Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2019

Θεοτόκης Ζερβός: Σιαμαίε του θανάτου




Αν έχει άλλο το ταξίδι ετούτο
πόλεις άλλες στεργιωμένες και τείχη
αν έχει ορίζοντα επιθυμητό κι απόγευμα
στου αίματος το φως
μιας ζωής τις ρίζες ν' αγγίξει
και πάλι να βλαστήσουν τα κορμιά και ν' αυγατίσουν
τον καρπό τους πριν απ' το θέρος

σιαμαίε του θανάτου - ήλιε που κλαις.

1979


ΛΟΓΟΚΛΟΝΟΣ (1987)

Θεοτόκης Ζερβός: Κραταιά τα φτερά σου


(φωτογραφία του Ευριπίδη Κλεόπα)


Κραταιά τα φτερά σου κι απόψε
που πέφτει το μελάνι στο τοπίο μας.
Θα φύγεις με κίνηση σγουρή
θα μας αφήσεις στους στρόβιλους της απορίας μας
ατελώς ασκημένους.
Στο τέλος σκυμμένους πομπή
να διασχίζουμε την ευτυχισμένη σου χώρα
την ανοιχτή μας μητέρα γυρεύοντας
το ζεστό της σκοτάδι.

1977


ΛΟΓΟΚΛΟΝΟΣ (1987)

Θεοτόκης Ζερβός: Ερωτικό 2


(φωτογραφία του Ευριπίδη Κλεόπα)


Θα είναι μεσημέρι ηδονικό
και η ποινή που ενεδρεύει στο νου μου
θα διαχυθεί στο φως
θα φωλιάσει στους ήχους
θαρθεί κρυφά με την αναπνοή.
Και θα σκεφτώ - θα το σκεφτώ μονάχα
επειδή η σιωπή θ' απομείνει για σένα
η πιο ανεπιθύμητη λύτρωση.
Θέλησε να περάσει· πήρε μαζί της τη φωτιά.


ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ (1971)

Θεοτόκης Ζερβός: Στο λεπτεπίλεπτο φως




Μελέτησε χίλιες φορές την απόφαση
άνθρωπος μια φορά πριν γίνει περίπτωση
ιδιαίτερη.
Άνθρωπος μια φορά κ' ύστερα ομοίωμα
με τον τρόμο ενός πρόωρου θανάτου.

Μελέτησε χίλιες φορές την απόφαση
βασανισμένος απ' τις αισθητικές δοξασίες
και τίναξε τέλος το αίμα του
μέσα στο λεπτεπίλεπτο φως.


ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ (1971)

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2019

Αλέξης Τραϊανός: Απαγορευμένη ζώνη




Απαγορευμένη ζώνη
                                          Το απορροφημένο στο χαρτί φως
Βιτριόλι της ποίησης
                                          Με τον ίλιγγο μια ρωγμή στο μυαλό

Τότε απογειώνεσαι απ' τον εαυτό σου
Κοιτάς ή χαζεύεις
Τον πλυμένο εγκέφαλο ημερών
Από έρεβος συν εσύ
Και το θαλασσί απόγευμα στο τραπέζι
Που ετοιμάζονται να το φάνε κι αυτό

                                          Καθώς όλα γίνανε ζήτημα τάφου
                                          Έγχρωμο ρημάδι ο κόσμος

                                          Μα δεν αλλάζω φρίκη
                                          Δεν αλλάζω Καρούζο
                                          Πάλλοντας με τον ίδιο κόκκινο σφυγμό
                                          Που αν το ακουμπήσετε
                                          Θα 'ναι μόνο μια νάρκη


ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΚΥΚΛΩΠΑ / CANCERPOEMS (1977)

Αλέξης Τραϊανός: Η Βίκυ της αιμομιξίας




Κυνηγούσα το φως και μ’ αγκύλωνε
Σαρκοβόρο σκοτάδι από πέτρα πλάγιο
Κατεβαίνοντας μέσα στο στόμα

Με δένει η πέτρα ζοφερά ψυχανθή
Κύκλοι του αίματος μέσα στον ύπνο που ξύπναγε
Όταν κόκκινη    Κοκκίνισε ο τόπος
Μ’ ένα φόρεμα ματωμένο απόρρητο ήταν

Δόθηκε η καρδιά μου και άδειασε

Χωρίς ηλικία γέννηση θάνατο
Μέσα στο στόμα μου μόνο ένα χάπι για τον ύπνο
Κι ένα

Αντίο η θάλασσα με την ίδια προσπάθεια εδώ και χρόνια
Αντίο η φλόγα ενός σάπιου ανέμου
Αντίο ξεκρέμαστε απ’ την ουσία σου κόσμε

Βλέπω αίμα αίμα πολύ
Γέμισε το παράθυρό μου χαμένος παράδεισος
Φυτεία της νικοτίνης και νύχτα

Τότε κάπου πάντα θέλει να πάει κανείς
Στο τίποτα έστω μέσα σε τόσα τίποτα

«Κι η χαμένη καρδιά σκληραίνει και αγάλλεται»
Τ’ όνειρο έμπαινε πια μέσα στη μέρα μου
Κι από παντού το κόκκινο το κολασμένο γέλιο σου

Εδώ ’μαι γέρος ερωτευμένος με το δωμάτιο και τα σκοτάδια
Δεν έχω μάτια να σε δω δεν έχω χέρια
Βήχω πίνω καφέ
Βάζω το ξύλινο πόδι μου το γυάλινο μάτι μου
Σου γράφω αυτά τα λόγια που γράφει πριν φύγει κανείς
Κάνει κρύο
Φοβάμαι


ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΚΥΚΛΩΠΑ / CANCERPOEMS (1977)

Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2019

Αλεξία Αθανασίου: Erik




Christine,
λατρεμένη Christine
ο άνδρας με τη μάσκα
Ο Άγγελος της Μουσικής
σαν σκιά σάς ακολουθεί.
Λαβυρινθώδεις οι Κόσμοι του·
Υπόγειες Λίμνες τρεμουλιάζουν
στης Φωνής του τ’άκουσμα
Περιστρεφόμενά του Κάτοπτρα
      (στο Ημίφως των Στοών)
το Πρόσωπο τής Φρίκης καθρεπτίζουν
Εμμονικές οι Σκέψεις
(στροβιλισμοί από Μουσική Θάνατο κι Έρωτα)
Αβύσσους τού μυαλού του πλημμυρίζουν. –
Σας Αγαπά...
με το Πάθος εκείνων που, ποτέ,
δεν αγαπήθηκαν·
ποτέ τους δεν θ' αγαπηθούν.
Christine,
αθώα Christine
-"Erik! Δυστυχισμένε μου Erik"
    με λυγμούς ψιθυρίζετε
και να! νεκρός
"Le Fantôme de l'Opera"
        στα λευκά κείτεται πόδια σας.
Νεκρός· αυτός που σας Αγάπησε·
με το Πάθος εκείνων που, ποτέ,
δεν αγαπήθηκαν·
ποτέ τους δεν θ' αγαπηθούν.


ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ (2019)

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2019

Ανδρέας Εμπειρίκος: Του Αιγάγρου




Πήδηξε ο αίγαγρος και στάθηκε σε μια ψηλή κορφή. Στητός και ρουθουνίζοντας κοιτάζει τον κάμπο και αφουγκράζεται πριν άλλο σκίρτημα σε άλλη κορφή τον πάει. Τα μάτια του λάμπουν σαν κρύσταλλα και μοιάζουν με μάτια αετού, ή ανθρώπου που μέγας οίστρος τον κατέχει. Το τρίχωμα του είναι στιλπνό και ανάμεσα στα πισινά του πόδια, πίσω και κάτω από το σουβλερό κεντρί του, βαρείς οι ογκώδεις όρχεις του κουνάνε σαν σήμαντρα μιας τηλαυγούς, μιας απολύτου ορθοδοξίας.
                Κάτω εκτείνεται ο κάμπος με τα λερά μαγνάδια του και τις βαρείες καδένες.
                Ο αίγαγρος κοιτάζει και αφουγκράζεται. Από τον κάμπο ανεβαίνει, σαν μέσα από πηγάδι βαθύ, μια μυριόστομη κραυγή ανθρώπων που ασθμαίνουν.
                «Αίγαγρε! Αίγαγρε! Έλα σε μας για να χαρείς και να μας σώσεις».
                Ο αίγαγρος κοιτάζει ακόμη και αφουγκράζεται. Όμως καθόλου δεν νοιάζεται για όλου του κάτω κόσμου τη βοή και την αντάρα. Στέκει στητός στα πόδια του και κάθε τόσο μυρίζει τον αέρα, σηκώνοντας τα χείλη του σαν να βρισκόταν σε στιγμές οχείας.
                «Αίγαγρε! Αίγαγρε! Έλα σε μας για να ευφρανθείς και να μας σώσεις. Θα σε λατρέψουμε ως Θεό. Θα κτίσουμε ναούς για σένα. Θα’ σαι ο τράγος ο χρυσός! Και ακόμη, θα σου προσφέρουμε τα πιο καλά, τα πιο ακριβά μανάρια μας... Για δες!».
                Και λέγοντας οι άνθρωποι του κάμπου, έσπρωχναν προς το βουνό ένα κοπάδι από μικρές κατσίκες σπάνιες, από ράτσα.
                Ο αίγαγρος στέκει ακίνητος και οσμίζεται ακόμη τον αέρα. Έπειτα, ξαφνικά, σηκώνει το κεφάλι του και αφήνει ένα βέλασμα, που αντηχεί επάνω από τους λόγγους σαν γέλιο λαγαρό.
                Γεια και χαρά σου Αίγαγρε! Γιατί να σου φαντάξουν τα λόγια του κάμπου και οι φωνές του; Γιατί να προτιμήσεις του κάμπου τις κατσίκες; Έχεις ό,τι χρειάζεσαι εδώ και για βοσκή και για οχείες και κάτι παραπάνω, κάτι που, μα τους Θεούς, δεν ήκμασε ποτέ στους κάμπους κάτω - έχεις εδώ την Λευτεριά.
                Τα κρύσταλλα που μαζώχθηκαν και φτιάξαν τον Κρυστάλλη, ο μέγας ταγός που έπλασε το Πάσχα των Ελλήνων, αυτοί και ακόμη λίγοι άλλοι, αυτοί που πήραν τα βουνά μήπως τους φάει ο κάμπος, αυτοί που τα βουνά λιμπίστηκαν σαν επιβήτορες κυρίως, δοξολογούν τον οίστρο σου και το ζεστό σου σπέρμα, γιε του Πανός και μιας ζαρκάδας Αφροδίτης.
                Γεια και χαρά σου, Αίγαγρε, που δεν αγαπάς του κάμπους! Τι να τους κάνεις; Ο ήλιος σηκώνεται κάθε πρωί ανάμεσα στα κέρατα σου. Λάμπουν στα μάτια σου οι αστραπές του Ιεχωβά και ο ίμερος ο πύρινος του Δία, κάθε φορά που με σπρωξιές ανένδοτες τα θηλυκά ριζοσκελώνεις, ως μέγας ψώλων, και σπέρνεις την απέθαντη γενιά σου.
                Γεια και χαρά σου, Αίγαγρε, που δεν θα πας στους κάμπους! Γεια και χαρά σου που πατάς τα νυχοπόδαρά σου στων απορρώγων κορυφών τα πιο υψηλά Ωσαννά!
Είπα και ελάλησα, Αίγαγρε, και αμαρτίαν ουκ έχω.

[Γλυφάδα 12.7.1960]


ΟΚΤΑΝΑ (1980)




Ανδρέας Εμπειρίκος: Στροφές στροφάλων




Στον Λεωνίδα Α. Εμπειρίκο

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Άσπρο στο σώμα σου και κίτρινο στις τσιμινιέρες
Διότι βαρέθηκες τα βρωμερά νερά των αγκυροβολίων
Εσύ που αγάπησες τις μακρινές σποράδες
Εσύ που σήκωσες τα πιο ψηλά μπαϊράκια
Εσύ που πλέχεις ξέθαρρα στις πιο επικίνδυνες σπηλιάδες
Χαίρε που αφέθηκες να γοητευθής απ’ τις σειρήνες
Χαίρε που δεν φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Στο σέλας της θαλάσσης με τους γλάρους
Κ’ είμαι σε μια καμπίνα σου όπως εσύ μέσ’ στην καρδιά μου.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Οι αύρες μάς εγνώρισαν και λύνουν τα μαλλιά τους
Προστρέχουν κι αυτές και πλαταγίζουν οι πτυχές τους
Λευκές οι μεν και πορφυρές οι δε
Πτυχές κτυποκαρδιών πτυχές χαράς
Των μελλονύμφων και των παντρεμένων.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Φωνές εδώ και φάλαινες στο πέρασμά σου πάρα κάτω
Από τα ύφαλά σου αντλούνε τα παιδιά την μακαριότητα
Από το πρόσωπό σου την ομοιότητα με σένα
Και μοιάζεις με αυτούς που εσύ κ’ εγώ γνωρίζουμε
Αφού γνωρίζουμε τι θα πη φάλαινα
Και πώς ιχνηλατούν οι αλιείς τα ψάρια.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Φυγομαχούν όσοι κρυφά σε μυκτηρίζουν
Όσοι πουλούν τα δίχτυα σου και τρώνε λίπος
Ενώ διασχίζεις τις θαλάσσιες πραιρίες
Και φθάνεις στα λιμάνια με τα πούπουλα
Και τα κοσμήματα της όμορφης γοργόνας
Πούχει στο στήθος της ακόμη τα φιλιά σου.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Είναι ο καπνός σου πλόκαμος της ειμαρμένης
Που ξετυλίγεται μέσ’ στην αιθρία κι ανεβαίνει
Σαν μαύρη κόμη ηδυπαθούς παρθένας ουρανίας
Σαν λυρική κραυγή του μουεζίνη
Όταν αστράφτει η πλώρη σου στο κύμα
Όπως ο λόγος του Αλλάχ στα χείλη του Προφήτη
Κι όπως στο χέρι του η στιλπνή κι αλάνθαστή του σπάθα.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Στις τροχιές των βαθυπτύχων οργωμάτων
Που λάμπουν στο κατόπι σου σαν τροχιές θριάμβου
Αύλακες διακορεύσεως χνάρια ηδονής που ασπαίρουν
Μέσ’ στο λιοπύρι και στο φως ή κάτω από τ’ αστέρια
Όταν οι στρόφαλοι γυρνούν πιο γρήγορα και σπέρνεις
Αφρό δεξιά κι αφρό ζερβά στο ρίγος των υδάτων.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Θαρρώ πως τα ταξείδια μας συμπίπτουν
Νομίζω πως σου μοιάζω και μου μοιάζεις
Οι κύκλοι μας ανήκουνε στην οικουμένη
Πρόγονοι εμείς των γενεών που εκκολάπτονται ακόμη
Πλέχουμε προχωρούμε δίχως τύψεις
Κλωστήρια κ’ εργοστάσια εμείς
Πεδιάδες και πελάγη κ’ εντευκτήρια
Όπου συνέρχονται με τις νεάνιδες τα παλληκάρια
Κ’ έπειτα γράφουνε στον ουρανό τις λέξεις
Άρμαλα Πόρανα και Βέλμα.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Ανθούνε πάντα στην καρδιά μας οι μηλιές
Με τους γλυκείς χυμούς και την σκιά
Εις την οποίαν έρχονται το μεσημέρι τα κορίτσια
Για να γευθούν τον έρωτα μαζύ μας
Και για να δουν κατόπι τα λιμάνια
Με τα ψηλά καμπαναριά και με τους πύργους
Όπου ανεβαίνουν κάποτε για να στεγνώσουν
Οι στεριανές κοπέλλες τα μαλλιά τους.

Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Αχούν οι φόρμιγγες της άπλετης χαράς μας
Με τα σφυρίγματα του ανέμου πρύμα-πλώρα
Με τα πουλιά στα σύρματα των καταρτιών
Με την ηχώ των αναμνήσεων σαν κιανοκιάλια
Που τα κρατώ στα μάτια μου και βλέπω
Να πλησιάζουν τα νησιά και τα πελάγη
Να φεύγουν τα δελφίνια και τα ορτύκια
Κυνηγητές εμείς της γοητείας των ονείρων
Του προορισμού που πάει και πάει μα δεν στέκει
Όπως δεν στέκουν τα χαράματα
Όπως δεν στέκουν και τα ρίγη
Όπως δεν στέκουν και τα κύματα
Όπως δεν στέκουν κ’ οι αφροί των βαποριών
Μήτε και τα τραγούδια μας για τις γυναίκες που αγαπάμε.


ΕΝΔΟΧΩΡΑ (1945)




Ανδρέας Εμπειρίκος: Οι καρυάτιδες




Στον Γιώργο Γουναρόπουλο

Ω οι μαστοί της νεότητος
Ω τα πελιδνά νερά των συκοφάγων
Τα καλντιρίμια αντηχούν από τα βήματα των πρωινών ανθρώπων
'Aλσος αλκής με τ’ άλικα δέντρα σου
Η νεότης διαισθάνεται τη σημασία σου
Αναθρώσκει ήδη στας παρυφάς σου
Θύσανοι πουπουλένιοι σκιρτούν ανάμεσα στα στήθη των νεανίδων
Που περπατούν ημίγυμνες μέσ’ στα δρομάκια σου
Η κόμη τους είναι ωραιότερη από του Αβεσαλώμ
Το κεχριμπάρι στάζει ανάμεσα στους βοστρύχους
Και οι μελαχροινές κρατούνε φύλλα εβένου
Τα βήματα τους τα οσφραίνονται κουνάβια
Το δάσος συγκινείται
Τα δάσος είναι μυρμηκιά με λεγεώνες λογχοφόρων
Εδώ και οι κορυδαλλοί γυμνώνονται απ’ τις σκιές τους
Οι τροχιόδρομοι δεν ακούγονται
Η ημέρα αναστενάζει
Μια κόρη της πολύ μικρή παίζει με τους μαστούς της
Κανένας κόλαφος δεν ισχύει
Μόνο μια έλαφος περνά κρατώντας μέσ’ στο στόμα της
Τα τρία κεράσια που βρήκε ανάμεσα στα στήθη της νεότητος
Το βράδυ εδώ είναι θερμό
Τα δέντρα περιτυλίσσονται στη σιγαλιά τους
Βράχοι σιγής πέφτουν αργά και πού μέσα στο ξέφωτο
Όπως το φως πριν γίνει μέρα.


ΕΝΔΟΧΩΡΑ (1945)

Ανδρέας Εμπειρίκος: Το γάλα του αιγιαλού




Στον Γιώργο Κατσίμπαλη

Στην χώρα που ανθούν στις αμμουδιές οι κόρες
Τ’ άστρα ξυπνούν και φέγγουν άναυδα τη νύχτα
Στιλπνά σαν μουσαμάδες των ψαράδων
Ενώ τ’ αστέρια της θαλάσσης πλησιάζουν
Πρώτα λευκά και σχεδόν άχρωμα
Έπειτα κόκκινα και ζωηρά
Με τα πλοκάμια των σφαδάζοντα
Για το εφήβαιον και για τα στήθη
Των νεανίδων.

Οι αμμουδιές είναι διάστικτες από κογχύλια
Μ’ ένα φιλί λησμονημένο μες στα βότσαλα
Μ’ ένα πουλί που κούρνιασε στα στήθη
Κόρης γλυκειάς που του μιλάει και λέγει
Πουλί καλό πουλί χρυσό πουλί λαμπρό μαντάτο
Χαϊδεύοντας το στα βυζιά της με λαχτάρα
Σαν χαϊμαλί της ηδονής ή σαν αγόρι

Ο ουρανός είναι διάστικτος από πετράδια
Βάρκες με δίχτυα και ψαράδες πλησιάζουν
Για να ψαρέψουν πριν ο ήλιος τους προφτάσει
Τις κόρες της Ανατολής και της Ευρώπης
Άσπρα κορίτσια ή μελαψά
Κορίτσια έτοιμα για τα ταξείδια.
Κορίτσια έτοιμα για τους λωτούς
Κορίτσια έτοιμα για τις παλάμες
Και για τα βέλη των ανδρών
Και για τα βέλη του ηλίου
Τώρα που αρχίζει κι ανατέλλει
Ροδίζοντας τα κορφοβούνια
Χρυσίζοντας τις αμμουδιές
Ενώ βουΐζουν οι σπηλιάδες
Κ’ η θάλασσα βαθειά στενάζει
Και ψιθυρίζουνε τα φύλλα
Και τιτιβίζουν οι κορυδαλλοί
Ραμφίζοντας μαστούς και ρώγες
Τώρα που ο ήλιος ξεπροβάλλει
Και ντύνει τις κόρες με άσπρα ρίγη
Τώρα που αρχίζουν τα τζιτζίκια
Και γδύνονται οι λογισμοί
Και βάφονται όλα τα λουλούδια
Με πράσινο με κρεμεζί.


ΕΝΔΟΧΩΡΑ (1945)

Ανδρέας Εμπειρίκος: Η στιλβηδών




Η φωτεινή θρυαλλίς έγινε φάρος
Τα κρύσταλλά του μας μιλούν
Κάποτε μοιάζουμε με τις αχτίδες του
Κάποτε μοιάζουμε με την μακρυνή φωνή του
Στεκόμαστε ορθοί μεσ’ στις αναλαμπές του
Το σώμα του μας κυβερνά
Το φως του μας δυναμώνει
Η καρδιά μας πάλλεται μαζύ του
Οι λογισμοί που αντιπαρέρχονται είναι καράβια
Και η θάλασσα είναι στα πόδια μας
Κανείς από μας δεν στέκει ποτέ στα βήματά του
Καθένας πορεύεται και απομακρύνεται
  προς τα κρησφύγετα της οπτασίας του
Η γη που τα σκεπάζει είναι στα σπλάχνα μας
Οι πόθοι μας συναγελάζονται
Τα μαλλιά τους αναμιγνύονται
Τα στόματά τους φιλιούνται
Τα χέρια τους μας σφίγγουν
Και η σφιγξ μάς συνθλίβει επί του στήθους της
Στην στίλβουσα σιωπή του φάρου.


ΕΝΔΟΧΩΡΑ (1945)

Ανδρέας Εμπειρίκος: Σέλας των αντηχήσεων




Μια γυναίκα λούζεται στην άμμο
Και πέφτουν τα φιλιά της στον αφρό
'Αστρα και μέδουσες προσμένουνε την ιπποκάμπη
Το τηλεσκόπιον εν εγρηγόρσει
Ρουφά το γλεύκος τ’ ουρανού
Ο γαλαξίας μετουσιώνεται
Τρέφει τις νοσταλγίες του κ’ έπειτα σβήνει
Σαν φως που πια κουράστηκε να περιμένη
Γλυκειά η αναμονή της γυναικός που ελούσθη
Μέσα στο σκότος την συνήντησε ο κουρσάρος
Η καρατόμησις του εχθρού του δεν τον εμποδίζει
Να σχίσει την χλαμύδα του να φανερώσει
Στα μάτια της καλής του
Τα μυστικά των κοιμισμένων πέρα ώς πέρα
Μιά νύχτα
Δυό νύχτες
Κ’ έπειτα φως μέσα στο μέγα πλήθος που κραυγάζει
Κάτω από τον θόλο της ηχούς ενός αιώνος.


ΕΝΔΟΧΩΡΑ (1945)

Ανδρέας Εμπειρίκος: Και τα κλαριά των όφεων




Κύμα υπερπηδήσεως των βράχων της εσπέρας
Τα θερινά ξενοδοχεία μάς φωνάζουν
Καλούν τις κνήμες των παιδιών λευκά πουλιά
Και τα βυζιά των δεσποινίδων κύματα
Μ’ όλα τα χάδια των χειλιών και της παλάμης
Της ενοράσεως των διαρκών ερώτων
Απ’ τη στιγμή που πόντισε στην άκρη
Το πιο χαρούμενο καράβι του πελάγους
Σπέρνοντας ρύζι στις γλυκειές στιγμές
Σουρώνοντας την θάλασσα μεσ’ στο μαντήλι
Κάποιας κρυφής αγάπης στη σοφίτα
Του τελευταίου σπιτιού


ΕΝΔΟΧΩΡΑ (1945)

Ανδρέας Εμπειρίκος: Παρουσία αγγέλων εντός μηχανής




Όταν με την βαρύτητα του ανέμου που συναρπάζει τα φρόκαλα μεσ' απ' τα πόδια των μανάδων εσάλπισε το πεφταστέρι τις τελευταίες εντολές των θεανθρώπων σηκώθηκε υπερήφανος ο φθόγγος και μ' ευκαμψία τελείου μηχανικού λεπτολογήματος παρέσυρε την ευτυχία προς τα πελάγη μιας παμμεγίστης παλιρροίας. Τότε συνέβη να φτερνισθούν οι φυσητήρες και όλα τα κήτη ανέστρεψαν την κοιλιά τους και κατεποντίσθηκαν αύτανδρα τα περασμένα κουφάρια υπέρ της αναγεννήσεως τής ευτυχίας υπέρ της εκπληρώσεως των εσχατιών υπέρ της ειρήνης υπέρ της αμαυρώσεως υπέρ της εκλάμψεως της αληθείας υπέρ της κατισχύσεως των ρόδων και της μαγικής αράχνης εν έτει χαράς για τον αιώνα των μεγάλων ολισθημάτων των κυμάτων επάνω στα στεκούμενα καράβια.


ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ (1935)

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2019

Διομήδης Βλάχος: Συνείδηση




Ήρθ' η στιγμή να δώσεις την απολογία σου·
μέσα στο σκοτάδι που γίνεσαι
η παραμόρφωση είναι δεκάχρονο αγόρι
που οδηγεί τον Τειρεσία
το φως της ερημιάς εκατό ήλιοι αντάμα.

Μαρμαρωμένος κοίταζες τις πολιτείες ξένες
να διαβαίνουν μέσα στην ομίχλη
και μόνο το βράδυ στον καθρέφτη
ανακαλύπτεις το πονεμένο βαρίδι των οφθαλμών
να τραβάει στο βυθό με τα κεφαλόποδα
όπως όταν περάσει δίκοπο μαχαίρι
και βλέπεις ξεγυμνωμένο αιμόφυρτο τον εαυτό σου
το σώμα σφαδάζοντας στις πλάκες
τρεις χιλιάδες χρόνια.
Τότες τα τελώνια φεύγουν τρομαγμένα
χτυπώντας τις φτερούγες
η πλατεία ξαναπαίρνει την πραγματική της διάσταση
ο αδιάφορος δρόμος ημερεύει στο πάτημα
τ' αγριεμένο δέντρο σε δέχεται σαν τ' αποδημητικά.

Πηχτό σκοτάδι λοιπόν αδιαπέραστο
ο δρόμος του ονείρου, όλο χλωμή φεγγαράδα
κι ο ήλιος με την πετονιά του στάσιμος
στην πίσω μεριά της γης.


ΣΧΙΣΤΟΛΙΘΟΙ (1984)

Νίκος Καρούζος: Το απόλυτο σε διόγκωση




Περπάτησα σήμερα νιώθοντας κούρος.
Είχα κάτι λέξεις. τις απόδιωξα στ’ άχρηστα
      χωρίς ιστορία.
Περπάτησα και χτες αλλά σήμερα είν’ άλλο.
Κι ωστόσο αρχαιότερο περπάτημα – όχι! –
      ποτέ μου δεν έζησα.
Τι γινετ’ εδώ; Ποιος χειρίζεται ζόρικα
      την οφθαλμαπάτη;
Στράφι τα ηρακλείτεια στράφι η επιστήμη.
      Συντάσσω δοκίμιο;
Μα όμως αισθάνομαι το άδειο μου κεφάλι
      χειρόβολο από ηλιαχτίδες.
Ανάληψη της διάνοιας με κοχλαστό λιοπύρι.


ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΩΝ (1986)

Νίκος Καρούζος: Λογική της ορθοφωνίας




Πιστεύω τι σημαίνει; πληγιάζομαι;
      πληγή καταφέρω στον αγέρα;
Πλαγιάζοντας άναυδα με εικασίες
      που δεν ευνοεί ο χειμώνας
η μαρμάρωση των άστρων επιτέλους!
Θέλγομαι από εκκρεμότητα ο άξεστος
      θα κυριαρχήσει
μαύρισμα θεϊκιά φάρσα κι αν γεννιόμαστε
      τι; το φτηνότερο θαύμα.
Τέτοια ζέουσα νόηση κι ακόμη να υπακούει
      στην Προϊστορία...
Φεύγα ολομόναχος προς τη φλόγα σου
      φεύγα κι από μένα.
Πιθανόν εγώ να διαστρεβλώνω τ’ αστέρια.


ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΩΝ (1986)

Νίκος Καρούζος: Μεταφυσικό σκορβούτο




Νεκροί π’ αγκαλιαζόμαστε στους δρόμους.
νεκροί που χαιρετιόμαστε διαφορετικά.
Νεκροί που χωρατεύουμε τρώγοντας αθανασία
      φιλιόμαστε σταυρωτά
διανύοντας αποκαΐδια: τη φωτιά σε χρεοκοπία.
      Νεκροί με τ’ όνομα.
η μεγάλη ζωή των φυσαλίδων. ένα πλεόνασμα.


ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΩΝ (1986)

Νίκος Καρούζος: Εξ αναγνώσεως




- Δείξε μου την αλήθεια.
- Το ερωτεύεσαι αυτό σύγκορμος;
- Καθώς το ’πες.
- Ας πάμε να λούσουμε στο ποτάμι τα κορμιά μας.
      Πάνε. Και εκεί ο Ευάγριος
όπως είχαν ευχάριστα βουτήξει μεσημεράκι με γδύμνια
τον Ήμερο αδράχνει απ’ το κεφάλι και το χώνει
      στου αθώου νερού τη γυαλάδα ο Ευάγριος
δεν τον αφήνει ναν το βγάλει στην επιφάνεια
      λάμπει ο ήλιος
μαίνεται μ’ αχτίδες γενετήσιες απ’ τα ύψη του.
      Το χώνει. δεν τον αφήνει
            για κάνα περίπου λεφτό της ώρας
      ναν το βγάλει κ’ ύστερα τον αφήνει (τι λύτρωση)
κι ο διψαλέος της αλήθειας βαριανασαίνει εξώτερος.
- Τι λαχτάρησες αδέρφι μου με το κεφάλι σου πιεσμένο
      στα ύδατα;
- Να πάρω ανάσα. Να βγω στην επιφάνεια.
- Μα όμως μονάχα όταν ο έρωτας να αναπνεύσεις άγγιζε
      τη μηδενικότητα
θα ’τανε της αλήθειας ο έρωτας κ’ η άγρια μάθηση.


ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΩΝ (1986)

Νίκος Καρούζος: Ωράισμα και θερμή αρίθμηση




Ραμφίζω οντολογία.
Τα χουγιαχτά της καταιγίδας μ’ αστραπόνερα
σε ποσότητες θάμβους ανήλιαγος Δίας.
Μεγάλη τύχη να ’χω πάντοτες εγώ ο μαύρος
ηλεχτρική επαφή με το τίποτα για να δικαιώνει
το υλιστικό μου πρόσωπο που ενοχλεί οποιαδήποτε
καλαίσθητη ποιητίζουσα μούρη.
Στη λησμονιέρα μου εγώ κι ας μην είν’ από πορσελάνη!


ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΩΝ (1986)

Νίκος Καρούζος: Φανοστάτης




Ανέκαθεν απλουστεύτηκα σε πολύωρους ύπνους
      αποφεύγοντας κυρίως την ομιλία
            μα όμως
      δεν είμαι τιποτ’ άλλο από γλώσσα.
μηχανισμός ηχητικός μετατοπίζοντας λαμποβόλημα.
      χιμαιρικός χοροδιδάσκαλος λέξεων
εναγκαλιζόμενος υδράργυρο στο ηλιοθάλασσο
κι όταν έψαχνα για θερμόμετρο αναμνήστηκα
      τη βλάστηση που ανεβαίνει.
Τέτοια σκαρφίζεται συνήθως η ωραιότητα.


ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΩΝ (1986)

Δ.Π. Παπαδίτσας: Δελφική αίσθηση




Να σ' ακούσω, πώς;
να μ' ακούσεις, γιατί;
ό,τι αφήσαμε φως
μας πατεί.

Μη με χάσεις, φωνή
έχω γίνει νερών,
στα φαράγγια αντιχτύπημα
αετήσιων φτερών.

Μη με χάσεις, η αφή
είναι μνήμη και ηχώ
άλλου κόσμου.

Λάλον ύδωρ ξυπνώ
στο εννοσίγαιο βουνό
και βαθαίνει ο Πλειστός μου.

Δελφοί, 1982


Η ΑΣΩΜΑΤΗ (1983)

Δ.Π. Παπαδίτσας: Διαιρετέοι




Απο 'δω αρχίζω
σε ρωτάω δεν σε ρωτάω, είναι
από εδώ ως εκεί, σου λέω μείνε
και δεν ακούω τι μου λες

Από 'δω αρχίζω με σπίθες
με ανάμματα και με φωνές
μνήμες λιθάρια ή ληθες
(σου 'λεγα κοίτα και μου 'λεγες πιες)

Από σένα αρχίζω
στο τέλος ή στην αρχή ζω
μετά με φυσάς και σε φυσώ
(με τόσο φως και δεν σε ξεχωρίζω)

Σε κάθε φύλλο σε μυρίζω
κι ως σε μετράω μέχρι τα χίλια
όλο είσαι δυο κι όλο μισό
για την αφή μου και τα χείλια.

1980


Η ΑΣΩΜΑΤΗ (1983)

Δ.Π. Παπαδίτσας: Η Ασώματη (9)




Βαθυστρόβιλο
ποτάμι κι αν είσαι
με μια καλαμιά
και μια χρυσή ακρίδα στα φύλλα της

τι είσαι;

Καθώς θημωνιά εξανεμίζεσαι
στου Αυγούστου τα αράγιστα ουράνια
βαθυστρόβιλη όρχηση
εσύ και τα δέκα σου δάχτυλα

Το μάτι σου εδώ το μάτι σου εκεί
μελιχόρταστο έντομο
στη βραδύπορη εσπέρα
γυρίζει απ' τον αέρα

Να 'χα τη χλόη σου
που πίνει την αίσθηση
θα μ' έστρωναν θύελλες
φύλλα κλαδιά σπερμογόνια
έλυτρα σκόνη στεφάνια
εκεί που φυτεύτηκα

και με είδες που σ' έβλεπα


Η ΑΣΩΜΑΤΗ (1983)

Τάκης Σινόπουλος: Οι παραλογισμοί της Ιωάννας




Ο Κωνσταντίνος είναι μια πόρτα.
Είναι ένα πρόσωπο πίσω απ’ την πόρτα.
Είναι μια πόρτα που κλείνει ξαφνικά και σου τσακίζει τα δάχτυλα.
Ο Κωνσταντίνος είναι μια κάμαρα.
Κραυγή κινδύνου σε μιαν άδεια κάμαρα.
Είναι ένα σπίτι σκυθρωπό πού μέσα του καπνίζουν ανεξερεύνητες θρησκείες αιμάτων.
Ο Κωνσταντίνος είναι το αύριο το αύριο το αύριο. (Το αύριο επαναλαμβανόμενο άπειρες φορές).
Ο Κωνσταντίνος χάνεται άμα τον κοιτάξεις κατάματα.
Ο Κωνσταντίνος φανερώνεται άμα τον ονειρευτείς.
Χτυπιέται με τη νύχτα πέφτει απάνω της τυφλός από θυμό κι έτσι γεμίζει με πληγές που συνεχώς αφορμίζουν.
Βασανίζεται με τα πρόσωπα η αοριστία τον δυναστεύει ψηλαφά το κορμί μου το φως του προσώπου μου και τον τσακίζουν ασταμάτητοι λυγμοί.
Ο Κωνσταντίνος είναι ο ήλιος που καθορίζει τον ίσκιο του χορταριού με τη συνεχή κίνησή του.
Ο Κωνσταντίνος είναι ένα κλειστό δάσος σχέδιο χαλιού με βλάστηση αποπνιχτική.
Ο Κωνσταντίνος είναι ο αγώνας με τις κάμαρες και τα πουλιά.
Μιλάει συνεχώς για ένα ποτάμι που θα πλύνει το κορμί του από τα χώματα και τις βρωμιές της γης.
Συνέρχεται από τις αιτίες που ερεθίζουν το αίμα του κι ύστερα κοιμάται.
Ο Κωνσταντίνος έχει πολλές ακαθαρσίες μέσα στη φανταστική του ζωή.
Ο Κωνσταντίνος είναι ένα αμφισβητούμενο γεγονός.
Είναι ένας μισοφαγωμένος κήπος.
Είναι μια σκούρα καταθλιπτική μέρα που ο άνεμος φέρνει σκόνη στα τζάμια.
Φοράει αυτό το χειμωνιάτικο σακάκι και θαρρεί πως συνεχώς μεταμορφώνεται.
Πίσω απ’ το πρόσωπο του Κωνσταντίνου σαλεύει ο άλλος Κωνσταντίνος.
Που καίγεται τις νύχτες σε μια παραφορά φριχτότερη απ’ τα λόγια του.
Οι αυστηροί θεοί τον ακούνε και σκοτεινιάζουν.
Το ξαναλέω ο Κωνσταντίνος είναι ένα σπίτι.
Ένα σπίτι γιομάτο επινοήσεις που χύνονται και σου ξεσκίζουν το κορμί με τα νύχια τους.
Ο Κωνσταντίνος μεταμελείται για πράξεις που ποτέ δεν έγιναν.
Μπερδεύει εκείνο που έκαμε με κείνο που λογάριαζε να κάμει.
Έχτισε πελώρια οικοδομήματα και τα κρατούσε απελπισμένος με τα χέρια του
ώσπου γκρεμίστηκαν και μας τσάκισαν.
Ο Κωνσταντίνος είναι υπεύθυνος για ό,τι συνέβη μέσα μας.
Θρυμματίζεται σ’ ατελείωτες παρακρούσεις φωνάζοντας το πρόσωπό μου σκοτεινή χαράδρα του φεγγαριού. (Το πρόσωπό μου εμένα είναι ίδιο φως).
Ο Κωνσταντίνος είναι τρομαχτικός όταν γδύνεται μια μια τις φλούδες του.
Δεν ξέρω πώς να γαληνέψω τον Κωνσταντίνο.
Ώρες ώρες τον παραστέκει η τρέλα και τα σπλάχνα του φωτίζονται από μέσα σαν να καίει εκεί μια ριζωμένη λάμπα.

Αυτός είναι ο Κωνσταντίνος.


ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ (1961)

Μάρκος Μέσκος: Ο μικρός κήπος




Θάλασσα ομηρική με πεύκο και κουπιά έτρεχε το βουνό
να ξενυχτήσεις το φεγγάρι ή να προσμένεις την αυγή;

Τα πίσω εμπρός και τα μελλούμενα ένας δρόμος ίσα στο σπιτάκι
φτάνει ο μικρός κήπος και το σκυλί για τα κακά προαισθήματα.

Εκεί όταν έφτασες ρώτησες τη μητέρα: — Σςς κοιμούνται τα παιδιά στην πέτρα
δεν ξύπνησαν ακόμη, — τι να πω;

Μαύρο καράβι η θάλασσα σκύλος ο ουρανός θα γαβγίσει
παρακαλώ σας μη γυρίσουν στο άλλο πλευρό βλαστημώντας.


ΑΛΟΓΑ ΣΤΟΝ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟ (1973)

Μάρκος Μέσκος: Χριστίνα




Θλιβερό η φωνή να γυρίζει πίσω χωρίς απόκριση
ο στίχος της Ασκληπιού και το φεγγάρι ευτυχώς χαμηλά
και ο ψηλός μονόχειρας στο επιτάφιο αεράκι
κάθε απόγευμα γύρω τριγύρω του Λυκαβηττού.

Ένας άνθρωπος της ηλικίας μου λοιπόν που βαδίζει
στους δρόμους με την ωραία ψευδαίσθηση
τι ωραία
 τι ωραία
όλα χαρούμενα όλα φωτεινά και καταπώς
βαθιά τα επιθυμεί η ψυχούλα που μες στη φυλακή
γεννιέται.

Πίσω από τα φύλλα πίσω από τα πουλιά
πάλι φοβάμαι.


ΑΛΟΓΑ ΣΤΟΝ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟ (1973)

Μάρκος Μέσκος: Συντροφιά




Το σούρουπο γυρίζουν σπίτι τα νερά
αέρι δρόμοι σπαθί — στο σπίτι. Ο σκύλος
παίρνει το πόστο. Η άσπρη χαρακιά του Γαλαξία
στον ουρανό. Ώρα να φυλάξουμε καλά τ’ όνειρο
μην κρυώσει, μην λογιστεί ακόμη τα ξέφωτα.

... Καμιά φορά
πώς ξεπηδάει η σύμπτωση! Εκεί λοιπόν
στο ξέφωτο η βαλανιδιά. Τα φύλλα
της βαλανιδιάς με τα κλωνιά
κι αέρι μοιρολόι και μάνα —
κανείς, κανείς μην πει πως είναι μόνος.


ΑΛΟΓΑ ΣΤΟΝ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟ (1973)

Μάρκος Μέσκος: Το άλογο




Στην Αθήνα Μάη μήνα τα κεράσια είκοσι δραχμές.

Κυριακή πρωί περιστέρια ανάμεσα στις γκρίζες πολυκατοικίες
και στον μαύρο αχό από την αρωματισμένη φωνή του ανθοπώλη.
Θλιβερά βοσκοτόπια τεχνητών γονιμοποιήσεων, ζώα πίσω από
το μαστίγιο στα δυο σούζα και η ματιά τρία μέτρα όσο το
κόκκινο κύμα στο απέναντι ερείπιο. Εσύ πού πας
Τα παιδιά βγαίνουν περίπατο στο πάρκο φτερά δεν πουλάνε
στεφάνια πλαστικά της Πρωτομαγιάς και των μνημάτων ναι.

(Μητριά πατρίδα πατρίδα μητριά σάπια τα χρήματα στα χέρια μου
τα γρόσια σου δεν λάμπουν.) Θα περάσουμε κι εμείς τη νιότη —
βαθιά στο τέλος του καλοκαιριού θα χαθούμε... Αχ! πόλη
που με γέννησες δεν μ’ ακούς, κάθε νύχτα χτυπώ τα τείχη σου
μα οι φύλακες δεν μου ανοίγουν. Γυρίζω πίσω κόβω κλαρί
πιάνω τραγούδι να σκεπαστούν τα δάκρυα — τυφλό άλογο περπατώ
και κλαίω μέτωπο στο μέτωπό σου.


ΑΛΟΓΑ ΣΤΟΝ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟ (1973)

Μάρκος Μέσκος: Κουρέλι




Ένα κουρέλι παίζει γύρω από τη γλάστρα
σαν πόδι γάτας — τι όνομα αύριο θα δώσω
στους δρόμους που τρέχουν με τ’ αυτοκίνητα, ποιο θα ’ναι
το φως στα φωτισμένα τετράγωνα της Κυριακής;

Τραγούδια στα χιόνια του Μαγιού η γλώσσα μου είναι στο βουνό
και τα μαλλιά τριχιά στο ανηφόρι. Τραγούδια
στα χιόνια του Μαγιού κι απάνω ήλιος λαμπρός
σ’ όλα τα μάτια. (Φοβάμαι μόνο το σούρουπο
κι η παραλία γίνεται επικίνδυνη καθώς αδύνατο είναι
να λησμονήσω ποιος είμαι.)


ΑΛΟΓΑ ΣΤΟΝ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟ (1973)

Μάρκος Μέσκος: Δίλημμα




Αναρωτιέμαι συχνά: στο ικρίωμα ή
στα βουνά της δόξας;

Παρ’ ότι ο θάνατος δεν είναι παίξε-γέλασε
παρ’ ότι η απελπισία απ’ το βαθύ πηγάδι
με ανεβάζει στο φως και χαιρετώ κάθε πρωί
τις κορφούλες των δέντρων
παρ’ ότι δεν έχω χέρια, δεν έχω πόδια, δεν έχω μάτια
δεν έχω φωνή σ’ αγα
σ’ αγα
(σ’ αγαπώ ήθελα να πω). Και ψαρεύω αντίστροφα
το φεγγάρι. Δηλαδή, παπαρούνες όλου του κόσμου
ενωθείτε...


ΑΛΟΓΑ ΣΤΟΝ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟ (1973)

Μάρκος Μέσκος: Ελπίδα ελπίδα ελπί




Κι όμως στο τέλος πάντα κάτι μένει
έστω ξερά χορτάρια στην αυλή των κρεμασμένων
(στο διάβολο κι εσύ και στο σχοινί σου)
ρίζα χλωρή λοιπόν και φωνή από μακριά που θυμάται
και ξαναγεννιέται
ένα πουκάμισο λευκό
εκεί κάτω στους μεταλλικούς αιώνες
θροΐζει πάντα σαν τελευταία ελπίδα.


ΑΛΟΓΑ ΣΤΟΝ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟ (1973)

Μάρκος Μέσκος: Κυριολεξία




Όπα λοιπόν να ο ήλιος: Τρέχω κι ονοματίζω:
Πράσινα δέντρα το δάσος σύντριμμα το κύμα η θάλασσα
νερό τον νερό κρύσταλλο και φωνή δεν πνίγεται
στον ασβεστόλιθο του γκρεμού.

Το πουλί στο κλουβί (ανοιγμένη η θύρα)
τα όνειρα στην πέτρα χρώματα της μέρας
το σοκάκι σοκάκι το σκυλί σκυλί του γυρισμού.

Χαϊδεύω τα μαλλιά σου σε φιλώ — τώρα
όλα θάνατος και παραλογές.


ΑΛΟΓΑ ΣΤΟΝ ΙΠΠΟΔΡΟΜΟ (1973)

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2019

Ruxandra Cesereanu: Persephone unveiled




Oh, you spiderchested gods,
flaunting algae beards and teeth like pomegranate seeds,
I am Persephone, once blind, my eyes a golden glass,
now become a seer like a white owl.
While I walk in the fields I can smell the olives
and my bliss curls up like a cat in the sun,
oh, trees ablaze with life, oh dry-rim heathers,
how I longed for you while I’d listen to the tales of dark Hades.
Sea water waves would break on the inside of my ear
like liquid drums thundering:
come into the light, Persephone, get out of the tunnel, Phersephassa,
come, desolate Periphonia!
In the beginning I felt the darkness shrouded
in barren women and men,
I couldn’t grasp at all this blackness
on which grey-tongued dogs seemed to feed.
There weren’t any birds there.
Then, on my left bosom I placed a hollow shell.
I wanted to dream of the flowing meadow,
of the gentle field and of the sun like a yellow sacrificial blade,
I wanted to touch the grass, even if it had been scorched,
I wanted to touch the leaves of countless families of trees.
For days and days I would sing out names of flowers:
daisies, pimpernel, campanulas,
dandelions, wild roses, poppies,
tousled flowers, flowers sweet to touch and smell.
The air was a hidden temple,
I would wander dazed, taste of tinder in my mouth.
And suddenly, at dawn I breached the wall,
and I could smell mad lemon,
and I got out into the shady light sleepless as I was.
First I saw the zephyr-stirred field,
and heard the birds rushing above the sea,
and shrubs had Gorgon hair,
then I shouted and made an oath to the sun.
I cut the storms’ head for all time
and the sea seemed white like a soft lamb.
The guards’ lips were covered in sand when they let me pass.
Now my joy is a fountain,
I say be praised,
water and sun, air and fruit,
grass and fish, bell and flower!


KORE PERSEPHONE (2004)

Ruxandra Cesereanu: The Young Erinys




My long hair hangs in the air like winding twigs,
my viscera are fiery,
my face alive with wrath and glory,
the supplicants, terrified, lock themselves in cells,
but I am tired and I’d like to sleep
a whole spring on a deserted island.
My tongue glistens,
I’d speak scorpion stinging words,
I’d listen to the counsel of clawing birds,
night watches speak of my limestone temples
where fragrant rush holders are lit.
My body, a Corinth puma, feels trapped in trawl,
I shake tempestuously, I turn, I vibrate,
I am the young Erinys who steps on soles of mist.
Stone daggers slit my senses,
amongst the blind blood goddesses I was the shark of clay.
I can bet on the shadows of the dead,
my innate enchantress dreams
now blow like the zephyr, unlike the leaden storms.
The roar within is a hollow mountain,
at the daybreak I’d like to learn the language of light.
On a black widow’s boat I leave myself
for a white widow which could still be me.
Diffidently, I am listening to my rain filled heart,
a moving fruit, wandering the trees of desires.
I no longer want to cut with the witching sticks in the flesh of trouble,
if I lost my venomous traces,
I could create hyacinth from sea foam.
I was a wretched Erinys, a laudanum drinker across mad realms.
But from now on to hell with all the witching sticks,
with all the plagues and my unkind mouth,
and my bloodthirsty slobber,
let all the altars crumble under the shadows of blazing dead,
under the gorgons,
I don’t want to stay under the sign of the crescent moon,
burning within me there’s a priestess of the yellow sun
I am proclaiming for the first time.
I’ve broken in a swirl of feet
the dam of grass like thousands of buck horns.
Ahoy!

KORE PERSEPHONE (2004)


Ruxandra Cesereanu: Idling Periphonia




I adorned my thighs, my hips, my ankles with thyme garlands,
on a gloriously reigning afternoon.
I smelled like a maenad,
but my auspicious god had been sleeping for three nights.
I was dozing amongst plump cats
traveling fishermen had brought on their boats,
when I felt a claw in my chest
as if my ribs had been entered by birds.
Their master, the fowler, had twiggy hair and a body like a candlestick,
in the scented temples glowing at the horizon.
Periphonia, stay away from love as if it were a curse,
do not shut the door on my advice.
Demeter was braiding my hair like a tamed lioness,
my young woman braids
which were my noose in front of Hades, but also my rescue rope.
The sea was cloaking my body like a steaming god’s tongue,
I was yearning after a thing I could not smell
and could not see.
My bosom was shimmering like cups with fig wine,
tanned by the mad sun rolling oranges.
I was purring like a cat, I was simmering like a woman,
I was twitching from the shell, thousands of twining venules.
From afar I could hear a fowler’s voice:
come the cage, Periphonia,
come, beloved olive Kore.
On the roadside, in the cells, the soul
of the dead burnt in melted candles,
my fulfilled womanly flesh was like saffron,
saffron stirred by salamanders.
Languorous beast, suckled by stillness,
who are you, torpid Periphonia?
The sun stirred whirls like amber on my skin,
it stirred brown paths and flames and hot death glaze,
in the festive torpor.
Chalk heat creatures climbed
my body as if climbing a starry volcano,
there were yellow haired herbs
and the wreaths of the precipice enlaced my head.
Endlessly clad within myself,
I stroked myself, I smelt, I bit
the steamy comb of the giggling flesh.
My adorers rubbed wild oils on me,
their hands rustled busily like rattles,
they painted the hair in dark clay from the mouths of the dead.
My bloodstreams tensed,
so alive that they would step even on death,
chaining him and making him forget about himself.
There was hyacinth in the sea air,
the spindle of my body went deep down through the sand,
among sunflower jellyfish and dandelion-scaled fish,
my closed eyelids seamen on thrashed gold meadows.
Oh, fertile Periphonia, the twiggy haired fowler shouted,
while I was quivering like a soft Aegean Sea big cat,
mistress of death, if you are there,
turn light into delight and drowsiness into drunkenness,
to blind death in the agonising wasteland.

KORE PERSEPHONE (2004)

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2019

Δ.Π. Παπαδίτσας: Λόγος στους Δελφούς (δεύτερος) (1)




Αλάθητη βουλή νημερτές χάσμα
κάδμεια τα νερολίθαρα που τρέμουν απ' το σπάσιμο του ήλιου
και στριφτοπλέξουδη η μια στην άλλη ρίζα
νεροδεμένη
σε οράσεις πρωινόφυτων χρωμάτων

Με ρουφάνε αχοί βουνίσιοι
και το στάχυ ελευσίνιο σε μήκος, αλλού μ' ακουμπάει
κι ας μου λέει ο Τριπτόλεμος ο Κλέοβις και ο Βίτων
για παραδείσους ύπνων
και το μέσα μου στόμα ας σωπαίνει
και το μέσα μου μάτια -όλα τ' άστρα κρυμμένα απ' την Κίρφι
καθώς έρχεται η πολύφωνη νύχτα-
ας με ιδούνε ως θα λέω:

ένα το θύμα κι ο φονιάς κι ένα το κρίνο
δίδυμης ρίζας
κι απ' της ίδιας βροχής τον πολύστομο λόγο ειπωμένα
εδώ στου θεού το αετοδρόμι


Η ΑΣΩΜΑΤΗ (1983)

Δ.Π. Παπαδίτσας: Λεξιμαργία




Αν αυτό ην
τρόπος του ποιείν
της ουσίας

ο θεός πνοήν
ενθουσιασ-
μων
και θαυμασμών
αναλίσκων

ο νοών αδιακόπως θνήσκων και μη θνήσκων
αντιστρέφει την αιτία της απουσίας.

1983


Η ΑΣΩΜΑΤΗ (1983)

Δ.Π. Παπαδίτσας: Γραφτό στη Δήλο (1)




Κοίταξέ με μισόν
μισοφέγγαρον
κι εγώ το ίδιο: μην έχοντας δει
απ' το άνοιγμα του κεφαλιού σου τ' άστρα
μην έχοντας ακούσει
του στόματός σου το μυστικό
και τα μυστικά των μαλλιών που τα δέρνει η άρμη

Αυτό το νησί σου λέω λίγο – λίγο με τρώει και πάω να του μοιάσω
ακόμα και στη συκιά του και στη μινώα του κρήνη
και στο νερόφιδό του
και στο πηγάδι

Κι εδώ τ’ άλλο βήμα πάνω απ’ τη δίψα
πλάι στο ψηφιδωτό του κορμί
πωρόλιθος φρενιάζω στις δώδεκα
πωρόλιθος από μέσα κι απ’ έξω

Εδώ είμαι πανέξυπνος εμπρός στο αγκάθι
έχω μάτι που θα πολεμήσει με το φίδι όλη τη μέρα
έχω χέρι πάμφωτο από το χορτάρι
έχω φωνή που την ακούνε τα αδιόρατα αυτιά
έχω ποδάρια αραχνιασμένα απ’ τα φαράγγια του Άδη
έχω ορμόνες άγριες
κι ο ουρανός μου απορροφάει την τρέλα και μου δίνει αιθάλη

Και τι δεν έχω
μες στη θαλασσοφάγωτη ζωή μου
όταν συντροφεύω τον ίσκιο
απ’ το πρωί εδώ αιώνες
με καρφωμένα στα μάρμαρα χέρια


Η ΑΣΩΜΑΤΗ (1983)

Δ.Π. Παπαδίτσας: Όπως ο Ενδυμίων (VII)




Από χρυσές περιπαθείς διώρυγες τραβάει προς τις αέρινες τροφές του
το άλλο σώμα
Σημαδεμένο με την κιμωλία του μέσα στο ατέλειωτο τραγί του
Σώμα της δάφνης και του πιπεριού
Φωνές δαγκώνουν άγιους άρτους βιαστικές αγριότητες μιας κορυφαίας κραυγής:
Από τον ένα ήλιο στον άλλο μεσημέρι αποθανατισμένη πράσινη στριγγιά του φρύνου

Ωραίο κορμί θηκάρι διπλής κόψης ανεμόδροσης
Ποιο σε αλαφρώνει πότισμα
Μια λέξη σ’ εξατμίζει επεκτεινόμενη
Θερίζει δάση και άσπρους θανάτους που ζευγαρώνουν το τσακάλι με το αηδόνι στη Μαντινεία και στη Λοκρίδα
Ωραίο κορμί
Σφυρίζουν τα τρυπάνια σου κι ανοίγουν αμμουδιές απελπισμένες
Σε γράφουν με ίσκιους οι αλμυρές κάμαρες στη λιακάδα
Κι όπως σε γδέρνει το σγουρό μαϊστράλι χάνονται τα πυρά μαλλιά
Σαν εκατό κατσίκια που καταποντίζει στο σκοτάδι
Ένα φανάρι

Βαθύ κορμί στο άσπρο σου εκμαγείο η προδοσία της πλάνης σου μετράει σφυγμούς
Μετράει με χτύπους της ακρογιαλιάς μάταιες ημέρες

Έναν κύκλο θαυμάζεις σε τροχίζει από μέσα η ακοή
Το νούμερό σου είναι το δύο, πλάνο που ανοίγεις θήκες μορφασμών ασβέστη
Με ένα πουλί που άξαφνα γίνεται λιθάρι
Και μια ψηφίδα αγνώστου του μας γνέφει

Το βήμα σου και η πέτρινη σου περιδίνηση
Η αρπαγή της πυράς με όλο το στόμα
Η αποστροφή του σκοταδιού με όλο το χέρι
Το βύθισμά σου ψηλά με όλους τους πίδακες
Κι όλο το ενδοκρινές αλάτι
Βαθύ κορμί


ΟΠΩΣ Ο ΕΝΔΥΜΙΩΝ (1970)

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2019

Μάρκος Μέσκος: [Απέραντη θάλασσα κυριαρχολογείς...]




XXI

Απέραντη θάλασσα κυριαρχολογείς
να ένας έρωτας
μπάρκο με τα μαύρα ψάρια του βυθού
ή ο άλλος στους μαλακούς λόφους οι φράχτες
και τα αιώνια πεύκα.
Όμως εγώ προτιμώ να καταγράφω τα βήματα εδώ
στη βουερή στεριά
ανώνυμος
περνώντας τα μερόνυχτα και τα μαλλιά μου
κάτω από τα πράσινα φύλλα
στα λιγοστά πάρκα.

(Σ’ αυτά τα μέρη θα πεθάνω.)


ΤΑ ΑΝΩΝΥΜΑ (1971)

Μάρκος Μέσκος: [Μετά από την καταραμένη ομοβροντιά...]




XVIII

Μετά από την καταραμένη ομοβροντιά
η φοβισμένη ησυχία. Στους δρόμους φίδια
και σπασμένα δόντια και νύχτες αποκεφαλισμένες.
Κι όμως ο καιρός προχωρεί έρποντας
καθώς γιατί στον κήπο κυνηγώντας πουλιά
μεγαλώνουν τα δέντρα, οι πιο πολλοί ανυποψίαστοι
και βαρετοί στα μερόνυχτά τους κι εσύ
ανακαλύπτεις ξαφνικά το λευκό στα μαλλιά σου
κρύβοντας ωραία ωραία την εκδοχή εκείνη του θανάτου
στη λεία της ομοβροντιάς.


ΤΑ ΑΝΩΝΥΜΑ (1971)

Μάρκος Μέσκος: [Φοβάμαι να σκάψω βαθύτερα...]




XVI

Φοβάμαι να σκάψω βαθύτερα:
Πρέπει να φροντίζω τ’ απομεινάρια δένδρα
να συντηρώ το αίμα τους να τα προσέχω
γιατί άνεμος σποριάς θ’ αργήσει και
η πυρκαγιά είναι απομονωμένη
από το κάτεργο νερό.

Άξιος της μοίρας ή διαλεχτός ανόητος — φοβάμαι
ακόμη και την ερώτηση.


ΤΑ ΑΝΩΝΥΜΑ (1971)

Μάρκος Μέσκος: [Σπαρταρούν οι μνήμες...]




X

Σπαρταρούν οι μνήμες
ψάρια στο δίχτυ έξω από το νερό:
Από το βουνό έρχεται το ποτάμι
τα πουλιά και τα δέντρα — αυτό τουλάχιστον
καλά το γνωρίζω. Και οι πεδιάδες με τα ζώα
γελάδια κι όνειρα βόσκουν στα τρυφερά λιβάδια
ψηλότερα ο μικρός πόλεμος του χειμώνα.
Νυν και αεί.

Και η φωνή από το στόμα του Κράλλη:
Μην τα ξεχνάς όταν
κάθε απόβραδο
βγάζεις τα μελαγχολικά σου μπλε
και τη γλώσσα
με τ’ αηδόνια του εμπορίου.


ΤΑ ΑΝΩΝΥΜΑ (1971)

Μάρκος Μέσκος: Επιτύμβιο




Μια φορά κι έναν καιρό οι μυλόπετρες του κόσμου
αλέσαν μόνο ένα σπυρί.
Μια φορά κι έναν καιρό οι μυλόπετρες του κόσμου
αλέσαν μόνο ένα καλοκαίρι.

Όσο ένα στάχυ καρπερό η φωνή του.


ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙ (1963)

Μάρκος Μέσκος: Ένα πρωινό




Σήμερα το πεύκο υψώθηκε στην αυλή;
Γυμνοί οι αγκώνες της κυρα-Τασούλας στη σκάφη.
Κοντά η βρύση∙ κοντά οι τριανταφυλλιές.
Ο ήλιος στην ανατολή∙ μακριά το Βέρμιον πάναγνο.

Ένα πρωί, αχ! ένα πρωινό λαφρύ σαν την κουφόπετρα
του τρελού και του Βαρύθυμου
βάρκα λευκή στο ακρόγιαλο
στον γαλανό ουρανό
πουλί.


ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙ (1963)

Μάρκος Μέσκος: Τσιγγάνικο




Όλη τη νύχτα με κερνούσες αίμα και κρασί∙
τ’ αστέρια μου ’φερνες να πιω. Εγώ
γυρνούσα τα μάτια μου στα παραθύρια τ’ ουρανού.
Κανείς Θεός! Μα θα ’χε πολύ φως έξω
αφού έπεφτεν ο ίσκιος της μάνας μέσα μου.


ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙ (1963)

Μάρκος Μέσκος: Μουγκό




Η μάνα μου δεν ξέρει ελληνικά, καμιά
γλώσσα του κόσμου δεν μιλεί – όταν βροντάω
το καριοφύλι χαίρεται, όταν παίρνω
θλιβερό σκοπό μοιρολογάει ξεριζώνοντας
τρίχα τρίχα τ’ άσπρα της μαλλιά…


ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙ (1963)

Μάρκος Μέσκος: Το αίσθημα




Μόνον εσύ τρυγόνα ξέρεις πόσον ωραίο είναι
τ’ άσπρο φεγγάρι πάνω στο βουνό, θολώνεις το νερό
και πίνεις θάνατο όταν χαθεί η χαρά σου˙
πάρε λοιπόν και την αγάπη μου και κρύψε την
καθώς εσύ γνωρίζεις
στη ρίζα της αγριογκορτσιάς ή σ’ ένα ρωμαλέο καραγάτσι.


ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙ (1963)