Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2015

Γιώργος Ιωάννου: Μεταφράσεις από την “Παλατινή Ανθολογία” (Α')



Γιώργος Ιωάννου, Μεταφράσεις από την “Παλατινή Ανθολογία” (επιμέλεια: Αντώνης Ψάλτης), Α’ Μέρος

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ : « φυλλάδιο – περιοδικό πνευματικής ζωής » , τεύχος 7 – 8 ( βιβλιοπωλείο της Εστίας)
Χρονολογία έκδοσης 1985

Επιτύμβια επιγράμματα
από το VII βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας *

20. Αδέσποτον
Εσβέσθης, γηραιέ Σοφόκλεες, άνθος των ποιητών, καθώς
έτρωγες μαύρο σταφύλι του Βάκχου.

100. Πλάτωνος
Χωρίς να πω άλλο απολύτως τίποτε,
παρά μονάχα πως ο Αλέξις καλός,
ετράβηξα επάνω του τα βλέμματα
και τώρα απ΄ όλους και παντού θαυμάζεται.
Ψυχή μου, τι φανερώνεις στα σκυλιά το κόκαλο;
Δεν νιώθεις πως θα πικραθείς αργότερα;
Μήπως τον Φαίδρο έτσι δεν τον χάσαμε;

291. Ξενοκρίτου Ροδίου
Τα μακριά μαλλιά σου σταλάζουν αλμύρα ακόμη,
δύσμοιρη κόρη, ναυαγισμένη,
χαμένη μες στη θάλασσα, Λυσιδίκη.
Καθώς εξαγριώθηκε ο πόντος,
εσύ ετρόμαξες την αγριότητα της θάλασσας
κι εξέπεσες από το κουφωτό καράβι.
Και τώρα Τ΄ όνομά σου φωνεί ο τάφος σου,
όπως και την πατρίδα σου, την Κύμη
τα κόκαλά σου όμως κάπου εις τον ψυχρό αιγιαλό
ξεπλένονται – πικρός καημός για τον γονιό σου Αριστόμαχο,
όπου πηγαίνοντάς σε για το γάμο σου,
ούτε την κόρην ήγαγε ούτε και το κορμί της.



298. Αδέσποτον
Αιαί αυτό πια είναι απ΄ όλα το χειρότερο
γαμπρό ή νιόνυμφη να θρηνούν ή και τους δυο συγχρόνως.
Όπως, να, τώρα δα, τον Εύπολι και τη γλυκιά Λυκαίνιο,
που τον υμαίναιόν τους έσβεσεν την πρώτη κιόλας νύχτα
ο θάλαμός τους που απάνω τους γκρεμίστηκε.
Άλλους δεν ξέρω που να τους δόθηκε
μια τέτοια συμφορά τόσο ισόρροπη
όπου, Νίκι μου, εσύ τον γιο σου θρήνησες
κι εσύ, ω Θεύδικε, την θυγατέρα.

306. Αδέσποτον
Το Αβρότονον ήμουν, μια γυναίκα Θρακιώτισσα,
αλλά μπορώ να καυχηθώ πως γέννησα
τον μέγα μες στους Έλληνες Θεμιστοκλέα.

321. Αδέσποτον
Γαία φίλη, τον γέρο Αμύντιχο δέξου εν κόλποις σου,
ενθυμούμενη τους κόπους τους πολλούς που για σε έκανε.
Πόσες φορές δεν φύτεψε εντός σου ελαία αειπέταλο
και πόσες δεν σε λάμπρυνε με κλήματα του Βρομίου,
και με φυτά της Δήμητρας δεν σε εγέμισε …
Κι ακόμα, ανοίγοντας για το νερό αυλάκια
σε έκανε κατάλληλη αλλού για τα λαχανικά
κι αλλού για τα οπωροφόρα.
Για όλα αυτά, εσύ πραεία
πλάι στους κροτάφους του τους πολιούς να κείσαι
και άνθη εαρινά να του φυτρώνεις.

