Ύφαινε πάντα ακούραστη και μόνη
και με φωνή θλιμμένη τραγουδούσε
συμπλέκοντας υφάδι και στημόνι
με τη σαΐτα που γοργά πετούσε.
Στοιβαχτό σε κασέλες καμαρώνει
το προικιό που καιρούς λαχταρούσε
μα ατάραχα κυλούν, διαβαίνουν χρόνοι
και νιώθει πως του κάκου καρτερούσε
του γάμου το ονειροΰφαντο στεφάνι.
Στα μαλλιά της τα χιόνια πυκνώνουν
ζαρωματιές τα μάγουλα αυλακώνουν
μα τη συνήθεια της δουλειάς δε χάνει.
Σα μηχανή μπροστά στον αργαλειό της
υφαίνει τώρα πια το σάβανό της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου