Είναι μια νύχτα ιδανική για έγκλημα. Οι μπασκίνες έχουν βγει για κυνήγι. Το φεγγάρι—μια παγωμένη πανσέληνος. Όσοι κοιμούνται βλέπουν όνειρα-σφαίρες. Σειρήνες ξεχύνονται μέσα από χιλιάδες δρόμους.
Μέσα σε μια κουζίνα πέρα μακριά μια γυναίκα έχει μπλέξει άσχημα μ' έναν άντρα. Νιώθει φόβο αλλά η έκφραση της δείχνει θυμό. Εκείνος μεθυσμένος φέρεται βάναυσα. Ήδη έχει ανοίξει μια τρύπα σαν μπάλα κανονιού πάνω στην εξώπορτα. Κουρελιασμένη ταπετσαρία κυματίζει. Η νύχτα απ' έξω χυμάει κατά πάνω τους. Δεν ακούγεται η στριγκλιά γιατί δεν υπάρχει κανείς να την ακούσει. Δεν υπάρχει τηλέφωνο. Ούτε αυτοκίνητο τα κλειδιά τα έχει εκείνος. Τον βλέπει να τρέμει από την οργή. Μια δική του οργή άγνωστης προέλευσης. Τον βλέπει πάλι να παιδεύεται με τα πράσινα πλαστικά φυσίγγια της καραμπίνας. Ορμάει προς την τρύπα της πόρτας. Εκείνος σκοντάφτει και πέφτει με τα μούτρα. Εκείνη έχει ξεφύγει στη μάντρα με τα ζώα ξυπόλυτη. Βουλιάζει μέχρι τα γόνατα στις κοπριές. Ακούει ένα πυροβολισμό από τη βεράντα. Περιμένει να τον νιώσει. Τίποτα. Ξεκολλάει τα πόδια της τραβώντας και με τα δυο χέρια. Κατευθύνεται προς το φως πάνω στο ύψωμα. Δεν μπορεί να θυμηθεί τίνος είναι το φως. Δεν μπορεί να θυμηθεί αν μένουν άνθρωποι ή είναι κανένας στάβλος. Ένα φως έστω είναι καλύτερο απ' το να μην υπάρχει καθόλου φως, σκέφτεται. Ένα οποιοδήποτε φως είναι προτιμότερο από το τίποτα. Σκοντάφτει μέσα σε βαθειά οργωμένα αυλάκια. Ανηφορίζει με νύχια και με δόντια. Έστω και ένα φως είναι καλύτερο από το σκοτάδι.
SAM SHEPARD: ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ ΜΟΤΕΛ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου