Κι εσύ αθάνατη, εσύ θεία,
που ό,τι θέλεις ημπορείς…
Διονύσιος Σολωμός
Πατώντας τάφους παλιούς και τάφους νιόσκαφτους
Τη συνοδεύουν σπασμένες πέτρες κι ένα πλήθος σκιές
Και μια βοή, ένας καπνός που βγαίνει από μεγάλα βάθη
Με το ματωμένο φουστάνι, το τρύπιο σώμα της παρουσίας
Με τη λεπίδα στα μαχαίρια της αυγής σαν την ακονισμένη αγάπη
Που σκοτώνει
***
«Τόπο» λέει η ματιά κόβοντας θάλασσα «τόπο»
Αγναντεύοντας τ’ αδύναμα περιστέρια που δεν μπορούν να σηκωθούν πολύ ψηλά
Κι αφήνουν άσπρους παραδαρμούς πάνω στους κίονες
Στα χιόνια των Καρυάτιδων που κρύβουν ωραίους αιώνες
Στους θείους λαιμούς οπού κρατούνε κάνιστρα αετών
Που ψάλλουν την εντέλεια κι υμνούν το φως μες σε γαλήνια τόξα
Δροσίζοντας πότε πότε το στήθος τους μες στους αφρούς του Αιγαίου
Για να πάρουν κουράγιο και να σηκώνουν τη διαύγεια
Και τα στιλπνά κοιμητήρια που κρύβουν ζωντανές αγάπες κι άφθαρτους έρωτες
Πεθαμένους μα αθάνατους, θαμμένους μα ξυπνητούς σ’ όλα τα φώτα
Και που αγαπούν την αξίνα βγάζοντας τα πουκάμισα των παρθένων
Το ίδιο όπως οι Σάτυροι με τους γενναίους φαλλούς μες στις σπηλιές των τάφων
Το ίδιο όπως οι λευκοί νυμφίοι που σέρνουν τις αναμμένες λαμπάδες των γάμων τους μέσα στις νύχτες
Και κλειούν τις πόρτες σ’ όλες τις άβγαλτες κοπέλες που δεν ξέρουν τι θα πει άνοιξη
Αθανασία κι υμέναιος, νυμφικές αμυγδαλιές και στέφανα κερένια
Κι όπως οι άγγελοι που παίρνουν σάρκα ντύνονται και κατεβαίνουν σκάλες
Για να μιλήσουν με τον άνθρωπο δοκιμάζοντας το ψωμί του
Για να του φανερώσουν κάποια μυστικά του απλώνοντας τη μοίρα του
Και βλέπουν θάλασσα, πίνουν χαμόγελο και ξεχάνουν
Θρόνους και γρύπες και φτερά και κρίνους αμάραντους
***
Καλά όλα θαυμαστά κι ευλογημένα τρεις φορές
Μα θέλουν να φάνε
Θέλουν να δώσουν μπόι για να μπορούν να περπατάνε
Να πάρουν αίμα βαθύ για να μπορεί να πλέει η καρδιά τους
***
Φεγγοβολή τού ελληνικού ουρανού
Που κούρσευες τις ματωμένες πεδιάδες κάνοντας τρία βήματα κι ένα μεγάλο τέταρτο
Περπάτησε και πάλι, κάνε το πέμπτο και γίνου θάλασσα
Πνίξε τα σάπια καράβια και τα τέρατα και μπήξε μια φωτιά
Που να πάει ντουμάνι, να καπνίσει ο θάνατος να σκάσει ο μαύρος ήσκιος
Και μπήξε μια φωνή και κράξε απ’ τις πέντε ηπείρους του καιρού τους πεθαμένους
Ναρθούν και να ζεστάνουν τα χέρια τους, να πιουν καπνό και να μιλήσουν όπως μιλούσαν
Απλά σταράτα με την καρδιά και με τα γένια τους
Κι ύστερα να μας πάρουν στα χέρια και να μας φιλήσουν
Να μας πουν την αγάπη και την περηφάνια, τον ύπνο και την ομορφιά
Να μας μάθουν πώς χτίζουν πώς σπέρνουνε παιδιά
Πώς πελεκούν το μάρμαρο για να πάρει μιλιά κι αγέρα
Πώς ανεβαίνουν στον ουρανό κι αγναντεύουν τον κόσμο
Κι ύστερα να σύρουν τις γυναίκες τους μες στα φαρδιά τους φορέματα
Για να μας γεννήσουν άλλη μια φορά μες σε βαθιά κρεβάτια
Αληθινούς
Θεσσαλονίκη, Φλεβάρης 1948
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ (1948)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου