Όπως η ψυχή τον πέταξε σαν ανάσα σε πνευστό
από τα χείλη στα δέντρα που πράσινα στο χώμα της Κορίνθου
τη μουσική από μόνα τους τριγύρω έφτιαναν
τους γερανούς στον ουρανό βαριά είδες να πετούν σαν άστρα
όταν το μαχαίρι μπαίνοντας βαθιά άνοιγε ζωή στο θάνατο.
Οι μέρες πέρασαν αφήνοντας τα κουμπιά ανοιχτά στο πουκάμισο
Οι γερανοί του Ιβύκου — είπαν
Τους γερανούς βαριά στον ουρανό να πετούν σαν είδαν.
Οι μέρες πέρασαν. Μα το πουκάμισο έμενε ανοιχτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου