Εχω την εντύπωση ότι πολλά πράγματα έχουν παρεξηγηθεί σε σχέση με αυτό που αποκαλούμε «δυτικός πολιτισμός» και πολύ περισσότερο σε σχέση με αυτό που ονομάζουμε «εξειδικευμένο υποκείμενο» μέσα στον δυτικό πολιτισμό. Ενα μόρφωμα που το αναπαράγουν δυστυχώς τα πανεπιστήμιά μας. Σχεδόν αποσιωπάται το γεγονός ότι πίσω από κάθε μεγάλη επίτευξη της επιστήμης, πίσω από τον Χάιντεγκερ, πίσω από τον Φρόιντ, πίσω από τον Αϊνστάιν, βρίσκεται ζωντανό το πνεύμα αυτής της γλωσσολογικής μυστικιστικής παράδοσης, χωρίς την οποία το ανθρώπινο πνεύμα δεν μπορεί να διαπορευθεί, όπως λέμε στη φιλοσοφία. Είναι εκπληκτικά δηλωτική στο σημείο αυτό η Καμπάλα όταν λέει πως μόνον η απουσία δημιουργεί, ποτέ η παρουσία. Μόνον η απουσία του ανθρώπου δημιουργεί τον άνθρωπο, μόνον η απουσία του Θεού δημιουργεί τον Θεό, μόνον η απουσία ενός πρακτικού πνεύματος μπορεί να δημιουργήσει ένα αντίστοιχο πνεύμα. Γι" αυτόν ακριβώς τον λόγο προσπαθούμε, όσοι έχουμε απομείνει και στον βαθμό που μπορούμε βέβαια, να ανοίξουμε όχι μόνον τα πανεπιστήμια αλλά και τις τέχνες προς αυτόν τον προσανατολισμό. Εναν προσανατολισμό που δημιουργούσε ακόμα και στον Μεσοπόλεμο ή πριν από τον Μεσοπόλεμο τα μεγάλα μεταρομαντικά πνεύματα ενός Ροντέν και ενός Βαν Γκογκ. Πνεύματα που δεν είναι δυνατόν να τα ερμηνεύσεις με βάση το τεχνικό και τεχνολογικό τους διάβασμα. Χρειάζονται ένα άλλου είδους υπόβαθρο. Αυτό το υπόβαθρο μάς το δίνει η μυστικιστική κοινωνία και – ακόμη περισσότερο – η ίδια μας η γλώσσα. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν μιλούσε για τη «μαγεία της γλώσσας». Αυτό σημαίνει το να είναι κανείς ανοιχτός.
Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018
Στέφανος Ροζάνης: [Μόνον η απουσία δημιουργεί]
Εχω την εντύπωση ότι πολλά πράγματα έχουν παρεξηγηθεί σε σχέση με αυτό που αποκαλούμε «δυτικός πολιτισμός» και πολύ περισσότερο σε σχέση με αυτό που ονομάζουμε «εξειδικευμένο υποκείμενο» μέσα στον δυτικό πολιτισμό. Ενα μόρφωμα που το αναπαράγουν δυστυχώς τα πανεπιστήμιά μας. Σχεδόν αποσιωπάται το γεγονός ότι πίσω από κάθε μεγάλη επίτευξη της επιστήμης, πίσω από τον Χάιντεγκερ, πίσω από τον Φρόιντ, πίσω από τον Αϊνστάιν, βρίσκεται ζωντανό το πνεύμα αυτής της γλωσσολογικής μυστικιστικής παράδοσης, χωρίς την οποία το ανθρώπινο πνεύμα δεν μπορεί να διαπορευθεί, όπως λέμε στη φιλοσοφία. Είναι εκπληκτικά δηλωτική στο σημείο αυτό η Καμπάλα όταν λέει πως μόνον η απουσία δημιουργεί, ποτέ η παρουσία. Μόνον η απουσία του ανθρώπου δημιουργεί τον άνθρωπο, μόνον η απουσία του Θεού δημιουργεί τον Θεό, μόνον η απουσία ενός πρακτικού πνεύματος μπορεί να δημιουργήσει ένα αντίστοιχο πνεύμα. Γι" αυτόν ακριβώς τον λόγο προσπαθούμε, όσοι έχουμε απομείνει και στον βαθμό που μπορούμε βέβαια, να ανοίξουμε όχι μόνον τα πανεπιστήμια αλλά και τις τέχνες προς αυτόν τον προσανατολισμό. Εναν προσανατολισμό που δημιουργούσε ακόμα και στον Μεσοπόλεμο ή πριν από τον Μεσοπόλεμο τα μεγάλα μεταρομαντικά πνεύματα ενός Ροντέν και ενός Βαν Γκογκ. Πνεύματα που δεν είναι δυνατόν να τα ερμηνεύσεις με βάση το τεχνικό και τεχνολογικό τους διάβασμα. Χρειάζονται ένα άλλου είδους υπόβαθρο. Αυτό το υπόβαθρο μάς το δίνει η μυστικιστική κοινωνία και – ακόμη περισσότερο – η ίδια μας η γλώσσα. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν μιλούσε για τη «μαγεία της γλώσσας». Αυτό σημαίνει το να είναι κανείς ανοιχτός.
Ezra Pound: Canto XXXVI
A Lady asks me
I speak in season
She seeks reason for an affect, wild often
That is so proud he hath Love for a name
Who denys it can hear the truth now
Wherefore I speak to the present knowers
Having no hope that low-hearted
Can bring sight to such reason
Be there not natural demonstration
I have no will to try proof-bringing
Or say where it hath birth
What is its virtu and power
Its being and every moving
Or delight whereby ‘tis called “to love”
Or if man can show it to sight.
Where memory liveth,
it takes its state
Formed like a diafan from light on shade
Which shadow cometh of Mars and remaineth
Created, having a name sensate,
Custom of the soul,
will from the heart;
Cometh from a seen form which being understood
Taketh locus and remaining in the intellect possible
Wherein hath he neither weight nor still-standing,
Descendeth not by quality but shineth out
Himself his own effect unendingly
Not in delight but in the being aware
Nor can he leave his true likeness otherwhere.
He is not vertu but cometh of that perfection
Which is so postulate not by the reason
But ‘tis felt, I say.
Beyond salvation, holdeth his judging force
Deeming intention to be reason’s peer and mate,
Poor in discernment, being thus weakness’ friend
Often his power cometh on death in the end,
Be it withstayed
and so swinging counterweight.
Not that it were natural opposite, but only
Wry’d a bit from the perfect,
Let no man say love cometh from chance
Or hath not established lordship
Holding his power even though
Memory hath him no more.
Cometh he to be
when the will
From overplus
Twisteth out of natural measure,
Never adorned with rest Moveth he changing colour
Either to laugh or weep
Contorting the face with fear
resteth but a little
Yet shall ye see of him That he is most often
With folk who deserve him
And his strange quality sets sighs to move
Willing man look into that forméd trace in his mind
And with such uneasiness as rouseth the flame.
Unskilled can not form his image,
He himself moveth not, drawing all to his stillness,
Neither turneth about to seek his delight
Nor yet to see out proving
Be it so great or so small.
He draweth likeness and hue from like nature
So making pleasure more certain in seeming
Nor can stand hid in such nearness,
Beautys be darts tho’ not savage
Skilled from such fear a man follows
Deserving spirit, that pierceth.
Nor is he known from his face
But taken in the white light that is allness
Toucheth his aim
Who heareth, seeth not form
But is led by its emanation
Being divided, set out from colour,
Disjunct in mid darkness
Grazeth the light, one moving by other,
Being divided, divided from all falsity
Worthy of trust
From him alone mercy proceedeth.
Go, song, surely thou mayest
Whither it please thee
For so art thou ornate that thy reasons
Shall be praised from thy understanders,
With others hast thou no will to make company.
“Called thrones, balascio or topaze”
Eriugina was not understood in his time
“which explains, perhaps, the delay in condemning him”
And they went looking for Manicheans
And found, so far as I can make out, no Manicheans
So they dug for, and damned Scotus Eriugina
“Authority comes from right reason,
never the other way on”
Hence the delay in condemning him
Aquinas head down in a vacuum,
Aristotle which way in a vacuum?
Sacrum, sacrum, inluminatio coitu.
Lo Sordels si fo di Mantovana
of a castle named Goito.
“Five castles!
“Five castles!”
(king giv’ him five castles)
“And what the hell do I know about dye-works?!”
His Holiness has written a letter:
“CHARLES the Mangy of Anjou….
..way you treat your men is a scandal….”
Dilectis miles familiaris…castra Montis Odorisii
Montis Sancti Silvestri pallete et pile…
In partibus Thetis….vineland
land tilled
the land incult
pratis nemoribus pascuis
with legal jurisdiction
his heirs of both sexes,
…sold the damn lot six weeks later,
Sordellus de Godio.
Quan ben m’albir e mon ric pensamen.
Γιώργος Σαραντάρης: Μια πνοή μια διάθεση...
Μια πνοή μια διάθεση να σε χορτάσω
Έχω ουρανέ μου
Μια πνοή μια διάθεση να σ' αγκαλιάσω
Να σηκωθώ απ' τη γη με τους ανθρώπους
Τα ζώα και τα φυτά στον ύπνο μου να τα φυλάω
Που θα τα θρέφει και θά 'ναι ζεστός
Ο πόθος μου να φτάσω εσένα
Και να ξαποστάσω
Με τους ανθρώπους
Κάτω απ' την ιτιά
Ενός ονείρου
Στον τόπο σου
Στο στόμα της ζωής
Να ξαπλώσω
Και ν' αφηγιέμαι τότε την καρδιά μου
Μαζί με τους συντρόφους
Μπροστά στα ζώα και τα φυτά
Που θα έχουν τότε βγει απ' το δικό μας ύπνο.
John Donne: A fever
O ! DO not die, for I shall hate
All women so, when thou art gone,
That thee I shall not celebrate,
When I remember thou wast one.
But yet thou canst not die, I know ;
To leave this world behind, is death ;
But when thou from this world wilt go,
The whole world vapours with thy breath.
Or if, when thou, the world's soul, go'st,
It stay, 'tis but thy carcase then ;
The fairest woman, but thy ghost,
But corrupt worms, the worthiest men.
O wrangling schools, that search what fire
Shall burn this world, had none the wit
Unto this knowledge to aspire,
That this her feaver might be it?
And yet she cannot waste by this,
Nor long bear this torturing wrong,
For more corruption needful is,
To fuel such a fever long.
These burning fits but meteors be,
Whose matter in thee is soon spent ;
Thy beauty, and all parts, which are thee,
Are unchangeable firmament.
Yet 'twas of my mind, seizing thee,
Though it in thee cannot perséver ;
For I had rather owner be
Of thee one hour, than all else ever.
Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018
John Donne: A Nocturnal upon St. Lucy's Day
'Tis the year's midnight, and it is the day's,
Lucy's, who scarce seven hours herself unmasks;
The sun is spent, and now his flasks
Send forth light squibs, no constant rays;
The world's whole sap is sunk;
The general balm th' hydroptic earth hath drunk,
Whither, as to the bed's feet, life is shrunk,
Dead and interr'd; yet all these seem to laugh,
Compar'd with me, who am their epitaph.
Study me then, you who shall lovers be
At the next world, that is, at the next spring;
For I am every dead thing,
In whom Love wrought new alchemy.
For his art did express
A quintessence even from nothingness,
From dull privations, and lean emptiness;
He ruin'd me, and I am re-begot
Of absence, darkness, death: things which are not.
All others, from all things, draw all that's good,
Life, soul, form, spirit, whence they being have;
I, by Love's limbec, am the grave
Of all that's nothing. Oft a flood
Have we two wept, and so
Drown'd the whole world, us two; oft did we grow
To be two chaoses, when we did show
Care to aught else; and often absences
Withdrew our souls, and made us carcasses.
But I am by her death (which word wrongs her)
Of the first nothing the elixir grown;
Were I a man, that I were one
I needs must know; I should prefer,
If I were any beast,
Some ends, some means; yea plants, yea stones detest,
And love; all, all some properties invest;
If I an ordinary nothing were,
As shadow, a light and body must be here.
But I am none; nor will my sun renew.
You lovers, for whose sake the lesser sun
At this time to the Goat is run
To fetch new lust, and give it you,
Enjoy your summer all;
Since she enjoys her long night's festival,
Let me prepare towards her, and let me call
This hour her vigil, and her eve, since this
Both the year's, and the day's deep midnight is.
Στέφανος Ροζάνης: Η εξόριστη γλώσσα του Ανδρέα Κάλβου
Ο Ανδρέας Κάλβος εμίλησε μια γλώσσα εξόριστη. Όχι τη γλώσσα του εξορίστου: αυτή και πατρίδα έχει και αποδέκτες, εντός και εκτός των ορίων του τόπου της φυσικής εξορίας, μα και την ύπαρξή της αυτοβεβαιώνει διαρκώς με τα ενεργήματά της, με την προφορικότητά της, με την αυτονόητη ισχύ της ως έκφραση, σχεδόν αποκλειστική, της κοινότητας των ανθρώπων της διασποράς· ανθρώπων με γη γενέθλια και με γενέθλια γλώσσα.
Η άλλη γλώσσα του Κάλβου, η εξόριστη, ούτε πατρίδα έχει ούτε αποδέκτες· ούτε προφορικότητα, που να την αυτοβεβαιώνει, ούτε ισχύ και ενεργήματα· κι ούτε υπάρχει ανθρώπων κοινότητα να την υποδεχθεί, στη διασπορά ή στη γενέθλια γη, να μιλήσει μέσα απ' αυτήν, να γράψει τις έγνοιες και τις φροντίδες της, τις ποιήσεις των ανθρώπων της και την πρόζα του κόσμου τους.
Ο Κάλβος, μας λέγει η Σοφία Σκοπετέα, στα πολύτιμα Πέντε Μαθήματά της για τον Κάλβο, «διάλεξε να μιλήσει μια δικιά του γλώσσα [...] και να αναπτύξει ένα δικό του μέλος. Το αποτέλεσμα της τέχνης του αυτής είναι μια σύζευξη οικείου και αλλοτρίου, που είναι η πρώτη [...] φορά που επιχειρείται στα ποιητικά μας πράγματα, κάτι που κάνει την προσπέλαση δυσχερή. [...] Η γλώσσα και το μέλος του είναι ένα θεληματικό και κατορθωμένο «μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω», που απευθύνεται στους πάντες [...]· μια λυσιτελής οχύρωση».
Τη λυσιτελή αυτή οχύρωση της εξόριστης γλώσσας του Κάλβου, για την οποία μας μιλά η Σκοπετέα, την είχε από νωρίς διαγνώσει η κριτική ιδιοφυία του Κωστή Παλαμά. «Ο Κάλβος» έγραφε ο Παλαμάς, «εξ ουδενός των συγχρόνων αυτώ εδέχθη μαθήματα, και ουδένα εύρεν μιμητήν. Δεν ωμίλησε την γλώσσαν του λαού, ούτε την σήμερον εν χρήσει καθαρεύουσαν. Μεταχειρίζεται γλώσσαν αχαλίνωτον και ακανόνιστον». Και ο Σπυρίδων Δε-Βιάζης, εκδότης των Ωδών, την ίδια λυσιτελή οχύρωση κατονομάζει, με λέξεις που λίγο μόνον διαφέρουν από εκείνες του Παλαμά: «Ο Κάλβος ευτυχώς ήρξατο να στιχουργή ακολούθως ελληνιστί, αλλά με γλώσσαν αυθαίρετον και ανώμαλον».
Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2018
Μιχάλης Γκανάς: Τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία
Αφίσες με τραβούν απ' το μανίκι,
Αθήνα μου γεμάτη καλλιστεία.
Τον τάφο μου τον θέλω στα Χαυτεία,
είκοσι χρόνια σού πληρώνω νοίκι.
Στον ύπνο να περνούν βουνά και δάση,
νεράιδες φασκιωμένες μαύρα ρούχα.
Κάτι σαν άχτι μουλαριού που σου 'χα
σε ποιο λεωφορείο το 'χω χάσει.
Ποια τρέλα, πες μου, με χτυπάει στις φτέρνες
και φεύγω και κυλάω σαν το τόπι,
με γήπεδα μουγγά και με ταβέρνες
στα σωθικά. Οι άνθρωποι κ' οι τόποι,
ξένοι που μοιάζουν στις φωτογραφίες
που βγάζαμε σε άλλες ηλικίες.
ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ (1980)
Μιχάλης Γκανάς: Εσωτερικές ειδήσεις
Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς
Μουσική: Μιχάλης Χριστοδουλίδης
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας
Δίσκος: Η άσφαλτος που τρέχει (2001)
Σ’ αυτό τον τόπο δε βρίσκω εύκολα το Νότο
να ξέρω από πού φυσάει
ούτε τη Δύση σαν θεία να με νουθετήσει
Τα `χω χαμένα και στροβιλίζομαι σαν σβούρα
μες το κενό και τη θολούρα σ’ αυτό τον τόπο
Σ’ αυτό τον τόπο δε βρίσκω εύκολα τον τρόπο
να πω το ναι, να προχωρήσω,
γιατί το όχι έχει μακρύτερη απόχη
και παραπαίω ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο
Με ένα ίσως επενδύω
Σ’ αυτό τον τόπο πιάνεις πιο εύκολα το λόττο
από τη σκέψη του πλησίον,
γιατί ο άλλος έγινε πρόσφατα μεγάλος
και δεν ακούει παρά μονάχα ό,τι θέλει
μ’ όλα τα δάχτυλα στο μέλι,
σ’ αυτό τον τόπο
Σ’ αυτό τον τόπο δε βρίσκω εύκολα το στόχο,
να πιάσω κέντρο επιτέλους,
γιατί το κέντρο δεν είναι ακίνητο σαν δέντρο
Μετακινείται, αλλάζει θέση κάθε λίγο
και προσπαθώ να τ’ αποφύγω
Σ’ αυτό τον τόπο που όλα γίνονται με κόπο
και πάντα κάποιος άλλος φταίει,
έχω προσέξει όσοι ξυπνάν από τις έξι δεν έχουν λόγο
Μόνο αυτιά να μας ακούνε και χέρια να χειροκροτούνε
σ’ αυτό τον τόπο, μα κάποτε θα βαρεθούνε
και θα μας γράψουν στα παλιά τους -
εκτός κι αν έχουν λερωμένη με κάποιο τρόπο τη φωλιά τους,
με κάποιο τρόπο, σ’ αυτό τον τόπο
Μιχάλης Γκανάς: Νύχτα στο Ελληνικό
Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς
Μουσική: Μιχάλης Χριστοδουλίδης
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας
Δίσκος: Θα ’ρθω να σε βρω (2000)
Η νύχτα θέλει να πετάξει,
αλλά της λείπουν τα φτερά
Η λύπη μου κάνει νερά
και πλημμυρίζει το αμάξι
Τα φώτα μου αναβοσβήνω
κι η πόλη τόσο δοτική,
σαν ρήμα στην παθητική
που δε θα μάθω να το κλίνω
Η νύχτα θέλει να πετάξει
και μπαίνω στο Ελληνικό
μ’ ένα προαίσθημα κακό
σαν τον αδιάβαστο στην τάξη
Αφίξεις και αναχωρήσεις
και φώτα εκτυφλωτικά
Εδώ μαθαίνεις μυστικά
που δεν τα λένε στις ειδήσεις
Ο κόσμος πίνει και καπνίζει
στην αίθουσα αναμονής
κι είμαι στο πλήθος ο κανείς
που τ’ όνομά του το κερδίζει
Καφές ζεστός και άσος σκέτος
Δύο η ώρα της νυχτός
Είμαι σε όλα ανοιχτός
κι απογειώνομαι καθέτως
Ραντάρ κανένα δε με πιάνει
στην πτήση μου τη μαγική
Γράφω στης νύχτας το χαρτί
με συμπαθητική μελάνη
Αφίξεις και αναχωρήσεις
και φώτα εκτυφλωτικά
Εδώ μαθαίνεις μυστικά
που δεν τα λένε στις ειδήσεις
Γιώργος Σαραντάρης: Έλα ήλιε αυτί μου
Έλα ήλιε αυτί μου
Έλα να δούμε λιγάκι το νου
Φεγγοβολάει η θάλασσα
Από τ' άστρα γυρίζει
Κάποια χώρα γεννάει
Κάποια χώρα λιβάδια
Αλώνια περβόλια
Και η δική μας σιωπή
Τα ξυπνάει
Στην αγκαλιά της γης
Ανάμεσα σ' ουρανούς και νερά
Και ομιλίες που λαμποκοπούν
Με τόσα φτέρα
Με τέτοιο σκίρτημα κανείς δεν φεύγει
Κανείς δεν κοιμάται
Με τέτοιο δάσος καρδιών
Κανείς δεν προχωρεί στον άνεμο
Μ' ελαφρότερο βήμα
Κανείς ποτέ δεν πήδηξε
Του θανάτου την άβυσσο.
Γιώργος Σαραντάρης: Η θάλασσα και το αηδόνι
Όταν μας φύγει η θάλασσα
Ο νους μας δεν θα φεύγει
Δεν θα χαλάει το χρόνο του
Σαν μέσα σε σκουλήκια
Και σκουλαρίκια η άνοιξη
Δεν θα φορέσει πια
Γιατί κεφάτη η θάλασσα
Όταν έξω σχολνάω
Όταν την πιάνω απ' το λαιμό
Και την ραπίζω;
Ο αγέρας δεν μας ξέχασε
Δεν έγινε αηδόνι
Τα κύματα δεν χάνονται
Δεν γίνονται τραγούδι.
Οδυσσέας Ελύτης: Οι κλεψύδρες του αγνώστου
Les temps est si clair que
je tremble qu'il ne finisse...
ANDRE BRETON
Στον Ανδρέα Εμπειρίκο
α΄
Θυμώνει ο ήλιος, ο ίσκιος του αλυσοδεμένος κυνηγάει τη θάλασσα
Ένα σπιτάκι, δυο σπιτάκια, η φούχτα που άνοιξε από τη δροσιά και
μυρώνει τα πάντα
Φλόγες και φλόγες τριγυρνούν ξυπνώντας τις κλειστές πόρτες
των γέλιων
Είναι καιρός να γνωριστούνε οι θάλασσες με τους κινδύνους
Τι θέλετε ρωτά η αχτίδα, και τι θέλετε ρωτά η ελπίδα κατεβάζοντας
τ' άσπρο της ποκάμισο
Μα ο άνεμος στέρεψε τη ζέστη, δυο μάτια σκέπτονται
Και δεν ξέρουν που να καταλήξουν είναι τόσο πυκνό το μέλλον τους
Μια μέρα θα 'ρθει που ο φελλός θα μιμηθεί την άγκυρα και
θα κλέψει τη γεύση του βυθού
Μια μέρα θα 'ρθει που ο διπλός εαυτός τους θα ενωθεί
Πιο πάνω ή πιο κάτω από τις κορυφές που εράγισε το αποψινό
τραγούδι
Του Έσπερου, δεν έχει σημασία, η σημασία είναι άλλου
Ένα κορίτσι, δυο κορίτσια, γέρνουν στα γιασεμιά τους κι αφανίζονται
Μένει ένα ρυάκι να τα εξιστορήσει μα έσκυψαν να πιουν εκεί
ακριβώς οι νύχτες
Μεγάλα περιστέρια και μεγάλα αισθήματα καλύπτουν τη σιγή τους
Φαίνεται πως το τέτοιο πάθος τους είναι ανεπανόρθωτο
Και κανείς δεν ξέρει αν έρθει ο πόνος να γδυθεί μαζί τους
Σπανίζουνε οι παγίδες, άστρα γνέφουνε στους εραστές τα μάγια τους
Όλα σκιρτούνε, συσπειρώνονται - ήρθε φαίνεται πια η αθανασία
Που ζητάνε τα χέρια σφίγγοντας τη μοίρα τους που άλλαξε σώμα
κι έγινε άνεμος
Δυνατός - η αθανασία φαίνεται ήρθε.
Οδυσσέας Ελύτης: Κοιμωμένη
Χαράζεται η φωνή μες στον τρεμάμενο άνεμο, και μες στα κρύφια
δέντρα του εσύ αναπνέεις
Είναι ξανθή κάθε σελίδα του ύπνου σου κι όπως κινάς τα δάχτυλα
σου μια φωτιά σκορπίζεται
Μέσα σου με παρμέν' από τον ήλιο αχνάρια! Και ούριος πνέει
ο κόσμος των εικόνων
Και η αύριο δείχνει ολόγυμνο το στήθος της σημαδεμένο από
το αναλλοίωτο άστρο
Που νυχτώνει το βλέμμα καθώς όταν πάει να εξαντλήσει ένα
στερέωμα
Ω μην ανθέξεις πια στα βλέφαρα
Ω μη σαλέψεις πια μέσα στους θάμνους του ύπνου
Ξέρεις ποια ικεσία στα δάχτυλα το λάδι ανάβει που φρουρεί
τις πύλες της αυγής
Ποιο δροσερό φανέρωμα θροΐζει μες στην προσδοκία
η χορταριασμένη ανάμνηση
Εκεί που ελπίζει ο κόσμος. Εκεί που ο άνθρωπος δε θέλει
παρά να 'ναι ο άνθρωπος
Μόνος του και χωρίς καμιά Ειμαρμένη!
ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ (1940)
Αλεξία Αθανασίου: Ο γέρος
"Στην άμμο τα έργα στήνονται μεγάλα των ανθρώπων
και σαν παιδάκι τα γκρεμίζει ο Χρόνος με το πόδι."
Κ. Γ. Καρυωτάκης / Φθορά
Μικρός Σαμουράι τολμηρά, σπαθιά του φοράει κοφτερά
κι ορμά σε Δρυμό ( σαν φωτιά ) που οι φήμες ουρλιάζουν: "Κρατά
νεράιδες και δράκους στοιχειά, που κόβουν ζωής την τροχιά."
Εμπόδιο μπροστά ο Δισταγμός, πανούργος της Τόλμης χαμός.
_"Φοβάσαι" φωνάζει ο φρικτός, "για σέναν ο Δρόμος κλειστός."
_"Σαγίτα σου στέλνω" ο μικρός, κι ο πρώτος εχθρός του νεκρός.
Πιο πέρα κοιτά Λυγερή, λευκό της μετάξι φορεί.
_"Φιλί" η Λησμονιά του ζητεί, τη Μνήμη του αλήθεια απαιτεί.
_"Μαντήλα σου κλέβω" ( σιγή• ) και τ' άτι μακριά τ' οδηγεί.
Δυνάστης γεννάει τις Πληγές, του Κόσμου χαλάει τις Αυγές.
_"Κατάνα αν μου δώσεις διπλές, τον Πλούτο προσφέρω_ τι λες;"
_"Δικές σου" απαντάει με ιαχές, λεπίδες τινάζονται οχιές.
Στο τέρμα το Χρόνο απαντά, κι ο Γέρος με δόλο ρωτά:
_"Τους πάντες νικάς σαν παιδιά• με 'μένα διαθέτεις καρδιά;"
_"Χάι, σούρικεν στέλνω σειρά" του Γέρου τρυπάει τα πλευρά.
Μα... ο Νέος κυλιέται απνοής: _"Αισθάνομαι τέλος ζωής•
αδύναμος γέρνω στη γης, σε γήρατος φρίκη πληγείς!"
_"Εγίνης ( που να φανταστείς! ) του χρόνου σου, ναι, ο χαλαστής."
Γερνά ο Σαμουράι ξεψυχά, το γέλιο σου Χρόνε αντηχά...
*Κατάνα: Ιαπωνική σπάθη μάχης.
*Σούρικεν: Αστέρια μεταλλικά κι αιχμηρά
που ο πολεμιστής τα πετάει
με ορμή στους εχθρούς του.
Δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική ανθολογία:
Ο Χρόνος και ο Λόγος
Γιώργος Σαραντάρης: Όρεξη για μάτια
Όρεξη για μάτια έχουν οι κρίνοι
Ωραίες αρχοντοπούλες
Είχαν στη θάλασσα κυνήγι
Ποιος θα θερίσει τη θάλασσα
Θα βγάλει άσπρο χορτάρι
Τα νιάτα μας να θρέψει
Όχι με αφρό
Αλλά με στάρι αρμυρό;
Καλότυχη η θάλασσα μας γνέφει
Τ' απάνω της πουλιά σαν να την οδηγούν
Σαν να τη φέρνουν στην αγκαλιά τους
Ο αιθέρας είναι δρόμος ίσιος
Μέσα του ο καθένας περπατεί
Σαν μέσα στον ίσκιο του
Ή μέσα στον ύπνο του
Όποιος φέρνει τη θάλασσα στην αγκαλιά του
Είναι σαν να μην υποφέρει από βάρος
Είναι σαν να μη ντρέπεται που πηγαίνει με τον αγέρα
Είναι σαν να κρατάει ολάκερη τη γη μέσα στο βλέμμα
Να τραγουδάει μέσα στη νύχτα
Και να του γίνεται η νύχτα μέρα
Να τραγουδάει μέσα στον ήλιο
Και να αγαπάει μια γυναίκα
Που τη νομίζει βρέφος
Να τραγουδάει μέσα στον άνεμο
Κι έτσι να χάνει και να κερδίζει τη φωνή του.
Γιώργος Σαραντάρης: Ασφαλώς η θάλασσα...
Ασφαλώς η θάλασσα έχει αυτιά, όμοια με εκείνα του γαϊδάρου
Ο θόρυβος των πετεινών δεν τ' αγγίζει
Ακούνε μονάχα τις άλικες εικόνες του ήλιου στην ανατολή και στη δύση
Για τ' άλλα αδιαφορούν
Για τ' άλλα κάθεται πλάι τους ένας γκρεμνός για να τα προφυλάξει
Κ' έτσι η θάλασσα κοιμάται ήσυχη
Κ' είναι μια αιώνια νύφη για όσους μπορούν και την βλέπουν γυμνή
5.8.1939
Γιώργος Σαραντάρης: Τον ουρανό κελάηδησα με τ’ άστρα
Τον ουρανό κελάηδησα με τ’ άστρα
Ταξιδεύοντας τη μουσική του ύπνου
Και δεν μ’ αφήσαν τα πουλιά να φύγω
Σε αγέρα πιο κρυστάλλινο να πάγω
Έτσι που τώρα η μουσική του ύπνου
Μαζί μου ανασταίνεται
Με τον ήλιο δεσμεύεται
Με τα λουλούδια αλλάζει γνώμη
Κι όταν εγώ τον άνθρωπό μου βλέπω
Τούτη αφαιρείται απ’ όποιο μάταιο κόπο
Κ’ είναι όλο μάτια στην αφή του νου μου
17-18.2.1940
Γιώργος Σαραντάρης: Κάθεσαι και βλέπεις τα δέντρα
Κάθεσαι και βλέπεις τα δέντρα
Από σένα δεν εξαρτάται τίποτα
Μπορεί και να εξαρτώνται τα πάντα
Περνάς μέσα στη θύελλα
Ντυμένος τα πράματα
Η χλόη βαριέται ή ξυπνά;
Ανοίγονται τα μάτια σου
Ανοίγεται το στόμα σου
Ρουφάς τον άνεμο
Και περπατάς
Σαν να ήσουνα στοιχείο
Ατελεύτητο
Της πλάσης
Σαν να ήσουνα φωτιά.
Γιώργος Θέμελης: Ελεγείο μοναχικό του Ανδρέου Κάλβου
Λησμονημένος ταξιδευτής.
Οδοιπορώντας μες από νύχτες κι ασάλευτους ποταμούς
Ήρθες το φλογερό ξημέρωμα, που τ’ άναψαν
Μες στου χειμώνα την καρδιά εντάφια περιστέρια.
Πικρός κι αλύγιστος.
Μιλούσες μια γλώσσα κατάστικτη σαν τα σπασμένα μάρμαρα
Και δεν φορούσες παρά μονάχα μαύρα, το πένθος της μοναξιάς.
Αγνάντευες ψηλά τα ηώα κάγκελα και πήδαγε η καρδιά σου
Από κορφή σε κορυφή, από ένα βουνόν εις άλλο
Και γύρευε να πλήξει με κλαγγή γενναίου πουλιού τα σύγνεφα.
Καστάλιε κύκνε.
Μοναχικέ κι απρόσιτε μες στην κλειστή σου θλίψη,
Ποια οδύνη σού έσκαφτε το στήθος και το ’κανε να ηχεί,
Όχι σαν ήχος λυπημένου αυλού, σαν πτερωτή βροντή.
(Θανάσιμε τοξότη, που σκοπεύεις μ’ εύστοχον χείρα.
Εραστή του καθαρού γαλάζιου και του ψηλού γκρεμού.
Άσε ν’ αγγίξω την καμπύλη σου σαν ένας βέβηλος
Κι ας μου καούν τα δάχτυλα κι η γλώσσα ας μου κοπεί.)
Δεν ήσουνα για να πατάς στη γη.
Να τριγυρνάς ήσουν μ’ αετούς και λέοντες στους κήπους των Πιερίδων
Εκεί που φέγγει ερατεινή η πρώτη αρχή της μέρας
Και που καπνός δεν έθλιψε ποτέ το γαλάζιο των αιθέρων.
Και να χτυπάς και να συντρίβεις μίαν προς μίαν της λύρας τις χορδές όλες
Και να ξυπνάει η Μούσα η Αρετή μες απ’ την κλίνη των ανέμων,
Αμάργαρη κι ολόγυμνη, και να σε παίρνει απάνω
Μέσα εις το χάος αμέτρητο των ουρανίων ερήμων.
***
Μυρτιά φέρνω και κλαδιά κυπαρίσσου.
Μα πού να βρω τον ίσκιο σου, την ταπεινή σου οθόνη,
Που σφιχτοκλεί της στάχτης σου εις ξένην γην τον ύπνο.
Ίσως να την επήρε ένας βοριάς και να την έχει γκόλφι,
Ίσως να την επήρε πίσω η γη σε πέτρινο κρεββάτι
Κάτω από τα ήσυχα, παγωμένα, πτερά της βαθιάς νύχτας,
Να μην ακούει τ’ αφρίζοντα ποτήρια μες σε καπνούς και φλόγας,
Τον βίαιο άνεμο που χτυπά και σχίζει τα παράθυρα.
Γιώργος Θέμελης: Ελληνική γη
Ανασκαλεύω τη στάχτη των προγόνων
Ψάχνω να βρω την κρυφή γωνιά, τους μυστικούς διαδρόμους
Μέσα από σωριασμένες νύχτες κι αυγές με δέντρα που στέκουν
Σηκώνοντας το πένθος του καιρού, την ηλικία του ήλιου,
Φυλάγοντας παλαιές βροχές, γενεές αηδόνια στις κόγχες των φύλλων,
Ακίνητα, χωρίς να σαλεύουν στα κλώνια των κελαϊδισμών,
Που έγιναν πέτρινος ήχος.
Στάχτη βαριά, χώμα ιερό, χώμα θρέμμα τ’ ουρανού,
Ζυμωμένο με πορφυρές ανοίξεις, με σεμνές πτυχές, ωραία μαλλιά και τρόπαια του θανάτου,
Σεντόνι της αξύπνητης φθοράς, της ομορφιάς πληγή, ρωγμή του νερού, δίψα του σύγνεφου,
Που το βαστούν στις φούχτες των οι ελεύθερες ψυχές να φυτέψουν τον ύπνο,
Που τα κρυμμένα κόκαλα των νεκρών ξυπνούν να θρέψουν τον τελευταίο καπνό τους,
Όταν φυσάει κακός βοριάς και ξεριζώνει τα σπίτια.
Ποια νύχτα μπορεί να σβήσει τα ονόματα στους λάκκους των θεών,
Να μαράνει τα λουλούδια των βράχων που τα ’χει ανοίξει ο θάνατος.
Αν βουλιάξουν οι τάφοι, θα μείνουν φωνές,
Ομιλίες ίσκιων, που βγαίνουν τις νύχτες να πατήσουν γη,
Να σηκώσουν μια γνώριμη πέτρα και να την έχουν απάνω τους
Να τους βαραίνει τη διάφανη μορφή να θυμούνται το σώμα,
Το αγαπημένο σώμα από λάσπη και άνεμο, θαλασσινό βυθό κι άγνωστη μέρα,
Και μ’ ένα καραβιού ελαφρό σκαρί μες στην καρδιά του.
Γη, που σε σκάβουν τα κοιμητήρια του καιρού και τ’ ανέμου,
Με το παντοτινό φθινόπωρο των ερειπίων, το κλίμα της αφθαρσίας.
Τα παιδιά, τα νέα παιδιά σου, είναι γεμάτα θάνατο,
Σκιά θανάτου, και μπορούν και παίρνουν τα ίχνη του δίχως να τρέμουν,
Με μιαν υπόκωφη βοή που πολλαπλασιάζει το βήμα τους σε άπειρες κρύπτες
Κι είν’ η καρδιά τους σαν ένα νησί από λωτούς και πικροδάφνες κι αλλοτινά πουλιά που ταξιδεύει
Και το χαμόγελό τους ένας παλιός σπασμένος καθρέφτης που θυμάται.
Αιώνια παιδιά, σώματα ελαφρά με τη φτενή τη σάρκα,
Και με τις διάφανες ψυχές π’ ανάβουν με το τίποτα.
Ποιο αδυσώπητο φτερό, ποιο μάτι σάς έχει χτυπήσει
Κι έχετε πίσω σας πλήθος σκιές, σπίτια μικρά, τάφους απλόχωρους,
Και γύρω γύρω θάλασσα και χρόνο, χρόνο και θάλασσα και μακρινό ουρανό.
Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2018
Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2018
Μιχάλης Γκανάς: Αριστερόχειρη
Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς
Μουσική: Νίκος Αντύπας
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας
Δίσκος: Τι θα πει έτσι είναι (2012)
Γυναίκα αριστερόχειρη, κανένας δεν το ξέρει
πως θα ‘δινα για χάρη σου και το δεξί μου χέρι.
Μ’ αυτό να κάνεις τις δουλειές, μ’ αυτό να μαγειρεύεις
και με το χέρι της καρδιάς μονάχα να χαϊδεύεις.
Να σου ‘ρθουν όλα δεξιά κι εγώ αριστερά σου,
ν’ ακούω βράδυ και πρωί το χτύπο της καρδιάς σου.
Γυναίκα αριστερόχειρη, σε δεξιές παρέες,
γλυκιά μειοψηφία μου μ’ αριστερές ιδέες.
Σιγά μιλάς, αργά φιλάς. Δεν είσαι σαν τις άλλες -
παν στην αγάπη μ’ ασανσέρ, κι εσύ από τις σκάλες.
Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2018
Ειρήνη Δενδρινού: Γεροντοκόρη
Ύφαινε πάντα ακούραστη και μόνη
και με φωνή θλιμμένη τραγουδούσε
συμπλέκοντας υφάδι και στημόνι
με τη σαΐτα που γοργά πετούσε.
Στοιβαχτό σε κασέλες καμαρώνει
το προικιό που καιρούς λαχταρούσε
μα ατάραχα κυλούν, διαβαίνουν χρόνοι
και νιώθει πως του κάκου καρτερούσε
του γάμου το ονειροΰφαντο στεφάνι.
Στα μαλλιά της τα χιόνια πυκνώνουν
ζαρωματιές τα μάγουλα αυλακώνουν
μα τη συνήθεια της δουλειάς δε χάνει.
Σα μηχανή μπροστά στον αργαλειό της
υφαίνει τώρα πια το σάβανό της.
Γιώργος Χρονάς: Τι κάνεις Αλέξαντρε
Τι κάνεις Αλέξαντρε
και δεν έρχεσαι στα μέρη μας
Κι όλο κάτι περνάει από το νου μας
πως σου συμβαίνει
Τι έγινε και χάθηκες
Κι ένα σημάδι σου δεν είδαμε
Τι κάνεις Αλέξαντρε
και δε γράφεις ένα γράμμα
Κι όλο λέμε πως φτάνει η μέρα που θα 'ρθούμε
κάτω να σε βρούμε
Πώς τα περνάς
Τι γίνεσαι
Τι κάνεις Αλέξαντρε
και τα πατήματά σου πια δε χτυπούν τη σκάλα
Κι ο ίσκιος σου δε μετράει τώρα τη μέρα
Οι δρόμοι που περπάτησες
γέμισαν χαρτιά και πριονίδια
Μόνο εγώ κι ο Ντίνος μείναμε απ' όλη την παρέα
Τι κάνεις Αλέξαντρε
Γιώργος Χρονάς: [Πολύ αγάπησαν οι Αιγύπτιοι]
Πολύ αγάπησαν οι Αιγύπτιοι
τη λατρεία των νεκρών
Τα γυάλινα μάτια τους
Τα χαμένα χαμόγελα
Τους καπνούς που καίγανε για να σβήσουνε
τη νύχτα
Καθώς τα σώματα από ώρα μαύρη, εσπερινή
επέστρεφαν στη θλίψη τους
Στις σβησμένες μουσικές των κέντρων
Όμως εσύ, Όττο, όλη τη νύχτα γυρνάς και λες
τραγούδια άγνωστα. Μπροστά στους καθρέφτες βλέπεις
το λαιμό σου. Στα δάχτυλα φοράς το δακτυλίδι
Απόψε για δεν ήρθες στου Μίμη;
Γιώργος Χρονάς: Υπάρχουν Γυναίκες
Υπάρχουν γυναίκες που ακολουθούνε κηδείες
Πριν να γεννηθούν ακολουθούν κηδείες
Φορώντας μαύρα πανοφώρια, πράσινα κομπιναιζόν
Μονάχα φορώντας τη ρόμπα τους
Στα δάχτυλα μια βέρα, ένα ψεύτικο δαχτυλίδι
Τα μάτια τους δεν έχουν άλλους κύκλους
Άλλα στεφάνια πένθιμα ν’ αποθέσουν.
Υπάρχουν και γκαρσόνια
με σταθερές κινήσεις χορευτικές
στα μαύρα πρόσωπα των πεθαμένων
κόκκινα ρόδα βάζουνε
Σάββατο παρά Σάββατο
Τετάρτη παρά Τετάρτη
Περνάνε και πάνω από τους τάφους τους καπνίζουνε
Σκύβουν σα να φιλάνε ψεύτικες βλεφαρίδες καστορένιες
Άλλοτε μαζί τους σέρνουνε θείες ή ξαδέλφες, κάποια Νότα
απ’ τη Χαιρώνεια.
Καθώς η πόλη αποτραβιέται σε εσωτερικούς χώρους
σε κλειστές τζαμαρίες δίχως ήχους παραγγέλνει
Σε δικούς τους τόπους συναντιώνται
καλά κλεισμένοι από τις επιτυχίες των καιρών.
Σε διαδρομές παρόμοιες σπαράζουν.
Γιώργος Χρονάς: [Μια νύχτα μείναμε ξάγρυπνες]
Μια νύχτα μείναμε ξάγρυπνες δίπλα στην Έφη
πάνω σε στενό ντιβάνι ντυμένη με τ' άσπρο της φουστάνι
νεκρή πια τη βλέπαμε. Μέσα σε κάσα μαύρη με λουλούδια
τη βάλαμε και το πρωί όταν εφώτισεν ο ήλιος τη μέρα μπροστά
απ' όλες τις μπαράγκες, τα γκρεμισμένα παράνομα σπίτια της παραλίας,
μέχρι εκεί που ρίχνουν τα σκουπίδια περάσαμε το φέρετρό της
Κι όταν μέσα σε τάφο κλειστό από παντού τη ρίξανε, η γάτα της
που 'ρχότανε σ' όλο το δρόμο, πίσω από τα τριαντάφυλλα είχε πια κρύψει
το πρόσωπό της.
Anaïs Nin: The Mouse
The Mouse and I lived on a houseboat anchored near Notre Dame where the Seine curved endlessly like veins around the island heart of Paris.
The Mouse was a small woman with thin legs, big breasts, and frightened eyes. She moved furtively, taking care of the houseboat, sometimes silently, sometimes singing a little fragment of a song. Seven little notes from some folk song of Brittany, always followed by the clashes of pots and pans. She was always beginning the song and never ending it, as if it were stolen from the severity of the world and something frightened her, some fear of punishment or danger. Her room was the smallest cabin on the houseboat. The bed filled it, leaving only a corner for a little night table, and a hook for her everyday clothes, for her mouse-colored bedroom slippers, her mouse-colored sweater and skirt. Her Sunday clothes she kept under the bed in a box, wrapped with tissue paper. Her one new hat and a small piece of mouse fur were also kept in tissue paper. On the night table there was a photograph of her future husband, in a soldier’s uniform.
Her greatest fear was of going to the fountain after dark. The houseboat was tied near the bridge and the fountain was under the bridge. It was there the hoboes washed themselves and slept at night. Or they sat in circles talking and smoking. During the day the Mouse fetched water in a pail, and the hoboes helped her to carry it in exchange for a piece of cheese, left-over wine, or a piece of soap. She laughed and talked with them. But as soon as night came she feared them.
The Mouse emerged from her little cabin all dressed in her mouse costume, a mouse-colored sweater, skirt and apron. She wore soft gray bedroom slippers. She was always scurrying along as if she were threatened. If she was caught eating, she lowered her eyes and sought to cover the plate. If she was seen coming out of her cabin she immediately concealed what she was carrying as if she were thieving. No gentleness could cross the border of the Mouse’s fear, which was ingrained in the very skin of her thin legs. Her shoulders sloped as if too heavily burdened, every sound was an alarm to her ear.
I wanted to dispel her fear. I talked to her about her home, her family, the places where she had worked before. The Mouse answered me evasively, as if she were being questioned by a detective. Before every act of friendliness she was suspicious, uneasy. When she broke a dish she lamented: “Madame will take it out of my salary.” When I assured her that I did not believe in doing this because it was an accident and an accident could happen equally to me, she was silent.
Then the Mouse received a letter which made her cry. I questioned her. She said: “My mother wants a loan of my savings. As I am saving to get married. I will lose the interest on the money.” I offered to lend her the sum. The Mouse accepted but looked perplexed.
Γιώργος Θέμελης: Ακροτελεύτιος ύμνος (Έβδομη ραψωδία)
Κι εσύ αθάνατη, εσύ θεία,
που ό,τι θέλεις ημπορείς…
Διονύσιος Σολωμός
Πατώντας τάφους παλιούς και τάφους νιόσκαφτους
Τη συνοδεύουν σπασμένες πέτρες κι ένα πλήθος σκιές
Και μια βοή, ένας καπνός που βγαίνει από μεγάλα βάθη
Με το ματωμένο φουστάνι, το τρύπιο σώμα της παρουσίας
Με τη λεπίδα στα μαχαίρια της αυγής σαν την ακονισμένη αγάπη
Που σκοτώνει
***
«Τόπο» λέει η ματιά κόβοντας θάλασσα «τόπο»
Αγναντεύοντας τ’ αδύναμα περιστέρια που δεν μπορούν να σηκωθούν πολύ ψηλά
Κι αφήνουν άσπρους παραδαρμούς πάνω στους κίονες
Στα χιόνια των Καρυάτιδων που κρύβουν ωραίους αιώνες
Στους θείους λαιμούς οπού κρατούνε κάνιστρα αετών
Που ψάλλουν την εντέλεια κι υμνούν το φως μες σε γαλήνια τόξα
Δροσίζοντας πότε πότε το στήθος τους μες στους αφρούς του Αιγαίου
Για να πάρουν κουράγιο και να σηκώνουν τη διαύγεια
Και τα στιλπνά κοιμητήρια που κρύβουν ζωντανές αγάπες κι άφθαρτους έρωτες
Πεθαμένους μα αθάνατους, θαμμένους μα ξυπνητούς σ’ όλα τα φώτα
Και που αγαπούν την αξίνα βγάζοντας τα πουκάμισα των παρθένων
Το ίδιο όπως οι Σάτυροι με τους γενναίους φαλλούς μες στις σπηλιές των τάφων
Το ίδιο όπως οι λευκοί νυμφίοι που σέρνουν τις αναμμένες λαμπάδες των γάμων τους μέσα στις νύχτες
Και κλειούν τις πόρτες σ’ όλες τις άβγαλτες κοπέλες που δεν ξέρουν τι θα πει άνοιξη
Αθανασία κι υμέναιος, νυμφικές αμυγδαλιές και στέφανα κερένια
Κι όπως οι άγγελοι που παίρνουν σάρκα ντύνονται και κατεβαίνουν σκάλες
Για να μιλήσουν με τον άνθρωπο δοκιμάζοντας το ψωμί του
Για να του φανερώσουν κάποια μυστικά του απλώνοντας τη μοίρα του
Και βλέπουν θάλασσα, πίνουν χαμόγελο και ξεχάνουν
Θρόνους και γρύπες και φτερά και κρίνους αμάραντους
***
Καλά όλα θαυμαστά κι ευλογημένα τρεις φορές
Μα θέλουν να φάνε
Θέλουν να δώσουν μπόι για να μπορούν να περπατάνε
Να πάρουν αίμα βαθύ για να μπορεί να πλέει η καρδιά τους
***
Φεγγοβολή τού ελληνικού ουρανού
Που κούρσευες τις ματωμένες πεδιάδες κάνοντας τρία βήματα κι ένα μεγάλο τέταρτο
Περπάτησε και πάλι, κάνε το πέμπτο και γίνου θάλασσα
Πνίξε τα σάπια καράβια και τα τέρατα και μπήξε μια φωτιά
Που να πάει ντουμάνι, να καπνίσει ο θάνατος να σκάσει ο μαύρος ήσκιος
Και μπήξε μια φωνή και κράξε απ’ τις πέντε ηπείρους του καιρού τους πεθαμένους
Ναρθούν και να ζεστάνουν τα χέρια τους, να πιουν καπνό και να μιλήσουν όπως μιλούσαν
Απλά σταράτα με την καρδιά και με τα γένια τους
Κι ύστερα να μας πάρουν στα χέρια και να μας φιλήσουν
Να μας πουν την αγάπη και την περηφάνια, τον ύπνο και την ομορφιά
Να μας μάθουν πώς χτίζουν πώς σπέρνουνε παιδιά
Πώς πελεκούν το μάρμαρο για να πάρει μιλιά κι αγέρα
Πώς ανεβαίνουν στον ουρανό κι αγναντεύουν τον κόσμο
Κι ύστερα να σύρουν τις γυναίκες τους μες στα φαρδιά τους φορέματα
Για να μας γεννήσουν άλλη μια φορά μες σε βαθιά κρεβάτια
Αληθινούς
Θεσσαλονίκη, Φλεβάρης 1948
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ (1948)
Γιώργος Θέμελης: Ο βασιλιάς των ταξιδιών (Πρώτη ραψωδία)
Quantum mutatus…
Βιργίλιος
Όχι τη χιλιοτραγουδισμένη δόξα
Το ξύλινο άλογο με τη σιδερένια κοιλιά
Τις φλόγες που χόρεψαν το μεσονύχτι
Ούτε τις μεγάλες περιπέτειες
Το έπος που έγραψε μια καρδιά με χίλιες τρόπιδες σε στεριά και θάλασσα
Στις αιωνόβιες πέτρες του χρόνου με το αιώνιο αίμα της
Πιο καυτερό απ’ το πάθος της φωτιάς
Πιο δυνατό απ’ τον καημό του ανέμου
***
Το τραγουδούσαν οι ακρογιαλιές και το τραγουδούν ακόμα
Και θα το τραγουδούν ώσπου να κοιμηθεί ο ήλιος χαμηλώνοντας όλες τις λάμπες
Το τραγούδι του καπετάνιου με τ’ απέραντα μάτια
Το παίρνουν οι άνεμοι, το δίνουν στα πουλιά να το μοιράσουν στον ουρανό μαζί με το φως
Και της βροχής τα δάχτυλα το σπέρνουν στους κόλπους της γης και στα ποτάμια να καρπίζουν τα δέντρα
Να μεγαλώνουν τα παιδιά να ζουν τ’ αγάλματα
Και τα κατάρτια να βαστούν τη μοίρα τους που τα χτυπάει από ψηλά
Κι οι άνθρωποι να σηκώνουν το μπόι τους ίσαμε τα βυζιά των θεών
Και κείνοι να γελούν από κειπάνω και να χαίρονται με την καρδιά για την καλή γενιά τους
Θυγατέρες και γιους αγγόνια και δισάγγονα βγαλμένα απ’ τα φαρδιά τους γόνατα
Που να που πάνε να τους μοιάσουν, να π’ ανεβαίνουνε να γίνουν άλλη μια φορά θαυμαστές εικόνες
Σκαλιστές σκιές τους που βαθαίνουν τη γη και την κάνουν καθρέφτη
Όπου οι γυναίκες βλέπουν θεούς και οι θέαινες ανθρώπους
Όπου κι ο θάνατος περνά μοιράζοντας στεφάνια
Κάτω στους τάφους οι νεκροί τ’ ακούν κι αναστενάζουν
***
Οι βοριάδες τού πήραν τη φωνή
Οι τρικυμίες μελετούν τη θάλασσα συλλαβίζοντας τ’ όνομά του
Οι αστραπές τού γράφουν την κορμοστασιά στο φόντο των βουνών με πράσινα κοντύλια
Κι η ψυχή μας σηκώνεται και καλωσορίζει την άφθαρτη παρουσία του σαν τον αναμενόμενο βασιλιά των ταξιδιών
Όταν ο ίσκιος του έρχεται και δρασκελάει το κατώφλι του ύπνου
Και σκύβει να ξεσηκώσει απ’ τους βυθούς
Τα βουλιαγμένα καράβια μας
***
Όχι τη δόξα…
Τραγούδησέ μας τώρα πια τη θλίψη
Τον ακίνητο ήλιο του μεσημεριού που κρέμεται από πάνω καρφώνοντας την όψη
Την παμπάλαια άλμη και τους παλιούς ανέμους που έπηξαν στα μαλλιά
Και το πικρό πικρόχολο χασομέρι που μαραίνει τα χέρια
Ανάμεσα σ’ ένα νεκρό λιμάνι και μια ταβέρνα
Ανάμεσα σ’ ένα μισό τσιγάρο και τρεις βαριές κουβέντες
Για το βαριεστημό
Για το βαριεστημό
Εκείνος είναι αυτός που καπνίζει φτύνοντας καπνό και πάθος
Που συλλαβίζει τα μηνύματα των καιρών, την ιστορία της θάλασσας
Και χτίζει με άμμο και τίποτα τα πιο απίθανα όνειρα
Γιατί δεν έχει τι να κάνει
Απλοχωριά να πάρει ανάσα
Σανίδι να σταθεί, μεριά ν’ απλώσει
Τ’ ατέλειωτο κουβάρι των ελπίδων του
Τι τον πλακώνει η απανεμιά, τον ζώνει ο χρόνος
Κι ένα μεράκι η θύμηση του σκάβει τα πνεμόνια
Γιατί η καρδιά του είναι βαριά, δεν τη σηκώνει το αίμα
Και το θεόρατο ίσκιο του η τρύπια φορεσιά
Τραγούδησέ μας τώρα πια τη θλίψη
Δεν έχουν μπάλσαμο οι στεριές κι αγέρα τα βουνά
Δεν έχει πια για μας καράβια η θάλασσα
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ (1948)
Γιώργος Θέμελης: Είναι για σένα
Είναι για σένα που αγαπώ το φως
Τους ανθρώπους τα δέντρα που σου μοιάζουν
Ό,τι σαλεύει κι ό,τι πνέει
Το κύμα που μοιράζεται την απλωσιά του
Και το νερό που τραγουδάει τον έρωτα
Είναι για σένα κι είσαι εσύ
Που περπατείς μες σ’ όλους τους καθρέφτες
Στο κάθε τι στα πράγματα
Τα γκαρδιακά μου αδέρφια
Και το τραπέζι αυτό το τρυφερό που βλέπει
Τα χέρια σου στον ύπνο του σα δυο φτερά
Και το τραπέζι αυτό το τρυφερό που ακούει
Τη μυστική του ηχώ μες στην πυκνή σιωπή του
Είναι η καρδιά μου που σε στηρίζει σα μια σημαία
Είναι η καρδιά μου που σε δέχεται σαν ουρανό
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΠΟΥΛΙΑ (1947)
Γιώργος Θέμελης: Σε ποια θάλασσα
Σε ποια θάλασσα
Ποιος ουρανός
Σ’ έχει φιλήσει
Τα μαλλιά σου τρυπούν
Την καρδιά του ανέμου
Σαν τα δέντρα και σαν τα ταξίδια
Το χέρι σου χαμόγελο
Φωνή σαν του νερού
Σαν κοριτσιού κάτασπρη ντάλια
Όπου κι αν κοιτάξεις
Προβάλλει το πρόσωπό σου
Κατεβαίνει το βλέμμα σου
Από χίλια
Λουλούδια
Κοίταξε κάλλιο τον ίσκιο που πέφτει
Τον καβαλάρη της βροχής
Το χαμογέλιο του καλού
Θεού
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΠΟΥΛΙΑ (1947)
Γιώργος Θέμελης: Ξυπνάς το αιώνιο καλοκαίρι
Ξυπνάς το αιώνιο καλοκαίρι
Ανατέλλοντας έναν άλλο ήλιο
Κάνοντας πιο όμορφα πιο θαυμαστά τα μάτια
Καθώς ελπίζουν να σε ιδούν κρεμώντας μια λευκή αντηλιά
Κι είναι η σκιά σου αυτό το φως το ειρηνικό που πέφτει
Στους κάμπους στεφανωμένους με πορφυρήν αιωνιότητα
Κι είναι η σκιά σου αυτό το φως που με τυλίγει
Και με σηκώνει με κρεμνάει ψηλά
Στην άνοιξη του κόρφου του
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΠΟΥΛΙΑ (1947)
Γιώργος Θέμελης: Απουσία πικρότερη
Απουσία πικρότερη από νύχτα
Η πτήση σου αντιλάλησε μέσα σ’ όλες τις φλέβες
Σιγά-σιγά σαν ένα θαλάσσιο πουλί
Το φως επάνω μια πελώρια σιωπή
Μια παγερή μετέωρη λύπη
Ακολουθώ τα δάση που σιωπούν
Τα λουλούδια που συνοδεύουν τους πεθαμένους
Ο ουρανός με κοιτάζει με περιέργεια
Με μάτια μικρού παιδιού που φοβάται τα ζώα
***
Ουρανέ γεμάτε βροχή κι αγαθότητα
Που υφαίνεις την ημέρα και ξηλώνεις τη νύχτα
Ρίξε μου ένα κόκκινο χαλάζι
Ένα λευκό αστέρινο δάκρυ
Από την άσπιλη ευφορία της αστραπής
Να περπατήσω κάτω απ’ την άκρα του επιείκεια
Νάβρω τα ίχνη των φτερών που φώτισαν τον άνεμο
Τους ορίζοντες που έκλεισαν λυπημένοι
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΠΟΥΛΙΑ (1947)
Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2018
Κατίνα Βλάχου: Φτερούγισαν των ποιητών οι στίχοι
Πάνω από σύνορα χωριά και χώρες
φτερούγισαν των ποιητών οι στίχοι
και να που κόπασε η καταιγίδα
Πολύχρωμες ανακατεύτηκαν οι λέξεις
καθώς το ουράνιο τόξο
τις άγγιξε τη μία μετά την άλλη
Ο Dashamir ο Ηλίας και η Brikena
Ο Αντρέας ο Θωμάς και o Anton
Ο Cosimo η Elena και ο Βαγγέλης
O Agim o Aλέξανδρος και η Ζhaneta
O Τimo o Xhelal και η Κατίνα
κι άλλοι πολλοί καθένας από το δικό του τόπο
έφεραν τις μητρικές τους γλώσσες
όλες μαζί μπροστά στην παραλία
Και είπαν πως η θάλασσα ίδια μοιάζει
απ’ όλες τις στεριές όταν τη βλέπεις
Κι οι ουρανοί το ίδιο αλλάζουν χρώμα
με την ανατολή ή με δύση
όποια κι αν είναι η πατρίδα που σκεπάζουν
Ύστερα έπλεξαν τους στίχους τους στεφάνι
και πάντρεψαν σελίδες ιστορίας
που είχαν γραφτεί με πόλεμο και αίμα
Όσα παιδιά θα γεννηθούν στο μέλλον
να μελετούν ποιήματα και στίχους
σ’ όλες τις γλώσσες της αδελφοσύνης
30/9/2018
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)