Γλαυκᾶς, ὦ φιλέριθ᾽ ἀλακάτα, δῶρον Ἀθανάας
γυναιξίν, νόος οἰκωφελίας αἷσιν ἐπάβολος,
θαρσεῦσ᾽ ἄμμιν ὑμάρτη πόλιν ἐς Νείλεω ἀγλαάν,
ὅππᾳ Κύπριδος ἱρὸν καλάμω χλωρὸν ὑπ᾽ ἀπαλῶ.
[5] Τυίδε γὰρ πλόον εὐάνεμον αἰτήμεθα πὰρ Διός,
ὅππως ξεῖνον ἐμὸν τέρψομ᾽ ἰδών, κἀντιφιλήσομαι,
Νικίαν, Χαρίτων ἱμεροφώνων ἱερὸν φυτόν,
καὶ σέ, τὰν ἐλέφαντος πολυμόχθω γεγενημέναν,
δῶρον Νικιάας εἰς ἀλόχω χέῤῥας ὀπάσσομεν,
[10] σὺν τᾷ πολλὰ μὲν ἔργ᾽ ἐκτελέσεις, ἀνδρεΐοις πέπλοις,
πολλὰ δ᾽ οἷα γυναῖκες φορέοισ᾽ ὑδάτινα βράκη.
Δὶς γὰρ ματέρες ἀρνῶν μαλακοῖς ἐν βοτάνᾳ πόκοις
πέξαιντ᾽ αὐτοενεί, Θευγενίδος γ᾽ ἕννεκ᾽ ἐϋσφύρω·
οὕτως ἀνυσιεργός, φιλέει δ᾽ ὅσσα σαόφρονες.
[15] Οὐ γὰρ εἰς ἀκίρας οὐδ᾽ ἐς ἀέργῳ κεν ἐβολλόμαν
ὀπάσαι σὲ δόμοις, ἀμμετέρας ἔοισαν ἀπὸ χθονός.
Καὶ γάρ σοι πατρίς, ἃν ὡξ Ἐφύρας κτίσσε ποτ᾽ Ἀρχίας
νάσω Τρινακρίας μυελόν, ἀνδρῶν δοκίμων πόλιν.
Νῦν μὰν οἶκον ἔχοισ᾽ ἀνέρος, ὃς πόλλ᾽ ἐδάη σοφὰ
[20] ἀνθρώποισι νόσοις φάρμακα λυγραῖς ἀπαλαλκέμεν,
οἰκήσεις κατὰ Μίλλατον ἐραννὰν μετ᾽ Ἰαόνων.
ὡς εὐαλάκατος Θευγενὶς ἐν δαμότισιν πέλῃ,
καί οἱ μνᾶστιν ἀεὶ τῶ φιλαοίδω παρέχῃς ξένω.
Κεῖνο γάρ τις ἐρεῖ τὦπος ἰδών σ᾽· “Ἦ μεγάλα χάρις
[25] δώρῳ ξὺν ὀλίγῳ, πάντα δὲ τιματὰ τὰ πὰρ φίλω.”
***
Αδράχτι, που σ' εχάρισε στις γνωστικές γυναίκες
η γλαυκομμάτα η Αθηνά για νοικοκυροσύνη,
έλα μαζί μου θαρρετά στην πόλη του Νηλέως
πούνε ναός της Κύπριδος μέσ' σε χλωρά καλάμια.
Εκεί θα πάμε, κι ο θεός καλό ταξίδι ας δώση,
το φίλο το Νικία μου να 'δω και να φιλήσω,
που οί χάριτες γλυκόφωνες τον έχουν αναθρέψει,
και σένα, καλοδούλευτο κ' ελεφαντένιο αδράχτι,
εσένα στη γυναίκα του θε να σε κάνω δώρο,
να κλώθης νήματ' απαλά για των αντρών τα ρούχα
και νήματα για διάφανα φορέματα γυναίκεια.
Γιατ' οι μαννάδες των αρνιών στα πράσινα λιβάδια
κουρεύονται για χάρη της και δίνουν το μαλλί τους
πάντα το χρόνο δυό φορές· τ' είνε καλή δουλεύτρα
κι όλα αγαπάει όσ' αγαπούν οι γνωστικές γυναίκες.
Εγώ δε θα σ' εχάριζα μηδέ σε τιποτένιες
μήτ' ήθελα να σ' έβλεπα μέσ' σ' ακαμάτρας σπίτι,
γιατ' είσαι απ' την πατρίδα μου κ' έχεις εσύ πατρίδα
την πόλη εκείνη που έκτισεν ο Εφυραίος Αρχίας
πόλη μ' ανθρώπους διαλεχτούς , της Σικελίας καμάρι.
Τώρα θε νάχης σπίτι σου σοφού γιατρού το σπίτι
που ξέρει μύρια γιατρικά και διώχνει τις αρρώστιες·
αντάμα με τους Ίωνας στη Μίλητο θα μένης
έτσι για νάχη η Θεύγενη το πιο ώμορφο τ' αδράχτι
και να με φέρνη πάντοτε μέσ' την ενθύμησή της
εμένα τον τραγουδιστή και τον καλό της φίλο.
Όποιος σε 'δη στα χέρια της να λέη: Μεγάλη, αλήθεια,
μεγάλη χάρη απόκτησε με το μικρό του δώρο.
Όλα τα δώρα ατίμητα όσα χαρίζουν φίλοι.
Απόδοση στα νέα ελληνικά:
Ιωάννης Πολέμης
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου