Ανθρώπινο είναι ό,τι πιο βλακώδες κι ό,τι πιο ιδιοφυές· το τίποτα που έγινε κάτι· αυτό που υψώνεται, για να πέσει· ό,τι στο χνότο σου ταιριάζει· το εν εξελίξει ποίημα· ό,τι υπακούει στην ηδονή και την οδύνη.
Oh strong-ridged and deeply hollowed
nose of mine! what will you not be smelling?
What tactless asses we are, you and I, boney nose,
always indiscriminate, always unashamed,
and now it is the souring flowers of the bedraggled
poplars: a festering pulp on the wet earth
beneath them. With what deep thirst
we quicken our desires
to that rank odor of a passing springtime!
Can you not be decent? Can you not reserve your ardors
for something less unlovely? What girl will care
for us, do you think, if we continue in these ways?
Must you taste everything? Must you know everything?
Must you have a part in everything?
Wanderer moon
smiling a
faintly ironical smile
at this
brilliant, dew-moistened
summer morning,—
a detached
sleepily indifferent
smile, a
wanderer’s smile,—
if I should
buy a shirt
your color and
put on a necktie
sky-blue
where would they carry me?
The sky has given over
its bitterness.
Out of the dark change
all day long
rain falls and falls
as if it would never end.
Still the snow keeps
its hold on the ground.
But water, water
from a thousand runnels!
It collects swiftly,
dappled with black
cuts a way for itself
through green ice in the gutters.
Drop after drop it falls
from the withered grass-stems
of the overhanging embankment.
The half-stripped trees
struck by a wind together,
bending all,
the leaves flutter drily
and refuse to let go
or driven like hail
stream bitterly out to one side
and fall
where the salvias, hard carmine,—
like no leaf that ever was—
edge the bare garden.
Again I reply to the triple winds
running chromatic fifths of derision
outside my window:
Play louder.
You will not succeed. I am
bound more to my sentences
the more you batter at me
to follow you.
And the wind,
as before, fingers perfectly
its derisive music.
Η Οδός των Ελλήνων στον παγκόσμιο χάρτη - ορίστε την.
Μανόλης Πρατικάκης: Βαδίζουν ανάμεσα στην κουρασμένη Δύση και την ασυναρμολόγητη τριτοκοσμική Ανατολή. Μετέωροι. Κατά φαντασίαν δυστυχείς. Ζουν τη σουρεαλιστική τους προοπτική ανάμεσα στο τσιφτετέλι και το Μέγαρο Μουσικής. Πορεύονται πιστοί στη φιλοσοφία της αρπαχτής και της εφευρετικότητας. Πνευματικά σε αρνητικό, οικονομικά σε θετικό πρόσημο. Ακόμη, με ρευστή υπό διαμόρφωση ταυτότητα.
Τον μοιάζει βέβαια η μικρή αυτή,
με το μολύβι απεικόνισίς του.
Γρήγορα καμωμένη, στο κατάστρωμα του πλοίου·
ένα μαγευτικό απόγευμα.
Το Ιόνιον πέλαγος ολόγυρά μας.
Τον μοιάζει. Όμως τον θυμούμαι σαν πιο έμορφο.
Μέχρι παθήσεως ήταν αισθητικός,
κι αυτό εφώτιζε την έκφρασί του.
Πιο έμορφος με φανερώνεται
τώρα που η ψυχή μου τον ανακαλεί, απ’ τον Καιρό.
Aπ’ τον Καιρό. Είν’ όλ’ αυτά τα πράγματα πολύ παληά —
το σκίτσο, και το πλοίο, και το απόγευμα.
Κανείς δεν ήρθε να ρωτήσει σήμερα,
και τίποτα δεν μου ζητήσαν το απόγευμα.
Δεν είδα κάν ένα λουλούδι του κοιμητηρίου
στην τόσο χαρωπή λιτανεία των φώτων.
Συχώρα με , Κύριε: τί λίγο έχω πεθάνει!
Αυτό το απόγευμα όλοι, όλοι περνούν
δίχως να με ρωτούν ή να ζητάνε τίποτα.
Και δεν ξέρω τί ξεχνούν κι απομένει
κακό στα χέρια μου, σαν ξένο πράγμα.
Βγήκα στην πόρτα
και μου 'ρχεται να κραυγάσω σε όλους:
αν τους λείπει κάτι, εδώ απομένει!
Γιατί όλης αυτής της ζωής τα απογεύματα
δεν ξέρω με τι πόρτες χτυπάν ένα πρόσωπο,
και κάτι ξένο πιάνει την ψυχή μου.
Κανείς δεν ήρθε σήμερα,
και σήμερα τί λίγο έχω πεθάνει αυτό το απόγευμα.
Γιατί βαθιά μου δόξασα και πίστεψα τη γη
και στη φυγή δεν άπλωσα τα μυστικά φτερά μου,
μα ολάκερον ερίζωσα το νου μου στη σιγή,
νά που και πάλι αναπηδά στη δίψα μου η πηγή,
πηγή ζωής, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου…
Γιατί ποτέ δε λόγιασα το πότε και το πώς,
μα εβύθισα τη σκέψη μου μέσα στην πάσαν ώρα,
σα μέσα της να κρύβονταν ο αμέτρητος σκοπός,
νά τώρα που, ή καλοκαιριά τριγύρα μου είτε μπόρα,
λάμπ' η στιγμή ολοστρόγγυλη στο νου μου σαν οπώρα,
βρέχει απ' τα βάθη τ' ουρανού και μέσα μου ο καρπός!…
Γιατί δεν είπα: «Εδώ η ζωή αρχίζει, εδώ τελειώνει…»
μα «Αν είν' η μέρα βροχερή, σέρνει πιο πλούσιο φως…
μα κι ο σεισμός βαθύτερη τη χτίση θεμελιώνει,
τι ο ζωντανός παλμός της γης που πλάθει είναι κρυφός…»
νά που, ό,τι στάθη εφήμερο, σα σύγνεφο αναλιώνει,
νά που κι ο μέγας Θάνατος μου γίνηκε αδερφός!…
— «Ξένε, ποιος είναι ο τόπος σου, και ποιο 'ναι τ' όνομά σου;»
— «Κι αν είμαι ακόμα στ' όνειρο, ξένος εγώ δεν είμαι·
βλέπω γαλάζια ακρογιαλιά κ' ελιές λιγνοϋφασμένες,
βλέπω και κάστρο, στο γυαλί να πέφτει του πελάγου».
— «Μα σε ποιο κάβον άραξε το τρεχαντήρι που 'ρθες;»
— «Το πνίγει του νησιού το φως. Μα κάλλιο εσύ προβόδα·
δείξε μου πού 'ναι οι κήποι σας, πού 'ν' τα χρυσά τα μήλα.
Και μη μου πεις για τις χαλκές του θείου Αλκίνοου σκύλες·
μα κράτησε του περβολιού το φύλακα, για να 'μπω,
κι εκεί σου λέω πώς λέγομαι και πώς στον τόπο ήρθα.
Κι έπειτα δείξε μου, ω καλή, τις αγιασμένες στράτες,
που ο Σολωμός συνήθαγε ν' ακολουθάει, τα βράδια».
Altarwise by owl-light in the half-way house
The gentleman lay graveward with his furies;
Abaddon in the hangnail cracked from Adam,
And, from his fork, a dog among the fairies,
The atlas-eater with a jaw for news,
Bit out the mandrake with to-morrows scream.
Then, penny-eyed, that gentlemen of wounds,
Old cock from nowheres and the heaven's egg,
With bones unbuttoned to the half-way winds,
Hatched from the windy salvage on one leg,
Scraped at my cradle in a walking word
That night of time under the Christward shelter:
I am the long world's gentlemen, he said,
And share my bed with Capricorn and Cancer.
Death is all metaphors, shape in one history;
The child that sucketh long is shooting up,
The planet-ducted pelican of circles
Weans on an artery the genders strip;
Child of the short spark in a shapeless country
Soon sets alight a long stick from the cradle;
The horizontal cross-bones of Abaddon,
You by the cavern over the black stairs,
Rung bone and blade, the verticals of Adam,
And, manned by midnight, Jacob to the stars.
Hairs of your head, then said the hollow agent,
Are but the roots of nettles and feathers
Over the groundworks thrusting through a pavement
And hemlock-headed in the wood of weathers.
First there was the lamb on knocking knees
And three dead seasons on a climbing grave
That Adam's wether in the flock of horns,
Butt of the tree-tailed worm that mounted Eve,
Horned down with skullfoot and the skull of toes
On thunderous pavements in the garden of time;
Rip of the vaults, I took my marrow-ladle
Out of the wrinkled undertaker's van,
And, Rip Van Winkle from a timeless cradle,
Dipped me breast-deep in the descending bone;
The black ram, shuffling of the year, old winter,
Alone alive among his mutton fold,
We rung our weathering changes on the ladder,
Said the antipodes, and twice spring chimed.
What is the metre of the dictionary?
The size of genesis? the short spark's gender?
Shade without shape? the shape of the Pharaohs echo?
(My shape of age nagging the wounded whisper.)
Which sixth of wind blew out the burning gentry?
(Questions are hunchbacks to the poker marrow.)
What of a bamboo man amomg your acres?
Corset the boneyards for a crooked boy?
Button your bodice on a hump of splinters,
My camel's eyes will needle through the shroud.
Loves reflection of the mushroom features,
Still snapped by night in the bread-sided field,
Once close-up smiling in the wall of pictures,
Arc-lamped thrown back upon the cutting flood.
Ο αγέρας μού πήρε τα φτερά,
ο ήλιος τά ‘λιωσε
κι άκουσα το γλαυκό να κλαίει σιγανά
Χρόνια πριν πολλά κι αιώνες αρίφνητους, γενιές,
βρήκα έναν άγγελο•
πεταμένος σε μια γωνιά,
μου είπε:
τι τα θέλεις, αδερφέ•
πάντα εμείς θα τα πληρώνουμε
τα καμώματα της ελπίδας των άλλων•
πρέπει εμείς• αυτές τις αμαρτίες
Και ξεψύχησε•
και του ‘κλεισα τα μάτια•
τα φτερά του ασπάστηκα
Προχτές, άκουσα,
αναστήθηκε,
ζητάει σύνταξη αναπηρική
και κάτι ένσημα
ερήμου
βίου,
σεμνότητος, ταλαι-
πορείας,
ώρας νυχτερνής
και εμπορίας θυμάτων και σιγής
Χτες, τον είδα ξανά
περπατώντας• από μακριά,
μόλις μ’ είδε, άλλαξε
τροπάρι, πεζοδρόμιο και πορεία,
να μην διασταυρωθούμε
και ξυπνήσουνε
τ’ αποθαμένα
Πεταμένη κάτω η Σφίγγα
με το μακρύ της νύχι
χαράζει ερωτήματα στην πέτρα και στο χώμα -
άλλα για να μείνουνε και άλλα να σβηστούν
χωρίς απόκριση καμιά
Και πού να βρούμε,
τώρα,
έναν Οιδίποδα εύκαιρο;
Άκουσα, μάλιστα,
τους αποσύρανε απ’ την αγορά,
γιατί τους βγαίνανε ελαττωματικοί
κι ανθρώπινοι -
βγάζανε τα μάτια τους
Καλότυχα είναι τα βουνά κι οι ηλίθιοι, μακάριοι•
η στάχτη, ταπεινή και τ’ άστρο το επουράνιο, παντοτινό•
η αγωνία, οξυγόνο, σπάσιμο του μάκρους
κι όνειρο, ο δρόμος, εφιάλτης,
φάρσα καλοβαλμένη και του κρασιού οπτασία,
αφού γλυκοχαράζει αυγερινός κι εγώ είμ’ ακόμα ζωντανός
Στης ηδονής το σπίτι όταν μπήκα,
δεν έμεινα στην αίθουσαν όπου γιορτάζουν
με κάποια τάξιν αναγνωρισμένοι έρωτες.
Στες κάμαρες επήγα τες κρυφές
κι ακούμπησα και πλάγιασα στες κλίνες των.
Στες κάμαρες επήγα τες κρυφές
που το ’χουν για ντροπή και να τες ονομάσουν.
Μα όχι ντροπή για μένα — γιατί τότε
τι ποιητής και τι τεχνίτης θα ’μουν;
Καλύτερα ν’ ασκήτευα. Θα ’ταν πιο σύμφωνο,
πολύ πιο σύμφωνο με την ποίησί μου·
παρά μες στην κοινότοπην αίθουσα να χαρώ.
«Ό,τι ξεχάσεις κέρδος είναι,
ασύστατοι, σ’ αυτό το σαραβαλιασμένο
τετράγωνο που παριστάνει τον κύκλο», είπα.
«Τι νόημα έχει να θυμάσαι
μια μόνο νύχτα νύφη απάνω στολισμένη
τ’ άστρα τα προαιώνια
κι έναν γαμπρό να λούζεται
σ’ ένα ποτάμι άλλος, σαν το ποτάμι;
Θάνατος σαν τον θάνατο η μνήμη,
αν δεν μπορείς να βλέπεις κάθε νύχτα
αυτό που θ’ άξιζε ίσα-ίσα να θυμάσαι.
Κι εγώ, πρίγκιπά μου,
σου έβλεπα τα κάλλη της,
σου άκουγα την υγρή σιωπή
των ηδονών, που δεν θυμόταν
να χάρηκε το χώμα
των σπλάχνων της ποτέ. Δες τώρα,
η πριγκίπισσα μια πέτρα
μεσοπέλαγα, ζητιάνα των απάνω
βυθών και των κάτω πνιγμένων
έναστρων προσδοκιών
και αφέντρα και κυρά των ποταμών
και των βουνών και των ακτών,
μια [
] γουρουνομούρα <εκ>πρόσωπο<ς>
του έθ<νου>ς [
] και [
] να πώς <:>
] <η> αρχόντισσα ενοχλήθηκε [
«Πάρε το γουρουνάκι σου και χάσου από μπρος μου»,
] στην ζητιάνα [
«Θα φύγω», είπε εκείνη, «αλλά πρώτα
θα σε καταραστώ. Δέκα φορές γουρούνι
να είναι το πρώτο σου παιδί [
] ιδού η γουρουνομούρα: διδάκτωρ [
με κοιτάζει †συμβολαιογραφικά† <:>
«Πριν από τον 19ο αιώνα,
δεν υπήρχες. Σου είπαν,
τον 19ο αιώνα, πως είσαι κι εσύ
το δέχτηκες για να πουλήσεις
το παραμύθι του αρχαίου. Η αρχαιότητά σου
αποδεικνύει την αναξιότητά σου».
Σέρνει τα πορδαλέα καπούλια της·
σταματά κάθε τόσο -αν κινήθηκε ποτέ-
κοιτάζει στο<χαστι>κά [;] τον [
Μολ<ώχ,> βουτηγμένο στο αίμα, στο δάκρυ,
τις κραυγές των παιδιών στον βωμό του, καθώς
τα τύμπανα χτυπάνε σαν τρελά
και οι φωτιές ορθώνονται να κάψουν τα ουράνια
(Paradise lost. A Poem in Ten Books. The Author John
Milton). Ένας χάλκινος άντρας
με κεφάλι ταύρου –ο Μολ<ώχ>
και στέμμα ολόχρυσο απάνω στο κεφάλι
και φωνή [
] Τεύτων [
τρὶς ἐν τῷ βίῳ λούονται μόνον,
ὅταν γεννῶνται καὶ ἐπὶ γάμοις
καὶ τελευτῶντες (NICOLAI
DEMASCENI, ΠΑΡΑΔΟΞΩΝ
ΕΘΩΝ ΣΥΝΑΓΩΓΗΣ, Ex Ioannis
Stobaei florilegio, IX): «Μάλλον
οι περαιτέρω έρευνες και όχι
η αύξηση των †publicae† δαπανών
είναι εγγύηση βιώσιμων †coloniam† [
..............................................................
] σύστημα ανεκτό σε πρωτόγονες κοινωνίες
και πρωτόγονες σχέσεις. Π.χ.
να μην κρεμούν βρεγμένα ρούχα στους τοίχους για στέγνωμα
να μην απομακρύνονται χωρίς την άδεια του επιστάτη,
να τρώνε μαζί με τα ζώα τους [
..............................................................
σε μια καλύβα να του τραβούν δυο χαρακιές με το ξυράφι
να του ρουφούν το αίμα μ’ ένα κέρατο βοδιού
να του βάζουν στην πληγή κοπριά [
] και στην γλώσσα σκόρδο –
να μην τρέχει για νερό κι αφήνει την δουλειά
στην μέση του μεσημεριού
........................................................................
...................................................................
Κι εσύ, πρίγκιπα να προσπαθείς
να φυτέψεις λίγο μέλλον
σε σπλάχνα πέτρινα
κι η πέτρα να θρηνεί την ερημιά της:
«Λίγο αγκάθι, πρίγκιπα·
λίγο αγκάθι έστω – όμως δικό μου,
κάτω απ’ αυτόν τον ουρανό
που δεν θυμάται πια πως τον θυμάμαι».
η θάλασσα η θάλασσα είναι η θάλασσα
η θάλασσα η θάλασσα είναι η θάλασσα
η θάλασσα η θάλασσα είναι η θάλασσα
η θάλασσα η θάλασσα είναι η θάλασσα
η θάλασσα η θάλασσα είναι η θάλασσα
η θάλασσα η θάλασσα είναι η θάλασσα
η θάλασσα η θάλασσα είναι η θάλασσα
η θάλασσα η θάλασσα είναι η θάλασσα
η θάλασσα η θάλασσα είναι η θάλασσα
η θάλασσα είναι πάντα μακριά
Διότι ΑΥΤΟ είναι πού κάνει την διαφορά
Είναι που κάνει ΑΥΤΟ την διαφορά διότι
Πού κάνει την διαφορά διότι είναι ΑΥΤΟ
Την διαφορά διότι ΑΥΤΟ είναι που κάνει
ΑΥΤΟ διότι κάνει που την διαφορά είναι
Διαφορά που διότι ΑΥΤΟ είναι κάνει την
Κάνει την διότι είναι διαφορά ΑΥΤΟ που
Διότι την διαφορά ΑΥΤΟ είναι που κάνει
Είναι ΑΥΤΟ διότι την κάνει που διαφορά
Διαφορά που την ΑΥΤΟ είναι διότι κάνει
ΑΥΤΟ κάνει την διαφορά που διότι είναι
Που είναι ΑΥΤΟ κάνει διαφορά την διότι
Κάνει διότι την διαφορά που είναι ΑΥΤΟ
Ίσως, λίκνισμά της να ερέθισε το σκοτάδι.
Ίσως κάρφωσε βλέμμα γυμνό στον πόθο.
Ίσως γιατί ολομόναχη ιερουργεί στο αντίρροπο
έγινε το πρόσωπό της φρουρός του ασυνείδητου.
Έτσι ως κοιτά πίσω από βήματα ολοένα,
κάτω από την σκιά των ώμων,
στην κλίνη, ανάσκελα, εκτραχύνεται.
Σχεδόν ανάγλυφη
λες και λάξευσε τ’ άγγιγμα πάλη αψεγάδιαστη.
Σώμα ολόκληρο, μια πρόβα αμαρτίας.
Μετρώ τους ανθρώπους απ’ της πλάτης τις ρωγμές.
Άφρονη σεμνοτυφία
μισόγυμνης του συναισθηματισμού απρέπειας.
Πώς να κοιτάξω άνθρωπο ολόκληρο,
μεγάλη ευθύνη.
από τη συλλογή "Κατά Χρόνον Ευαγγέλιο», Εκδόσεις των Φίλων
Βρέχει τόσο στη μνήμη μου
που απλώθηκε θάλασσα γύρω μου
* Τα νησιά φυτρώνουν στη θάλασσα
και διατηρούν τις αποστάσεις
Περιβάλλονται από ένα ανήσυχο γαλάζιο
και ταξιδεύουν στη σιωπή και στο χρόνο
Κάποτε αρρωσταίνουν και βυθίζονται
Για κανένα πουκάμισο αδειανό
Για ’κείνον τον πηλό θέλω να πω
που κρατούσες στις χούφτες
που του κεντούσες κόκκινες φλέβες στο κορμί
τον μεθούσες με ψιθύρους και βεβαιότητες
Που του ’μαθες να μετράει
την τελευταία μπουκιά του ψωμιού με το φαί του
Για τον πηλό που μιλά και γελάει
και τον ντύνεις στα είκοσι
να τον στείλεις να γίνει πηλός άναυδος τώρα
να γεμίσει ένα πουκάμισο μουσκεμένο στο αίμα
Πώς να πείσεις την Εκάβη;
Για ποια Ελένη
για ποια σημαία της νύχτας
και ποια τείχη;
Κάποτε αγριεύουν οι νεκροί που κουβαλώ
μ’ ανακατεύουν
Ποιάν ιδιοτέλεια μου κεντούν
που την ξεχνώ
και ποιά υποταγή
Συλλογιέμαι πόσο αίμα θέλει
να γίνει πάλι τούτη η ζύμη
Πόσα μανίκια ανασηκωμένα
Βγαίνουν τις νύχτες στις ακρογιαλιές
κάτω απ’ τα πεύκα κι ιστορούν
Σοκάκια βρεγμένα στο φως
χαμένα στους κάμπους τους άδειους
μες στα ξερόχορτα
Φωνές που συντροφεύουν τον άνεμο
Κορμιά που πέρασαν, δυνατά
με τα σφυρά τους άτρωτα
Και συλλογιέμαι
με τον τρόπο που έμαθα
με το φόβο του νου που κινδυνεύει
Τα καταστήματα οργιάζουν
Παρωπίδες προσωπίδες ωτασπίδες
νέα εθνόσημα
νέα χαρτόσημα
Νοσοκομείο ανδριάντες νεκροταφεία
Εποχή για καριέρα
Η γενιά μου σκορπιέται
και η ισορροπία μου ασταθής
Αδυσώπητος ο φετινός αιών ενέσκηψεν
Η ιστορία γράφεται πάλι στις γάζες
Καταζητούμενος στην Καλιφόρνια, στο Μπάφαλο κυνηγημένος
Καταζητούμενος στο Κάνσας Σίτυ, στο Οχάιο επικηρυγμένος
Καταζητούμενος στον Μισισιπή, στο Τσεγιέν κυνηγημένος
Όπου απόψε κι αν κοιτάξεις, τον κυνηγημένο θα τον δεις
Μπορεί στο Κολοράντο να ’μαι ή στης Τζόρτζια την ακτή
Για κάποιον να δουλεύω που αγνοεί ποιος είμαι και τι
Αν με δείτε να ’ρχομαι και ξέρετε ποιος είμαι,
παρακαλώ σας μη
το ψιθυρίσετε σε κανένα αυτί
Γιατί με καταδιώκουνε παντού πολλοί
Απ’ τη Λούσι Γουότσον κυνηγημένος
Κι απ’ την Τζίνι Μπράουν, κι απ’ την Νέλι Τζόνσον, κυνηγημένος
Και στην πλαϊνή πόλη, κι εκεί, επικηρυγμένος
Αλλά είχα όσα ήθελα από πράγματα πολλά
Και περσότερα απ’ όσα χρειαζόμουν από μερικά που αποδείχτηκαν πολύ κακά
Έκανα παράκαμψη και μπήκα στο Ελ Πάσο
ένα χάρτη για να πάρω
Και συνέχισα για το Χουαρέζ με όλο μου το πάσο
Με τη Χουανίτα αγκαλιά, κι ένα πούρο να φουμάρω
Να κοιμηθώ πήγα στο Σρίβπορτ, ξύπνησα στο Αμπιλίν εκεί
Κι αναρωτήθηκα γιατί σκατά με κυνηγάν σ’ όλη τη διαδρομή
Κυνηγημένος στην Αλμπουκέρκη, κυνηγημένος στο Σιρακιούζ
Κυνηγημένος στο Ταλαχάζι, κυνηγημένος στο Μπατόν Ρουζ
Παντού όπου κι αν είμαι κάποιος θέλει να με χώσει φυλακή
Κι όποιος ξαγρυπνάει απόψε, μπορεί κάπου να με δει
Καταζητούμενος στην Καλιφόρνια, στο Μπάφαλο κυνηγημένος
Καταζητούμενος στο Κάνσας Σίτυ, στο Οχάιο επικηρυγμένος
Καταζητούμενος στον Μισισιπή, στο Τσεγιέν κυνηγημένος
Όπου απόψε κι αν κοιτάξεις, τον κυνηγημένο θα τον δεις
Σαν και τον γέρο Σαξοφωνάκια Τζο
Όταν είναι στουπί
Από τα νύχια ως την κορφή
Έτσι κι εγώ λαχταρώ
Ω ναι, πολύ, πολύ, πολύ
Κείνη την πίτα τη χωριάτικη
Άκου τον να παίζει τον βιολιστή
Όλη νύχτα ως την αυγή
Ω πως λαχταρώ
Πολύ, πολύ, πολύ
Κείνη την πίτα τη χωριάτικη
Σμέουρα, φράουλες και γλυκολεμονιά
Τι με νοιάζει εμέ, παιδιά;
Βατόμουρα και μήλα, κεράσια, δαμάσκηνα ξερά
Κάλεσέ με για δείπνο, αγάπη μου γλυκιά
Και θα ’μαι εκεί, σ’ το λέω αληθινά
Σέλωσέ μου τη χήνα τη μεγάλη τη λευκή
Δέσε με πάνω της κι άσ’ τη να τρέξει σαν τρελή
Ω πως λαχταρώ πολύ, πολύ, πολύ
Κείνη την πίτα τη χωριάτικη
Πολλά δεν έχω ανάγκη, κι αυτό δεν είναι ψέμα
Γι’ ανταγωνισμούς δεν βράζει μου το αίμα
Την πίτα δώσ’ μου, δεν είναι καλαμπούρι
Τ’ ορκίζομαι δεν θα την πετάξω σε κανενός τη μούρη
Τίναξε την ανθισμένη τη ροδακινιά
Ο Μικρός ο Τζακ ο Χόρνερ δεν μου κρατάει κακία καμιά
Κι εγώ, ω εγώ τη λαχταρώ πολύ
Κείνη την πίτα τη χωριάτικη
Πλάγιασε, πάγκαλη, πλάγιασε στο πελώριο
μπρούτζινο κρεβάτι μου
Πλάγιασε, πάγκαλη, πλάγιασε στο πελώριο
μπρούτζινο κρεβάτι μου
Κι ό,τι χρώματα έχεις στο υπέροχο μυαλό σου
Θα σ’ τα δείξω, να λάμψουν θα τα κάνω
για το χατίρι το δικό σου
Πλάγιασε, πάγκαλη, πλάγιασε πάλι στο κρεβάτι
Και μείνε με τον άντρα σου, δεν θα κλείσει μάτι
Ως να χαράξει, και τον δω για σένα να χαμογελά
Τα ρούχα του, ναι, είναι λερά, μα τα χέρια καθαρά
Ναι, τα ρούχα του λερά, μα καθαρά τα χέρια
Κι εσύ ’σαι ό,τι καλύτερο έχει δει κάτω απ’ τ’ αστέρια
Πλάγιασε, πάγκαλη, πλάγιασε πάλι στο κρεβάτι
Και μείνε με τον άντρα σου, δεν θα κλείσει μάτι
Γιατί να περιμένεις άλλο ο κόσμος για ν’ αρχίσει
Όταν ο άντρας σου με το γλυκύτερό του γλύκισμα
λαχταράει να σε τιμήσει
Γιατί άλλο να περιμένεις αυτόν που θ’ αγαπάς
Όταν τώρα δα μπροστά σου είναι, τώρα δα αυτόν κοιτάς
Πλάγιασε, πάγκαλη, πλάγιασε στο κρεβάτι μου ξανά
Μείνε μου, μείνε, πάγκαλη, η νύχτα είναι μπροστά
Να σε δω λαχταρώ μες στο φως το πρωινό
Λαχταρώ όλη τη νύχτα σφιχτά να σε κρατώ
Μείνε, μείνε μου, πάγκαλη, γι’ άλλη μια φορά
Τ’ αστέρια είναι λαμπερά και η νύχτα είναι μπροστά
Να είμαι μόνος μαζί σου
Μονάχα εσύ κι εγώ
Πες μου, στη ζωή σου
Δεν είναι αληθινό
Πως έτσι θα ’πρεπε να είναι από καιρό;
Να ’μαστε αγκαλιασμένοι εμείς σφιχτά
Κάτω απ’ τα’ αστέρια, όλη τη νυχτιά
Κι όλα είναι πάντα μια χαρά
Σαν είμαστε εγώ κι εσύ μοναχά
Μαζί σου να είμαι μόνος
Σαν σβήνει η μέρα, σαν σβήνει ο πόνος
Και μόνο εσένα να κοιτάζω πια
Σαν απλώνεται και πάλι η σκοτεινιά
Κι αυτό να μας φανερώνει
Πως μ’ όλο λίγες είναι της ζωής οι απολαύσεις
Για μένα πάντα είναι η ηδονή η μόνη
Να είμαι μόνος μαζί σου κάτω απ’ το σεντόνι
Λένε πως η νύχτα είναι η ώρα η σωστή
Για να ’σαι με την αγάπη σου την αληθινή
Σκέψεις πολλές με περισπούν σαν έρχεται η μέρα
Μα πάντα εσύ είσαι ό,τι σκέφτομαι, όλα τ’ άλλα κάνουν πέρα
Μακάρι, λέω, να ήταν πάλι νύχτα εδώ
Και να ’φερνε σ’ εμένα ό,τι έχεις θελκτικό
Άλλο δεν θέλω απ’ το να είμαι πια κοντά σου
Και να με σφίγγεις μέσα στην αγκαλιά σου
Πάντα τον Κύριο ευχαριστώ
Σαν σχολάω απ’ τη δουλειά
Κι έρχεται η ανταμοιβή η γλυκιά
Μόνος μαζί σου να ’μαι πια ξανά
Oh, where have you been, my blue-eyed son?
Oh, where have you been, my darling young one?
I’ve stumbled on the side of twelve misty mountains
I’ve walked and I’ve crawled on six crooked highways
I’ve stepped in the middle of seven sad forests
I’ve been out in front of a dozen dead oceans
I’ve been ten thousand miles in the mouth of a graveyard
And it’s a hard, and it’s a hard, it’s a hard, and it’s a hard
And it’s a hard rain’s a-gonna fall
Oh, what did you see, my blue-eyed son?
Oh, what did you see, my darling young one?
I saw a newborn baby with wild wolves all around it
I saw a highway of diamonds with nobody on it
I saw a black branch with blood that kept drippin’
I saw a room full of men with their hammers a-bleedin’
I saw a white ladder all covered with water
I saw ten thousand talkers whose tongues were all broken
I saw guns and sharp swords in the hands of young children
And it’s a hard, and it’s a hard, it’s a hard, it’s a hard
And it’s a hard rain’s a-gonna fall
And what did you hear, my blue-eyed son?
And what did you hear, my darling young one?
I heard the sound of a thunder, it roared out a warnin’
Heard the roar of a wave that could drown the whole world
Heard one hundred drummers whose hands were a-blazin’
Heard ten thousand whisperin’ and nobody listenin’
Heard one person starve, I heard many people laughin’
Heard the song of a poet who died in the gutter
Heard the sound of a clown who cried in the alley
And it’s a hard, and it’s a hard, it’s a hard, it’s a hard
And it’s a hard rain’s a-gonna fall
Oh, who did you meet, my blue-eyed son?
Who did you meet, my darling young one?
I met a young child beside a dead pony
I met a white man who walked a black dog
I met a young woman whose body was burning
I met a young girl, she gave me a rainbow
I met one man who was wounded in love
I met another man who was wounded with hatred
And it’s a hard, it’s a hard, it’s a hard, it’s a hard
It’s a hard rain’s a-gonna fall
Oh, what’ll you do now, my blue-eyed son?
Oh, what’ll you do now, my darling young one?
I’m a-goin’ back out ’fore the rain starts a-fallin’
I’ll walk to the depths of the deepest black forest
Where the people are many and their hands are all empty
Where the pellets of poison are flooding their waters
Where the home in the valley meets the damp dirty prison
Where the executioner’s face is always well hidden
Where hunger is ugly, where souls are forgotten
Where black is the color, where none is the number
And I’ll tell it and think it and speak it and breathe it
And reflect it from the mountain so all souls can see it
Then I’ll stand on the ocean until I start sinkin’
But I’ll know my song well before I start singin’
And it’s a hard, it’s a hard, it’s a hard, it’s a hard
It’s a hard rain’s a-gonna fall
***
Άγρια βροχή θα πέσει
Ω πού ήσουνα, γαλανομάτη γιε μου, μοσχαναθρεμμένε;
Ω πού ήσουνα, μικρέ μου γιε αγαπημένε;
Σκαρφάλωσα σε δώδεκα βουνών μ’ ομίχλη τις πλαγιές
Βάδισα και σύρθηκα σ’ έξι άγριες δημοσιές
Βρέθηκα χαμένος σ’ εφτά δάση θλιβερά
Και σε δώδεκα ωκεανών ξανοίχτηκα τα μαύρα τα νερά
Κι έκανα δέκα χιλιάδες μίλια γυρνώντας σ’ ένα κοιμητήρι
Και μια άγρια, ναι, μια άγρια, μια άγρια
Ω, μια άγρια, σου λέω μια άγρια, μια άγρια βροχή θα πέσει
Ω, και τι είδες, γαλανομάτη γιε μου, μοσχαναθρεμμένε;
Ω, και τι είδες, μικρέ μου γιε αγαπημένε;
Είδα ένα νεογέννητο παιδί, κι ολόγυρά του λύκοι άγριοι πολλοί
Είδα μια δημοσιά ν’ αστράφτει από διαμάντια
Και πάνω της ούτε ψυχή
Είδα αίμα να στάζει από ένα κατάμαυρο κλαδί
Είδα μια κάμαρα με άντρες που ματωμένα κρατούσανε σφυριά
Είδα μια σκάλα άσπρη να ’χει πνιγεί μες στα νερά
Δέκα χιλιάδες είδα ομιλητές κι είχαν γλώσσες ραγισμένες
Είδα σε χέρια μικρών παιδιών σπαθιά και όπλα
Και σημαίες πυρπολημένες
Και μια άγρια, ναι, μια άγρια, μια άγρια
Ω, μια άγρια, σου λέω μια άγρια, μια άγρια βροχή θα πέσει
Και τι άκουσες, γαλανομάτη γιε μου, μοσχαναθρεμμένε;
Ω, και τι άκουσες, μικρέ μου γιε αγαπημένε;
Άκουσα τον κεραυνό να πέφτει, και πριν μια τρομερή βροντή
Άκουσα ένα κύμα να βρυχάται, να θέλει να πνίξει όλη τη γη
Άκουσα εκατό τυμπανιστές τα τύμπανα να χτυπάνε δυνατά
Άκουσα χίλιους να ψιθυρίζουν και κανείς να μην ακούει προσεκτικά
Άκουσα έναν της πείνας να πεθαίνει και πολλούς να γελάνε βροντερά
Άκουσα το τραγούδι ενός ποιητή που πέθανε
Σαν το σκυλί στ’ αμπέλι
Άκουσα έναν παλιάτσο σε μιαν αλέα να κλαίει
Και κανείς να μην τον θέλει
Και μια άγρια, ναι, μια άγρια, μια άγρια
Ω, μια άγρια, σου λέω μια άγρια, μια άγρια βροχή θα πέσει
Και ποιον συνάντησες, γαλανομάτη γιε μου, μοσχαναθρεμμένε;
Ω, ποιον συνάντησες, μικρέ μου γιε αγαπημένε;
Συνάντησα ένα παιδί μικρό πλάι σ’ ένα άλογο νεκρό
Συνάντησα έναν σκύλο μαύρο μ’ έναν άνθρωπο λευκό
Μια νέα γυναίκα συνάντησα που το κορμί της ήταν καυτό
Συνάντησα μια κοπέλα που μου δώρισε ένα ουράνιο τόξο γελαστό
Συνάντησα έναν άντρα που ο έρωτας τον είχε λαβώσει
Συνάντησα κι άλλον ένα που το μίσος τον είχε ματώσει
Και μια άγρια, ναι, μια άγρια, μια άγρια
Ω, μια άγρια, σου λέω μια άγρια, μια άγρια βροχή θα πέσει
Ω, και τι θα κάνεις τώρα, γαλανομάτη γιε μου, μοσχαναθρεμμένε;
Ω, τι θα κάνεις τώρα, μικρέ μου γιε αγαπημένε;
Θα βγω απ’ τη δημοσιά προτού πλακώσει η βροχή
Θα χαθώ σε δάση σκοτεινά
Κει που τα χέρια όλων είναι αδειανά
Κει που το σπίτι στην κοιλάδα γίνεται λερή και βάναυση φυλακή
Κει που το δηλητήριο μανιάζει σ’ όλα τα νερά
Κει που του δήμιου το πρόσωπο είναι καλά κρυμμένο
Και που είναι λησμονημένη η ψυχή και το παιδί
Πεθαίνει από την πείνα, το καημένο
Κει που κάθε αριθμός είν’ το μηδέν, και μαύρο το κάθε χρώμα
Και θα το πω και θα το δω και θα το ανασάνω ακόμα
Και θα το ζωγραφίσω στο ψηλό βουνό για να το δούνε όλοι
Και θα πάω στον ωκεανό και θα πνιγώ πολύ μακριά απ’ την πόλη
Αλλά θα ξέρω το τραγούδι πολύ προτού αρχίσει
Το στόμα μου βραχνά για να το τραγουδήσει
Και μια άγρια, ναι, μια άγρια, μια άγρια
Ω, μια άγρια, σου λέω μια άγρια, μια άγρια βροχή θα πέσει
Στέλνω τους πιο θερμούς χαιρετισμούς μου στα Μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας και σε όλους τους διακεκριμένους καλεσμένους που παρευρίσκονται απόψε στην τελετή. Λυπάμαι που δεν μπορώ να είμαι κοντά σας αυτοπροσώπως, αλλά θα ξέρετε, σας παρακαλώ, ότι είμαι μαζί σας νοερά και αισθάνομαι μεγάλη τιμή για ένα τόσο έμπλεο κύρους βραβείο. Ποτέ μου δεν θα μπορούσα να διανοηθώ ότι θα τιμηθώ με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Από νεαρή ηλικία, διάβαζα πολύ και ρουφούσα τα έργα εκείνων που θεωρήθηκαν άξιοι για μια τέτοια τιμή: του Κίπλινγκ, του Σω, του Τόμας Μαν, της Περλ Μπακ, του Αλμπέρ Καμύ, του Χέμινγουεϊ. Αυτοί οι γίγαντες της λογοτεχνίας, που τα έργα τους διδάσκονται στα σχολεία, φιλοξενούνται στις βιβλιοθήκες σ’ όλο τον κόσμο, και συζητιούνται με σεβασμό, μου έκαναν ανέκαθεν βαθύτατη εντύπωση. Το ότι τώρα ανήκω κι εγώ στον κατάλογο με τα ονόματα αυτά είναι κάτι που στ’ αλήθεια αδυνατούν να το εκφράσουν οι λέξεις.
Δεν ξέρω αν αυτοί οι συγγραφείς είχαν διανοηθεί ποτέ ότι θα τιμηθούν με το Νόμπελ, αλλά υποθέτω ότι κάθε ένας που γράφει ένα μυθιστόρημα, ή ένα ποίημα, ή ένα θεατρικό έργο σε κάποιο μέρος του κόσμου ίσως περιθάλπει κάπου βαθιά μέσα του αυτό το κρυφό όνειρο. Ίσως τόσο βαθιά, ώστε δεν ξέρει καν ότι σαλεύει εντός του.
Εάν μου είχαν πει ότι θα είχα την παραμικρή ευκαιρία να αποσπάσω το Νόμπελ, θα σκεφτόμουν ότι ήταν σαν να μου λένε ότι θα πάω να βαδίσω στο φεγγάρι. Μάλιστα, τη χρονιά που γεννήθηκα και τα αμέσως επόμενα χρόνια, δεν υπήρχε κανένας στον κόσμο που θεωρήθηκε άξιος να κερδίσει το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Αναγνωρίζω, λοιπόν, ότι βρίσκομαι σε μια πολύ σπάνια παρέα, αν μη τι άλλο.
Ήμουν σε περιοδεία όταν έμαθα αυτό το εκπληκτικό νέο, και χρειάστηκα κάμποσα λεπτά να το χωνέψω. Πήρα να σκέφτομαι τον Ουίλιαμ Σαίξπηρ, αυτή τη μεγάλη λογοτεχνική φυσιογνωμία. Θα έλεγα ότι θεωρούσε τον εαυτό του δραματουργό. Η σκέψη ότι έγραφε λογοτεχνία δεν του περνούσε από τον νου. Οι λέξεις του γράφονταν για να παιχτούν στο παλκοσένικο. Για να μιληθούν κι όχι για να διαβαστούν. Όταν έγραφε τον Άμλετ, είμαι σίγουρος ότι σκεφτόταν ένα σωρό διαφορετικά πράγματα: Ποιοι είναι οι κατάλληλοι ηθοποιοί για τους ρόλους; Πώς πρέπει να σκηνοθετηθεί το έργο; Πρέπει στ’ αλήθεια να διαδραματίζονται τα πάντα στη Δανία; Το δημιουργικό του όραμα και οι βλέψεις του βρίσκονταν, το δίχως άλλο, στο κέντρο του νου του, αλλά υπήρχαν επίσης κι άλλα πιεστικά πεζά ζητήματα που όφειλε να αντιμετωπίσει. Εξασφαλίσαμε τη χρηματοδότηση; Έχουμε καλές θέσεις για τους πάτρονές μου; Πού θα βρω ανθρώπινο κρανίο; Στοιχηματίζω ότι το πιο μακρινό θέμα στο μυαλό του Σαίξπηρ ήταν το ερώτημα: Μα πρόκειται για λογοτεχνία;
Όταν άρχισα να γράφω τραγούδια στην εφηβεία μου, ακόμα κι όταν άρχισα ν’ αποκτώ κάποια καλή φήμη για τις ικανότητές μου, δεν είχα μεγαλύτερες φιλοδοξίες πέρα από το να ακούγονται στα καφενεία και στα μπαρ, ίσως αργότερα και σε μέρη όπως το Carnegie Hall και το London Palladium. Αν έκανα πιο μεγάλα όνειρα, αυτά θα ήταν το να ηχογραφήσω κάναν δίσκο και μετά ν᾽ ακούω τα τραγούδια μου στο ραδιόφωνο. Αυτό ήταν αληθινά το μεγάλο βραβείο που είχα κατά νου. Το να ηχογραφείς δίσκους και ν’ ακούς τα τραγούδια σου στο ραδιόφωνο σήμαινε ότι πιάνεις ένα μεγάλο ακροατήριο και μπορείς να συνεχίσεις να κάνεις αυτό που άρχισες.
Το λοιπόν, κάνω ακόμη αυτό που άρχισα να κάνω, και το κάνω εδώ και πολύ καιρό. Έχω ηχογραφήσει δεκάδες δίσκους και έχω παίξει σε χιλιάδες συναυλίες σε όλο τον κόσμο. Αλλά τα τραγούδια μου είναι το ζωτικό κέντρο σχεδόν όλων όσα κάνω. Ως φαίνεται, έχουν βρει μια θέση στη ζωή πολλών ανθρώπων σε πολλούς διαφορετικούς πολιτισμούς, και είμαι ευγνώμων γι’ αυτό. Οφείλω, μολαταύτα, να πω κάτι. Έχω παίξει σε κοινό πενήντα χιλιάδων, έχω παίξει και σε κοινό μόλις πενήντα ανθρώπων. Και σας διαβεβαιώ ότι είναι πιο δύσκολο να παίζεις για μόλις πενήντα. Οι πενήντα χιλιάδες είναι σαν ένα και μόνο πρόσωπο. Οι μόλις πενήντα, όχι. Κάθε ένας έχει μια διακριτή, ξεχωριστή προσωπικότητα, μια δική του ταυτότητα, είναι ένα σύμπαν από μόνος του. Μπορεί να συλλάβει τα πράγματα πιο καθαρά. Δοκιμάζεται έτσι η εντιμότητά σου και το πώς δένεται με το βάθος του ταλέντου σου. Το γεγονός ότι η Επιτροπή του Νόμπελ είναι τόσο ολιγομελής το εκτιμώ αφάνταστα.
Αλλά όπως και ο Σαίξπηρ, με απασχολούν κι εμένα τόσο οι δημιουργικές μου αναζητήσεις όσο και τα πεζά ζητήματα της ζωής. Ποιοι είναι οι καλύτεροι μουσικοί γι᾽ αυτά τα τραγούδια; Ηχογραφώ στο κατάλληλο στούντιο; Είναι στον τόνο που του ταιριάζει αυτό το τραγούδι; Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν, κι ας έχουν περάσει τετρακόσια χρόνια.
Ούτε μια στιγμή στη ζωή μου δεν είχα τον χρόνο να αναρωτηθώ: Είναι άραγε λογοτεχνία τα τραγούδια μου;
Ευχαριστώ, λοιπόν, απ᾽ την καρδιά μου τη Σουηδική Ακαδημία, τόσο για το ότι τα μέλη της διέθεσαν χρόνο για να καταπιαστούν μ᾽ αυτό το ερώτημα, όσο και γιατί, τελικά, έδωσαν μια τόσο θαυμάσια απάντηση.
Some time ago a crazy dream came to me
I dreamt I was walkin’ into World War Three
I went to the doctor the very next day
To see what kinda words he could say
He said it was a bad dream
I wouldn’t worry ’bout it none, though
They were my own dreams and they’re only in my head
I said, “Hold it, Doc, a World War passed through my brain”
He said, “Nurse, get your pad, this boy’s insane”
He grabbed my arm, I said, “Ouch!”
As I landed on the psychiatric couch
He said, “Tell me about it”
Well, the whole thing started at 3 o’clock fast
It was all over by quarter past
I was down in the sewer with some little lover
When I peeked out from a manhole cover
Wondering who turned the lights on
Well, I got up and walked around
And up and down the lonesome town
I stood a-wondering which way to go
I lit a cigarette on a parking meter and walked on down the road
It was a normal day
Well, I rung the fallout shelter bell
And I leaned my head and I gave a yell
“Give me a string bean, I’m a hungry man”
A shotgun fired and away I ran
I don’t blame them too much though, I know I look funny
Down at the corner by a hot-dog stand
I seen a man
I said, “Howdy friend, I guess there’s just us two”
He screamed a bit and away he flew
Thought I was a Communist
Well, I spied a girl and before she could leave
“Let’s go and play Adam and Eve”
I took her by the hand and my heart it was thumpin’
When she said, “Hey man, you crazy or sumpin’
You see what happened last time they started”
Well, I seen a Cadillac window uptown
And there was nobody aroun’
I got into the driver’s seat
And I drove down 42nd Street
In my Cadillac. Good car to drive after a war
Well, I remember seein’ some ad
So I turned on my Conelrad
But I didn’t pay my Con Ed bill
So the radio didn’t work so well
Turned on my record player—
It was Rock-a-day Johnny singin’, “Tell Your Ma, Tell Your Pa
Our Love’s A-gonna Grow Ooh-wah, Ooh-wah”
I was feelin’ kinda lonesome and blue
I needed somebody to talk to
So I called up the operator of time
Just to hear a voice of some kind
“When you hear the beep it will be three o’clock”
She said that for over an hour
And I hung up
Well, the doctor interrupted me just about then
Sayin’, “Hey I’ve been havin’ the same old dreams
But mine was a little different you see
I dreamt that the only person left after the war was me
I didn’t see you around”
Well, now time passed and now it seems
Everybody’s having them dreams
Everybody sees themselves
Walkin’ around with no one else
Half of the people can be part right all of the time
Some of the people can be all right part of the time
But all of the people can’t be all right all of the time
I think Abraham Lincoln said that
“I’ll let you be in my dreams if I can be in yours”
I said that