Παρασκευή 24 Απριλίου 2020
Πέμπτη 16 Απριλίου 2020
Νίκος Καρούζος: Μεγάλη Πέμπτη στα νέφη
Μαρία θυμάσαι στις ράγιες του τραμ εκείνο το πένθος
είχαμε βγει απ’ το μικρό εστιατόριο της Λαχαναγοράς
όταν ο ήλιος έκρουε τα χαράματα.
Ξάφνου τη λάμψη πήρες άλλου άνθους ενώ μοναξιασμένη
Ακούγεται κοντά μας η καμπάνα της Μεγάλης Πέμπτης
Κι ο Γιάννης κοιτάζει ακτήμων.
Είπα εντός του τρόμου δεν άκουσε κανείς
ο άγγελος απ’ τα φωσφορικά ουράνια
στο γκρεμισμένο χρόνο αδειάζει το κακό
κι ο πιο μικρός μας θόρυβος θα κρυσταλλώσει απάνω, εκεί, μακριά.
Τότε μας φώναξε για τους αρχαίους νεκρούς ο Γιάννης
και πηδήσαμε το σιδερένιο φράχτη του Κεραμεικού
(Άξιε ταύρε- καλώντας το Διόνυσο έβγαλε φωνή).
Χαρά ηλιακή μας περιβάλλει κ’ η Μαρία βλέπει χορούς εκστατική
στα συμπλέγματα των λουλουδιών-
εγώ τον Άγιο Φραγκίσκο έβλεπα με τους φίλους του ανέμους
τον πρώτο πετεινό απ’ τα μεσάνυχτα
της αττικής ημέρας κήρυκα ώσπου τα νέφη τη σήκωσαν ψηλά
με τις γριές που είχαν μεταλάβει, με τον ιερέα
ώσπου τα νέφη την πήραν ψηλά τη μέρα
και τη μισοχτισμένη εκκλησιά
τη Λαχαναγορά
και τα μικρά καρότσια με τα γαϊδουράκια.
Και ιδού ο Γιάννης τρέχει προς το μέρος μας
ωσάν ασώματος Τι βαθύ που είναι το λουλούδι, λέει,
και μας έδειξε κοντά μας ένα
ωστόσον άλλο λουλούδι είχε δει μακριά με τους νεκρούς.
Μα τα λουλούδια είναι τόσο αδελφωμένα
κάθε στιγμή κερδίζεις το νόημα του λουλουδιού κοιτάζοντας
κάθε στιγμή το χάνεις…
Εκεί λοιπόν ηχούσε η καμπάνα
της ορθοδοξίας μοναχή
πιο πέρα του σώματος η ιαχή και η Μαρία
ο Γιάννης
ο ταπεινός εγώ και φιλαμαρτήμων.
Κώστας Ριζάκης: Η προδοσία
Κι ο Ιησούς μονάχος Του στον κήπο προσευχήθη
μπαμπάκια μες στο στόμα μου μητέρα
στα σταυρωμένα μπράτσα μου καρφιά
δεν τη μπορώ άλλο πια μια τέτοι' άδικη μοίρα
αλλόφρων άγγελος με τη λαλιά ν' αλλάσσω
το σίγουρο σταμνί κάθε σιωπής
μα ο Ιησούς στον κήπο Του αγρυπνάει
σε νυσταγμένα βλέφαρα τρεμίζει ένας Θεός
κι έρχονται να με πάρουνε μητέρα
κάψαν τα γράμματα μαντατοφόροι μοχθηροί
τι ριγηλός σπασμός στην κρύα μέσα νύχτα
τι τερατώδες όνειρο η ζωή
και ιδού
οι μαθητές εγκλωβισμένοι στο καθήκον
- στην παρειά μου αστράφτει το φιλί!
Παρασκευή 10 Απριλίου 2020
Μάνος Ελευθερίου: Τρίτη πράξη
Φαρδιά καμπαρντίνα, στενό καπέλο, περασμένες μόδες.
Μια ωραία κοπέλα ρίχνει τη στάχτη του τσιγάρου της από παράθυρο του τρίτου ορόφου.
Ο γιός μεγάλου εμπόρου πέρασε σαν καράβι τους δρόμους των σφαγείων.
Άσπρο μεταξωτό φουλάρι κι η ζωντανή χρυσόμυγα καρφωμένη στο πέτο.
Κάποιος κατουράει πίσω απ' τα δέντρα και φυσάει ξυράφια.
Ένας άλλος χέζει τριαντάφυλλα.
Η Ελλάδα το μήλο που σφηνώθηκε στην πλάτη ενός ζώου και σάπισε.
Όπως ακριβώς στο διήγημα του Κάφκα.
Τελικά το θέμα είναι η καμπαρντίνα και το καπέλο;
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΕΡΑ (1987)
Μάνος Ελευθερίου: Ο ασθενής των αναμνήσεων
Παλιού ουρανού χαλάσματα
Ε.Π.
Προσέχοντας να μη βουλιάζει στους γκρεμούς
των ερώτων
άκουσε να χτυπούν πολλές αγάπες μαζί.
Δεν πρόλαβε να υπολογίσει την ώρα.
Μέσα του άνοιξε μια τρύπα με οινόπνευμα-
παλιές ανάγκες της ψυχής του ήταν
παλιού ουρανού χαλάσματα.
Ως το πρωί αιμορραγούσε αναμνήσεις.
Έφτυνε δόντια και χρυσάφι.
Κρυμμένα πάθη του ξερνούσε και αμαρτίες.
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΕΡΑ (1987)
Μάνος Ελευθερίου: Ίχνη από στρυχνίνη
Ίχνη από ματωμένα δόντια σε άσπρα γάντια
ίσως να ήτανε φιλιά.
Χιόνι στα σεντόνια και τις πολυθρόνες.
Και τα φτερά του τραβηγμένα με μανία υστερική.
Βρέθηκαν ίχνη από στρυχνίνη.
Αποτυπώματα μιας Άνοιξης επάνω στα κοστούμια του.
Σε μιαν ατζέντα πολλοί αριθμοί ανεξακρίβωτοι:
ίσως αριθμοί τηλεφώνων, ίσως λογαριασμοί,
σήματα παράξενα, σαν τους συνδυασμούς ενός άτυχου
χαρτοπαίκτη.
Κι α, ναι, το κυριότερο: Ένα κομμάτι από σκισμένη
φωτογραφία. Δέντρα και θάλασσα. Το πρόσωπο,
απ' τη σκιά στην άμμο, συμπεραίνεται πως ήταν άντρας.
Στον αέρα όμως μια μυρωδιά γυναίκας και το άγγιγμά της·
τα νύχια της να φτερουγίζουν αόρατα και σαν αρρώστια κολλητική.
Με αυτά ίσως μπορέσεις ποιητικά και να βιογραφήσεις το θύμα.
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΕΡΑ (1987)
Τετάρτη 8 Απριλίου 2020
William Shakespeare: Sonnet 30
When to the sessions of sweet silent thought
I summon up remembrance of things past,
I sigh the lack of many a thing I sought,
And with old woes new wail my dear time's waste:
Then can I drown an eye, unus'd to flow,
For precious friends hid in death's dateless night,
And weep afresh love's long since cancell'd woe,
And moan th' expense of many a vanish'd sight;
Then can I grieve at grievances foregone,
And heavily from woe to woe tell o'er
The sad account of fore-bemoaned moan,
Which I new pay as if not paid before.
But if the while I think on thee, dear friend,
All losses are restor'd, and sorrows end.
Τρίτη 7 Απριλίου 2020
William Wordsworth: Lines Composed a Few Miles above Tintern Abbey, On Revisiting the Banks of the Wye during a Tour. July 13, 1798
Five years have past; five summers, with the length
Of five long winters! and again I hear
These waters, rolling from their mountain-springs
With a soft inland murmur.—Once again
Do I behold these steep and lofty cliffs,
That on a wild secluded scene impress
Thoughts of more deep seclusion; and connect
The landscape with the quiet of the sky.
The day is come when I again repose
Here, under this dark sycamore, and view
These plots of cottage-ground, these orchard-tufts,
Which at this season, with their unripe fruits,
Are clad in one green hue, and lose themselves
'Mid groves and copses. Once again I see
These hedge-rows, hardly hedge-rows, little lines
Of sportive wood run wild: these pastoral farms,
Green to the very door; and wreaths of smoke
Sent up, in silence, from among the trees!
With some uncertain notice, as might seem
Of vagrant dwellers in the houseless woods,
Or of some Hermit's cave, where by his fire
The Hermit sits alone.
These beauteous forms,
Through a long absence, have not been to me
As is a landscape to a blind man's eye:
But oft, in lonely rooms, and 'mid the din
Of towns and cities, I have owed to them,
In hours of weariness, sensations sweet,
Felt in the blood, and felt along the heart;
And passing even into my purer mind
With tranquil restoration:—feelings too
Of unremembered pleasure: such, perhaps,
As have no slight or trivial influence
On that best portion of a good man's life,
His little, nameless, unremembered, acts
Of kindness and of love. Nor less, I trust,
To them I may have owed another gift,
Of aspect more sublime; that blessed mood,
In which the burthen of the mystery,
In which the heavy and the weary weight
Of all this unintelligible world,
Is lightened:—that serene and blessed mood,
In which the affections gently lead us on,—
Until, the breath of this corporeal frame
And even the motion of our human blood
Almost suspended, we are laid asleep
In body, and become a living soul:
While with an eye made quiet by the power
Of harmony, and the deep power of joy,
We see into the life of things.
Δευτέρα 6 Απριλίου 2020
Κατίνα Βλάχου: Το μέλλον μας προβλέπει ασφυξία
Λιγόστεψε ο αέρας που αναπνέουμε
Δίκαια ας τον μοιράσουμε
Όλοι να πάρουν
Δεν είναι ώρα τώρα
το «εγώ» να κλέβει την αναπνοή
του διπλανού του
Ας βρούμε τρόπο
αυτά που αιώνες τώρα λάθος κάναμε
στην άκρη να τα βάλουμε επιτέλους
Και ένα «τώρα» ξαφνιασμένο από το φόβο
ώριμη σοφία ας εκπνεύσει
Ας ανασάνουμε μαζί όσο μπορούμε
Αλλιώς το μέλλον μας προβλέπει ασφυξία
6/4/20
Κυριακή 5 Απριλίου 2020
Δημήτρης Ι. Σουρβίνος: Μονογενής
Ολομόναχος
ολονύχτιος
στο επάνω
χαλασμένο δωμάτιο
με τα φιλέρημα
πολυκάνδηλα των άστρων
εγώ
ο του Φόβου
και του Ύπνου ανώτερος
ασκεπής και αστέγαστος
αχτένιστος
νηστευτής
στο κίτρινο σανίδι
σκυφτός
στα χαρτιά μου βυθίζομαι
ωσάν στρατιώτης
χτυπημένος στο στήθος
- άλλοτες γόης
παρηγορητής
εξηγητής
των ονείρων αρμόδιος -
τώρα πλέον
απλώς
των νεκρών το παράπονο
ακούω
και τα γυμνά των πέλματα
στης Νυχτός
τον ωχρότατο αυλόγυρο
εγώ
ο ανυπεράσπιστος των πουλιών
ο πρόθυμος
και ο έτοιμος της Έγνοιας
ο Μονογενής της Σελήνης
της Αγάπης ο έρμαιος
ολομόναχος
ιδού ακούω
γράφω και κλαίω
ΑΠΟΔΕΙΠΝΟΣ (1990)
Παρασκευή 3 Απριλίου 2020
Πέμπτη 2 Απριλίου 2020
Θεοτόκης Ζερβός: Ένα παράθυρο στο στήθος
Να σμίγει τα δόντια του μέσα στη σάρκα μου
ο ήλιος
ο επίμονος του ύπνου
να μ' αφορμίζει κάθε νύχτα ένα παράθυρο στο στήθος
για τις στιγμές που ξυπνάω και με ξαφνιάζεις δίπλα μου.
Χωρίς λαβωματιά στο σώμα
χωρίς λεκέ στην πουκαμίσα
πάντα με πόθο φανερό που σε μετατοπίζει
απ' το χλωρό του χόρτου στο τρυφερό καρτέρι
για να δεχτείς ψιμμύθια σε λυπημένα χρώματα.
Όπως το θαύμα μέσα μου πιασμένο στην ομίχλη
χωρίς λαβωματιά
χωρίς ανάγκη ν' αποκριθείς στην ταραχή μου.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1978)
Νίκος - Αλέξης Ασλάνογλου: Το τρίτο παράθυρο
Με κυνηγάει πάντα στον ύπνο μου το τρίτο παράθυρο
ένα μάτι ανελέητο κι εμείς
κόκκινα κι άσπρα πιόνια στη λέσχη των τραπεζικών·
είναι το ίδιο φωτάκι που καίει στην πολύβουη Αθήνα
για μια νύχτα μονάχα, την άνοιξη, «φθερεί αυτόν ο Θεός»
αυτός ο αμαρτωλός Θεός που με σαρκάζει στο κάτασπρο γέλιο σου
κάτω από μια λάμπα ασετιλίνης τα βράδια στον κήπο
δε μ’ αφήνουν ποτέ μοναχό και το τρίτο παράθυρο
ένα κόκκινο μάτι – ανάβει τη φλέβα της νύχτας, πυκνώνει τη μοναξιά
θαμπώνει τα όνειρά μου
Ο ΔΥΣΚΟΛΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ (1954)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)