Κάποτε αγριεύουν οι νεκροί που κουβαλώ
μ’ ανακατεύουν
Ποιάν ιδιοτέλεια μου κεντούν
που την ξεχνώ
και ποιά υποταγή
Συλλογιέμαι πόσο αίμα θέλει
να γίνει πάλι τούτη η ζύμη
Πόσα μανίκια ανασηκωμένα
Βγαίνουν τις νύχτες στις ακρογιαλιές
κάτω απ’ τα πεύκα κι ιστορούν
Σοκάκια βρεγμένα στο φως
χαμένα στους κάμπους τους άδειους
μες στα ξερόχορτα
Φωνές που συντροφεύουν τον άνεμο
Κορμιά που πέρασαν, δυνατά
με τα σφυρά τους άτρωτα
Και συλλογιέμαι
με τον τρόπο που έμαθα
με το φόβο του νου που κινδυνεύει
Τι έφταιξε;
Στέκονται όλα γύρω μου κοφτερά
κι ασάλευτα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου