίς Ναντώ, Ιστορία του Σουρρεαλισμού, μετάφραση Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, Πλέθρον, Αθήνα 1978 σελ. 17 επ.
18. Νίκος Εγγονόπουλος, Ποιήματα, σελ. 336 και 337.
*************************
Ο Γιώργος Κεντρωτής γεννήθηκε το 1958 στους Μολάους Λακωνίας. Είναι επτανησιακής καταγωγής. Σπούδασε Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες στην Ελλάδα και στη Γερμανία. Είναι διδάκτωρ της νομικής του Πανεπιστημίου της Ζααρλάνδης (Saarbrücken). Από το 1994 υπηρετεί στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, όπου από το 2000 είναι καθηγητής Θεωρίας της Μετάφρασης. Ασχολείται με την ποίηση, την πεζογραφία και το δοκίμιο.
Περισσότερα εδώ:
http://alonakitispoiisis.blogspot.gr/
http://www.biblionet.gr/author/19843/%CE%93%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%82_%CE%9A%CE%B5%CE%BD%CF%84%CF%81%CF%89%CF%84%CE%AE%CF%82
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου