Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2018

Γιώργος Θέμελης: Άγαλμα





«άρσεν και θήλυ εποίησας αυτούς»
Γένεσις

Περαστικό πουλί αποδημητικό όπως τα χελιδόνια κι οι αύρες
Σταματώ κι αγναντεύω τα παιδικά κορμιά και τα ζώα
Την ξεχασμένη θάλασσα σε σύνορα από φλόγες,
Την ημέρα, το λίκνο του νερού, τον ήλιο που βασιλεύει,
Το βράδυ που ψυχομαχάει ο θάνατος κάτω από μουσκεμένα φώτα,
Τ’ άλογο της σελήνης που ξετυλίγεται στη γραμμή του βουνού
Ένα όνομα
Ένα κλαδί
Μια τρυφερή ανεμώνα

Ανεβαίνω την κλίμακα
Απ’ την ποδιά της χλόης ως τις απρόσιτες κορυφές
Απ’ το πεζούλι στ’ όνειρο κι απ’ τ’ όνειρο στη μοναξιά
Εκεί που σβήνουν οι σκιές κι αρχίζει η παρουσία

Ομιλία από στόμα σε στόμα
Κάτω απ’ το μάτι τ’ ουρανού
Κάτω απ’ τα μεγάλα μηνύματα που εξαγγέλλουν οι σιωπές
Ανάμεσα σ’ ένα χαμόγελο και μια αστραπή
Το θάνατο μιας πτυχής τη γέννηση ενός άστρου

Καρδιά του κρυμμένου καλοκαιριού
Κάτω απ’ τις νεκρές επιφάνειες
Καθαρή ευφορία από βρέφη κλειστά κι ανέκφραστες μητέρες
Που γεμίζουν τις πεδιάδες του τρόμου αντηχώντας το αίμα τους

Ένα βλέμμα χαράζει το ίχνος του
Άφθαρτο ρόδο στην απλωσιά του ματιού
Τα κρατημένα δάκρυα συντρίβουν τις φλέβες
Κάτω απ’ το μίσχο μιας μεγάλης μορφής που γεννιέται
Μες απ’ τα φύλλα του σκοταδιού ως το λυμένο χαμόγελο
Μορφή πολλαπλή, ένας ήλιος που μοιράζει το σώμα του
Στις πεινασμένες πλώρες και τα δέντρα
Στην άγραφη σελίδα του νέου χιονιού
Που σκεπάζει τους έρωτες και τους τάφους
Τις θήκες όπου αναπαύονται οι κοιμισμένες μητέρες

Πρόσωπο που απλώνεσαι, πρόσωπο,
Έκσταση της γης καθρέφτισμα ουρανού
Πέρα απ’ το σημείο το σχήμα και τ’ όνομα
Ευλογία της ύπαρξης που εγκυμονείς τα σπέρματα του γαλάζιου
Στη μυστική αναδίπλωση της νύχτας του εαυτού σου

Ψηλό σκαλοπάτι από πάγο και κίνδυνο
Αγγίζοντας την πέτρα ως την κρυμμένη φωτιά
Τον ύπνο του νερού στην ηχηρή του κοίτη
Αγγίζοντας την κλειστή καμπύλη του αόρατου ακρογιαλιού
Πρόσωπο π’ ανεβαίνεις πιο δυνατό απ’ τον άνεμο
Σώμα πιο πλαστικό κι απέραντο απ’ τη θάλασσα
Η ομορφιά που περπατεί επάνω στο χρόνο και στο θάνατο

***

Ο άντρας ακολουθεί τ’ ωρολόγιο των πουλιών
Τα πουλιά τις πυξίδες του ήλιου
Η γυναίκα απλώνεται μες στο κοχύλι του εαυτού της
Ανάβοντας ένα φως λιγνό από διάφανη γύμνια
Κοντά στη θάλασσα που λικνίζει τα ζωντανά όστρακα
Και τ’ άστρα που ονειρεύονται έναν ασάλευτο ήλιο
Μια πάμφωτη σπηλιά από τιτανικές μορφές πάγου
Γυναίκα του μελιχρού ύπνου μοναξιά από σάρκα
Ψυχή του βουνού πορφυρή ουσία της γης
Σελήνη ολόγεμη από έρωτα του γυμνού κόσμου
Μνηστή του θανάτου που συλλέγεις το αίμα του χρόνου
Επάνω σ’ ένα χαμόγελο μέσα σε μια σταγόνα
Χορδή τ’ ουρανού λαχτάρα του ύψους
Άγαλμα της ζεστής βροχής κοιλότητα της θάλασσας
Αρράγιστη καρδιά παιδιού ακρογιαλιά του ανέμου
Πολλαπλό τοπίο που βυθίζεται μέσα σ’ όλα τα δέντρα
Ύπαρξη φλέβα χαράς ανάμεσα στα λουλούδια
Ύπαρξη βλέφαρο ανοιχτό επάνω στα πράγματα

Τα θαυμαστά σου χέρια βυθίζονται μέσα στη λάσπη
Ξεσκίζοντας τη σκιά κάτω απ’ τα πεθαμένα φύλλα
Και πλάθουν την απλότητα του προσώπου με τα μεγάλα τους δάχτυλα
Χαράζοντας την απαράμιλλη ομορφιά του σύμβολο ζωντανό
Πάνω από τα ζώα
Πάνω απ’ τ’ άστρα

Επάνω απ’ τους Αγγέλους


ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΠΟΥΛΙΑ (1947)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου