Στον Άδη πάνε οι φίλοι μας μονάχοι
και τα κρυφά τους πένθη αιμορραγούν.
Το στόμα τους μυρίζει μοσχοκάρφι,
κουράστηκαν μυστήρια να εξηγούν.
Ανυπεράσπιστοι, μοιραίοι θεατρίνοι,
με τα μαλλιά λουσμένα μπριγιαντίνη.
Η νύχτα έχει καρφίτσες και βελόνες,
καρφιά και δηλητήρια και σχοινιά.
Ποιός γάμος μυστικός, ποιοί αρραβώνες
θα γίνουν μες τους κήπους του φονιά;
Ο κόσμος μονοσύλλαβος και τρέμει,
ευνούχος τρομαγμένος στο χαρέμι.
Μες στο μυαλό μας καίει ένα ρουμπίνι,
σπασμένο δάκρυ κόκκινου κραγιόν.
Κι όλα θυμίζουν μια δικαιοσύνη
και τον καπνό, που θα ’ρθουν, γυναικών.
Ποιός δίνει στη ζωή του προθεσμίες,
σαν ασκητής χωρίς επιθυμίες;
Ξεφεύγεις κάθε βράδυ απ’ τις βιτρίνες
μιας επαρχίας πάντα, μαγαζιού.
Και ντύνεσαι λαμέ και οργαντίνες
και τραγουδάς τραγούδια του συρμού.
Δεν είσαι εσύ. Μην παίζεις, μην πειράζεις.
Στην αμαρτία το αίμα σου μην τάζεις.
Φόρεμα πράσινο. Στο πλάι πιέτες,
τακούνια καμωμένα από φελλό.
Τι σου ’μαθαν οι σκόρπιες οι κουβέντες;
Ποιό σκηνικό θυμάσαι απατηλό;
Απ’ όλα αυτά τι σου ’μεινε στη μνήμη;
Μες στ’ άστρα της αρρώστιας, ποιό αγρίμι;
Εργόχειρο παλιού φυλακισμένου,
σταυρός φτιαγμένος μ’ άχυρα χρυσά.
Το αίμα ευλογεί του σκοτωμένου
κι ο θυμωμένος Άγγελος λυσσά.
Τι πρόλαβες, τι ξέρεις από κείνα;
Πουκάμισα ριγέ, χασές, ποπλίνα.
Μες στις παλιές κρυφές φωτογραφίες,
κυλάει φρικτός ο θρήνος ημερών.
Σκιές και φως. Σαν ακτινογραφίες,
του θώρακος, της πλάτης, των φτερών.
Δίπλα σου πάντα οι άγιοι στρατηλάτες
πενθούν για τις δικές μας αυταπάτες.
Στον Άδη πάνε οι φίλοι κι άλλοι φίλοι
μονάχοι, ανυπεράσπιστοι, βουβοί.
Με τη φωνή κλεισμένη σε κοχύλι
την ύστατη να βρούνε αμοιβή.
Εκεί που βρίσκουν όλα θεραπεία.
Στο πέραν. Στο ποτέ. Στην ουτοπία.
Η ΠΟΡΤΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ (2003)