323. Αδέσποτον
Τάφος ένας δυο αδελφούς εγκλείει.
Οι δυο αυτοί χρειάστηκαν μια μέρα για να γεννηθούν
και μια για να πεθάνουν.

324. Αδέσποτον
Η ξακουστή εγώ που κάτω
από τη πλάκα τούτη τέθαμμαι
σε έναν μόνο άνδρα τη ζώνη μου έλυσα.

348. Σιμωνίδου
Αφού ήπια πολύ και έφαγα πολύ
και κακολόγησα τους ανθρώπους πολύ,
κείμαι τώρα εδώ ο Τιμοκρέων ο Ρόδιος.

350. Άδηλον
Μη ρωτάς, ναυτίλε ποιανού ο τάφος
κοίτα μονάχα να έχεις καλύτερη θάλασσα.

392. Ηρακλείδου Σινώπεως
Η λαίλαψ και το κύμα το πολύ,
οι ανατολές του Αρκτούρου και το σκότος,
καθώς και το άγριο φούσκωμα του Αιγαίο πελάγους
αυτά όλα μαζί ριχτήκαν στο καράβι μου.
Σε τρεις μεριές έσπασε το κατάρτι
κι αυτό, με το φορτίο μαζί,
με κάλυψε κι εμένα στο βυθό κάτω.
Τον ναυαγό σας, τον Τλησιμένη σας,
να κλαίτε στους αιγιαλούς γονείς μου,
και στήσατε γι΄ αυτόν ένα άδειο λιθάρι.

416. Καλλιμάχου
Η νήσος Τύρος με ανάθρεψε,
μα η πατρίδα που με γέννησε τα Γάδαρα είναι
- η Αττική μέσα στους Ασσυρίους.
Από τον Ευκράτη, εγώ ο Μελέαγρος, εβλάστησα,
που πρώτα πρώτα με τις Μενίπειες τις Χάριτες συνέτρεξα.
Κι αν είμαι Σύρος, τι το θαύμα;
Μια πατρίδα, ξένε, τον κόσμο, όλοι κατοικούμε
και όλους τους θνητούς ένα Χάος τους γέννησε.
Μεγάλος στην ηλικία χάραξα τις γραμμές
αυτές σε δέλτους, να είναι για ον τάφο μου.
Τα γηρατειά είναι κοντινή γειτονιά με τον Άδη.
Αλλά εμέ τον φλύαρο και γέρο, χαιρέτα με.
Είθε κι εσύ σε λάλον γήρας να φτάσεις.

417. Μελεάγρου
Τον Μελέαγρο του Ευκρατέω, ω ξένε, περιέχω,
αυτόν που ανέμιξε τον Έρωτα και τις Μούσες
με τις γλυκόλαλες τις Χάριτες.

418. Μελεάγρου
Των Γαδάρων, πρώτα, η κλεινή πόλις
υπήρξε πατρίδα μου
με δέχτηκε όμως και με άνδρωσε
η ιερά Τύρος.
Και όταν στα γεράματα έφτασα,
η Κως, που και τον Δία ανάθρεψε,
θετόν πολίτη των Μερόπω και εμέ εγηροτρόφει.
Και αι Μούσαι, εμένα τον Μελέαγρο,
Ευκράτεω παίδα,
με λάμπρυναν λιγάκι με τις Χάριτες.

460. Καλλιμάχου
Έζησα μια μετρημένη ζωή, με λίγους πόρους.
Ούτε τίποτε το φοβερό έκανα,
ούτε αδίκησα κανένα.
Γαία φίλη, εάν εγώ ο Μικύλος
κάτι το πονηρόν επήνεσα
μήτε εσύ ελαφριά για μένα να ΄σαι,
μήτε τα άλλα πνεύματα,
που Μ΄ έχετε τώρα στην εξουσία σας.

461. Μελεάγρου
Παμμήτορ γη, χαίρε
Τον Αισιγένη που δεν υπήρξε βαρύς για σένα, προηγουμένως,
κράτα τον τώρα κι εσύ να τον βαραίνεις.

462. Διονυσίου
Ετοιμόγεννη τη Σατύρα ο Άδης την πέτυχε.
η Σιδονία κόνιε την εσκέπασε
η πατρίδα της η Τύρος εβόγγηξε.

468. Μελεάγρου
Οικτρότατον δώρον, δεκαοχτώ χρονώ,
προς τον Άδη, η μήτηρ σου, Χαρίξενε,
σε στόλισε με τη χλαμύδα.
Αληθινά, και οι πέτρες ακόμα βογγούσαν
την ώρα που οι συνομίληκοί σου, μέσα σε θρήνους,
το νεκρό σου σώμα κουβαλούσαν.
Και αντί γάμου τραγούδια, μοιρολόγια οι γονείς σου κραύγαζαν.
Αιαί, πόσο διαψεύστηκαν οι χαρούλες των μαστών,
πόσο κενές αποδείχτηκαν του τοκετού οι ωδίνες.
Αλίμονο, κακοπάρθενη Μοίρα,
στείρα τη στοργή της γέννας στους ανέμους την έφτυσες.
Και τώρα αυτοί που σε είχαν παρέα
πολύ ποθούν, οι γονείς σου σε πενθούν,
μα και εκείνοι που τους ήσουν άγνωστος,
ακούγοντας για σένα νιώθουν θλίψη.

471. Καλλιμάχου
Κραυγάζοντας «ήλιε χαίρε»
Κλεόμβροτος ο Αμβρακιώτης
από το υψηλό τείχος εις τον Άδη πήδηξε.
Και όχι πως τον είχε βρει καμία συμφορά
θανάτου άξια,
αλλά ένα κείμενο του Πλάτωνος εδιάβασε,
εκείνο το λεγόμενο περί Ψυχής.

476. Μελεάγρου
Δάκρυα και κάτω δια του χώματος
σου στέλνω εις τον Άδη, Ηλιοδώρα, ως δώρα,
και λείψανον στοργής, πικρά δάκρυα.
Πάνω στον τύμβο σου, όπου πολλοί έχουν κλάψει,
κάνω σπονδή, πόθων μνημόσυνο,
της αγάπης μου μνημόσυνο.
Πικρά πολύ πικρά εσένα που είσαι αγαπητή
και μέσα στους πεθαμένους σε θρηνώ
άδικα των αδίκων πήγες χάρισμα στον Αχέροντα.
Αιαί, που το ποθητό βλαστάρι μου;
Το άρπασεν ο Άδης, το άρπασεν.
Και το ακμαίον άνθος η κόνις το εμάρανε.
Αλλά στα γόνατα πέφτω, Γη παντρόφε,
την πολύκλαυστη ηρέμα μέσα στους κόλπους σου,
Μήτερ, αγκάλιαστην.

481. Φιλητά Σαμίου
Η στήλη λέγει βαρύθυμα:
«Την βραχύβια, την μικρούλα Θεοδότα,
ο Άδης άρπασε».
Και η μικρούλα λέγει πάλι στον πατέρα της:
«Συγκράτησε τη θλίψη, Θεόδοτε
οι θνητοί είναι συχνά δυστυχισμένοι».

489. Σαπφούς
Της Τιμάδος αυτή η κόνις,
που ανύμφευτη
ο κυάνεος θάλαμος της Φερσεφόνας
τη δέχτηκε.
Όλες οι συνομήλικές της, όταν αυτή πέθανε,
με φρεσκοακομισμένο μαχαίρι
την ποθητή τους κόμη έκοψαν και κατέθεσαν.

494. Αδέσποτον
Χάθηκε μες στον πόντο ο Κρης ο Σώδαμος,
στον οποίο αγαπητά ήσαν, Νηρευ,
τα δίκτυα και τα νερά σου.
Χάθηκε ο ψαράς, ο περισσός ανάμεσα στους άνδρες.
Αλλά η θάλασσα, όταν έχει τα μπουρίνια της,
δεν κάνει ούτε και για τους ψαράδες διάκριση.


Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου