Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

William Shakespeare: [εμάς τους λιγοστούς κι από τη δόξα λιγωμένους, τους λιγοστούς κι αδερφωμένους...]




Απ' τον Ερρίκο Ε' του William Shakespeare (Πράξη Δ', Σκηνή Γ')
Απόδοση στα ελληνικά: Βασίλης Πανδής

ΟΥΕΣΤΜΟΡΛΑΝΤ: Ω και νά 'χαμε τώρα - όχι πολλούς - μοναχά δέκα χιλιάδες άντρες, από κείνους που άεργοι στην Αγγλία τώρα κάθουνται!

ΒΑΣΙΛΙΑΣ: Ποιος είν' ο τέτοια ευχόμενος;
Ο ξάδερφός μου ο Ουέστμορλαντ; Ω όχι, αγαπημένε ξάδερφε
Αν είν' μοιρογραφτό μας να πεθάνουμε, αρκετή είν' η απώλεια για την πατρίδα ήδη·
κι αν να ζήσουμε,
όσο λιγότεροι τόσο μεγαλύτερο το μερτικό της δόξας
Θεού θέλημα! Όχι, μην ευχή σταυρώνεις για ούτ' έναν παραπάνω
Μα τον Δία, για το χρυσάφι δεν διψώ
και ούτε που με νοιάζουν οι στην πλάτη μου θρεμμένοι,
αν φοράν τα ρούχα, τις πορφύρες μου, άλλοι -
στους πόθους της καρδιάς μου ανάμεσα δεν φωλιάζουν τέτοιες μικροπρέπειες
Όμως, αν λογιέται γι' αμαρτία ο πόθος για τη δόξα,
είμαι η πιο αμαρτωλή ψυχή που ζει κι υπάρχει
Όχι, ξάδερφε, κανέναν άλλον παραπάνω απ' την Αγγλία μην ζητάς
Για του Θεού την ειρήνη! Ποτέ δεν θα 'χανα τέτοιαν τιμή μεγάλη της καλύτερης ελπίδας,
όσην έστω και μ' έναν άντρα μοναχά θα ήταν δυνατό να μοιραστώ -
Ω μην ζητάς κανέναν παραπάνω!
Καλύτερα, Ουέστμορλαντ, να τρέξεις σ' όλο το στρατόπεδο και να διακηρύξεις
να φύγει πριν απ' την αμάχη
εκειός οπού να σκοτωθεί, δεν έχει το στομάχι
Αμέσως έτοιμα τα διαπιστευτήριά του και γιομάτο το πουγγί του για το δρόμο
Δεν θα πεθάνουμε αντάμα με τον άντρα οπού το ξόδι το κοινό μας το φοβάται
Σήμερα είναι του Αγίου Κρισπιανού
Εκείνος που θα επιζήσει σήμερα και θα γυρίσει πίσω,
θα χορεύει και θ' αγάλλεται κάθε που θα ζυγώνει του Αγίου Κρισπιανού
Εκείνος που θα επιζήσει σήμερα και θα γνωρίσει το γήρας,
κάθε χρόνο, την παραμονή, θα καλεί του γειτόνους του, για να γιορτάσουν,
και θα λέει: "Αύριο είναι τ' Αγιού Κρισπιανού"
Τότες θα γυρίζει το μανίκι του, θα δείχνει πού 'λαβώθη
και θα λέει: "Ετούτα είναι από τ' Αγιού Κρισπιανού"
Οι γέροι ξεχνάνε, όμως, κι αν όλα τ' άλλα είναι γραφτό να ξεχαστούνε,
εκείνος θα θυμάται όλο και διαυγέστερα
τους άθλους της ημέρας κείνης, κι ύστερα, τα ονόματά μας,
που θα φαντάζουνε στο στόμα του οικογενειακά του:
Βασιλιάς Ερρίκος, Μπέντφορντ κι Έξτερ,
Ουώργουικ και Τάλμποτ, Σάλσμπερι και Γκλώστερ -
στο τσούγκρισμα της κούπας της ξεχειλιστής της μιας με την άλλη όλο θα μνημονεύονται
Αυτή θα 'ναι μια ιστορία που ο πατέρας θε να λέει στο γιο
Κάθε χρόνο θά 'ρχεται του Αγίου Κρισπιανού
κι εμάς ως το τέλος του κόσμου
θε να μας θυμούνται,
εμάς τους λιγοστούς κι από τη δόξα λιγωμένους, τους λιγοστούς κι αδερφωμένους·
γιατί εκείνος που σήμερα θα χύσει το αίμα του αντάμα μου
θα 'ν' αδερφός μου - όσο ταπεινός και να 'ναι, σήμερα θ' αρχοντύνει,
κι όλης της Αγγλίας οι αρχόντοι που βουλιάζουν στ' αναπαυτικά κρεβάτια,
θα νιώθουνε καταραμένοι, που δεν ήταν εδώ,
θα νιώθουνε φτηνό τον ανδρισμό τους, σαν κάποιος θα λέει
πως πολέμησε μαζί μας, του Αγίου Κρισπιανού


Απόδοση στα ελληνικά:
Βασίλης Πανδής

***


[...]

WESTMORELAND.
O that we now had here
But one ten thousand of those men in England
That do no work to-day!

KING.
What's he that wishes so?
My cousin Westmoreland? No, my fair cousin.
If we are mark'd to die, we are enow
To do our country loss; and if to live,
The fewer men, the greater share of honour.
God's will! I pray thee, wish not one man more.
By Jove, I am not covetous for gold,
Nor care I who doth feed upon my cost;
It yearns me not if men my garments wear;
Such outward things dwell not in my desires;
But if it be a sin to covet honour,
I am the most offending soul alive.
No, faith, my coz, wish not a man from England.
God's peace! I would not lose so great an honour
As one man more, methinks, would share from me
For the best hope I have. O, do not wish one more!
Rather proclaim it, Westmoreland, through my host,
That he which hath no stomach to this fight,
Let him depart. His passport shall be made,
And crowns for convoy put into his purse.
We would not die in that man's company
That fears his fellowship to die with us.
This day is call'd the feast of Crispian.
He that outlives this day, and comes safe home,
Will stand a tip-toe when this day is named,
And rouse him at the name of Crispian.
He that shall live this day, and see old age,
Will yearly on the vigil feast his neighbours,
And say, "To-morrow is Saint Crispian."
Then will he strip his sleeve and show his scars,
And say, "These wounds I had on Crispian's day."
Old men forget; yet all shall be forgot,
But he'll remember with advantages
What feats he did that day. Then shall our names,
Familiar in his mouth as household words,
Harry the King, Bedford, and Exeter,
Warwick and Talbot, Salisbury and Gloucester,
Be in their flowing cups freshly rememb'red.
This story shall the good man teach his son;
And Crispin Crispian shall ne'er go by,
From this day to the ending of the world,
But we in it shall be remembered,
We few, we happy few, we band of brothers.
For he to-day that sheds his blood with me
Shall be my brother; be he ne'er so vile,
This day shall gentle his condition;
And gentlemen in England now a-bed
Shall think themselves accurs'd they were not here,
And hold their manhoods cheap whiles any speaks
That fought with us upon Saint Crispin's day.

[...]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου