Ἦ ῥά γε ποῦ τὸ φρύαγμα τὸ τηλίκον; οἱ δὲ περισσοὶ πῆ ἔβαν ἐξαίφνης ἀγχίποροι κόλακες;
νῦν γὰρ ἑκὰς πτόλιος φυγὰς ὤιχεο· τοῖς πρότερον δὲ οἰκτροῖς τὴν κατὰ σοῦ ψῆφον ἔδωκε Τύχη.
πολλή σοι, κλυτοεργὲ Τύχη, χάρις, οὕνεχ' ὁμοίως πάντας ἀεὶ παίζεις, κεἰσέτι τερπόμεθα.
***
Πού να 'ναι άραγες η τόση αλαζονεία; Πού να επήγαν, πού εχαθήκαν ξαφνικά οι περισσοί οι κολάκοι που από 'δω, πριχού, δεν ξεκουνάγαν;
Τώρα της πόλης μακριάθ' εφυγαδεύτης, σαν σε πήραν στο κυνήγι, κι οι τιποτένιοι ακόμα -πώς τα 'φερε η Τύχη- σ' εξοστρακίσαν
Μεγάλη, Τύχη, η χάρη σου, λαμπρουργέ, που όλους πάντοτε στα δάχτυλα τους παίζεις και τους περιπαίζεις - έτσι φτάνουμε κι εμείς να μπορούμε λιγάκι πάντα να τερπόμεθα
Απόδοση στα νέα ελληνικά:
Βασίλης Πανδής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου