Νύχτα θολή κουφώνοντας τη σκιά μας
Φθορά της πέτρας μοναξιά του ατέλειωτου πάγου
Έμεινε πίσω η ανοιχτή καρδιά που αγκάλιαζε τον άνεμο
Που κινούσε τα σώματα σαν ένα δάσος
Τα μαραμένα σύμβολα από κάποια λουλούδια
Λείψανα των χεριών στα χιονισμένα κοιμητήρια
Έμεινε πίσω μελανή δροσιά στη σάρκα της χλόης
Στην άσπιλη παρθενικότητα της ημέρας
Ο άνεμος δε θρηνεί πια δεν μπορεί να μιλήσει
Έχει χλωμιάσει ως την κοκάλινη κοίτη, την κόμη του ύψους,
Στόμα κατάπληχτο σαν πληγωμένο αηδόνι
Φωνή ματωμένη ως τις στεφανωμένες σιωπές
Τα ζώα θα γδυθούν το παλιό πεθαμένο ντύμα
Τα πουλιά θ’ ανοίξουν τις παγωμένες πτυχές τους
Για να φωτίσουν την άφθαρτη παρουσία
Παιδιά και λουλούδια θα ’χουν την ίδια βροχή
Τις άλλες στάλες τα ίδια αστέρια μέσα στα μάτια
Δείχνοντας το χρώμα της αγνότητας τον ουρανό της αγάπης
Ένας άνθρωπος χίλια σώματα ένα σώμα χίλιες ψυχές
***
Όμως εμάς ποια σάλπιγγα θα μας καλέσει
Με τι χέρι και πρόσωπο να σηκωθούμε
Κάτω απ’ τα δέντρα που μυρίζουν πληγές και σκοτάδι
Και σάπιο νερό
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΠΟΥΛΙΑ (1947)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου