Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμισι ώρα της νυχτός.
Κι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρος στο κάθε τραπεζάκι. - «Γεια σου, Κωνσταντή βαρβάτε!»
- Καλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;
Ένας σου 'δινε ποτήρι κι άλλος σου 'δινεν ελιά.
Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.
Κι αν σε πείραζε κανένας -αχ, εκείνος ο Τριβέλας!-
έκανες πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.
Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά...
Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Αχ, πού 'σαι, νιότη, πού δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου