Δεν πεινάω, δεν πονάω, δεν βρωμάω,
ίσως κάπου βαθιά να υποφέρω και να μην το ξέρω
κάνω πως γελάω
δεν επιθυμώ το αδύνατο
ούτε το δυνατό
τα απαγορευμένα για μένα σώματα
δεν μου χορταίνουν τη ματιά.
Τον ουρανό καμιά φορά
κοιτάω με λαχτάρα
την ώρα που ο ήλιος σβήνει τη λάμψη του
κι ο γαλανός εραστής παραδίνεται
στη γοητεία της νύχτας.
Η μόνη μου συμμετοχή
στο στροβίλισμα του κόσμου
είναι η ανάσα μου που βγαίνει σταθερή.
Αλλά νιώθω και μια άλλη
παράξενη συμμετοχή∙
αγωνία με πιάνει ξαφνικά
για τον ανθρώπινο πόνο.
Απλώνεται πάνω στη γη
σαν τελετουργικό τραπεζομάντιλο
που μουσκεμένο στο αίμα
σκεπάζει μύθους και θεούς
αιώνια αναγεννιέται
και με τη ζωή ταυτίζεται.
Ναι, τώρα θέλω να κλάψω
αλλά στέρεψε ως και των δακρύων μου η πηγή.
Η σάρκα έγινε σελίδα
το δέρμα χαρτί
το χάδι έννοια αφηρημένη
το σώμα καινούρια θεωρία του ανύπαρχτου.
Αλήθεια, πώς να περιγράψω
τη φύση όταν μ’ έχει εγκαταλείψει
και μονο στην πρεμιέρα του φθινοπώρου
θυμάται να με προσκαλέσει καμιά φορά;
Ελπίζω να βρω το θάρρος
μια τελευταία επιθυμία να εκφράσω:
γδυτό ένα ωραίο αρσενικό να δω
να θυμηθώ, σαν τελευταία εικόνα
να κουβαλώ το ανδρικό σώμα
που δεν είναι ύλη
αλλά η υπερφυσική ουσία του μέλλοντος.
Γιατί αυτό θα πει ηδονή:
ν’ αγγίζεις το φθαρτό
και να παραμερίζεις τον θάνατο.
Όλα του σώματος χάνουν το νόημά τους
ενώ του δένδρου το άνθος πάντα κάτι σημαίνει
επιμένει ν’ ανοίγει και στη γη να πέφτει
χωρίς να περιμένει προσωπικές απολαβές
χωρίς να λογαριάζει τι λειψή αθανασία
είναι ο καρπός…
Κοίτα τι οικειότητα με τον γκρεμό
έχει το κάθε τι π’ ανθίζει!
Πως το λουλούδι δε λέει ποτέ
να μην εκτελέσει τον προορισμό του;
Πως όντας αποκομμένο απ’ την ανθρώπινη μοίρα
τη στεφανώνει στο τέλος;
Γιατί η μνήμη των ματιών
που λάτρεψα δε με παρηγορεί
ενώ ακάθεκτη κατεβαίνω
και μόνο τα μυριοπέταλα γελάκια της φύσης
υψώνουν το στήθος μου;
Α, λέω, υπάρχουν μυστικά
που μόνο χάνοντας τα μαθαίνεις…
Αυτό που θέλω να μάθω απ’ έξω
είναι οι αόρατες πλευρές του ορατού
το τοπίο να δω σαν κέντρο του κόσμου
κι όχι πια σαν το θεϊκό περίβλημα «εκείνου».
Να μ’ αφοπλίζει αποκλειστικά το δάσος
με τις αειθαλείς λαμπάδες του
κι η νύχτα
να προχωράει μέσα μου
άπειρους ουρανούς βαθιά
χωρίς κανένα υποκοριστικό…
Φως να βγαίνει απ’ τις χλοερές χαραμάδες των φύλλων
όπως παλιά απ’ τις ίριδες των εραστών.
Α! πότε η φυλλοβόλα ομορφιά
θα μου επιβληθεί τελειωτικά
πότε θα μάθω ότι η φύση όλη
είναι έρωτα;
Ό,τι χάνεις μένει μαζί σου για πάντα
κι η Λυπιού είναι μια χώρα που έφτιαξα
για να ’μαι πάντα ένα μ’ αυτά που’ χω χάσει
όταν πιάνουν εκείνα τ’ αβάσταχτα σούρουπα
κείνα τα άφωνα ξημερώματα
κι είναι σαν να περιμένεις το κουδούνι του σχολείου
να χτυπήσει, το μάθημα πάλι ν’ αρχίσει
μια ακόμη άσκηση πάνω σε άγνωστο θέμα.
Κοιτάς χάμω της αυλής το τσιμέντο, τα χαλίκια
τινάζεις τα ψίχουλα απ’ το κουλούρι στην μπλε ποδιά
και μπαίνεις στην τάξη
μπαίνεις στη μονοτονία του άγευστου χρόνου
στην αοριστία της ύπαρξης
που ξέρω, λίγο αλλοιωμένη,
τη συναντάς πάλι προς το τέλος.
Εκεί που είσαι ωραίος
είναι εκεί που ανοίγουν οι κλάδοι τα όνειρα
και ξετυλίγονται σαν χλοερές γάζες
πάνω απ’ τα σκληρά κι ανήλικα
πράγματα του κόσμου.
Εγώ τυχαία βρέθηκα εδώ
κάτι αμετάκλητοι πόλεμοι
με το μέλλον
κι η τελευταία θρασύτητα
η πριν από την πτώση
μ’ έφεραν στα ολάνθιστα σοκάκια
στη βαθιά σιωπή
της προσωπικής σου άνοιξης
όταν αμετανόητος για την ωραιότητα
μοιράζεσαι τα πάντα με τη νύχτα.
Όμως υπάρχει μια απορία στον έρωτα
μια φρίκη μπρος στην πρόσκαιρη αξία
του υποκινητή
και τότε το θαύμα του όμορφου
μοιάζει μ’ ένα μακρύ τούνελ
μες στο χρόνο
φορτώνεται με μαύρο
η περίλαμπη άμαξα
άμαξα πένθους στην άλλη άκρη…
Κι εγώ περνώντας όλο χαλώ
με την πράξη
αυτό που χωρίς την πράξη
δεν υπάρχει.
Αγγίζω και θυμάμαι:
μια από τις πέντε αισθήσεις
ήταν αρκετή
όταν η ζωή είχε μια παραπάνω αρετή
την αλήθεια.
Τα όνειρα απλώνονται
επάνω μας τη νύχτα
μ’ όλο τον τρόμο της ζωής
με σφίγγεις με φωνάζεις
πνιγμένοι π’ αγκαλιάζονται
στο τελευταίο κύμα.
Φανταχτερή κουρτίνα
η ομορφιά που λατρέψαμε
τραβιέται μες στη νύχτα
απεικονίζεται στο μαύρο
η απειλή γύρω απ’ τα σώματα
κι όλες οι πράξεις
π’ αφήσαμε μισές τη μέρα
ξανάρχονται να μας αποτελειώσουν
στο σκοτάδι.
Μακαρίζω τους νευρωτικούς
τους φοβισμένους
που μι’ αμυχή, μια σκιά, μια υποψία
τους κυριεύει το μυαλό.
Εγώ δεν έχω παρά το θάνατο
απλό, καθαρό, στρογγυλό
μια βεβαιότητα
που κάθεται στο στήθος.
Κοιμάσαι δίπλα μου
με το αρυτίδωτό σου πρόσωπο
σαν ανοιξιάτικο πανί
που πλέει μες στον ύπνο.
Σε αγγίζω
κι όπως η ανάσα σου δροσερή
χαϊδεύει τη σκέπη του ονείρου
ακόμα λίγο ήλιο παίρνω, λίγο νερό
πριν μες στο κώμα αρχίσει
ατέρμονη η επιστροφή
στις ρίζες του φθαρτού.
Στη ζέστη της Ελλάδας
τα κολλημένα στέρνα μας
ανάβλυζαν νερά
έπινα τον ιδρώτα σου
μαζί με τα φιλιά σου
το αχ σου
στη σκιά του πατζουριού.
Την ώρα που ανέβαινε
το άγριο μεσημέρι του τόπου
εφούντωνες και συ
με τα τρελά τσουλούφια σου
τα θεία τσίνορα σου,
το γέλιο σου πολύεδρο
μες στ’ αλμυρά πρίσματα του πάθους.
Στην τόση λάβρα,
στην τόση ακινησία,
με μόνο ίσκιο πάνω μας
το μαύρο πεπρωμένο,
τα σκίτσα της ύπαρξης μας
έμοιαζαν μ’ εξίσωση εντόμων.
Κακοφορμίζει ο Αύγουστος
σαν ανοιχτή πληγή
και τα τζιτζίκια αστείρευτα
θυμίζουν πάλι τον ποιητή
στου ποιήματος το τέλος.
Άπνοια...
Η μύγα σχολαστικά τα πάντα π’ ασχημίζει
εκάθισε στο πέος σου
και τρώει το χυμό σου.
Περνάει με το μεγάφωνο
αυτός με τα καρπούζια.
Το μεσημέρι πέφτει
στα πόδια μου
σαν κεφαλή κομμένη.
Childhood is not from birth to a certain age and at a certain age
The child is grown, and puts away childish things.
Childhood is the kingdom where nobody dies.
Nobody that matters, that is. Distant relatives of course
Die, whom one never has seen or has seen for an hour,
And they gave one candy in a pink-and-green stripéd bag, or a jack-knife,
And went away, and cannot really be said to have lived at all.
And cats die. They lie on the floor and lash their tails,
And their reticent fur is suddenly all in motion
With fleas that one never knew were there,
Polished and brown, knowing all there is to know,
Trekking off into the living world.
You fetch a shoe-box, but it’s much too small, because she won’t curl up now:
So you find a bigger box, and bury her in the yard, and weep.
But you do not wake up a month from then, two months
A year from then, two years, in the middle of the night
And weep, with your knuckles in your mouth, and say Oh, God! Oh, God!
Childhood is the kingdom where nobody dies that matters,
—mothers and fathers don’t die.
And if you have said, “For heaven’s sake, must you always be kissing a person?”
Or, “I do wish to gracious you’d stop tapping on the window with your thimble!”
Tomorrow, or even the day after tomorrow if you’re busy having fun,
Is plenty of time to say, “I’m sorry, mother.”
To be grown up is to sit at the table with people who have died,
who neither listen nor speak;
Who do not drink their tea, though they always said
Tea was such a comfort.
Run down into the cellar and bring up the last jar of raspberries;
they are not tempted.
Flatter them, ask them what was it they said exactly
That time, to the bishop, or to the overseer, or to Mrs. Mason;
They are not taken in.
Shout at them, get red in the face, rise,
Drag them up out of their chairs by their stiff shoulders and shake
them and yell at them;
They are not startled, they are not even embarrassed; they slide
back into their chairs.
Your tea is cold now.
You drink it standing up,
And leave the house.
What lips my lips have kissed, and where, and why,
I have forgotten, and what arms have lain
Under my head till morning; but the rain
Is full of ghosts tonight, that tap and sigh
Upon the glass and listen for reply,
And in my heart there stirs a quiet pain
For unremembered lads that not again
Will turn to me at midnight with a cry.
Thus in winter stands the lonely tree,
Nor knows what birds have vanished one by one,
Yet knows its boughs more silent than before:
I cannot say what loves have come and gone,
I only know that summer sang in me
A little while, that in me sings no more.
I wake to sleep, and take my waking slow.
I feel my fate in what I cannot fear.
I learn by going where I have to go.
We think by feeling. What is there to know?
I hear my being dance from ear to ear.
I wake to sleep, and take my waking slow.
Of those so close beside me, which are you?
God bless the Ground! I shall walk softly there,
And learn by going where I have to go.
Light takes the Tree; but who can tell us how?
The lowly worm climbs up a winding stair;
I wake to sleep, and take my waking slow.
Great Nature has another thing to do
To you and me; so take the lively air,
And, lovely, learn by going where to go.
This shaking keeps me steady. I should know.
What falls away is always. And is near.
I wake to sleep, and take my waking slow.
I learn by going where I have to go.
Πριν ακόμα βυζάξω το γάλα της ζωής
έπεσε πάνω μου η σκιά του θανάτου
το ανύποπτο σώμα μου πάλεψε, νίκησε
κι ακολούθησε την τροχιά του
γύρω από το ανάπηρο αστέρι της γέννησής μου
αεράκι φυσούσε και χάιδευε ουλές, καμπύλες
το σώμα μεγάλωνε και με κουβαλούσε σ’ αυτή τη γη
μαζί με τους δυο αντίθετους κόσμους
τη ζωή και το θάνατο
τα πορφυρά χρώματα της δύσης με μάγευαν
άνοιγαν του παράδεισου τις πύλες
κι ας σήμαιναν το τέλος της ημέρας
όταν ανέτελλε το αρσενικό σώμα
το δικό μου ξαναγεννιόταν
ξάπλωνα τότε πάνω στη γη
τη ζέστα της έκλεβα
και θαρρούσα πως μάντευα πώς αισθάνονται τα φυτά της.
Σώμα μου, δικό μου σώμα
από σένα όλα απορρέουν…
ως κι εκείνες οι στιγμές οι άυλες
οι μεταφυσικές
όταν ανεβαίνει ο νους και γίνεται ουρανός
όλα από σένα ρέουν…
όμως του σώματος η διπροσωπία
δεν είναι απάτη
είναι ευλογία.
[...]
Οι μεγάλοι μάς λένε: τεμπέληδες.
Μα εμείς ξέρουμε από δουλειά και καθόμαστε ξύπνιοι ως την αυγή
δουλεύοντας στο μεγάλο γαλάζιο χωράφι για να μη λείψει ο κήπος του ήλιου
πάνου απ’ τους κήπους των ανθρώπων.
Εμείς, κι ας μας λένε τεμπέληδες, ξέρουμε τι είναι μόχτος, ξέρουμε τι είναι
να οργώσεις απ’ την αρχή τον πιο μεγάλο αγρό που κάθε μέρα τον σκεπάζουν οι τσουκνίδες.
Εμείς ξέρουμε πόσο κουράστηκαν τα χρυσά χεράκια των αχτίνων
για να χτίσουν τούτες τις χαρούμενες πολιτείες των λουλουδιών
με τ’ ανοιχτά μπαλκόνια των τριαντάφυλλων, με τα ψηλά καμπαναριά
των κρίνων.
Οι άλλοι βλέπουν μονάχα τις αχτίνες και τα λουλούδια.
Δεν ξέρουν τίποτα για το δικό μας μόχτο και το δάκρυ.
[...]
Κρατώ λουλούδι μάλλον.
Παράξενο.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
πέρασε κήπος κάποτε.
Στο άλλο χέρι
κρατώ πέτρα.
Με χάρη και έπαρση.
Υπόνοια καμιά
ότι προειδοποιούμαι γι’ αλλοιώσεις,
προγεύομαι άμυνες.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
πέρασε άγνοια κάποτε.
Χαμογελώ.
Η καμπύλη του χαμόγελου,
το κοίλο αυτής της διαθέσεως,
μοιάζει με τόξο καλά τεντωμένο,
έτοιμο.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
πέρασε στόχος κάποτε.
Και προδιάθεση νίκης.
Το βλέμμα βυθισμένο
στο προπατορικό αμάρτημα:
τον απαγορευμένο καρπό
της προσδοκίας γεύεται.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
πέρασε πίστη κάποτε.
Η σκιά μου, παιχνίδι του ήλιου μόνο.
Φοράει στολή δισταγμού.
Δεν έχει ακόμα προφθάσει να είναι
σύντροφός μου ή καταδότης.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
πέρασ’ επάρκεια κάποτε.
Συ δεν φαίνεσαι.
Όμως για να υπάρχει γκρεμός στο τοπίο,
για να ’χω σταθεί στην άκρη του
κρατώντας λουλούδι
και χαμογελώντας,
θα πει πως όπου να ’ναι έρχεσαι.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
ζωή πέρασε κάποτε.
Λυπάμαι τις νοικοκυρές
έτσι που αγωνίζονται
κάθε πρωί να διώχνουν απ’ το σπίτι τους τη σκόνη,
σκόνη, ύστατη σάρκα του άσαρκου.
Σκούπες σκουπάκια
ρουφηχτήρια φτερά τιναχτήρια
ξεσκονόπανα κουρελόπανα κλόουν
θόρυβοι και τρόποι ακροβάτες,
μαστίγιο πέφτουν οι κινήσεις
πάνω στην κατοικίδια σκόνη.
Κάθε πρωί μπαλκόνια και παράθυρα
ακρωτηριάζουνε μια δράση και μιανέξαψη:
άσώματα κεφάλια χοροπηδάνε σαν γιογιό,
χέρια εξέχουν και σφαδάζουν
σαν κάτι να τα σφάζει από μέσα,
σπασμένα σώματα μισά
που τα πριόνισε το σκύψιμο.
Άλλο ένα σπάσιμο του Ολόκληρου.
Όλο σπάζει αυτό,
πριν καν υπάρξει σπάζει
και σαν να είναι γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό,
για να μην είναι.
Ολόκληρη ζωή σου λέει ο άλλος.
Από πού ως πού ολόκληρη
μ’ ένα σπασμένο πάντα μέτρο που κρατάτε
και μετράμε;
Αξιολύπητη λέξη το Όλόκληρο.
Σωματώδης άλλοπαρμένη περιφέρεται.
Γι’ αυτό τη φωνάζουν τρελή τα μπατίρια μεγέθη.
Τινάγματα τινάγματα
να φύγει η σκόνη απ’ τις ρηχές
να φύγει κι από τις βαθιές φωλιές του ύπνου,
σεντόνια καί σκεπάσματα.
Κι εκείνες οι φορές
όπου πετάγεται το σώμα τρομαγμένο
νύχτα κι ούρλιάζει Θέ μου μικραίνω,
θα τιναχτούν κι αυτές σαν σκόνη,
σκόνη η έλάττωση κι ο τρόμος
και πώς δεν τα αντέχω τα τινάγματα
του μέσα βίου έξω.
Πρησμένα μαξιλάρια του ύπνου
φριχτά γρονθοκοπιούνται και φοβάμαι
τρέμω μη γίνουνε ζημιές:
είν’ οι κρυστάλλινες διαθήκες των ονείρων εκεί μέσα.
Όλα τα όνειρα όνειρο τα κληρονομεί
και άνθρωπος κανένα.
Τρέμω, τέτοια παγκόσμια αποκλήρωση
δεν το αντέχω να τινάζεται σαν σκόνη.
Χτυπήματα χαλιών
να βγει η σκόνη απ’ των σχεδίων τις φωλιές,
να γκρεμιστεί απ’ τα γεφύρια των χρωμάτων.
Κι ο γρήγορος βηματισμός
ο τρελαμένος πέρα δώθε μέσ’ στο σπίτι
μέσ’ στή ρηχή εμπιστοσύνη των χαλιών
να μην ακούν οι από κάτω τι βαδίζει
να μην ακούνε τι δε συμβαδίζει,
θα τιναχτεί κι αυτός σαν σκόνη
και πώς δεν τα αντέχω τα τινάγματα
του μέσα βίου έξω.
Λυπάμαι τις νοικοκυρές
τον άγονό τους κόπο.
Δε φεύγει η σκόνη, δε στερεύει.
Κάθε που πάει ο καιρός καιρό να συναντήσει
καινούργια συμφωνία σκόνης κλείνεται.
Οι προφυλάξεις απ’ αυτήν- το Καθαρό
και η Σταθερότης- μέσα επιστροφής της.
Τη φέρνουν πρώτες και καλύτερες.
Δεν έχω δει πιο σκονισμένες επιφάνειες από δαύτες.
Ως και το Φως το πεντακάθαρο
χαρούμενη μεταφορά της σκόνης:
είν’ ένα θαύμα να τη βλέπεις
πώς προχωρεί ακίνητη πάνω σ’ άκτίνα ήλιου,
σαν να πατάει σε σκάλα κυλιόμενη
απ’ αυτές τις μοντέρνες, τις υπνωτισμένες,
με τα ευνουχισμένα σκαλοπάτια.
Μεταφέρεται
ορατή σαν αέρας χοντρά αλεσμένος
να ξαναμπεί απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα
τους ανοιχτούς της νόμους.
Η ύπαρξή μας σπίτι της και μέλλον της.
Ανοικοκύρευτη εγώ, την αφήνω να κάθεται.
Μελετηρή στη ράχη ενός βιβλίου
που μιλάει για το Γήρας.
Στη φρόνιμη φωτογραφία των παιδιών μου
6ταν αυτά με φόραγαν
λευκή κολλαριστή ολοστρόγγυλη Μητέρα
χαλαρά από μέσα ραμμένη
με κρυφές αραιές βελονιές
στη σχολική ποδιά τους.
Τώρα ντυθήκανε Μεγάλα τα παιδιά μου,
φοράει η σκόνη τώρα την ποδιά τους
τον στρογγυλό γιακά,
με φοράει Μητέρα η σκόνη-
έτσι πρέπει να ράβονται
οι σχέσεις κι οι εξαρτήσεις,
με αραιές χαλαρές βελονιές,
για να μπορούν να ξηλώνονται εύκολα.
Ποτέ δεν ξεσκονίζω
τον ορειχάλκινο αθλητή
που διακοσμεί μεγάλο ορειχάλκινο ρολόγι.
Τόσο μυώδη τα μέλη του
που μοιάζουν θυμωμένα.
Ίσως γιατί τον αναγκάζουν να γυμνάζει
κάτι πολύ αόρατο,
μπορεί το χρόνο να γυμνάζει,
μπορεί να θέλει ο χρόνος να μπορεί
πιο γρήγορα να τρέχει απ’ όσο τρέχει.
Επίδοση που χαροποιεί τη σκόνη.
Κάθεται στον καθρέφτη μου,
δικός της, της τον χάρισα.
Χέρσο πράμα, τι να το `κανα;
Έπαψα να καλλιεργώ τα πρόσωπά μου εκεί μέσα,
δεν έχω όρεξη να οργώνω αλλαγές
και να διπλασιάζομαι αλλιώτικη.
Την αφήνω να κάθεται
την αφήνω να έρχεται
με το τσουβάλι να έρχεται
την αφήνω να χύνεται απάνω μου
σαν αλεσμένη διήγηση μεγάλης ιστορίας,
την αφήνω να έρχεται γρήγορα γρήγορη
σαν χρόνος που γυμνάστηκε
πιο γρήγορα να τρέχει απ’ όσο τρέχει
και κάθεται βαριά μπατάλα σκόνη,
την αφήνω να κάθεται, χρονίζει,
μπατάλα με σκεπάζει, την άφήνω
να με σκεπάζει την αφήνω
με σκεπάζει
να με ξεχνάς την άφήνω
να με ξεχνάς άφήνω
με ξεχνάς
να με ξεχνάς
σε αφήνω
γιατί δεν τα αντέχω τα τινάγματα
του μέσα βίου έξω.
Ας αφήσουμε στην άκρη επιτέλους τον κοινωνικό αγωνιστή Γιάννη Ρίτσο. Ας μην σκιάσουμε την εικόνα της ποίησής του με το καλοπροαίρετο αίτημα για έναν ακόμα εθνικό ποιητή, όπως κάποτε σκιάστηκε από την κακόβουλη αναγκαιότητα ενός αντεθνικού ποιητή. Αυτά τα πράγματα έχουν κριθεί, για όσους διαθέτουν κρίση. Ας θεωρήσουμε τις προκαταλήψεις, που συνεχίζουν να τριγυρίζουν το έργο του, ως αυτό που είναι: αστειότητες. Έγραφε πολύ, το έργο του είναι άνισο, έβαλε την πολιτική στην ποίηση, αφηνόταν εύκολα σε συναισθηματισμούς, δεν καταδίκασε τον σταλινισμό, άργησε να ωριμάσει ποιητικά, και ποιος ξέρει τι άλλο, κατά τη διάθεση και το έργο των απολογητών τής -επί του παρόντος λιγότερο επιζήμιας για τα συμφέροντά τους- ιστορικής στιγμής. Και αυτά τα πράγματα έχουν κριθεί, για όσους διαθέτουν κρίση.
Ας ασχοληθούμε επιτέλους με αυτό που κατ’ ουσίαν υπήρξε: ένας καταιγιστικός ποιητής, ο οποίος αφομοίωσε την ενέργεια της θύελλας του μοντερνισμού και την διοχέτευσε στην ελληνική γλώσσα, με φιλόδοξες προθέσεις και εντυπωσιακά αποτελέσματα.
Ο Γιάννης Ρίτσος εμφανίστηκε επίσημα στα γράμματα το 1934 με τη συλλογή Τρακτέρ, που περιείχε ποιήματα γραμμένα ανάμεσα στο 1930 και την χρονιά της έκδοσης. Ο τίτλος του βιβλίου ήταν για τα ποιητικά δεδομένα της εποχής μια καινοτομία σκανδαλιστική. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για τον πρώτο μοντερνιστικό τίτλο βιβλίου, μετά το Θείο Τραγί του Γιάννη Σκαρίμπα, ενός πρωτοπόρου συγγραφέα με τον οποίον είχε από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 στενή σχέση ο Ρίτσος. Προφανώς, ο τίτλος Τρακτέρ είναι φουτουριστικός. Γνωρίζουμε πως το ιταλικό καλλιτεχνικό κίνημα του φουτουρισμού απέρριπτε οτιδήποτε παλιό, το ίδιο το παρελθόν με την αφόρητη στασιμότητά του. Οι φουτουριστές λάτρευαν την αναπτυσσόμενη τεχνολογία, ως αντιστάθμισμα στη συναισθηματική φυσιογραφία των συμβολιστών. Γι’ αυτό τα καλλιτεχνήματά τους έσφυζαν από στρεβλά γεωμετρικά σχήματα, που διαπλέκονταν, δημιουργώντας ρευστές μορφές. Η ρευστότητα, ιδίως, και η λατρεία της τεχνολογίας, συνέδεσαν τον ιταλικό φουτουρισμό με τον ρωσικό. Οι Ρώσοι καλλιτέχνες υπήρξαν ακόμα πιο προκλητικοί απέναντι στο παρελθόν και ακόμα πιο τολμηροί στις γραμμές τους. Ωστόσο, τα έργα τους είχαν ένα στοιχείο δραστικά ανθρωπιστικό, σε αντίθεση με το υποκρυπτόμενο στη λατρεία του ήρωα θεολογικό στοιχείο του ιταλικού φουτουρισμού. Για τους Ρώσους πρωτοπόρους, η τεχνολογία είχε χαρακτήρα εργασιακό, χωρίς ωστόσο να μπορούν ν’ αποφασίσουν αν η Ιστορία δρομολογείται από το δημιουργικό υποκείμενο ή από την οργανωτική επιβολή του εργοταξίου.
7. When we meditate upon the unique grandeur of the Commedia, its cosmic scope, and the joint superiority in it of the inner melody, the action, the theme and the number, our admiration goes out to the genius of Dante, of course, but also to his luck.
A Frenchman has said that genius is a "long patience." He was probably right. But the longue patience and mad obstinacy in labor depend themselves on a deeper source. Complex as the obscure reality meant by this word may be, genius has essentially to do with the fact of poetic intuition taking shape in the inaccessible recesses of the soul at an exceptional degree of depth. When it comes to designating the particular quality which characterizes those creative regions, we are at a loss to find an appropriate name. The least defective term I am able to suggest is creative innocence. This creative innocence, which is one with unimpeded power and freedom of poetic intuition, is, I think, the most profound aspect of Dante's genius.
The word innocence has two connotations. The first is naiveté, that sort of total simpleness and confidence in gazing at things of which intelligence at the highest degree of its vitality or childish ignorance alone are capable, and which, like the charity spoken of by St. Paul, believes as one breathes, "believeth all things."
How could one utter if he did not believe? The native reliance, consubstantial with his own being, "la betise," Baudelaire said{15} (because he hid himself in the disparaging irony of nineteenth-century dandyism), with which any great poet believes all things—not only all things brought to him by poetic experience, but also everything in the world and in himself which is food or support for it, and every nod and wink that events give to him, and his own feeling, and his own urge to speak an unspeakable truth of his own—is carried in Dante to the point of an adamantine certitude. He has no doubt at all. He seems even immune from the doubt which troubles so many great poets about their own work.
And the feeling that every great poet has—be it in distressing obscurity—of a certain wound which has set free in him the creative source, and has separated him from other men (through the dreams and detachment of childhood, or some abiding despair) is carried in Dante to the point of a perfectly clear awareness. He knows his wound and believes in it; and cherishes it. Beatrice has made it. The best that we can do is to accept his testimony, just as it is given. Freudians may explain in their way the sublimation of the experience he underwent in seeing a girl of nine when he was nine. What matters to us is the fact that this trauma, penetrating to the very center of the powers of the spirit, has made of his relation to Beatrice the unshakeable personal truth on which his poetic intuitivity will live, the nest of his creative emotion, the basic belief through which all realities of the visible and invisible world will awaken his creative subjectivity. If by virtue of the magic of imagination and the symbol, Beatrice was to become, while remaining herself, a constellation of supreme spiritual lights, it is because everything revealed to Dante in the night of poetic knowledge was revealed to him in and through his love for her—captured itself by imagination but still keeping its original impact—and in continuity with the primordial intuition which had obscurely disclosed womanhood and desire to him.
Symbolically transmuted as she may be, Beatrice is never a symbol or an allegory for Dante. She is both herself and what she signifies. Dante's blessed naiveté is so profound that—at the preconscious level of creativity, in the deepest nocturnal recess of poetic intuition—he actually believes in this one and multiple identity. Without this central belief all his poetry would have quit him. His naiveté is such that he believes his love for Beatrice to be in itself and in the face of all men as important a thing as heaven and earth. This naiveté, which "believes all things," has such brazen audacity that nothing seems more natural to him than to have a certain girl, by the original fact that his flesh burned for her, exalted in paradise as the incarnation of theological knowledge, in whose eyes the humanity and the divinity of Christ are mirrored, and of faith illumined by the contemplative gifts, and of the inspired guidance in the regions of the beatific vision. Vergil and all the abysses of darkness and light were mobilized, the great voyage from hell to heaven was undertaken, the entire Commedia was written to glorify this woman. This was the first basic incentive. "Therefore," as he puts it in the last chapter of the Vita Nuova, "if it be His pleasure through Whom is the life of all things that my life continue with me a few years, it is my hope that I shall write yet concerning her what hath not before been written of any woman."
Νύχτα θολή κουφώνοντας τη σκιά μας
Φθορά της πέτρας μοναξιά του ατέλειωτου πάγου
Έμεινε πίσω η ανοιχτή καρδιά που αγκάλιαζε τον άνεμο
Που κινούσε τα σώματα σαν ένα δάσος
Τα μαραμένα σύμβολα από κάποια λουλούδια
Λείψανα των χεριών στα χιονισμένα κοιμητήρια
Έμεινε πίσω μελανή δροσιά στη σάρκα της χλόης
Στην άσπιλη παρθενικότητα της ημέρας
Ο άνεμος δε θρηνεί πια δεν μπορεί να μιλήσει
Έχει χλωμιάσει ως την κοκάλινη κοίτη, την κόμη του ύψους,
Στόμα κατάπληχτο σαν πληγωμένο αηδόνι
Φωνή ματωμένη ως τις στεφανωμένες σιωπές
Τα ζώα θα γδυθούν το παλιό πεθαμένο ντύμα
Τα πουλιά θ’ ανοίξουν τις παγωμένες πτυχές τους
Για να φωτίσουν την άφθαρτη παρουσία
Παιδιά και λουλούδια θα ’χουν την ίδια βροχή
Τις άλλες στάλες τα ίδια αστέρια μέσα στα μάτια
Δείχνοντας το χρώμα της αγνότητας τον ουρανό της αγάπης
Ένας άνθρωπος χίλια σώματα ένα σώμα χίλιες ψυχές
***
Όμως εμάς ποια σάλπιγγα θα μας καλέσει
Με τι χέρι και πρόσωπο να σηκωθούμε
Κάτω απ’ τα δέντρα που μυρίζουν πληγές και σκοτάδι
Και σάπιο νερό
Δε μιλώ γι’ αυτό που είναι
Μιλώ γι’ αυτό που γίνεται
Για κείνο που έρχεται
Τραγουδώ για να παίρνω ανάσα
Για ν’ ακούω την πολλαπλή φωνή μου
Εξάσκηση πουλιού
Αγαπώ τ’ ανυπόμονα κλειδωμένα χείλη
Τους κύκλους που γράφουν τα ποτάμια
Τους ήχους των πεδιάδων
Κι ένα άγνωστο άρωμα που τρυπάει το γυαλί
Ανοίγοντας ρωγμές απόκρυφες
Με διαστάσεις αθανασίας
Δεν ακούω τα πουλιά να πετούν σ’ έναν άδειο αιώνα
Ένας αιώνας είναι μια άρπα
Κι η ρόδα του ήλιου πάει μπροστά
Ανάμεσα στους αριθμούς και τα όντα
Ακούω μια καινούργια βοή
Στ’ άσπρα κοπάδια των πρόσφατων τάφων
Χίλια λουλούδια κοιμούνται θαμμένα
Κάτω απ’ τα φύλλα του τρυφερού
Τα λουλούδια που ονειρεύομαι
Η φωτιά κηρύχνει την έλευση
Καίοντας σαν καλοκαιρινή πομπή
Μια στοίβα από νεκρούς
Διαβαίνω το κατώφλι της στάχτης
Καλημερίζω τα δέντρα που γέρνουν
Από καρδιές και μητρικά χαμόγελα
Πέρα απ’ το χώμα που διψάει
Κι από τους ελαφρούς ορίζοντες
Τους πόθους που περνούν στις άκρες των φτερών
Η φωνή των πουλιών αλλάζει
Και μιλεί για μυστικούς άσπιλους έρωτες
Για μεγάλες ελπίδες που κρέμονται στον ουρανό
Για κάλυκες γεμάτους αίμα κι ανείπωτες κυοφορίες
*
Αστερωμένη αναμονή
Διάδημα στον κρόταφο της αγωνίας
Νίκη του βάθους από διάσταση κι άπειρο
Δυναστεία της ομορφιάς χέρι μετέωρο
Δέντρο ιδεατό που αναριγεί από χυμό και πόνο
Κύλησε σαν ένα κρατημένο ποτάμι,
Γεωμετρία πολύμορφη, επιθυμία, όνειρο, πράξη
Επάνω σ’ όλους τους κοιμισμένους
Περαστικό πουλί αποδημητικό όπως τα χελιδόνια κι οι αύρες
Σταματώ κι αγναντεύω τα παιδικά κορμιά και τα ζώα
Την ξεχασμένη θάλασσα σε σύνορα από φλόγες,
Την ημέρα, το λίκνο του νερού, τον ήλιο που βασιλεύει,
Το βράδυ που ψυχομαχάει ο θάνατος κάτω από μουσκεμένα φώτα,
Τ’ άλογο της σελήνης που ξετυλίγεται στη γραμμή του βουνού
Ένα όνομα
Ένα κλαδί
Μια τρυφερή ανεμώνα
Ανεβαίνω την κλίμακα
Απ’ την ποδιά της χλόης ως τις απρόσιτες κορυφές
Απ’ το πεζούλι στ’ όνειρο κι απ’ τ’ όνειρο στη μοναξιά
Εκεί που σβήνουν οι σκιές κι αρχίζει η παρουσία
Ομιλία από στόμα σε στόμα
Κάτω απ’ το μάτι τ’ ουρανού
Κάτω απ’ τα μεγάλα μηνύματα που εξαγγέλλουν οι σιωπές
Ανάμεσα σ’ ένα χαμόγελο και μια αστραπή
Το θάνατο μιας πτυχής τη γέννηση ενός άστρου
Καρδιά του κρυμμένου καλοκαιριού
Κάτω απ’ τις νεκρές επιφάνειες
Καθαρή ευφορία από βρέφη κλειστά κι ανέκφραστες μητέρες
Που γεμίζουν τις πεδιάδες του τρόμου αντηχώντας το αίμα τους
Ένα βλέμμα χαράζει το ίχνος του
Άφθαρτο ρόδο στην απλωσιά του ματιού
Τα κρατημένα δάκρυα συντρίβουν τις φλέβες
Κάτω απ’ το μίσχο μιας μεγάλης μορφής που γεννιέται
Μες απ’ τα φύλλα του σκοταδιού ως το λυμένο χαμόγελο
Μορφή πολλαπλή, ένας ήλιος που μοιράζει το σώμα του
Στις πεινασμένες πλώρες και τα δέντρα
Στην άγραφη σελίδα του νέου χιονιού
Που σκεπάζει τους έρωτες και τους τάφους
Τις θήκες όπου αναπαύονται οι κοιμισμένες μητέρες
Πρόσωπο που απλώνεσαι, πρόσωπο,
Έκσταση της γης καθρέφτισμα ουρανού
Πέρα απ’ το σημείο το σχήμα και τ’ όνομα
Ευλογία της ύπαρξης που εγκυμονείς τα σπέρματα του γαλάζιου
Στη μυστική αναδίπλωση της νύχτας του εαυτού σου
Ψηλό σκαλοπάτι από πάγο και κίνδυνο
Αγγίζοντας την πέτρα ως την κρυμμένη φωτιά
Τον ύπνο του νερού στην ηχηρή του κοίτη
Αγγίζοντας την κλειστή καμπύλη του αόρατου ακρογιαλιού
Πρόσωπο π’ ανεβαίνεις πιο δυνατό απ’ τον άνεμο
Σώμα πιο πλαστικό κι απέραντο απ’ τη θάλασσα
Η ομορφιά που περπατεί επάνω στο χρόνο και στο θάνατο
***
Ο άντρας ακολουθεί τ’ ωρολόγιο των πουλιών
Τα πουλιά τις πυξίδες του ήλιου
Η γυναίκα απλώνεται μες στο κοχύλι του εαυτού της
Ανάβοντας ένα φως λιγνό από διάφανη γύμνια
Κοντά στη θάλασσα που λικνίζει τα ζωντανά όστρακα
Και τ’ άστρα που ονειρεύονται έναν ασάλευτο ήλιο
Μια πάμφωτη σπηλιά από τιτανικές μορφές πάγου
Γυναίκα του μελιχρού ύπνου μοναξιά από σάρκα
Ψυχή του βουνού πορφυρή ουσία της γης
Σελήνη ολόγεμη από έρωτα του γυμνού κόσμου
Μνηστή του θανάτου που συλλέγεις το αίμα του χρόνου
Επάνω σ’ ένα χαμόγελο μέσα σε μια σταγόνα
Χορδή τ’ ουρανού λαχτάρα του ύψους
Άγαλμα της ζεστής βροχής κοιλότητα της θάλασσας
Αρράγιστη καρδιά παιδιού ακρογιαλιά του ανέμου
Πολλαπλό τοπίο που βυθίζεται μέσα σ’ όλα τα δέντρα
Ύπαρξη φλέβα χαράς ανάμεσα στα λουλούδια
Ύπαρξη βλέφαρο ανοιχτό επάνω στα πράγματα
Τα θαυμαστά σου χέρια βυθίζονται μέσα στη λάσπη
Ξεσκίζοντας τη σκιά κάτω απ’ τα πεθαμένα φύλλα
Και πλάθουν την απλότητα του προσώπου με τα μεγάλα τους δάχτυλα
Χαράζοντας την απαράμιλλη ομορφιά του σύμβολο ζωντανό
Πάνω από τα ζώα
Πάνω απ’ τ’ άστρα
Αγαπώ το απλό χώμα
Τη ζεστή σκόμη της κάθε ημέρας
Περπατεί μέσα στον άνεμο
Μας μαθαίνει να βλέπουμε τους ίσκιους των άστρων
Τα κλαδιά και τα μάτια που μας περίμεναν
Ένα περιστέρι εμπιστεμένο στον κόρφο του ήλιου
Φύλλο που αφέθηκε σαν ένα φτερό
Νερό που τρέχει
Εγκάρδιος ουρανός
Η τρυφερότητα της γης
Ποιος ξέρει
Γλήγορα γλυστρούμε απ' τον κόρφο τ' ουρανού
Από βυθό σε βυθό
Πιο κάτω από τα ζώα
Μέσα στη νύχτα
Ξεχάσαμε και δεν το ξέρουμε
Η καρδιά μας ξεπερνά
Θάλασσα φορτωμένη ανάστροφο ύψος
Έρωτα των αγγέλων
Ποιος μπορεί να σταθή στην ακτή και στον άνεμο
Στην ίσια γραμμή π' ανοίγεται το ταξίδι
Προτού φωνάξει η θάλασσα
Κατέβηκα με τη λάμψη που έκαψε τις φτερούγες
Ύψος και γληγοράδα
Ίσκιος από καθαρότητα χιονιού
Από κατατομές και ζώα που τρέχουν
Το αθάνατο νερό το μέταλλο της ηχηρότητας
Όταν ένα βλέμμα γίνεται άστρο
Μέσα σ’ ένα αδιάσπαστο χαμόγελο
Αγαπώ τ’ ακίνητα χέρια
Την στέγνα του καλοκαιριού
Την ουσία της απέραντης τέφρας
Ανοίγω τα σκοτεινά παράθυρα
Μέσα στην άλλη πρωία μιας αόρατης παρουσίας
Μην αγγίζετε το πρόσωπο
Τ’ όνειρο μιας κρυμμένης αυγής
Που σχηματίζει τα μάγουλά της
Μην πληγώνετε το σώμα
Το πιο ακριβό φορτίο της θάλασσας
Αφήστε το ν’ αντηχήσει
Μέσα στο θόρυβο των ωρών
***
Έρχεται η βασιλεία της μοναξιάς
Η απεραντοσύνη της γυμνής πεδιάδας
Του παγωμένου νερού
I know I am but summer to your heart,
And not the full four seasons of the year;
And you must welcome from another part
Such noble moods as are not mine, my dear.
No gracious weight of golden fruits to sell
Have I, nor any wise and wintry thing;
And I have loved you all too long and well
To carry still the high sweet breast of Spring.
Wherefore I say: O love, as summer goes,
I must be gone, steal forth with silent drums,
That you may hail anew the bird and rose
When I come back to you, as summer comes.
Else will you seek, at some not distant time,
Even your summer in another clime.
Time does not bring relief; you all have lied
Who told me time would ease me of my pain!
I miss him in the weeping of the rain;
I want him at the shrinking of the tide;
The old snows melt from every mountain-side,
And last year’s leaves are smoke in every lane;
But last year’s bitter loving must remain
Heaped on my heart, and my old thoughts abide.
There are a hundred places where I fear
To go,—so with his memory they brim.
And entering with relief some quiet place
Where never fell his foot or shone his face
I say, “There is no memory of him here!”
And so stand stricken, so remembering him.
I am not resigned to the shutting away of loving hearts in the hard ground.
So it is, and so it will be, for so it has been, time out of mind:
Into the darkness they go, the wise and the lovely. Crowned
With lilies and with laurel they go; but I am not resigned.
Lovers and thinkers, into the earth with you.
Be one with the dull, the indiscriminate dust.
A fragment of what you felt, of what you knew,
A formula, a phrase remains,—but the best is lost.
The answers quick and keen, the honest look, the laughter, the love,—
They are gone. They are gone to feed the roses. Elegant and curled
Is the blossom. Fragrant is the blossom. I know. But I do not approve.
More precious was the light in your eyes than all the roses in the world.
Down, down, down into the darkness of the grave
Gently they go, the beautiful, the tender, the kind;
Quietly they go, the intelligent, the witty, the brave.
I know. But I do not approve. And I am not resigned.
«Πολύ καλός καλλιτέχνης, αλλά μένω μόνο στην τέχνη του, με όλες τις απόψεις του διαφωνώ». Μια φράση που τα τελευταία χρόνια έχει ακουστεί πολύ και σε πολλές περιπτώσεις όχι αδίκως. Μιλήσαμε πολύ για πράγματα που είτε αγνοούσαμε είτε θεωρήσαμε το θυμικό ως επαρκή απόδειξη δίκιου. Αλλά όχι μόνο οι καλλιτέχνες. Ολοι σχεδόν είχαν έτοιμη μία άποψη για όλα. Και στην πόλωση της κρίσης επιχειρήθηκε να αφαιρεθεί ο λόγος από όσους εξέφραζαν διαφορετική άποψη. Από τη μία μεριά, να απαξιωθεί συλλήβδην η τέχνη και οι εκφραστές της να υποβιβαστούν στον ρόλο του διασκεδαστή. Από την άλλη, να «χτυπηθεί» με τραγούδια ο ορθολογισμός, ο οποίος ταυτίστηκε εν μιά νυκτί με τη συντήρηση και την αντίδραση.
Θα συμφωνήσουμε όλοι πως η ιδιότητα του καλλιτέχνη δεν ταυτίζεται απαραίτητα με εκείνη του πνευματικού ανθρώπου. Οπως και του πολιτικού με τον ευπατρίδη και τον ανιδιοτελή ή του επιστήμονα με τον αλάθητο ορθό λόγο.
Στη ζωή, η πραγματικότητα έχει το μισό δίκιο τουλάχιστον. Για το άλλο μισό θα μιλήσουμε σε κάποιο άλλο κείμενο…
Μην απαξιώνουμε τον επιστημονικό λόγο, ακόμη και τα οικονομικά μοντέλα – αν και αυτά δεν είναι καθαρή επιστήμη αλλά εμπεριέχουν μπόλικη ιδεολογία – ας διατείνονται για το αντίθετο – και υποκειμενικές κλίμακες και κώδικες περί ηθικής και δικαιοσύνης.
Από την άλλη, μην υποτιμάς εκείνον που μπορεί να σε συγκινήσει. Εκείνον που μπορεί να κάνει την καρδιά σου να χτυπάει διαφορετικά. Γιατί αν το καταφέρνει σημαίνει πως έχει βρει κουμπιά σου που ούτε ο ίδιος δεν είχες ανακαλύψει, σκέψεις για τον κόσμο – ακόμη και πολιτικές – που δεν θέλεις να παραδεχτείς πως υπάρχουν μέσα σου αλλά δεν τολμάνε να μιλήσουν λίγο πιο δυνατά.
Ο μανιχαϊστικός τρόπος ερμηνείας του κόσμου που θέλει τη λογική μόνο να είναι ικανή να παράξει πολιτική και τη συγκίνηση τη θεωρεί ως ένα παραγέμισμα του ελεύθερου χρόνου και ένα ξεμπούκωμα από το ζόρισμα των καθημερινών υποχρεώσεων, είναι αρκετά προβληματικός για ένα σωρό λόγους αλλά κυρίως για έναν.
Η λογική δεν φύεται στη φύση, ούτε είναι γραμμένη σε πλάκες του Μωυσή. Δημιουργείται, καλλιεργείται, κατευθύνεται και αποκτά μια επίφαση μοναδικότητας. Είναι εμπεδωμένη ιδεολογία.
Φυσικά ένα κι ένα κάνουν δύο. Δεν θα μαλώσουμε γι’ αυτό. Οτιδήποτε άλλο υποστηρίξουμε είναι στη σφαίρα μιας γοητευτικής ποιητικής άσκησης.
Ομως ο ρόλος της τέχνης και της συγκίνησης – με την έννοια της κινητοποίησης προς τα κάπου – δεν είναι να αμφισβητήσει το δύο στην προηγούμενη πράξη, αλλά να μας βοηθήσει να ανοίξουμε προσωπικούς και μοναδικούς δρόμους για να φτάσουμε εκεί που έφτασαν άλλοι πριν από εμάς. Ακόμη και η γνώση τού «ένα κι ένα κάνουν δύο» δεν παπαγαλίζεται, κατακτιέται. Φτάσε εκεί με τον δικό σου τρόπο.
Εν κατακλείδι, εκείνο που θέλω να πω είναι πως πραγματικά είναι πολύ κρίμα για όλους μας να μας έχουν δοθεί τόσο πολλές και διαφορετικές αισθήσεις για να εξηγήσουμε ένα μικρό μέρος της μαγείας και της πολυπλοκότητας και να κάνουμε υποφερτό το αδιανόητο της ζωής κι εμείς συνειδητά να επιλέγουμε ορισμένα από αυτά, πετώντας τα υπόλοιπα.
Μπήκα με άδεια τα χέρια στη σκήτη μου.
Τους καρπούς τώρα τους γεύεσαι γη - εγώ δεν υπάρχω.
Δεν ακούς πια τη φωνή μου - δεν ακούς
έχεις δικιά σου φωνή - δικά σου τα τείχη.
Φυτεύεις τα δέντρα - το στάρι ανθεί σε πελάγη.
Πάνω στο δικό μου το σώμα χτίζεις τις πόλεις.
Οι πόλεις έχουν δικό τους πια σώμα.
Καμιά σιωπή - λάμψη καμιά.
Περπατάς στους μεγάλους σου δρόμους
ζεύεις τους ποταμούς - τα βουνά
τρέχεις στα δάση
ανασταίνεις τους ήχους τους αυλούς τα νερά σε τραγούδια.
Τη νύχτα βγαίνω - κοιτάζω μακριά στο γιαλό
κοιτάζω βαθιά μες στα δάση
ανάβω μια μικρή φλόγα στη γη - ακούω τους ήχους
αυτούς που δεν θ' ακούσει πια κανείς - ακούω και τρέμω.
Ματώνω τα χέρια στους λόγγους - ματώνω τα γόνατα -Το ρήγμα ψάχνω να βρω σ' αυτό το μπετόν-
το ρήγμα. -Στο σκουλήκι της γης την φλόγα υψώνω.
Τρέχω μέσα στη νύχτα
τρέχω με τ' άλογό μου
βάζω πασσάλους πάνω στα όρη - σημαδεύω
τους δρόμους
ακούω ούρλιασμα λύκων -ακούω φωνές-
ακούω βουή καταρράχτες
βιάζομαι
βιάζομαι Πριν αλέκτωρ λαλήση
η νύχτα είναι μικρή - μεγαλώνει
ο άνεμος ετοιμάζει την έφοδο - οι φωνές
«κοίτα» - «τώρα» - «το άλλο βράδυ» -
Γιατί η ποίηση
-ψιτ, μεγάλε-
δεν είναι αιώρα ρεμβασμών
δεν είν' το φτερωτό σου κατοικίδιο
-ψιτ, μεγάλε-
Όταν υποδύεσαι το φεγγάρι
να το υποδύεσαι και στη χάση του
-δε θα σ' το κάνω πιο λιανά-
Αν το νοείς αυτό
έχει καλώς
αλλιώς
Ε ρε, Μαγιακόφσκι που σου χρειάζεται
*
Πού να 'σαι τώρα, βρε Βλαδίμηρε,
τώρα που και τα δυο μας νόμπελ
έγιναν συμπληγάδες
Κανείς δεν αρμενίζει πια για τ' άρμενα
κανείς για το γαλάζιο
μονάχο του συχνάζει στα μεγάλα υψόμετρα
Σ' αυτό το δρόμο με τα κλειστά παράθυρα
κατοικεί η μυρουδιά της φτώχειας.
Έσπασεν η χορδή του πιάνου
κι έμεινεν ημιτελής η συμφωνία της ομίχλης.
Κανείς δεν ήρθε ν' αποχαιρετήσει
αυτούς που έφυγαν μέσα στη νύχτα
γιατί δεν είχαν πού να σταθούν.
Όλα είναι νεκρά -
και ο θόρυβος
και το πλακόστρωτο
κι αυτή η τελευταία φωνή
που ακούστηκεν από το τέταρτο πάτωμα ενός σπιτιού
καθώς προσπαθούσε ν' ανεβεί στα σύννεφα.
Ένα παιδί μιλεί για τα ερείπια -
έχει στην άκρη του ματιού μια σπίθα
και τη μυρουδιά του ζεστού ψωμιού
που έχει γίνει ανάμνηση:
«Εκεί κοντά στο παράθυρο
μάς πήραν ένα βράδυ
το πρώτο γαρίφαλο,
δεν έμεινε τίποτε
που να θυμίζει την παρουσία του
- αυτό το ξύλο ήτανε στο περβάζι.
Τώρα η μητέρα έχει γίνει αστέρι
και μας κοιτάζει από τον ουρανό.
Θα φτιάξω ένα σπαθί
σαν κι αυτό που κρατούσε ο Αη-Γιώργης
στο εικονοστάσι,
ένα σπαθί κι ένα Σταυρό
ό,τι μας έμεινε
από το τελευταίο φέρετρο
που βγήκε από το σπίτι μας.»
Ένα παιδί που δεν έχει ηλικία
ένα παιδί που έχει την ηλικία όλου του κόσμου
μιλεί για τα ερείπια.
When I lie down to sleep dream the Wishing Well it rings
"Have you a new play for the broken down theater?"
When I write in my notebook poem it rings
"Buster Keaton is under the Brooklyn bridge on Frankfurt and Pearl..."
When I unsheathe my skin extend my cock toward someone's thighs fat or
thin, boy or girt
Tingaling-"Please get him out of jail... the police are crashing down"
When I lift the soupspoon to my lips, the phone on the floor begins
purring
"Hello it's me-I'm in the park two broads from Iowa... nowhere to sleep
last night...hit'em in the mouth"
When I muse at smoke crawling over the roof outside my street window
purifying Eternity with my eye observation of gray vaporous columns in
the sky
ring ring "Hello this is Esquire be a dear and finish your political
commitment manifesto"
When I listen to radio presidents roaring on the convention floor
the phone also chimes in "Rush up to Harlem with us and see the riots"
Always the telephone linked to all the hearts of the world beating at once
crying my husband's gone my boyfriend's busted forever my poetry was
rejected
won't you come over for money and please won't you write me a piece of
bullshit
How are you dear can you come to Easthampton we're all here bathing in
the ocean we're all so lonely
and I lie back on my palette contemplating $50 phone bill, broke, drowsy,
anxious, my heart fearful of the fingers dialing, the deaths, the
singing of telephone bells
ringing at dawn ringing all afternoon ringing up midnight ringing now
forever.
Pigeons shake their wings on the copper church roof
out my window across the street, a bird perched on the cross
surveys the city's blue-grey clouds. Larry Rivers
'll come at 10 AM and take my picture. I'm taking
your picture, pigeons. I'm writing you down, Dawn.
I'm immortalizing your exhaust, Avenue A bus.
O Thought! Now you'll have to think the same thing forever!
- Γιώργος Κακουλίδης: Πες μου για τη συνομιλία σου με το Θεό σαν λόγο, που, όπως λέει ο Μάξιμος Ομολογητής, είναι ολότελα ελεύθερος από υπακοή και παρακοή.
- Νίκος Καρούζος: Η «συνομιλία με τον Θεό» δεν υπόκειται σε όρους του τύπου «υπακοή - παρακοή». Δεν είναι εξουσιαστική σχέση. Δεν είναι εξουσιαστής ο Θεός - ή Μυστική ενέργεια έστω - κι αν υπάρχει κάτι να προσθέσουμε είναι τούτο: δεν ξεφυλλίζει ο Θεός κανενός είδους Ποινικό Δίκαιο. Συναρθρώνει συγκρουόμενες ελευθερίες χωρίς τη νίκη και χωρίς την ήττα. Θεός είναι η ταυτότητα της ελευθερίας που έχει η αντιλόπη όταν τρέχει για να ξεφύγει και της ελευθερίας που έχει η τίγρη όταν επίσης τρέχει για να την πιάσει και να την κατασπαράξει. Αυτό βέβαια είναι αγριότητα. Ομως, οποιαδήποτε λέξη μας τήκεται στο θάνατο. Τίποτα δεν υπακούει, τίποτα δεν παρακούει. Ελευθερία μονάχα προβάλλει.
- Γ. Κ.: Και τα πρόσωπα που βγαίνουν από την ποίησή σου - Ιησούς, Γκάντι, Τσε - έχω μια σιγουριά ότι στο τραπέζι θα κάτσουν όλοι.
- Ν. Κ.: Σ' Αυτή τη φανταστική συλλειτουργία των όντων, η νόηση της καρδιάς φέρνει την αγάπη σε φανέρωση μέσα στην Πράξη της Ζωής. Το έσχατο είναι η αγάπη. Και ειρηνεύουμε πέραν της αγριότητας και της ημερότητας. Η αγάπη δεν είναι εξημέρωση.
- Γ. Κ.: Τα ποιήματά σου είναι ποιήματα ενός Μυστικού, που αισθάνεται περισσότερο παρά αποδεικνύει οτιδήποτε.
- Ν. Κ.: Οι αποδείξεις είναι πάντοτε δουλειά της επιστήμης. Εκεί γίνεται μια εγχείρηση που αποκόπτει το υποκείμενο από το αντικείμενο. Στην ποίηση, στην τέχνη, υποκείμενο και αντικείμενο είναι ένα. Στη Μυστική διάσταση αυτής της ενότητας χάνεις τα μάτια σου: μαντεύεις. Ο Τειρεσίας ήτανε τυφλός. Κι έχει θαυμάσιο νόημα ο λόγος του Αϊνστάιν, που λέει πως η απόδειξη δεν είναι μάνα της αλήθειας, αλλά η αλήθεια είναι μάνα της απόδειξης.
- Γ. Κ.: Ο ποιητής είναι ο διά Χριστόν σαλός...
- Ν. Κ.: Σαλός, που σημαίνει παράφρων, αλλά με την έννοια του εν Χριστώ, εν Θεώ. Δεν πρόκειται δηλαδή για κοινή παραφροσύνη. Ο Χριστός δεν είναι μονάχα του χριστιανισμού, είναι η ενσάρκωση της μεγάλης πνευματικής αθωότητας. Είναι κιόλας η ενσάρκωση μιας τεράστιας πνευματικής οδύνης. Το ένα φέρνει τ' άλλο. Η αθωότητα δεν πάει με την κοινή λογική, που είναι η κακιά τρέλα της μάζας. Η αθωότητα είναι η υπέρτατη νοητική διάνοια.
- Γ. Κ.: Στο Ορος ανέβηκες. Τι σου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση;
- Ν. Κ.: Εχω πάει τέσσερις φορές στον Αθωνα. Οι ερημίτες εντυπωσιάζουν. Ενας απ' αυτούς μου είπε κάποτε: «Θα σου συστήσω ένα βιβλίο». Περιμένω ν' ακούσω. Εκείνος όμως δεν έλεγε τίποτα. Λες κι έψαχνε μέσα στη μνήμη. Πέρασαν αρκετά λεπτά της ώρας, ώσπου ρώτησα: «Ποιο είναι αυτό το βιβλίο» κι εκείνος μου είπε: «Κανένα»! Μετά την αναπάντεχη απόκριση του ερημίτη, βρέθηκα ξαφνικά χωρίς επιφάνεια και βάθος. Ημουνα ολότελα πραγματικός.
Οι γλώσσες εξελίσσονται (= κερδίζουν και χάνουν λέξεις και τρόπους του λέγειν) μέσα στις δομές τους. Η συγχρονία δεν μπορεί επ’ ουδενί να αγνοεί τη διαχρονία. Ούτε, όμως, η διαχρονία μπορεί να καταλήγει να γίνεται παλιατζήδικο! Υπάρχει κυριολεκτικώς διαλεκτική σχέση μεταξύ τους –αυτήν καλείται να την αναδείξει ο μεταφραστής. Ως μεταφραστής προτιμώ να μεταφράζω με το αφτί, παρά με το μάτι. Ό,τι ακούω στο πρωτότυπο το ξαναλέω με τον τρόπο που το άκουσα, όχι με το πώς το λένε τα λεξικά ή οι συμβάσεις, αλλά ούτε και με το πώς νομίζω/υποθέτω ότι το περιμένουν οι δυνάμει αναγνώστες του.