Βαριά τα μαύρα κρέπια η νύχτα σέρνει
κι η πλάση μια θωριά θλιμμένη παίρνει.
Δεν πάει καιρός που μες από τα πλήθια
κάποιος πιστός ξεχώρισε. Κοντάρι
δεν άδραξε για να χτυπήσει στήθια
Θεού. Του δόθηκε η μεγάλη χάρη
Θεό να θάψει. Ο τάφος, νά! Θλιμμένα
κανένας μπρος στο μάρμαρο δε γέρνει,
μα η πλάση κλαίει κι είναι όλα βουτηγμένα
στα κρέπια τα πηχτά που η νύχτα σέρνει.
Τα μαύρα κρέπια η μέρα τώρα σκίζει,
κι ο ήλιος χρυσαφένιος πορφυρίζει.
Ανοίγει ο τάφος. Γύρωθε πετάνε
αγγέλοι. Πέφτουν χάμου θαμπωμένοι
οι αντίχριστοι. Οι άγγελοι τραγουδάνε·
καθένας τους μιαν αρμονία υφαίνει
κι ένα όνειρο. Τα ζαφειρένια πλάτια
αχολογάνε. Ο ουρανός χωρίζει
να Τον δεχτεί στα αιθέρια του παλάτια
κι η μέρα όλο και μαύρα κρέπια σκίζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου