Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015

Διονύσιος Σολωμός: Ὁ Πόρφυρας



«Κοντά ῾ναι τὸ χρυσόφτερο καὶ κατὰ δῶ γυρμένο,
π᾿ ἄφησε ξάφνου τὸ κλαδὶ γιὰ τοῦ γιαλοῦ τὴν πέτρα
κι ἐκεῖ γρικᾶ τῆς θάλασσας καὶ τ᾿ οὐρανοῦ τὰ κάλλη
κι ἐκεῖ τραβᾶ τὸν ἦχο του μ᾿ ὅλα τὰ μάγια πὄχει.
Γλυκά ῾δεσε τὴ θάλασσα καὶ τὴν ἐρμιὰ τοῦ βράχου
κι ἃ δὲν εἶν᾿ ὥρα γιὰ τ᾿ ἄστρι θὲ νὰ συρθεῖ καὶ νά ῾βγει.
(Χιλιάδες ἄστρα στὸ λουτρὸ μ᾿ ἐμὲ νὰ στείλ᾿ ἡ νύχτα !).
Πουλὶ πουλάκι ποὺ λαλεῖς μ᾿ ὅλα τὰ μάγια πὄχεις,
εὐτυχισμὸς ἂ δὲν εἶναι τὸ θαῦμα τῆς φωνῆς σου,
καλὸ δὲν ἄνθισε στὴ γῆ, στὸν οὐρανό, κανένα.
Δὲν τό ῾λπιζα νά ῾ν᾿ ἡ ζωὴ μέγα καλὸ καὶ πρῶτο !
Ἀλλ᾿ ἄχ, ἀλλ᾿ ἄχ, νὰ μπόρουνα σὰν ἀστραπὴ νὰ τρέξω,
ἀκόμ᾿, ἀφρέ μου, νὰ βαστᾶς καὶ νά ῾μαι γυρισμένος
μὲ δυὸ φιλιὰ τῆς μάνας μου, μὲ φούχτα γῆ τῆς γῆς μου!».
Κι ἡ φύσις ὅλη τοῦ γελᾶ καὶ γένεται δική του.
Ἐλπίδα, τὸν ἀγκάλιασες καὶ τοῦ κρυφομιλοῦσες
καὶ τοῦ σφιχτόδεσες τὸ νοῦ μ᾿ ὅλα τὰ μάγια πόχεις.
Νιὸς κόσμος ὄμορφος παντοῦ χαρᾶς καὶ καλοσύνης.
Ἀλλ᾿ ἀπαντοῦν τὰ μάτια του τρανὸ θεριὸ πελάγου
κι ἀλιά, μακριά ῾ναι τὸ σπαθί, μακριά ῾ναι τὸ τουφέκι!
Κοντὰ ῾ν᾿ ἐκεῖ στὸ νιὸν ὀμπρὸς ὁ τίγρης τοῦ πελάγου·
ἀλλ᾿ ὅπως ἔσκισ᾿ εὔκολα βαθιὰ νερὰ κι ἐβγῆκε
κατὰ τὸν κάτασπρο λαιμὸ ποὺ λάμπει ὡσὰν τὸν κύκνο,
κατὰ τὸ στῆθος τὸ πλατὺ καὶ τὸ ξανθὸ κεφάλι,
ἔτσι κι ὁ νιὸς ἐλεύτερος, μ᾿ ὅλες τὲς δύναμές του,
τῆς φύσης ἀπὸ τσ᾿ ὄμορφες καὶ δυνατὲς ἀγκάλες,
ὁποῦ τὸν ἐγλυκόσφιγγε καὶ τοῦ γλυκομιλοῦσε,
εὐτὺς ἑνώνει στὸ λευκὸ γυμνὸ κορμὶ π᾿ ἀστράφτει,
τὴν τέχνη τοῦ κολυμπιστῆ καὶ τὴν ὁρμὴ τῆς μάχης.
Πρὶν πάψ᾿ ἡ μεγαλόψυχη πνοὴ χαρὰ γεμίζει:
Ἀστράψε φῶς κι ἐγνώρισεν ὁ νιὸς τὸν ἑαυτό του.

Ἀπομεινάρι θαυμαστὸ ἐρμιᾶς καὶ μεγαλείου,
ὄμορφε ξένε καὶ καλὲ καὶ στὸν ἀνθὸ τῆς νιότης,
ἄμε καὶ δέξου στὸ γιαλὸ τοῦ δυνατοῦ τὴν κλάψα.


Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου