Γιώργος Ιωάννου, Μεταφράσεις από την “Παλατινή Ανθολογία” (επιμέλεια: Αντώνης Ψάλτης) Β΄ Μέρος
Επιτύμβια επιγράμματα
από το VII βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας *
507 Α. Σιμωνίδου
Κοινού ανθρώπου και όχι του Κροίσου
βλέπεις τον τάφο.
Ανδρός χειρώνακτος ο μικρός αυτός τύμβος
για μένα αρκετός όμως.
507 Β. Σιμωνίδου
Σήμα ειμί Θεόγνιδος Σινωπέος,
που επάνω του με τοποθέτησε ο Γλαύκος.
Εις ανάμνησιν πολυχρόνιας συνεργασίας τους.
511. Σιμωνίδου
Κάθε φορά που βλέπω το μνήμα
του πεθαμένου Μεγακλέους,
λυπάμαι πολύ, Δύστυχε Καλλία,
γι΄ αυτά που έπαθες.
518. Καλλιμάχου
Την αυγή θάψαμε τον Μελάνιππο
και με τη δύση του ήλιου
η Βασιλώ η παρθενική
πένθησκε απ΄ το ίδιο της το χέρι.
Δεν άντεχε να ζει αυτή,
εφόσον τον αδελφό της είχε βάλει στην πυρά.
Και έτσι ο οίκος του πατέρα της Αριστίππου
δίδυμο είδε κακό.
Και όλη η Κυρήνη ήταν κατηφής
τον εύτεκνο οίκο βλέποντας χωρίς παιδία πλέον.
517. Καλλιμάχου
Τον Αστακίδη τον Κρήτα, τον αιπόλον,
τον άρπαξε από το βουνό μια Νύμφη.
Και τώρα ιερός ο Αστακίδης.
Όχι πια κάτω απ΄ τις Δικταίες βαλανιδιές,
όχι πια τον Δάφνιν ποιμένες,
αλλά τον Αστακίδη πάντοτε θα τραγουδάμε.
522. Καλλιμάχου
Τιμονόη – εσύ είσαι, Τιμονόη;
Μα τους θεούς δεν θα σε αναγνώριζα,
εάν πάνω στη στήλη δεν υπήρχε
το όνομα του πατρός σου Τιμόθεου
και της πόλης σου, της Μήθυμνας.
Αλήθεια, φοβερά, θα ήθελα να πω,
στενοχωριέται ο σύζυγός σου, ο Ευθυμένης,
τώρα που χήρεψε.
528. Θεοδωρίδα
Γύρω από το φαρδύ μνήμα της Φαιναρέτης
αι Θεσσαλίδες κούραι
τους ξανθούς πλοκάμους των κάποτε έκοψαν,
καταλυπημένες για την πρωτόγεννη
και άμοιρη νύμφη.
Και όλη η αγαπημένη Λάρισα πικράθηκε
και οι γονείς της.
547. Λεωνίδου Αλεξάνδρεως
Τη στήλη αυτή ο Βιάνωρ την εχάραξε,
όχι για τη μητέρα του ή τον πατέρα του,
που είχαν την οφειλόμενη μοίρα,
αλλά για το παρθενικό κορίτσι του.
Και εκ βαθέων στέναζε, καθώς οδηγούσε
όχι για τον Υμέναο αλλά για τον Άδη
μια νύφη δώδεκα χρονώ.
555. Ιωάννου ποιητού
Προσέχοντας ως τη στερνή κλωστή της μοίρας
το σύζυγό μου, προσευχήθηκε
και στους χθονίους θεούς και στους θεούς του γάμου.
Στους πρώτους που του επέτρεπαν να ζει
και στους άλλους που ήταν τόσο καλός άνθρωπος.
Τώρα, έμεινε για πάντα πατέρας των παιδιών μας.
565. Ιουλιανού από Υπάρχων Αιγυπτίου
Ίδια την έκαμε τη Θειοδότη ο ζωγράφος.
Μακάρι να μη πετύχαινε
και τόσο στην τέχνη του.
Έτσι θα χάραζε λήθη σε μας,
οδυρομένους.
566. Μακηδονίου Υπάτου
Γαία και Ειλείθυια,
εσύ με γέννησες κι εσύ πάλι με θάπτεις.
Κι οι δυο σας, χαίρεται!
Το στάδιό σας διήνυσα αμφοτέρων.
Φεύγω, χωρίς να καταλάβω που πηγαίνω.
Ούτε εσάς, ούτε ποιανού,
ούτε ποιος είμαι ξέρω.
Και από που ήρθα.
572. Αγαθίου Σχολαστικού
Δεν ετέρπετο σε νόμιμα κρεβάτια
ο πονηρός ανήρ.
Μα έκλεπτε την κλίνη ξένης συζύγου.
Ξαφνικά όμως πέφτοντας του σπιτιού η οροφή
πλάκωσε τους κακούργους,
που εκείνη τη στιγμή ήταν σε σμίξη.
Τώρα κοινή παγίδα συγκρατεί τους δυο τους.
Στο ίδιο μνήμα και οι δύο κεινται,
χωρίς να σταματούν τη συνουσία.
582. Ιουλιανού Αιγυπτίου
Χαίρε, ω ναυαγέ μου,
τώρα και στον Άδη που πέρασες,
μη μέμφεσαι της θάλασσας τα κύματα,
μα τους ανέμους.
Αυτοί σε έπνιξαν ενώ της θάλασσας
το ύδωρ το μειλίχιον σε έβγαλε
στην πατρίδα σου, στους τάφους των πατέρων.
595. Ιουλιανού Αιγυπτίου
Πέθανε κι ο Θεόδωρος και το πλήθος
των παλιών πεθαμένων ποιητών
πέθανε τώρα ολότελα.
Γιατί όσο αυτός εζούσε, ανάπνεε όλο μαζί του
και όλο τώρα έσβησε, που κι αυτός έσβησε.
Κρυφτήκαν όλα μέσα σ΄ ένα τάφο.
601. Ιουλιανού Αιγυπτίου
Φευ, φευ, των αμετρήτων χαρίτων το ηδύ έαρ
το μαραίνει γύρω σου των ανθρωποφάγων
υποχθονίων η φρίκη.
Κι εσένα μεν σε άρπαξε ο τάφος
από το φως του ήλιου και ήσουν
επάνω στο πικρό σου δέκατο έκτο έτος.
Αλλά τον άντρα σου και τον γονιό σου
τους τύφλωσε με απελπισίες φοβερές,
γιατί γι΄ αυτούς σαν ήλιος έλαμπες,
Αναστασία.
633. Κριναγόρου
Ακόμα και το μισοφέγγατο,
που ανατέλλει από νωρίς το βράδυ,
καλύφθηκε από αχλύ,
καλύπτοντας το πένθος με σκοτάδι,
σαν είδε τη χαριτωμένη συνονόματή του,
τη Σελήνη, άπνουν, να δύει στο ζοφερό του Άδη.
Κι απάνω εκείνη απλώνοντας το κάλλος του φωτός της
ανάμιξε το θάνατό της μες στο νέφος της.
639. Αντιπάτρου
Κάθε θάλασσα είναι θάλασσα.
Για ποιο λόγο ανόητα να κατηγορούμε τις Κυκλάδες
ή το κύμα στης Έλλης το στενό και τας Οξείας;
Άδικα το όνομα έχουσιν.
Εμένα που απέφυγα όλα αυτά
με αμφεκάλυψε ο Σκαρφαιεύς λιμήν.
Είθε ο καθείς να οργώσει στρωτά
τις θάλασσες του γυρισμού του,
μια όπως ξέρει καλά ο εδώ θαμμένος Αρισταγόρας,
κάθε πέλαγος, πέλαγος είναι.
642. Απολλωνίδου
Ανάμεσα Σύρο και Δήλο, μια φουρτούνα
τον Μενοίτη του Διαφανέος,
που πήγαινε σαμιώτικο κρασί,
τον βούλιαξε.
Έπλεε γρήγορα για ιερό καθήκον.
Μα η θάλασσα είναι εχθρική
ακόμα και σ΄ αυτούς που βιάζονται
για τον άρρωστο πατέρα τους.
669. Πλάτωνος του Φιλοσόφου
Κοιτάς προς τα΄ άστρα τώρα αστέρι μου
μακάρι να γινόμουν Ουρανός
με τα πολλά μου μάτια προς εσέ να βλέπω.
670. Πλάτωνος του Φιλοσόφου
Αστέρι μου, πριν έλαμπες
μέσα στους ζωντανούς σαν τον Αυγερινό,
τώρα που πέθανες λάμπεις σαν Έσπερος
στους πεθαμένους.
671. Άδηλον, οι δε Βιάνορος
Χάρων πάντα άπληστε,
τι άρπαξες έτσι τον νέον Άτταλο;
Μήπως δικός σου δεν θα ήτανε,
αν πέθαινε στα γηρατειά του;
679. Άδηλον
Δούλος υπήρξα εγώ ο Επίκτητος
και ανάπηρος και φτωχός όπως ο Ίρος
μα και των θεών αγαπημένος.
692. Αντιπάτρο, οι δε Φιλίππου Θεσσαλονικέως
Ο Γλύκων, η δόξα της Περγάμου σ΄ όλην την Ασία,
ο κεραυνός του παγκρατίου,
ο στιβαρός στα πόδια,
ο νέος Άτλας – πάει χάθηκε.
Κι αυτόν, που προηγουμένως ούτε στην Ιταλία,
ούτε στην Ελλάδα, ούτε στην Ασία μέσα,
υπήρχε κανείς που να μπορούσε να τον μετακινήσει,
ο πάντα νικών Άδης ανέτρεψε.
703. Μυρίνου
Ο Θύρσις ο χωριάτης,
αυτός που των Νυμφών τα πρόβατα βοσκάει
και που παίζει με τη φλογέρα
καλά όσο κι ο Πάνας,
καθεύδει κάτω από το φουντωτό το πεύκο,
ίδιος μεσημεριάτικος μεθυσμένος.
Και το κοπάδι το φυλάει ο Έρως,
έχοντας στα χέρια την αγκλίτσα.
Α, Νύμφαι, Νύμφαι, ξυπνήστε
τον λυκόθαρση βοσκόν,
μη γίνει κτασπάραγμα των αγριμιών ο Έρως.
104. Άδηλον
Εμού θανόντος γαία πυρί μιχθήτω
για τίποτε δεν με νοιάζει.
Τα δικά μου καλά πηγαίνουν.
710. Ηρίννης (Μιτυληναίης)
Στήλες και σειρήνες και πένθιμο του τάφου μου αγγείο,
που μέσα του έχεις την ολίγη σποδό του Άδη,
πήτε σε όσους έρχονται στο μνήμα μου το «χαίρε»,
είτε είναι απ΄ την πόλη μας είτε από άλλη πόλη.
Και πως με κρατάει νιόνυφη ο τάφος, πήτε το κι αυτό
κι ότι ο πατέρας μου με φώναζε Βαυκίδα
κι ότι είμαι από γένος Τήνιον – να το ξέρουν.
Κι ότι η φίλη μου η Ήριννα
χάραξε αυτό το ποίημα στον τάφο.
718. Νοσσίδος
Ω ξένε, αν πλεύσεις προς την ευρύχωρη Μυτιλήνη,
που την ελάμπρυνε η Σαπφώ με των χαρίτων το άνθος,
πες ότι και η Λοκρίς
γέννησε μία εξ ίσου αγαπημένη στις Μούσες
και τα΄ όνομά της είναι Νοσσίς.
Εμπρός, πήγαινε.
722. Θεοδωρίδα
Τον σκοτωμένο στη μάχη κλαίω Τιμοσθένη,
τον γιο του Μολόσσου,
που ξένος στην ξένη γη του Κέκροπος εχάθη.
724. Ανύτης Μελοποιού
Σίγουρα, Πρόαρχε, η ανδρεία σου
συνετέλεσε να σκοτωθείς στη μάχη.
Και βύθισες έτσι με το χαμό σου
σε ζοφερό πένθος το σπίτι του πατρός σου Φειδία.
Αλλά το καλόν αυτό έπος για σε η πέτρα ψηλά της ψάλλει
πέθανες πολεμώντας για τη γλυκιά πατρίδα.
728. Καλλιμάχου
Ιέρεια της Δήμητρας, καλέ μου άνθρωπε,
και ύστερα πάλιν του Καβείρων
και μετέπειτα της Δινδυμήνης,
εγώ η γριά υπήρξα, που τώρα είμαι κόνις
Ήμουν πολλών νεαρών γυναικών η προστασία.
Δυο τέκνα αρσενικά απέκτησα
και καλογερασμένη έκλεισα στα χέρια τους τα μάτια μου.
Σύρε τώρα στο καλό.
737. Αδέσποτον
Εδώ σφάχτηκα από ληστή εγώ ο πολύ δύστυχος.
Και τώρα κείμαι ουδενί κλαιόμενος.
738. Θεοδωρίδα
Οι Κλείδες της Κύπρου και οι ακτές της Σαλαμίνας
και ο άγριος λίβας ρήμαξαν, Τίμαρχε,
κι εσένα και το καράβι και το φορτίο.
Και μόνο τη στάχτη σου την κατάμαυρη
δέχτηκαν κακομοίρη, οι ταλαίπωροι γονείς σου.
740. Λεωνίδα
Εγώ είμαι ο λίθος ο απάνω από τον Κρήθωμα
και εγώ δηλώνω το όνομά του.
Ο Κρήθων είναι σκόνη μες στους χωνεμένους.
Αυτός που και τον Γύγη ξεπερνούσε στα πλούτη,
που είχε πολλά κοπάδια με βόδια
και πολλά με γιδοπρόβατα,
αυτός που προηγουμένως – μα τι να συνεχίσω
Αυτός, φευ, ο μακρισμένος από όλους,
από τόση και τόση γη, τι μικρό κομματάκι που κατέχει …
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου